Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της ευχαρίστησης (και της λύπης) είναι αλληλένδετο με την ανθρώπινη συμπεριφορά, αφού τελικά όλοι θα πράξουν αυτό που θα τους δώσει ευχαρίστηση. Ακόμη και ο εγκρατής, που έχει τη δύναμη να αρνηθεί πρόσκαιρες ηδονές, θα το κάνει προς υλοποίηση μεταγενέστερων και πιο σημαντικών απολαύσεων αντιλαμβανόμενος ότι η εγκράτεια θα τον ωφελήσει περισσότερο.
Μπορεί κανείς να δείξει εγκράτεια στο φαγητό τρώγοντας αυτά που πρέπει χωρίς υπερβολές, όχι επειδή αρνείται την ηδονή της τροφής, αλλά γιατί με αυτό τον τρόπο επενδύει στην υγεία του. Η καλή υγεία που εξασφαλίζει η σωστή διατροφή θα επιφέρει σωματική ευεξία και τη δυνατότητα να συνεχίζει κανείς να απολαμβάνει το φαγητό για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Από την άλλη, ο ακόλαστος αδυνατώντας να αντισταθεί στις γαστριμαργικές ηδονές υπερβάλλει στο φαγητό υπονομεύοντας την υγεία του και εκτιθέμενος στον κίνδυνο να το στερηθεί υπακούοντας στις οδηγίες του γιατρού του. (Εκτός εάν επιδιώκει τον πρόωρο θάνατο).
Από αυτή την άποψη, τα κίνητρα είναι τα ίδια και για τον ακόλαστο και για τον εγκρατή. Αυτό που διαφέρει είναι η αντίληψη για τον τρόπο ζωής που θα επιφέρει τις μεγαλύτερες και διαρκέστερες ηδονές.
Η προτίμηση του Αριστοτέλη για τις πνευματικές ηδονές θα πρέπει να ερμηνευτεί με τον ίδιο τρόπο. Δεν πρόκειται για άρνηση των σωματικών ηδονών –κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με τη φύση– αλλά για την ιεράρχηση των απολαύσεων στο σύνολό τους καταδεικνύοντας το αστείρευτο το πνευματικών ηδονών σε αντίθεση με το πεπερασμένο της ευχαρίστησης (χρονικά, ποσοτικά και ποιοτικά) που μπορεί να προσφέρει το σώμα.
Το κίνητρο της ηδονής είναι κοινό και για τις ενάρετες πράξεις και για τις αντίθετες με την αρετή, αφού και ο ανδρείος και ο θρασύς νιώθουν ευχαρίστηση από τη συμπεριφορά τους. Η ίδια η αίσθηση του κινδύνου ενδέχεται για κάποιους να λειτουργεί ηδονικά:
«Μερικοί, πάλι, αντέχουν το φόβο λόγω κάποιων ηδονών σαν το αίσθημα του θυμού· γιατί και ο θυμός προκαλεί κάποια ηδονή, αφού συνδέεται με την ελπίδα της εκδίκησης».
Όμως, ο ανδρείος δεν πρέπει να ορίζεται με τέτοια κριτήρια ευχαρίστησης. Ο θυμός και η εκδίκηση δεν αρμόζουν στο πλαίσιο της αρετής. Μια τέτοια εκδοχή ευχαρίστησης αρμόζει περισσότερο στη ρηχότητα του θράσους:
«Αλλά το χαρακτηρισμό του ανδρείου δεν το δικαιούται κανένας από όσους αντέχουν του θάνατο χάριν αυτής της ηδονής ή κάποιας άλλης ή για να αποφύγουν ακόμα πιο μεγάλο πόνο».
Με δυο λόγια, ανδρείος δεν είναι εκείνος που κινείται από τα ευτελή κίνητρα της εκδίκησης ή της χαράς του κινδύνου. Ανδρείος είναι ο άνθρωπος που ξέρει να αντέχει το φόβο του θανάτου προκειμένου να υπερασπίσει τις αξίες που ορίζονται από το πνεύμα της αρετής κι αυτός είναι ο λόγος που η ανδρεία διέπεται απόλυτα από το μέτρο και τη λογική.
Όσο για εκείνον που προτιμά το θάνατο για να αποφύγει χειρότερες συμφορές, η πράξη του αποτελεί περισσότερο τρόπο διαφυγής παρά γενναιότητα. Οι αφόρητοι πόνοι που καθιστούν το θάνατο προτιμότερο δεν καταδεικνύουν το θάρρος του ανθρώπου που επιλέγει να πεθάνει αλλά το αδιέξοδο της ζωής του. Το μέγεθος μιας τέτοιας οδύνης μπορεί να επιφέρει τη λύπη για τα άτομα που την υφίστανται αλλά δε σηματοδοτούν την ανδρεία.
Μια τέτοια επιλογή όμως, δε σημαίνει ότι ο θάνατος πρέπει να εκληφθεί ως κάτι ευχάριστο:
«Δεν είναι, βέβαια, ηδύς ο ίδιος ο θάνατος, αφού τότε οι ακόλαστοι, από αδυναμία θέλησης, θα διάλεγαν πολλές φορές να πεθάνουν· και ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι ηδύς ο ίδιος ο θάνατος αλλά μερικά απ’ αυτά που τον προκαλούν, πολλοί από αδυναμία πέφτουν εν γνώσει τους σε αυτά· κανέναν από αυτούς δε θα τον χαρακτηρίζαμε ανδρείο, μολονότι είναι απολύτως έτοιμος να πεθάνει».
Το συμπέρασμα του Αριστοτέλη είναι ότι η ανδρεία πριν από όλα πρέπει να σχετίζεται με το αίσθημα της αιδούς:
«Αλλά από όλες τις περιπτώσεις ανδρείων που αναφέραμε, πιο πολύ φαίνονται ανδρείοι όσοι από αιδώ αντέχουν το φόβο, όπως ο Έκτορας που λέει ο Όμηρος ότι άντεξε το φόβο του για τον Αχιλλέα: “αιδώς κυρίεψε τον Έκτορα και πρώτος ο Πολυδάμαντας θα βγει να με ντροπιάσει”, και αυτή είναι η πολιτική ανδρεία».
Ωστόσο, το αναμφισβήτητο ότι η εκδοχή της ανδρείας με γνώμονα την αιδώ υπερέχει όλων των άλλων δε σημαίνει ότι κρίνεται και ως ιδανική:
«Αλλά η αληθινή ανδρεία δεν είναι ούτε η πολιτική ούτε καμία από τις υπόλοιπες· μοιάζει, βέβαια, με αυτές, όπως μοιάζει και η ανδρεία των θηρίων που ορμούν εξαγριωμένα εκεί που θα δεχτούν το χτύπημα. Δεν πρέπει κανείς να μπαίνει σε κίνδυνο ούτε από ντροπή ούτε από οργή ούτε επειδή πιστεύει πως δε θα πεθάνει ούτε επειδή έχει δύναμη να προφυλαχτεί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ούτε καν υπόνοια πραγματικού φόβου δε θα έχει».
Σε τελική ανάλυση, ως ανδρεία ορίζεται η δυνατότητα χαλιναγώγησης του φόβου για το θάνατο. Η ασφάλεια της σωστής στρατιωτικής θέσης και της πολεμικής πείρας που εν τέλει εκμηδενίζουν τον κίνδυνο, είναι αδύνατο να θεωρηθούν ανδρεία, αφού δεν υπάρχει ούτε η υπόνοια του θανάτου. Από την άλλη, οι συναισθηματικές εξάρσεις (είτε της ντροπής, είτε της εκδίκησης, είτε της απώλειας, είτε της οργής) που αδρανοποιούν τη λογική, αφαιρούν κάθε έννοια συνείδησης με αποτέλεσμα η δράση να είναι αντανακλαστική, όπως και του θηρίου.
Η ανδρεία ορίζεται μόνο μέσα στο πλαίσιο της λογικής που πιστοποιεί τη συνειδητή πράξη. Κι αυτό εξασφαλίζεται από την προϋπόθεση της ελεύθερης βούλησης. Τα άτομα που ενεργούν σε συναισθηματική έξαρση δε λειτουργούν ελεύθερα, αλλά κατευθύνονται με τρόπο αυτόματο από τα συναισθήματά τους. Κατά κάποιο τρόπο είναι σαν να χάνουν τον εαυτό τους. Γι’ αυτό κι ενδέχεται να προβούν σε πράξεις για τις οποίες θα μετανιώσουν. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι αδύνατο να εκληφθεί ως ανδρεία.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής:
«… κάθε αρετή βασίζεται στην προαίρεση (έλλογη προτίμηση) (πώς το εννοούμε αυτό, το είπαμε προηγουμένως: με κάποιο τελικό σκοπό μάς οδηγεί η αρετή σε όλες τις επιλογές μας, και αυτός ο τελικός σκοπός δεν είναι άλλος από το καλό)· έτσι είναι φανερό ότι και η ανδρεία, ως αρετή που είναι, με κάποιο τελικό σκοπό θα μας κάνει να αντέχουμε το φόβο».
Το τελικό συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα:
«Άρα, ούτε από άγνοια (τουναντίον, μας κάνει να κρίνουμε σωστά) ούτε από ηδονή, αλλά για το καλό γινόμαστε ανδρείοι, αφού αν δεν είναι για το καλό μα για μια τρέλα, δεν μπαίνει κανείς σε κίνδυνο, πράγμα που θα ήταν αισχρό».
Κι αφού εξετάστηκε επαρκώς το ζήτημα της ανδρείας, σειρά έχει η διερεύνηση της ακολασίας:
«… ενώ υπάρχουν πολλές σημασίες της λέξης ακολασία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή σχετίζεται σε κάθε περίπτωση με ορισμένες ηδονές και λύπες· και ανάλογα με τον τρόπο της σχέσης, διακρίνονται είδη ακολασίας αλλά και η ίδια η ακολασία από άλλες κακίες».
Με δεδομένο ότι η ακολασία έγκειται στο εσφαλμένο πεδίο της υπερβολής, η αναισθησία βρίσκεται στο άλλο άκρο της έλλειψης:
«Απέναντι, λοιπόν, στις ηδονές των ακόλαστων κάποιοι από αναισθησία παραμένουν απαθείς· αυτούς άλλοι τους λένε αναίσθητους, άλλοι αλλιώς. Όμως αυτό το πάθος δεν το βλέπουμε εύκολα ούτε είναι και πολύ συνηθισμένο, αφού όλοι τείνουν πιο πολύ προς το αντίθετο σφάλμα, και στη φύση όλων είναι να νικιούνται από αυτές τις ηδονές και να τις βιώνουν».
Η μεσότητα της αρετής ανάμεσα στα άκρα της ακολασίας και της αναισθησίας εκφράζεται από τη σύνεση του φρόνιμου ανθρώπου:
«Αφού, τώρα, ο σώφρων έχει να κάνει με ορισμένες ηδονές, υποχρεωτικά θα έχει να κάνει και με τις αντίστοιχες επιθυμίες. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε ποιες είναι αυτές. Διότι ο σώφρων δε χαρακτηρίζεται έτσι για τη στάση απέναντι σε οποιαδήποτε ηδονή και σε οτιδήποτε ηδύ, αλλά –έτσι θεωρείται– απέναντι σε δύο μόνο αντικείμενα της αίσθησης, το αντικείμενο της γεύσης και το αντικείμενο της αφής, στην ουσία όμως μόνο της αφής».
Για τον Αριστοτέλη οι αισθήσεις που ωθούν στην ακολασία είναι η γεύση και η αφή και πρωτίστως η αφή, αφού ακόμη και για τις γαστριμαργικές καταχρήσεις το όργανο που προσφέρει τη μεγαλύτερη ηδονή είναι ο φάρυγγας:
«Όσον αφορά […] τις ηδονές της γεύσης, τα άγρια ζώα δεν τα αγγίζουν όλες οι ηδονές, ειδικά εκείνες στις οποίες το αίσθημα εντοπίζεται μόνο στο άκρο της γλώσσας, αλλά όσες προκαλούν αίσθηση στο φάρυγγα. Και το αίσθημα ταιριάζει πιο πολύ στην αφή παρά στη γεύση. Γι’ αυτό και οι λαίμαργοι δεν εύχονται να έχουν γλώσσα μακριά αλλά φάρυγγα γερανού…».
Για να συνοψίσει:
«Με ένα λόγο, λοιπόν, με την αφή έχει να κάνει η ακολασία, και αντίστοιχα με τις ηδονές της αφής ο ακόλαστος. Η ασυδοσία στο πιοτό, δηλαδή, και η γαστριμαργία και η λαγνεία και η λαιμαργία και όλα τα παρόμοια σχετίζονται με αισθήματα γεύσης ή αφής, και αντίστοιχα προκύπτουν και τα είδη της ακολασίας».
Οι άλλες αισθήσεις κρίνονται ουδέτερες από άποψη αρετής, αφού δεν επισύρονται χαρακτηρισμοί ηθικής ποιότητας ούτε για λόγους ακοής ούτε για λόγους όσφρησης ή όρασης:
«Δε μιλάμε, δηλαδή, για άνθρωπο σώφρονα όταν πρόκειται για την οπτική ηδονή από τα ωραία (αρκεί να μην υπάρχει ερωτική επιθυμία) ή τη λύπη για τα άσχημα· ούτε όταν πρόκειται για την ακουστική ηδονή ή λύπη από την ηχητική αρμονία ή δυσαρμονία· ούτε για την οσφρητική ηδονή ή λύπη από τα ευώδη ή τα δυσώδη. Εξάλλου, ούτε για τον ακόλαστο μιλάμε στις αντίστοιχες περιπτώσεις».
Κανείς δε θεωρείται σώφρων ή ακόλαστος από τα ακούσματα ή τα θεάματα που τον ευχαριστούν, «αρκεί να μην υπάρχει ερωτική επιθυμία». (Αν το θέαμα ή το ακρόαμα έχει να κάνει με την καθαρά σαρκική εκδοχή του έρωτα, τότε ασφαλώς τίθεται στο πλευρό της ακολασίας):
«Εάν […] κάποιος θεάται έναν ωραίο ανδριάντα ή ίππο ή άνθρωπο, ή εάν ακούει έναν τραγουδιστή, και δεν επιθυμεί ούτε να φάει ούτε να πιεί ούτε να προβεί σε ερωτικές πράξεις, αλλά μόνο να θεάται το ωραίο και να ακούει το τραγούδι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόλαστος…».
Σε τελική ανάλυση, η ακολασία δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το ζωώδες. Αυτός είναι και ο λόγος που αφορά τη γεύση και πρωτίστως την αφή:
«Η ακολασία συνδέεται μόνο με δύο αντικείμενα των αισθήσεων, με εκείνα που και τα άγρια ζώα συμβαίνει να αισθάνονται απόλαυση ή λύπη, δηλαδή τα αντικείμενα της γεύσης και της αφής. Απέναντι σε ηδονικά αντικείμενα των άλλων αισθήσεων όλα τα ζώα παρομοίως φαίνονται αναίσθητα, π.χ. απέναντι στην ηχητική αρμονία ή το οπτικό κάλλος. Με τη θεωρία των ωραίων και την ακρόαση των αρμονιών δε φαίνεται να νιώθουν τίποτε άξιο λόγου, εκτός αν συμβαίνει κάτι τελείως αφύσικο».
Το ότι σύγχρονες μελέτες έχουν καταδείξει ότι και κάποια ζώα είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τις μουσικές αρμονίες κι (ενδεχομένως) να επηρεάζονται από αυτές δεν αναιρεί ότι η μουσικότητα αφορά πρωτίστως τους ανθρώπους. Η ουσία του αριστοτελικού συλλογισμού που θέλει την ακολασία να προσδιορίζεται από το ζωώδες παραμένει αναλλοίωτη. Και βέβαια, η απόλαυση της μουσικής αρμονίας είναι αδύνατο να σχετίζεται με το ζωώδες. Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος ευχαριστιέται με ακροάματα χαμηλού επιπέδου, θα ήταν παράλογο να χαρακτηριστεί ακόλαστος.
Το ίδιο και με την όσφρηση:
«… το ίδιο ισχύει και με τα ευώδη και δυσώδη, παρόλο που τα ζώα έχουν οξύτερες από τον άνθρωπο αισθήσεις. Και από τις οσμές τα ζώα απολαμβάνουν όσες τα ευφραίνουν όχι αυτές καθαυτές αλλά κάτι τυχαίο που συνδέεται με αυτές».
Για να διευκρινιστεί αμέσως:
«… όταν λέω “όχι αυτές καθαυτές”, εννοώ αυτές που τις απολαμβάνουμε με την ελπίδα για κάτι άλλο ή τη μνήμη, π.χ. τις οσμές των φαγητών και των ποτών τις απολαμβάνουμε λόγω μιας άλλης ηδονής, να φάμε ή να πιούμε· ενώ με το “αυτές καθαυτές” εννοώ οσμές σαν αυτές των λουλουδιών».
Πράγματι, μια καθαυτή οσμή, όπως των λουλουδιών είναι αδύνατο να επισύρει ηθικούς προσδιορισμούς. Οι ηθικοί προσδιορισμοί έχουν να κάνουν με την άσκηση της αρετής που υποδεικνύεται από τη μεσότητα μέσα στο πλαίσιο της λογικής. Το άρωμα των λουλουδιών, καθώς και οι σχετικές προτιμήσεις που μπορεί να έχει κάθε άνθρωπος, δεν εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο.
Ο ακόλαστος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εγκράτειας σε ζητήματα που εν τέλει είναι ικανά να βλάψουν τον εαυτό του. Κι αυτή είναι η δυστυχία του. Αν και γνωρίζει ότι σφάλλει, είναι αδύναμος να επιδείξει την πρέπουσα θέληση, ώστε να καταφέρει να επιβληθεί στα πάθη του. Δεν είναι απίθανο να τα ιδεολογικοποιήσει κιόλας επικαλούμενος το εφήμερο της ζωής και την αξία των απολαύσεων. Αναγκαστικά θα παρουσιάσει τον εγκρατή για αναίσθητο, ανίκανο να αισθανθεί τις χαρές της ζωής. Κάθε τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει τη διαστρέβλωση των εννοιών.
Το βέβαιο είναι ότι παρόλο που τοποθετεί τις απολαύσεις σε αξία ζωής ουσιαστικά αποκλείει τον εαυτό του από τις σπουδαιότερες, αφού επιδίδεται διαρκώς στις ηδονές που αφορούν και τα ζώα. Οι απολαύσεις του έρωτα και του φαγητού, ως κυρίαρχες ασχολίες του ακόλαστου, έχουν να κάνουν με το ζωώδες, καθώς απευθύνονται εξίσου και σε αυτά. Οι πνευματικές απολαύσεις που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα καθιστώντας τον ανώτερο συνήθως δεν ενδιαφέρουν τον ακόλαστο που καταδικάζεται στην ευτέλεια της ζωώδους χαράς. Κι αυτή είναι η ύψιστη δυστυχία του.
από Θανάσης Μπαντές
Αριστοτέλης: «Ηθικά Ευδήμια», βιβλίο τρίτο
via
[full_width]