Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου θυμάμαι πόσο αγαπούσα τις ηρωικές ιστορίες. Τρελαινόμουν να ακούω παραμύθια για ιππότες, ήρωες, δράκους, επικές μάχες, στρατούς που μάχονταν σαν λιοντάρια, για πόλεις που κατακτούσαν και χώρες που υπερασπίζονταν. Έβλεπα με την φαντασία μου σκηνές με ατρόμητους άντρες και γυναίκες που δεν φοβόντουσαν να πεθάνουν, αντίθετα, έβαζαν τον εαυτό τους με αυτοθυσία μπροστά για να προστατεύουν όλα όσα άξιζαν να σωθούν. Τι τιμή να σε θυμούνται οι άνθρωποι με αυτό τον τρόπο, τι τιμή να είσαι παράδειγμα θάρρους, να γίνεις τραγούδι που τραγουδιέται από γενιά σε γενιά, να γίνεις μύθος, να γίνεις ήρωας, τι τιμή να πεθάνεις έτσι.
Στα όνειρα μου, με φανταζόμουν πάνω σε ένα άλογο, ντυμένη με την πανοπλία μου, με τα μαλλιά μου να ανεμίζουν στον άνεμο, να ηγούμαι της μάχης. Να πολεμάω γενναία και να πεθαίνω σαν ηρωίδα. Και μετά … ξύπναγα, χαρούμενη και περήφανη αλλά και θλιμμένη, γιατί είχα βιώσει τον θάνατο μου.
Τα χρόνια πέρασαν και μεγάλωσα, άρχισα να βλέπω την ζωή με άλλα μάτια, και να καταλαβαίνω πώς οι μάχες τελικά βρίσκονται στην καθημερινότητα, πως μπορούσα, αν ήθελα και αν μπορούσα, να είμαι «ηρωίδα» στην καθημερινότητα μου, είδα και τον θάνατο. Είδα τον θάνατο σε πολλές μορφές, με πολλούς τρόπους. Βίωσα τον θάνατο αγαπημένων μου προσώπων, και έκλαψα πολύ, ένοιωσα τον πόνο την έλλειψη, την απόγνωση. Αλλά αντίκρισα τον «θάνατο» και σε μέρη που ποτέ δεν θα περίμενα. Τον βρήκα σε μέρη που συχνάζουν ζωντανοί, που όμως έχουν ξεχάσει τι σημαίνει να ζουν.
Γνώρισα νέα παιδιά που έκαναν την επανάσταση τους με περίεργους τρόπους, που αποχαυνώνονταν στο όνομα μιας ελευθερίας η οποία τους εξουσίαζε το νου και την βούληση και τελικά τους σκότωνε κυριολεκτικά.
Γνώρισα γυναίκες που είχαν αφοσιωθεί σε ανούσια πράγματα, είχαν στόχους τελείως προσωρινούς, είχαν χάσει την επαφή με την ψυχή και την καρδιά τους, που δεν ονειρεύονταν πια, που ζούσαν και κινούνταν αλλά τα μάτια τους δεν είχαν λάμψη, δεν είχαν ζωή, και απλά περίμεναν να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να «φύγουν».
Γνώρισα αγόρια, άντρες που δεν είχαν μάχες να δώσουν γιατί είχαν παραιτηθεί, είχαν αποδεχτεί μια πραγματικότητα που τους ευνούχιζε και εκείνοι από φόβο, ανέχονταν σιωπηλοί και υποταγμένοι, περιμένοντας, τι; Ίσως το τέλος, ένα τέλος που θα ήταν λυτρωτικό γιατί θα τους έβγαζε από την ψυχολογική τους μιζέρια.
Γνώρισα ηλικιωμένους, ω θεέ μου, γιατί τα γηρατειά δεν είναι περήφανα; Γιατί οι άνθρωποι ενώ μεγαλώνουμε να μην μπορούμε να κοιτάμε μπροστά αλλά κοιτάμε συνέχεια πίσω; Περασμένα μεγαλεία, ημέρες δύναμης και δόξας, ομορφιάς και ζωτικότητας που δεν υπάρχουν πια, και πίκρα μεγάλη, γιατί … δεν υπάρχουν πια. Τους είδα να κάθονται μονάχοι, σιωπηλοί, με το βλέμμα χαμένο στο παρελθόν, περιμένοντας, τι;
Είδα ανθρώπους που είχαν μεγαλώσει σε μεγαλεία, είχαν πλούτο και άνεση, αλλά κάποια στιγμή η μοίρα τους έφερε μπροστά σε οικονομικές δυσκολίες, να μην καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν τη δοκιμασία και να επιλέγουν την «βουτά στο κενό»¨αφήνοντας πίσω τους πόνο, καταστροφή και ντροπή.
Άρχισα να φοβάμαι. Αυτή ήταν η πραγματικότητα; Αυτή ήταν η ζωή; Και αν ήταν αυτή η ζωή, πώς είναι ο θάνατος; Και για ποιο λόγο να ζεις αν ζεις και αναπνέεις αλλά είσαι σαν νεκρός;
Γιατί γεννήθηκα, γιατί ζω, γιατί θα πεθάνω;
Αυτός ο προβληματισμός καθόρισε την ζωή και τις επιλογές μου. Σκέφτηκα πάρα πολύ, διάβασα πολλά, ήρθα σε επαφή με την φιλοσοφία και τον τρόπο που οι φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν την ζωή και τον θάνατο. Και κατάλαβα κάτι μεγαλειώδες.
Ο καθένας μας αποφασίζει τον τρόπο να πεθάνει, ο καθένας μας αποφασίζει τον τρόπο να ζήσει, ζωή και θάνατος είναι η μια ζωή, δεν υπάρχει θάνατος, υπάρχει απλά η συνέχεια της ζωής με έναν άλλο τρόπο.
Ανάσανα, ηρέμησα, ώστε υπάρχει επιλογή. Υπάρχει ελεύθερη βούληση, δεν είμαι έρμαιο των συνθηκών, εγώ διαμορφώνω τις συνθήκες, μπορώ πάντα να επιλέγω. Μπορώ να επιλέξω να είμαι καλύτερος άνθρωπος. Μπορώ να επιλέξω να μην υποτάσσομαι στις απαιτήσεις των άλλων. Μπορώ να επιλέξω τις προτεραιότητες μου και τις αξίες μου. Μπορώ να επιλέξω τις ιδέες από τα χρήματα. Μπορώ να επιλέξω τα όνειρα από την παραίτηση. Μπορώ να επιλέξω την ελευθερία να κάνω αυτά που πιστεύω από την δουλεία να κάνω όλα όσα οι άλλοι περιμένουν από εμένα. Μπορώ να επιλέξω να καμαρώνω για τα χρόνια μου που περνάνε και μεγαλώνω, τα έζησα τα χρόνια μου, και τώρα είναι η σειρά των νέων να ζήσουν τα δικά τους. Μπορώ να επιλέξω να είμαι χρήσιμη μέχρι το τέλος, όλα όσα έμαθα μπορώ να τα μεταβιβάσω να μην τα πάρω «μαζί μου» να αφήσω κληρονομιά, ένα λιθαράκι πίστης και ελπίδας, ένα λιθαράκι αγάπης σε αυτό τον κόσμο που δεν ξέρει ούτε να ζει ούτε και να πεθαίνει.
Εν ολίγοις, πιστεύω πια ότι αυτό που μας εξοικειώνει και μας ηρεμεί σε σχέση με τον θάνατο, είναι η ίδια η ζωή. Μια ζωή όμως που ο κάθε ένας την ζει όπως την ονειρεύεται, βάζοντας στόχους ρεαλιστικούς, στόχους που του ταιριάζουν και του αξίζουν. Όταν μέσα στην ζωή υπάρχει η γνώση του «ποιος είμαι» και «τι θέλω να κάνω». Όταν υπάρχει το «εμείς» και όχι μόνο το «εγώ», όταν υπάρχει αγάπη και αλληλεγγύη και κυρίως όταν υπάρχει μια δυνατή πεποίθηση «ότι η ζωή μας δοκιμάζει και μας δυναμώνει» τότε ο άνθρωπος γίνεται κύριος της ζωής του, του μυαλού και της καρδιάς του, και εν τέλει και του θανάτου του.
Ας ζήσουμε όπως μας αξίζει, ας πεθάνουμε όπως μας πρέπει, η ζωή είναι μία και εμείς απλά την βαδίζουμε ανοίγοντας πόρτες προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση.