«Τα αληθή και τα δίκαια είναι από τη φύση τους ανώτερα από τα αντίθετά τους» Αριστοτέλης, Ρητορική 1355a 22[1]
Οι ψευδείς ισχυρισμοί σίγουρα δεν είναι σημείο των καιρών μας. Η διάκριση αλήθειας – ψεύδους έχει απασχολήσει την Αριστοτελική σκέψη σε πολλά έργα (Αναλυτικά, Τοπικά, Ρητορική, Μετά τα φυσικά, Περί ψυχής κ.ά.) και αποβαίνει καίριας σημασίας όχι μόνο για την θεμελίωση μιας επιστημονικής θεωρίας αλλά και για την αποφυγή του ψεύδους. Το «κυνήγι της αλήθειας»[2] ή η αναζήτηση της αλήθειας και της φύσης των όντων αποτέλεσε και το αντικείμενο των πρώτων φιλοσόφων[3] και από τότε δεν έπαψε να απασχολεί τη σκέψη όλων όσοι ακολούθησαν. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι ο Αριστοτέλης επιθυμεί να θέσει σε ορθή βάση τον συλλογισμό και το συμπέρασμα.[4]
Στα Τοπικά, ήδη από τις πρώτες γραμμές, ο συγγραφέας ορίζει τον συλλογισμό ως «ένα είδος λόγου όπου, όταν τεθούν ορισμένα πράγματα, κάτι άλλο από αυτά που έχουν τεθεί συμβαίνει αναγκαστικά λόγω αυτών που έχουν ήδη τεθεί»[5]. Είναι εμφανές ότι στον συλλογισμό απαραίτητη προϋπόθεση είναι η λογική αναγκαιότητα που προκύπτει από τις προκείμενες. Ωστόσο, το να είναι οι προκείμενες αληθείς είναι χαρακτηριστικό της απόδειξης και όχι του συλλογισμού. Ο ορισμός της απόδειξης ακολουθεί ευθύς, προκειμένου ο Αριστοτέλης να τονίσει τη διαφορά μεταξύ των δύο. Έτσι, η απόδειξη αφορά την περίπτωση όπου «ένας συλλογισμός αποτελείται από αληθή και πρωταρχικά πράγματα, ή τέτοιου είδους που έχουμε εξαγάγει την αρχική μας γνώση για αρχές μέσω άλλων προκείμενων που είναι πρωταρχικές και αληθείς».[6] Ένας συλλογισμός μπορεί επίσης να προέρχεται από κοινές αντιλήψεις, τα λεγόμενα «ένδοξα». Σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για διαλεκτικό συλλογισμό.[7]
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ό,τι πιστεύουμε είναι προϊόν συλλογισμού ή επαγωγής.[8] Πώς αναγνωρίζουμε όμως έναν ψευδή ισχυρισμό;
Ο Αριστοτέλης απαντά στο ερώτημα στο 12ο κεφάλαιο των Τοπικών, απαριθμώντας τους τέσσερις τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται ένας ψευδής ισχυρισμός (ψευδὴς λόγος):
- Όταν δεν υπάρχει συμπέρασμα. Φαίνεται δηλαδή να συμπεραίνει κάποιος χωρίς να συμπεραίνει.[9]
- Όταν καταλήγει σε συμπέρασμα, χωρίς σχέση με το προκείμενο, όπως στις περιπτώσεις της αναγωγής στο αδύνατον.[10]
- Όταν το συμπέρασμα δεν έχει σχέση με το θέμα που έχει προταθεί. Για παράδειγμα ένας μη ιατρικός ισχυρισμός να παρουσιάζεται ως ιατρικός.[11]
- Τέλος, όταν το συμπέρασμα εξάγεται από ψευδείς προκείμενες.[12]
Για τον Αριστοτέλη, είναι σαφές ότι το ψεύδος αποτελεί λάθος εκείνου που το ισχυρίζεται και όχι του καθαυτού ισχυρισμού. Επομένως, οφείλουμε, κατ΄ αρχάς να διερευνήσουμε αν ο ισχυρισμός έχει συμπέρασμα. Δεύτερον αν το συμπέρασμα αυτό είναι αληθές ή ψευδές. Τρίτον, οφείλουμε να εξετάσουμε τις προκείμενές του, καθώς μπορεί το συμπέρασμα να εξάγεται λογικά, αλλά αν οι προκείμενες είναι ψευδείς, τότε είναι και αυτό ψευδές.
Ο Αριστοτέλης δεν συγγράφει απλώς, διδάσκει τη θεωρία του, ώστε να έχει πρακτική εφαρμογή. Απευθύνεται σε μαθητές, όχι μόνο για να αντιλαμβάνονται τους ψευδεῖς λόγους αλλά, επιπλέον, για να τους αντικρούουν. Πώς μπορούν όμως να εξασκηθούν;
Ένας πρώτος τρόπος είναι να αντιστρέψει κάποιος τον ισχυρισμό και να αναιρεί τις ψευδείς προκείμενες. Αν έχουν γίνει ήδη αποδεκτές οι προκείμενες, τότε θα πρέπει να προβεί στην αναίρεση του συμπεράσματος. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να γίνει εξαρχής, χρειάζεται εξάσκηση. Αν δεν έχουμε κάποιον με τον οποίο να εξασκηθούμε, ο Αριστοτέλης προτείνει να το κάνουμε μόνοι μας, με τον εαυτό μας.[13]
Προϋπόθεση τόσο για τη γνώση όσο και για την «φιλοσοφική φρόνηση» είναι η ικανότητα του ατόμου να συνοψίζει και να εποπτεύει[14] τις λογικές συνέπειες που προκύπτουν από τις αρχικές θέσεις, ώστε να κάνει τις σωστές επιλογές. Η «κατ᾿ ἀλήθειαν εὐφυΐα» είναι απαραίτητη:
«Πρέπει όμως για κάτι τέτοιο να υπάρχει ευφυΐα, και αυτή είναι η ευφυΐα ως προς την αλήθεια, το να μπορεί κανείς ορθά να επιλέγει το αληθές και να αποφεύγει το ψεύδος˙ το οποίο αυτοί που το κατέχουν από τη φύση τους το κάνουν καλά˙ διότι αυτοί που είτε αγαπούν είτε μισούν αυτό που τους προσφέρεται, μπορούν να διακρίνουν ορθά πιο είναι το καλύτερο.»[15] (Τοπικά ΧΙΙΙ 14)
Η εξάσκηση λοιπόν είναι βασική, προκειμένου να είναι σε θέση κάποιος να κατέχει επιχειρήματα, γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι που αποθαρρύνονται και εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να «εθίζεται στη μετατροπή του ενός επιχειρήματος σε πολλά»,[16] και να εξετάζει αν τα επιχειρήματα στηρίζονται σε κοινές αρχές, καθώς όλα τα επιμέρους επιχειρήματα πρέπει να ισχύουν καθολικά.
Ο Αριστοτέλης προβαίνει σε μία σημαντικότατη τελευταία συμβουλή που αφορά στους συνδιαλεγόμενους:
«Δεν πρέπει να συνδιαλέγεται κανείς με όλο τον κόσμο, ούτε να εξασκεί τη διαλεκτική με τον πρώτο τυχόντα˙ διότι με μερικούς η συζήτηση γίνεται φαύλη˙ επειδή εναντίον εκείνου, ο οποίος προσπαθεί να διαφύγει, έχει δίκιο κάποιος να προσπαθήσει να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, αλλά δεν είναι ωραίο. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει κάποιος να συγκρούεται απερίσκεπτα με τον πρώτο τυχόντα˙ διότι αναγκαστικά θα υπάρξει μία άθλια συζήτηση.»[17]