Η ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ένας διαρκής αγώνας να επιβιώσουν, όντας σίγουροι πως στο τέλος θα χάσουν. Αυτό που τους δίνει τη δυνατότητα ν’ αντέξουν τον κάματο της μάχης δεν είναι τόσο πολύ η αγάπη της ζωής όσο ο φόβος του θανάτου, ο οποίος ωστόσο ως αναπόφευκτος περιμένει στα παρασκήνια, απ’ όπου μπορεί την κάθε στιγμή να βγει στη σκηνή.
Η ίδια η ζωή είναι μια θάλασσα γεμάτη βράχια και φουρτούνες. Ο άνθρωπος αποφεύγει αυτές τις κακοτοπιές όσο πιο προσεχτικά μπορεί, αν και γνωρίζει ότι, ακόμα κι αν, με κόπο και επιδεξιότητα καταφέρει να τις ξεπεράσει, κάθε του βήμα τον φέρνει όλο και πιο κοντά στο μεγαλύτερο, στο απόλυτο, στο αναπόφευκτο και αναπότρεπτο ναυάγιο, για την ακρίβεια κατευθύνεται πλησίστιος προς αυτό, προς τον θάνατο. Αυτός είναι ο τελικός προορισμός του κουραστικού ταξιδιού και είναι χειρότερος απ’ όλα τα βράχια που έχει καταφέρει να αποφύγει.
Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι απ’ τη μια μεριά, τα βάσανα και οι θλίψεις της ζωής μπορούν εύκολα να πάρουν τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε ακόμη κι ο θάνατος, αυτό που κάθε ζωή προσπαθεί να αποφύγει, γίνεται επιθυμητός, κι ο άνθρωπος εκούσια πορεύεται προς αυτόν.
Απ’ την άλλη μεριά, όμως, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, μόλις χαλαρώσουν κάπως οι στερήσεις και τα βάσανα, υπεισέρχεται αμέσως η πλήξη τόσο πιεστικά, ώστε οι άνθρωποι να χρειάζονται έναν τρόπο να ροκανίσουν το χρόνο.
Αυτό που απασχολεί και κρατάει σε κίνηση όλα τα ζωντανά όντα είναι ο αγώνας για την ύπαρξη. Όταν όμως η ύπαρξη εξασφαλιστεί, δεν ξέρουν τι να την κάνουν.
Οπότε το δεύτερο πράγμα που τους θέτει σε κίνηση, είναι η προσπάθεια ν’ απαλλαγούν απ’ το βάρος της ύπαρξης, να πάψουν να το νιώθουν, «να σκοτώσουν το χρόνο τους», με άλλα λόγια να ξεφύγουν απ’ την πλήξη.
Έτσι παρατηρούμε, ότι σχεδόν όλοι, όσοι έχουν απαλλαγεί από έγνοιες και στερήσεις, τελικά, έχοντας απαλλαγεί απ’ όλα τα άλλα βάρη, έχουν μετατραπεί σε βάρος του εαυτού τους. Θεωρούν κέρδος κάθε ώρα που περνάει, δηλαδή κάθε μείωση αυτής της ίδιας ζωής, την οποία μέχρι τότε κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να παρατείνουν.
Η πλήξη δεν είναι κάτι που μπορούμε να το πάρουμε αψήφιστα· σε τελευταία ανάλυση ζωγραφίζει στα πρόσωπά μας την πραγματική απόγνωση. Κάνει κάποια πλάσματα, που αγαπιούνται ελάχιστα μεταξύ τους, όπως οι άνθρωποι, να επιζητούν το ένα την παρέα του άλλου, γι’ αυτό και αποτελεί τη ρίζα της κοινωνικότητας.
Το κράτος ενεργώντας έξυπνα, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει και άλλες συμφορές, παίρνει παντού μέτρα εναντίον της πλήξης· γιατί αυτή η μάστιγα, όπως και το άκρο αντίθετό της, η πείνα, μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στις μεγαλύτερες υπερβολές και στην αναρχία· «άρτον και θεάματα» χρειάζεται ο λαός.
Η τέχνη να επιβιώνεις
-Schopenhauer Arthur
via