Είναι γενικότερη διαπίστωση ότι η καθημερινή επικοινωνία μας δεν είναι πάντα η καλύτερη, πράγμα το οποίο δημιουργεί προβλήματα στις μεταξύ μας σχέσεις. Συχνές είναι οι εντάσεις και οι συγκρούσεις, στις οποίες άλλοτε μπορεί να υπάρχουν βαθύτερα και πραγματικά αίτια, για παράδειγμα αντικρουόμενων συμφερόντων, άλλοτε όμως οι συγκρούσεις αυτές είναι αποτέλεσμα ασυνεννοησίας και λογικών σφαλμάτων που γίνονται ασυναίσθητα. Αν καταφέρναμε να εντοπίσουμε και να ελέγξουμε κάποια από αυτά τα λογικά λάθη που μπορεί να εμφανιστούν στην επικοινωνία, αλλά και την γενικότερη συμπεριφορά, θα περιορίζαμε τις περιπτώσεις των εντάσεων και θα βελτιώναμε έτσι την ποιότητα της επικοινωνίας μας. Στο παρόν άρθρο εξετάζουμε τρία στοιχεία, που τα ονομάζουμε άλογα (χωρίς λογική), τα οποία εμφανίζονται στην νεοελληνική νοοτροπία και τα οποία μολονότι έχουν την ερμηνεία τους και ίσως να είχαν παλαιότερα την χρησιμότητά τους, σήμερα υποβαθμίζουν την ποιότητα της επικοινωνίας μας και επηρεάζουν αρνητικά ακόμη και την πολιτική συμπεριφορά μας.
Τα τρία άλογα στοιχεία που θα εξετάσουμε εδώ και τα οποία φαίνεται να είναι αλληλένδετα είναι:
(α) η παντογνωσία- κώφωση,
(β) η καρδιογνωσία- ενσυναίσθηση, και
(γ) το προορατικό χάρισμα- προφητεία.
Η περιγραφή τους δεν έχει επικριτικό χαρακτήρα, απεναντίας η παρουσία τους μπορεί να συνδέεται και με θετικές ιδιότητες, που μπορούν να οδηγήσουν σε παραγωγικές συμπεριφορές. Στην τωρινή τους κατάσταση όμως είναι σίγουρα εκτροπές, που επιφέρουν δυσλειτουργία στον κοινωνικό ιστό και συχνά λύπη και εσωτερικό εγκλωβισμό ή απλά όκνο στο ίδιο το άτομο.
Α. Παντογνωσία- Κώφωση
«Ξέρω ήδη τι θέλεις να πεις, άρα δεν σε ακούω.»
Αρκετές εντάσεις συχνά δημιουργούνται όταν νομίζουμε ότι ξέρουμε τι θέλει να πει ο συνομιλητής μας και έτσι τον προλαμβάνουμε με κάποια απάντηση ή δεν τον ακούμε. Όμως ο μόνος τρόπος να μάθουμε τί λέει ο άλλος είναι να τον ακούσουμε. Σίγουρα η προηγούμενη εμπειρία μπορεί να μας δίνει μια ιδέα, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε τι πάει ο άλλος να πει χωρίς να το έχουμε ακούσει. Έτσι συχνά μπορεί να αποπέρνουμε τον συνομιλητή και του στερούμε το δικαίωμα του λόγου. Το φαινόμενο αυτό είναι κάτι που συχνά διαπιστώνει κανείς στην καθημερινή ζωή.
Σε ένα πιο γενικό επίπεδο αυτή η στάση μπορεί να είναι μία μόνο έκφανση του ότι το άτομο νιώθει πως έχει βρει την απόλυτη αλήθεια, άρα δεν περιμένει καμία εξωτερική πληροφορία από αλλού. Δεν ενδιαφέρεται να ακούσει κάτι άλλο εφόσον ξέρει ήδη και είναι βέβαιο για όσα πιστεύει πως θα του ήταν χρήσιμα. Δεν θα είχαμε καμία αντίρρηση να δεχτούμε αυτό το ενδεχόμενο (να ξέρει δηλαδή ήδη κάποιος όσα του είναι χρήσιμα), αν το περιεχόμενο αυτής της γνώσης ήταν θετικό, παραγωγικό και το ίδιο για όλους.
Όμως το άτομο που παρουσιάζει αυτή την στάση συνήθως είναι βέβαιο για πράγματα που το στεναχωρούν και του είναι δυσάρεστα, π.χ. «ότι όλα πάνε προς το χειρότερο», «δεν υπάρχει ελπίδα» κτλ. Σε άλλα πάλι θέματα βλέπουμε να είναι ο καθένας βέβαιος για κάτι διαφορετικό. Διαπιστώνουμε δηλαδή μια ποικιλία «αληθειών» τις οποίες με βεβαιότητα ενστερνίζονται τα άτομα, χωρίς διαπραγμάτευση και διάλογο, με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς τί ακριβώς λέει ο άλλος, να υπάρχει μια ασαφής εικόνα που οδηγεί σε απομόνωση. Και αυτό μπορεί να συμβαίνει τόσο για μικρά πράγματα, όσο και για μεγάλα.
Β. Καρδιογνωσία - Ενσυναίσθηση:
«Ο Ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας»
«Επίσης ξέρω και γιατί λες αυτό που λες.» Η βεβαιότητα της γνώσης και της βαθύτερης πρόθεσης του άλλου, η οποία θεωρούμε ότι είναι συνήθως κακή (αλλιώς δεν θα ήταν βαθύτερη), είναι άλλο ένα δείγμα βεβαιότητας χωρίς αποδείξεις. Είναι συμπεριφορά που συνδέεται προφανώς με την προηγούμενη και είναι κι αυτή μία από τις εκφάνσεις της μεταφυσικής πεποίθησης στην προσωπική μας εικασία. Φυσικά το ότι μπορεί να είμαστε καλοί στην δουλειά μας, να έχουμε κάποια ή περισσότερες ικανότητες, να είμαστε ιδιαίτερα ταλαντούχοι σε κάτι, δεν σημαίνει πως όλα όσα φανταζόμαστε είναι αληθή.
Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, ιδιαίτερα όταν το άτομο που διακρίνεται από αυτή την στάση διαπιστώνει μόνο ανεπιθύμητα πράγματα γύρω του. Συνήθως στις περιπτώσεις αυτές το άτομο θεωρεί δείγμα ευφυίας το να θεωρεί ένα ενδεχόμενο κακό ως βέβαιο και συνδυάζει όλες τις πληροφορίες που δέχεται προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα για τον κοινωνικό ιστό και αντιστρέφει την βασική αρχή της παιδαγωγικής: «πίστεψε ότι είμαι καλός και θα γίνω». Και πάλι βέβαια είναι η προηγούμενη τραυματική εμπειρία και το παρελθόν της εξαπάτησης που διαμόρφωσε αυτήν την νοοτροπία (για να μην πούμε άλλοτε και η εσωτερική ποιότητα του ίδιου του ατόμου), η οποία νοοτροπία όμως μας εγκλωβίζει σε έναν φαύλο κύκλο διαπίστωσης και άρα μίμησης μιας εικόνας για την πραγματικότητα, που είναι μερική και συνεπώς παραμορφωμένη.
Η άλογη βεβαιότητα για την υποβαθμισμένη εσωτερική ποιότητα των συνανθρώπων μας είναι αυτονόητο ότι δημιουργεί πρόβλημα στην συνεργασία, γιατί η συνεργασία μπορεί να επιφέρει μεγάλου βεληνεκούς αποτελέσματα, αλλά πρέπει να θέλει κανείς να υπάρξει αμοιβαίο όφελος, να ωφεληθεί δηλαδή και ο άλλος. Γιατί όμως να θέλει κανείς να ωφελήσει κάποιον τον οποίον αυθαιρέτως (δηλαδή χωρίς επαρκή δεδομένα) θεωρεί κακοπροαίρετο;
Να προσθέσουμε επιπλέον πως οποιαδήποτε κακή εκτίμηση και απαξίωση για τον συνάνθρωπο έχει άμεση επίπτωση στην προσωπική μας αξία. Δεδομένου πως το γονιδίωμά μας (DNA) διαφέρει ελάχιστα του ενός ανθρώπου από τον άλλο (ανήκουμε άλλωστε στο ίδιο είδος), δεν είναι πολύ πιθανό να είναι ο άλλος άχρηστος και να είμαστε εμείς καλοί.
Και δεδομένου πως το γονιδίωμά μας διαφέρει ποσoστιαία πολύ λίγο και από τα υπόλοιπα έμβια όντα, π.χ. το σφουγγάρι ή το ψάρι «ζέβρα», οποιαδήποτε απαξίωση για τους άλλους ανθρώπους, συνεπάγεται και απαξίωση μεγάλου μέρους της φύσης. Με το ψάρι «ζέβρα» έχουμε 85% κοινό γονιδίωμα, άρα όταν απαξιώνουμε τον συνάνθρωπο, αυτό έχει την άμεση επίπτωση ότι υποβιβάζουμε και το ψάρι. Θεωρούμε το ψάρι «ζέβρα» 85% ‘κακό’ και άξιο περιφρόνησης.
Πέρα από τα αναμφισβήτητα επιστημονικά δεδομένα, επικαλούμαστε εδώ και τους Στωικούς και την θέση τους για την ενότητα στην φύση με δύο μικρά χωρία που αποδίδονται στον Στωικό φιλόσοφο Χρύσιππο τον Σολέα ή Ταρσέα:
μέρη γάρ εἰσιν αἱ ἡμέτεραι φύσεις τῆς τοῦ ὅλου.[1]
«οι φύσεις μας είναι μέρος της φύσης του συνόλου» και
μηδὲν ἐγκλητὸν εἶναι μηδὲ μεμπτὸν ἐν τῷ κόσμῳ[2]
«τίποτε δεν είναι αξιοκατάκριτο στην φύση/κόσμο».
Γ. Προορατικό χάρισμα- Προφητεία
Το τρίτο από τα άλογα στοιχεία που εξετάζουμε εδώ αφορά το προορατικό χάρισμα. Το προορατικό χάρισμα είναι κάτι πολύ σπάνιο που μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορους ανθρώπους, είτε να προϋπάρχει βιολογικά, είτε να προκύπτει μετά από μεγάλη εσωτερική καλλιέργεια και πνευματική εκγύμναση και στην δική μας θρησκεία και σε άλλες από τις μείζονες θρησκείες που ακολουθούν παραπλήσιες κατευθύνσεις απεξάρτησης από τις υλικές απολαύσεις, ελέγχου των παθών και εξευγενισμού της προσωπικότητας.
Είναι συμβατό με τον Χριστιανισμό, εφόσον ο Θεός προγνωρίζει το μέλλον και ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, έχει στοιχεία της θεϊκής φύσης.
Για μετοχή στην θεία φύση γίνεται λογος και στον μύθο του Προμηθέα, ο οποίος έκλεψε την τεχνολογική σοφία και την φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στον άνθρωπο σύμφωνα με την αφήγηση του σοφιστή Πρωταγόρα στον ομώνυμο πλατωνικο διάλογο.
Πέρα από την μετοχή στην θεία φύση, οι αρχαίοι Έλληνες, όπως και άλλοι λαοί, αναγνώριζαν το προορατικό χάρισμα και σε διάφορους ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τον φιλόσοφο Φιλόστρατο (2ο-3ο αι. μ.Χ.), γνωστό και από το σχετικό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη:
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται.[3]
«Οι θεοί γνωρίζουν τα όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, οι άνθρωποι γνωρίζουν τα όσα συμβαίνουν στο παρόν και οι σοφοί αντιλαμβάνονται τα κοντινά γεγονότα».
Και πάλι όμως το προορατικό χάρισμα είναι σπάνιο και αμφισβητήσιμο και σίγουρα είναι κάτι που δεν το έχουν όλοι. Το έχουν πολύ λίγοι, και αν. Ας αναλογιστούμε όμως το πόσο συχνά ακούμε «το είχα πει εγώ ότι αυτό θα γίνει», «δεν σου είχα πει ότι…», «όταν εγώ μιλάω…», «να τον ακούς τον θαλασσόλυκο» και δεν αναφερόμαστε σε απλές συμβουλές αυτονόητης λογικής, όπως το «μην οδηγείς πιωμένος, θα τρακάρεις», «δεν σου είχα πει να μην τρέχεις με το ψαλίδι στο χέρι;», αλλά το ακούμε και για πράγματα που δεν θα μπορούσε ο άλλος να γνωρίζει, π.χ. «εγώ σου λέω, αυτό θα γίνει», «θυμίσου την ώρα που σου το λέω» ή «σε δύο χρόνια το πολύ, να μου το θυμηθείς ότι…», «εδώ θα ‘σαι κι εδώ θα ‘μαι, όταν θα…..».
Χρειάζεται δε να το πούμε με έντονο ύφος, γιατί πως αλλιώς θα στηρίξουμε την βεβαιότητά μας για κάτι για το οποίο δεν έχουμε καμία απολύτως απόδειξη;
Δεδομένου πως κάτι ή θα γίνει ή δεν θα γίνει (50% πιθανότητα), ο άνθρωπος που σκέφτεται έτσι τις μισές φορές νιώθει ότι επιβεβαιώνεται. Ωστόσο αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να μας προβληματίσει ως τρόπος σκέψης και όχι να μας κάνει περήφανους.
Το μέλλον το φτιάχουμε εμείς και οι συνάνθρωποί μας αξιοποιώντας τα όσα έχουμε κάθε φορά στην διάθεσή μας, δεν περιμένουμε να μας το αποκαλύψουν για να το αναμένουμε.
Εξηγείται έτσι το πως συχνά ο μέσος Έλληνας νιώθει όχι απλά πρωθυπουργός, αλλά ἐλέῳ Θεοῦ μονάρχης, έτοιμος για την πεφωτισμένη δεσποτεία (άλλωστε τὸ προβλέπειν ἐστὶ διοικεῖν), η οποία όμως δεν του χαρίζεται εκ γενετής, όπως συμβαίνει σ’αυτές τις περιπτώσεις, άρα είναι και θυμωμένος. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ανθρωπολογικά και οπωσδήποτε χαριτωμένο στοιχείο, αλλά είναι πρόβλημα όταν απαντά σε έκταση και φυσικά η προορατικότητα δεν παύει να είναι δείγμα βεβαιότητας χωρίς αποδείξεις, που ακυρώνει τον παράγοντα της ανθρώπινης προσπάθειας και καταδικάζει σε μοιρολατρική αναμονή πραγμάτων για τα οποία θα έπρεπε να προσπαθούμε, είτε να επιτευχθούν, είτε να αποφευχθούν.
Το φαινόμενο αυτό έχει ενδεχομένως ερμηνεία στο παρελθόν (και ως ένα βαθμό και στο παρόν) της βίας και πολλαπλής καταπίεσης, στο οποίο ο μέσος άνθρωπος είχε μικρή δύναμη στο να επηρεάσει τις καταστάσεις. Η αναμονή καλών πραγμάτων του έδινε ελπίδα για την επιβίωση, ενώ η αναμονή κακών και η επιφύλαξη τον κρατούσε σε εγρήγορση και τον προστάτευε.
Ωστόσο, αν η στάση αυτή δεν εκφυλίζεται με την πάροδο των γενεών αποτελεί πρόβλημα, γιατί δεν είναι χρήσιμη για τον πολίτη μιας δημοκρατικής κοινωνίας, ο οποίος έχει πλέον την δυνατότητα να ενημερώνεται και να συνδιαμορφώνει τα πράγματα και όχι απλώς να τα αναμένει, ότι θα γίνουν μαγικά από μόνα τους ή ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουν, άρα να μην προσπαθήσουμε.
Τα τρία αυτά άλογα στοιχεία που εξετάσαμε έχουν την κύρια επίπτωση ότι μας βάζουν στον φαύλο κύκλο των παθών και εμποδίζουν την λογική εξέταση των πραγμάτων και των δυνατοτήτων σε κάθε περίσταση.
Ο εντοπισμός τους μπορεί να διευκολύνει τον έλεγχο και την μακροπρόθεσμη απομάκρυνσή τους και να αναβαθμίσει την επικοινωνία, αλλά και τις συνεργασίες μας στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Κατερίνα Δ. Χατζοπούλου
Σημειώσεις
1 Διογένης Λαέρτιος 7.88.1.
2 Πλούταρχος, De Stoicorum repugnantiis 1051.B.9.
3 Φλάβιος Φιλόστρατος, Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον 8.7.405-406.