«…Ας διηγηθούμε την απλή και τετριμμένη ιστορία όλων των κοσμικών ερώτων. Η ψυχολογία τους είναι πάντα η ίδια. Η γυναικεία καρδιά διαφέρει πέρα για πέρα από την ανδρική.
Εμείς, οι αληθινοί εραστές του ωραίου, λατρεύουμε τη γυναίκα· κι όποτε επιλέγουμε προσωρινά μία γυναίκα, αποτίουμε φόρο τιμής στο φύλο τους εν γένει. Υπάρχει κανένας πότης, είτε μπεκρής, είτε γνώστης, που να πίνει αιωνίως από την ίδια σοδειά; Αγαπάει γενικά το κρασί, όχι ένα οποιοδήποτε κρασί· το Μπορντώ γιατί είναι Μπορντώ, το Βουργουνδίας γιατί είναι Βουργουνδίας.
Εμείς εξιδανικεύουμε τις μελαχρινές, γιατί είναι μελαχρινές και τις ξανθιές, γιατί είναι ξανθιές· μία για το διαπεραστικό της βλέμμα, που φθάνει κατευθείαν στην καρδιά, άλλη για τη φωνή της που κάνει τα νεύρα μας να πάλλονται· άλλη για τα κόκκινα χείλη της, άλλη για τη λυγερή μέση της· και καθώς δεν μπορούμε να κόψουμε όλα αυτά τα λουλούδια μαζί, η φύση έχει βάλει μέσα μας την παρόρμηση της στιγμής, το τρελό καπρίτσιο που μας κάνει να τις επιθυμούμε πότε τη μία και πότε την άλλη, αυξάνοντας έτσι την αξία της καθεμιάς τους τη στιγμή της παραζάλης.
Όμως, η παραζάλη στον άντρα δεν διαρκεί πολύ· είναι η περίοδος της αναμονής. Η ικανοποίηση της επιθυμίας μετατρέπει τον έρωτα σε καλοσυνάτη αναγνώριση. Εμπρός, ιδεαλιστές, αγανακτήστε!
Κάποιοι καλύπτουν αυτήν τη διαδρομή από το ένα πάθος στο άλλο σε μία εβδομάδα, άλλοι σ’ ένα μήνα, άλλοι σ’ έξι μήνες, άλλοι σ’ ένα χρόνο. Είναι απλώς θέμα χρόνου, ραθυμίας της καρδιάς και συνήθειας.
Αλλά η γυναίκα… Αχ!
Η γυναίκα ακολουθεί εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία. Και εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος.
Όταν ο ερωτευμένος πολιορκεί, όταν οι επιθυμίες του έχουν ξυπνήσει και τον κάνουν να πιστεύει πως αγαπάει με πάθος, είναι ετοιμόλογος, πιεστικός, πειστικός. Τάζει τον ουρανό με τ’ άστρα, υφίσταται τις πιο υπεράνθρωπες θυσίες.
Η γυναίκα, από την πλευρά της, είναι ανήσυχη ταραγμένη, χαρούμενη που κάποιος ασχολείται μαζί της, αλλά ούτε κατά διάνοια ερωτευμένη.
Σκέφτεται: «Καημένο παιδί, τελικά μ’ αγαπάει τρελά»· και συγκινείται από αυτή την αγάπη από καλοσύνη και ικανοποιημένη ματαιοδοξία. Όμως έχει τους φόβους της, δεν θέλει να πολυμπλέξει και κάνει λόγο για ένα καπρίτσιο πρόσκαιρο. Είναι τόσο γοητευτικό ένα καπρίτσιο! Αφήνει στην καρδιά μια ανάμνηση γλυκιά και καθόλου πικρή. Είναι μία σελίδα στο βιβλίο της ζωής.
Όσο για εκείνον, καπρίτσιο ξεκαπρίτσιο, δεν πτοείται, αρκεί να φτάσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Και όντως, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Οπότε θριαμβεύει. Ο πολιορκητής κυριεύει την πόλη. Μα όταν πια γίνει αφέντης και κυρίαρχος, σιγά – σιγά αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κατάκτηση, που από μακριά του φαινόταν απαράμιλλη, τελικά δεν αξίζει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τις προηγούμενες.
Όμως, η κατακτημένη αρχίζει να ερωτεύεται τον κατακτητή της – αδύναμα στην αρχή, είναι αλήθεια: όσο μπορεί να αγαπήσει ένας τοκογλύφος τον μπον βιβέρ στον οποίο μόλις έχει δανείσει πεντακόσια λουδοβίκια. Δίνει μετρητά μπροστά και θέλει να τα πάρει πίσω με τόκο.
«Πώς», θα μου πείτε.
«Μα έχει ρισκάρει τη φήμη της, την ηρεμία της, την τάξη στη ζωή της». Και επιπλέον, κάθε γυναίκα παίρνει πάντα στα σοβαρά την περίφημη λέξη του κυρίου Δουμά: «κεφάλαιο».
Ω! Βεβαίως, τροποποιώντας κάπως το νόημα της, αφού θεωρεί ανεξάντλητο αυτό το κεφάλαιο που ο κύριος Δουμάς κρίνει πως χάνεται τόσο γρήγορα.
Κι έτσι ξεκινάει η αλυσίδα.
Εκείνος μέρα με τη μέρα κοιτάζει όλο και περισσότερο τις άλλες γυναίκες· μέρα με τη μέρα νιώθει να ανατέλλουν στην καρδιά του υποψίες για νέες επιθυμίες, να τον γαργαλούν πάθη που τώρα γεννιούνται. Μέρα με τη μέρα καταλαβαίνει όλο και καλύτερα πως η ψυχή δεν ικανοποιείται ποτέ, πως η ομορφιά έχει αναρίθμητες εκφάνσεις, πως η γοητεία της ζωής βρίσκεται στην αλλαγή και την ποικιλία.
Εκείνη, όμως, μέρα με τη μέρα δένεται και πιο πολύ, σαν φυτό που βλασταίνει σε καινούριο χώμα. Τα φιλιά της είναι ρίζες που βυθίζονται στο χώμα όλο και περισσότερο.
Αγαπάει!
Δίνεται ολόκληρη, κλειδώνεται, κλείνεται στα τείχη του νέου της έρωτα. Η ύπαρξη της δεν έχει πια άλλον ορίζοντα, ούτε η σκέψη της άλλη επιθυμία, ούτε ολόκληρο το είναι της άλλη ανάγκη από το ν’ αγαπιέται!
Κι αρχίζει το κάτεργο, η αθέλητη σκλαβιά. Μια λιτανεία από τρυφερά, γελοία και παιδιάστικα γλυκόλογα: «Ποντικάκι μου, γατούλη μου, λυκάκι μου, λατρεμένε μου». Ο διωγμός μέσω της στοργής. Από εκείνη που μιλούσε για καπρίτσιο!
Κι όμως…
Εκείνος θέλει να διακόψει, και δειλά δειλά το προσπαθεί.
Για δοκιμάστε όμως να χωρίσετε μία γυναίκα που σας λατρεύει, που σας βασανίζει με την προσοχή της, που σας ταλαιπωρεί με τις φροντίδες της, μια γυναίκα που μόνη της έγνοια είναι να σας αρέσει.
Να χωρίσετε!
Μια κουβέντα είναι! Η αλυσίδα είναι γερή· δεν τη σπας έτσι εύκολα, τη σέρνεις. Καθώς η αγάπη της μιας πλευράς όλο και θεριεύει και της άλλης μειώνεται αδιάκοπα, στο τέλος κάνουν σαν δύο μουσικοί που παίζουν μεν μαζί, αλλά ο ένας παίζει όλο και πιο γρήγορα και ο άλλος όλο και πιο αργά.
Μια παροιμία λέει:
«Η γυναίκα είναι σαν τη σκιά σου. Όταν την ακολουθείς φεύγει, κι όταν φεύγεις σ’ ακολουθεί».
Η αλήθεια αυτής της παροιμίας είναι αιώνια. Εκείνη, με το ένστικτο της ερωτευμένης, μαντεύει ότι την εγκαταλείπεις, και με λύσσα ολοένα γαντζώνεται πάνω σου. Κάθε μέρα επαναλαμβάνονται οι ενοχλητικές και άκαιρες ερωτήσεις, στις οποίες είναι αδύνατο να απαντήσει κανείς:
-Μ’ αγαπάς ακόμα, έτσι δεν είναι;
-Μα και βέβαια.
-Πες το μου, θέλω να τ’ ακούσω!
-Μ’ αφού σου το λέω!
-Πες, αλήθεια λες πως μ’ αγαπάς ακόμα λιγάκι, κακέ;
-Ναι.
-Μου υπόσχεσαι πως δεν μ’ απατάς;
-Όχι.
-Τι όχι;
-Δε σ’ απατώ.
-Ορκίζεσαι;
Ε, διάβολε, ναι, ορκίζεται. Τι θέλετε να κάνει;
Ακόμα και οι πιο έξυπνες γυναίκες, όταν φτάνουν ψυχολογικά σ’ αυτό το σημείο, επαναλαμβάνουν κατά γράμμα αυτή την αλληλουχία των τόσο ανώφελων, όσο και αδέξιων ερωτήσεων. Ο γόρδιος δεσμός παραμένει εκεί, άλυτος.
Και εμφανίζονται δύο λύσεις, πάντα οι ίδιες.
Η μία είναι να φτάσουν από σκηνή σε σκηνή, στην τελική μάχη, την αληθινή μάχη· στα απεχθέστατα χαστούκια, στα χτυπήματα που δεν περιπαίουν τιμή σε κανέναν άντρα, αφού όποιος σηκώνει χέρι σε γυναίκα, αδιακρίτως αφορμής και περίστασης, δεν είναι παρά ένας άνανδρος, ένας τιποτένιος, ένα κτήνος.
Η δεύτερη είναι εκείνος να εξαφανιστεί, να χαθεί από προσώπου γης, να γίνει καπνός. Όμως τότε, εκείνη τον αναζητά, λυσσασμένη, οργισμένη, κι όταν τον τσακώνει να λατρεύει μιαν άλλη με όλον τον φανατισμό του καινούριου πάθους, του στήνει ενέδρα στη γωνία του δρόμου, κραδαίνοντας το φιαλίδιο με το βιτριόλι…
(Σ.Σ.: Η μάστιγα της εποχής που περιγράφει
ο Μωπασάν είναι οι επιθέσεις με βιτριόλι).
Ιδού γιατί, αντί να γράφετε δοκίμια περί ηθικής που δεν χρησιμεύουν σε κανέναν, ή να μεταφράζετε Οράτιο σε γαλλικούς στίχους, θα ήταν απείρως πιο πρακτικό να μας προσφέρετε ένα εγχειρίδιο για την τέχνη του χωρισμού.
Αν είναι αλήθεια (και κατά τη γνώμη μου είναι) πως η λαιμαργία και ο έρωτας είναι οι δύο πιο απολαυστικές μορφές ψυχαγωγίας που μας χάρισε η φύση, δε βλέπω τον λόγο για να μη μας προσφέρει κάποιος οξυδερκής φιλόσοφος την πραγματεία που ζητάω, με τον ίδιο τρόπο που μας έχουν παρουσιαστεί συλλογές εκλεπτυσμένων γευμάτων και παντός είδους συνταγές για την ικανοποίηση του ουρανίσκου μας.
Κάνω έκκληση σε όλους όσοι θεωρούν τον έρωτα την πιο γλυκιά ασχολία της ζωής τους.
Δεν είναι ο χωρισμός το πιο τρομερό πρόβλημα που έχει αντιμετωπίσει ποτέ το μυαλό τους και πάντα το πιο δυσεπίλυτο για έναν εραστή;
Μέχρι στιγμής, βλέπω μόνο μία λύση, την οποία και παραθέτω δειλά δειλά, αφού ίσως να μην είναι εφικτή για όλους.
Όταν βαρεθείτε μια γυναίκα, λοιπόν…
Λοιπόν, κρατήστε τη.
«Να την κρατήσω», θα μου πείτε, «αλλά η επόμενη;».
Κρατήστε τες όλες, κύριέ μου».
* “Η τέχνη του χωρισμού”,
-Guy de Maupassant
via