Καταδικασμένοι όχι στο θάνατο, αλλά στη ζωή - Point of view

Εν τάχει

Καταδικασμένοι όχι στο θάνατο, αλλά στη ζωή



  Μπορούμε να πούμε πώς, αν η ζωή μας δεν έχει για άμεσο σκοπό της την οδύνη, δεν έχει κανένα λόγο να υπάρχει. Γιατί είναι παράλογο να παραδεχτούμε πώς ό ατέλειωτος πόνος πού γεννιέται από την σύμφυτη με τη ζωή δυστυχία και πού γεμίζει τον κόσμο, είναι καθαρά τυχαίο γεγονός και όχι σκοπός αυτός καθ’ αυτός. Ειν’ αλήθεια πώς κάθε Ιδιαίτερη δυστυχία φαίνεται σαν εξαίρεση· αλλά, γενικός κανόνας, είναι η δυστυχία.

  Όπως κυλάει το ποτάμι χωρίς στροβιλίσματα όσο δεν συναντάει εμπόδια, έτσι και στην ανθρώπινη φύση, όπως και στη ζωική φύση, η ζωή κυλάει ασυνείδητα και απρόσεκτα σαν δεν αντιτίθεται τίποτα στη βούληση. Κι’ αν ξυπνάει η προσοχή, είναι γιατί κάποιο εμπόδιο βρήκε μπροστά της η βούληση και δημιουργήθηκε κάποιος κλονισμός. Κάθε τι πού ορθώνεται απέναντι στη βούλησή μας, κάθε τι που την διασχίζει ή της αντιστέκεται, δηλαδή κάθε τι το δυσάρεστο και το οδυνηρό, το συναισθανόμαστε αμέσως, και πολύ καθαρά. Δεν παρατηρούμε την γενική υγεία του σώματός μας, άλλα μονάχα το ελαφρό σημείο όπου μας πληγώνει το παπούτσι μας: δεν εκτιμούμε το ανθηρό σύνολο των υποθέσεων μας, και σκεπτόμαστε μόνο ένα ασήμαντο μικροπραγματάκι που μας θλίβει. — η ευεξία λοιπόν και η ευτυχία είναι εντελώς αρνητικά, και μόνο ο πόνος είναι θετικός. 


  Δεν ξέρω τίποτα πιο παράλογο από τα περισσότερα μεταφυσικά συστήματα πού εξηγούν το κακό σαν κάτι το αρνητικό· ενώ αντίθετα, μόνο αυτό είναι θετικό, αφού αυτό γίνεται αισθητό...  Κάθε αγαθό, κάθε ευτυχία, κάθε Ικανοποίηση είναι αρνητικά, γιατί δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να καταργούν μιαν επιθυμία και να τελειώνουν μια θλίψη. 


 

Προσθέστε σ’ αυτά, πώς γενικά βρίσκομε τις χαρές μικρότερες απ’ ότι τις περιμέναμε, ενώ οι οδύνες ξεπερνούν κατά πολύ την προσμονή μας.


  Αν θέλετε να διαφωτιστείτε στη στιγμή σ’ αυτό το σημείο, και να δείτε αν ξεπερνάει η ευχαρίστηση τη θλίψη, η αν συμψηφίζονται μοναχά, συγκρίνετε την εντύπωση τού ζώου πού καταβροχθίζει ένα άλλο, με την εντύπωση εκείνου πού καταβροχθίζεται.


  Σε κάθε δυστυχία, σε κάθε πόνο, η πιο αποτελεσματική παρηγοριά είναι να στρέφουμε τα μάτια μας προς εκείνους πού είναι ακόμα πιο δυστυχισμένοι από μάς: Αυτό το φάρμακο είναι προσιτό στον καθένα. Τί προκύπτει όμως για το σύνολο;


  Σαν τα πρόβατα πού παίζουνε στο λιβάδι, ενώ, με το βλέμμα του, ο χασάπης κάνει την εκλογή του μέσα στο κοπάδι, έτσι και μείς δεν ξέρουμε, στις ευτυχισμένες μέρες μας, τί καταστροφή μάς ετοιμάζει η μοίρα μας αυτήν ακριβώς την ώρα, — αρρώστια, διωγμό, καταστροφή, ακρωτηριασμό, τύφλωση, τρέλα κλπ.


  Κάθε τί πού γυρεύουμε ν’ αρπάξουμε, μάς αντιστέκεται· το κάθε τί έχει την εχθρική του βούληση πού πρέπει να νικήσουμε. Στη ζωή των λαών, η ιστορία δεν μάς δείχνει άλλο από πολέμους και επαναστάσεις· τα ειρηνικά χρόνια δεν μοιάζουν με τίποτ’ άλλο παρά με μικρές παύσεις, με διαλείμματα που γίνονται τυχαία κάπου - κάπου. Και όμοια, η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαρκής μάχη, όχι μονάχα εναντίον των αφηρημένων δεινών, της δυστυχίας και της πείνας, αλλά και εναντίον των άλλων ανθρώπων. Παντού βρίσκεις έναν αντίπαλο: Η ζωή είναι ένας ασταμάτητος πόλεμος, και πεθαίνουμε με τα όπλα στο χέρι. 


  Στο μαρτύριο της ζωής προστίθεται ακόμα η ταχύτητα του χρόνου πού μας πιέζει, που δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσες και στέκει πίσω απ’ τον καθένα μας σαν δεσμώτης κάτεργου με το μαστίγιο. Λυπάται μόνο όσους έχει παραδώσει στην ανία.


  Κι’ όμως, όπως θα έπρεπε να έσκαγε το σώμα μας, αν βρισκόταν κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση, έτσι κι’ αν αφαιρούσαν το βάρος της δυστυχίας, της θλίψης, των αντιξοοτήτων και των μάταιων προσπαθειών από τη ζωή τού ανθρώπου, η υπερβολή της αλαζονείας του θα ήταν τόσο άμετρη, πού θα τον έσπαζε σε κομμάτια, η τουλάχιστον θα τον έσπρωχνε στην πιο άτακτη παραφροσύνη, ως τη μανιακή τρέλα.


  Πάντα, χρειάζεται στον καθένα μια ορισμένη ποσότητα φροντίδων, πόνων, ή δυστυχίας, όπως χρειάζεται η σαβούρα στο πλοίο για να του δίνει ευστάθεια και να προχωρεί ίσια.


   Δουλειά, μαρτύριο, θλίψη και αθλιότητα• αυτός είναι σ’ όλη τη ζωή ο κλήρος όλων σχεδόν των ανθρώπων.


  Αλλά αν όλες οι επιθυμίες εκπληρώνονταν μόλις σχηματίζονταν, με τι θα γέμιζε η ανθρώπινη ζωή; και σε τι θα χρησιμοποιούσαμε τον καιρό μας; Αν βάζαμε αυτή τη ράτσα σε μια γη της επαγγελίας, όπου όλα ν’ αναπτύσσονται μόνα τους, όπου να πετούσαν οι κορυδαλλοί ψημένοι κοντά στα στόματα, κι’ όπου ο καθένας να έβρισκε αμέσως την αγαπημένη του και να την κατακτούσε χωρίς δυσκολία...


   Τότε θα βλέπαμε τούς ανθρώπους να πεθαίνουν από ανία, η να απαγχονίζονται, κι’ άλλους να τσακώνονται, να στραγγαλίζουν ο ένας τον άλλο και να προκαλούν στον εαυτό τους περισσότερα βάσανα απ’ όσα τούς επιβάλλει σήμερα η φύση.


  Έτσι, σε μια τέτοια ράτσα, δεν είναι δυνατόν να ταιριάζει κανένα άλλο θέατρο, καμιά άλλη ζωή. 


   Στην πρώτη νεότητα, στεκόμαστε μπροστά στη μοίρα που θ' ανοίξει μπροστά μας, όπως στέκουν τα παιδιά μπροστά σε μιαν αυλαία θεάτρου, με τη χαρούμενη κι’ ανυπόμονη προσμονή για τα πράγματα πού θα συμβούν πάνω στη σκηνή:

 Είναι μια ευτυχία πού δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν εκ των προτέρων. Στα μάτια εκείνου που ξέρει τι θα συμβεί πραγματικά, τα παιδιά είναι αθώοι ένοχοι, καταδικασμένοι όχι στο θάνατο, αλλά στη ζωή, και πού ωστόσο δεν ξέρουν ακόμα το περιεχόμενο της καταδικαστικής τους απόφασης.— Αυτό όμως δεν σημαίνει πώς ο  καθένας δεν παύει να επιθυμεί για τον εαυτό του να γεράσει, δηλαδή μια κατάσταση πού θα μπορούσαμε να την εκφράσουμε ως έξης:

   

«Σήμερα είναι άσχημα, και κάθε μέρα θα ναι πιο άσχημα — ώσπου να φτάσει το χειρότερο». 



  — Ο κόσμος, τόπος τιμωρίας.

 

  Αν φανταστούμε, όσο είναι δυνατόν να το κάνουμε αυτό κατά προσέγγιση, το ποσό της αθλιότητας, τού πόνου, και της κάθε λογής οδύνης, πού φωτίζει ο ήλιος στην πορεία του, θα συμφωνήσουμε πώς θα ήταν πολύ καλλίτερα να μην είχε το αστέρι αυτό περισσότερη δύναμη για να δημιουργήσει το φαινόμενο της ζωής, απ’ όση έχει στο φεγγάρι, και πώς θα ήταν προτιμότερο να ήτανε και η επιφάνεια της γης, όπως και της σελήνης, στην κατάσταση τού παγωμένου κρύσταλλου.


  Μπορούμε ακόμα να θεωρήσουμε τη ζωή μας σαν ένα επεισόδιο πού διαταράζει ανώφελα την ευδαιμονία και τη γαλήνη του χάους. Όπως κι’ αν έχει το πράγμα, ακόμα κι’ εκείνος πού είναι σχεδόν υποφερτή η ζωή του, όσο προχωρεί η ηλικία του αποκτά όλο και σαφέστερα τη συνείδηση πώς στο κάθε τί υπάρχει ένα -disappointment? nay, a cheat- (απογοήτευση; μπα! εξαπάτηση) με άλλα λόγια, πως έχει το χαρακτήρα ενός μεγάλου εμπαιγμού, για να μην πούμε μιας απάτης...


  Όποιος έχει επιζήσει σε δύο-τρεις γενεές, βρίσκεται στην ίδια πνευματική διάθεση με τον θεατή πού είναι καθισμένος σε ένα παράπηγμα σαλτιμπάγκων στο πανηγύρι, όταν βλέπει τις ίδιες φάρσες να επαναλαμβάνονται αδιάκοπα δύο-τρεις φορές: Επειδή τα πράγματα ήταν υπολογισμένα μόνο για μια παράσταση, δεν κάνουν πια καμιά εντύπωση σαν χαθούν η ψευδαίσθηση και ο νεωτερισμός.


 Θάνε να χάσουμε το νου μας, αν παρατηρήσουμε πόσο σπάταλα μέτρα λαμβάνονται, αυτούς τούς απλανείς αστέρες πού λάμπουν αναρίθμητα στο άπειρο διάστημα, και δεν έχουν άλλο να κάνουν· παρά να φωτίζουν τούς κόσμους, θέατρα βόγγων και αθλιότητας, κόσμους πού, στην πιο ευτυχή περίπτωση, δεν φέρνουν παρά την ανία· -— αν κρίνουμε τουλάχιστον από το δείγμα πού μάς είναι γνωστό.


  Κανένας δεν είναι πραγματικά αξιοζήλευτος, και πόσοι είναι οι αξιολύπητοι!


  Η ζωή είναι μια αποστολή πού πρέπει να την εκπληρώσουμε με μόχθο και απ’ αυτή την έννοια, η λέξη defunctus είναι ωραία έκφραση.


  Φαντασθείτε για μια στιγμή αν η πράξη της γέννησης δεν ήταν ούτε ανάγκη ούτε ηδονή, αλλά μια υπόθεση καθαρής σκέψης: Θα μπορούσε τότε να εξακολουθεί να υφίσταται το ανθρώπινο είδος; Δεν νομίζετε πώς θα λυπόταν μάλλον ο  καθένας την επερχόμενη γενεά, και θα φρόντιζε να την γλυτώσει από το βάρος της ζωής, η τουλάχιστον πώς θα δίσταζε να της το επιβάλει ψύχραιμα;


  Μα ο κόσμος είναι κόλαση και οι άνθρωποι χωρίζονται σε βασανισμένες ψυχές και σε βασανιστές διαβόλους.


  Σίγουρα θα χρειαστεί να ξανακούσω να λένε πώς η φιλοσοφία μου είναι χωρίς παρηγοριά· — κι’ αυτό, μόνο και μόνο γιατί λέω την αλήθεια, ενώ οι άνθρωποι θέλουν ν’ ακούν να λένε: Ο  Κύριος ο  Θεός έκανε καλά δοτή(που έχει δοθεί ή διοριστεί) έκανε. Πηγαίνετε στην εκκλησία και αφήστε ήσυχους τούς φιλοσόφους. Η τουλάχιστον μην απαιτείτε να προσαρμόζουν τις θεωρίες τους στην κατήχησή σας: Αυτά τα κάνουν οι αλήτες, οι φιλοσοφίσκοι:  Σ’ αυτούς μπορείτε να παραγγείλετε ότι λογής θεωρίες θέλετε. Το να ταράζεις την υποχρεωτική αισιοδοξία των καθηγητών της φιλοσοφίας, είναι τόσο εύκολο, όσο και ευχάριστο.

***

Οι οδύνες του κόσμου

Σοπενχάουερ 

[full_width]

Pages