Η ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ
Ως «σχιζοφρένεια» ορίζεται σήμερα η, ανήκουσα στην ομάδα των ψυχώσεων, νευροψυχιατρική εκτροπή, στην οποία το άτομο απομακρύνεται από τα ισχύοντα του εξωτερικού του κόσμου και καταφεύγει σε έναν δικό του, αποκλειστικό και φανταστικό, κόσμο, όπου αντιλαμβάνεται ανύπαρκτες αισθήσεις (κυρίως οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές και σπανιότερα γευστικές και αφορούσες την αφή «ψευδαισθήσεις»), πιστεύει σε παράλογα, ανύπαρκτα ή λανθασμένα πράγματα («παραληρηματικές ιδέες») και εκφράζει προς τα έξω αποδιοργανωμένη ομιλία και σκέψη («φυγή ιδεών») . Κοντολογίς, η «σχιζοφρένεια» αποτελεί μια εκτροπή της αντίληψης της αντικειμενικής πραγματικότητας, η οποία εκτροπή γεννά κυκλική εσωστρέφεια και γενική αποδιοργάνωση της προσωπικότητας.
Δίχως μεγάλο κόπο βλέπει κανείς ότι αποτελεί σύνθετη λέξη, από τις ελληνικές λέξεις «σχίζω» (διαχωρίζω) και «φρένες» (λογικότητα). Ο όρος, ως «schizophrenia», επινοήθηκε το έτος 1908 από τον Ελβετό ψυχίατρο Πωλ Εουζέν Μπλωλέρ (Paul Eugen Bleuler, 1857 – 1939), ως περιγραφή της απώλειας ισορροπίας ανάμεσα στις βασικές νοητικές λειτουργίες όπως η ταυτότητα, η σκέψη, η μνήμη και η αντίληψη.
Παρ’ όλο που δεν έχει αποδειχθεί οργανική βλάβη του νευρικού συστήματος των σχιζοφρενών, η ορθόδοξη (φαρμακο-κατασταλτική και ιδρυματική) ψυχιατρική επιμένει να ψάχνει για μία νευροφυσιολογική και χημική δυσλειτουργία που ακόμα όμως έως και σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί. Από την δεκαετία του 1950 μάλιστα έχει επαναπαυθεί στην κατασταλτική χημική θεραπεία με χλωροπρομαζίνη.
Σχιζοφρένεια έχει διαγνωσθεί και καταγραφεί στο 1% περίπου των ενηλίκων στις σύγχρονες ανεπτυγμένες χώρες, ποσοστό αρκετά υψηλό σε σύγκριση με το μηδενικό στις ανεπτυγμένες αρχαίες κοινωνίες, όπως η Αρχαία Ελλάδα. Κάποιοι προσπαθούν να εμφανίσουν ύπαρξη σχιζοφρένειας κατά την εποχή της ρωμαιοκρατίας, επικαλούμενοι τον Σωρανό τον Εφέσιο, ιατρό της σχολής των λεγομένων «Μεθοδικών» (οι οποίοι στόχευαν στην ισορροπημένη διάχυση μιας ζωτικής ενέργειας μέσα στον οργανισμό) και τον εκλεκτικό φιλόσοφο και ιατρό Αρεταίο τον Καππαδόκη (που θεωρούσε ως βάση των ψυχικών διαταραχών τους «κλυδωνισμούς» της ψυχής), όμως και στις δύο περιπτώσεις αυθαιρετούν, αφού οι αναφορές των συγκεκριμένων δεν αφορούσαν σχιζοφρένεια αλλά «μανιοκατάθλιψη», αυτό που περιγράφεται και ως «διπολική διαταραχή» («bipolar disorder»), όπου επίσης παρουσιάζονται παραληρηματικές ιδέες και οπτικο-ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Αντίθετα από την ορθόδοξη (φαρμακο-κατασταλτική και ιδρυματική) ψυχιατρική, ένα ρεύμα που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα έντονα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 εξέτασε τα αίτια της σχιζοφρένειας όχι στο νευροφυσιολογικό επίπεδο, αλλά στο κοινωνικό, καταλήγοντας ότι η σχιζοφρένεια δεν αποτελεί τελικά «τρέλλα», αλλά άτακτη έσωθεν φυγή του προσώπου μπροστά σε μία κοινωνία με την οποία αδυνατεί να συνδιαλλαγεί. Σύμφωνα με έναν γνωστό εκπρόσωπο του συγκεκριμένου ρεύματος, τον υπαρξιακό ψυχίατρο Ρόναλντ Λαινγκ (Ronald David Laing, 1927 – 1989), η σχιζοφρένεια δεν είναι παρά σκέτα μία αντίδραση προσαρμογής, στην οποία ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον εαυτό του και από τον εξωτερικό κόσμο, μη μπορώντας πια να βιώσει ούτε τον εαυτό του, ούτε τους «άλλους» ως μία «πραγματικότητα». Πλάθει συνεπώς σταδιακά έναν ψεύτικο εαυτό (αποσυνθέτοντας ταυτοχρόνως τον πραγματικό του) και με αυτόν αναγνωρίζει τόσο την δική του απόγνωση όσο και τους άλλους, μέσα από μία ολοένα αυξανόμενη εξωπραγματικότητα, η οποία καταλήγει στην πλήρη αποσύνθεση της προσωπικότητας. Τις εσωτερικές δυναμικές της σχιζοφρένειας ανέλυσε ο Λαινγκ στο βιβλίο του «Ο Εαυτός και οι Άλλοι» («The Self and Others», 1961): ο σχιζοφρενής τελικά δεν είναι παρά το άτομο που έχει τολμήσει (με μία μάλιστα ιδιόμορφα «ηρωϊκή» πράξη) να δραπετεύσει από τον σκληρό κόσμο της υποτιθέμενης κανονικότητας για να βρει καταφύγιο σε μια εντελώς δική του εξωπραγματικότητα.
Η «ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ»
Βασικό εργαλείο για την ερμηνεία και κατανόηση της διαδικασίας που οδηγεί σε αυτό που λέμε σχιζοφρένεια, είναι η θεωρία του «Double Bind», δηλαδή της «Διπλής Δέσμευσης» ή του «Διπλού Δεσμού» ή του «Διπλού Αδιεξόδου» ή της «Αντιφατικής Εντολής» ή της ««Παράλογης Επικοινωνίας», εισηγητής της οποίας θεωρίας ήταν ο Άγγλος ανθρωπολόγος Γκρέγκορυ Μπαίητεσον (Gregory Bateson, 1904 – 1980) και οι συνεργάτες του Τζάκσον, Βάτζλαβικ και Χάλεϋ (Donald Jackson, Paul Watzlawick και Jay Haley). Η θεωρία αυτή δόθηκε πρώτη φορά στην δημοσιότητα το 1956 (στο «Towards a Theory of Schizophrenia» της επιθεώρησης «Behavioural Science»), αν και σπέρματά της υπήρχαν ήδη στο μυαλό του Μπαίητεσον από το 1930, όταν έκανε ανθρωπολογικές μελέτες στην Νέα Γουϊνέα. Η εκεί ιθαγενής κουλτούρα δεχόταν επίθεση από τους χριστιανούς ιεραπόστολους και την δυτική κυβέρνηση, όντας παγιδευμένη ανάμεσα στην περίπτωση να εξολοθρευτεί έξωθεν (δια της ωμής καταστολής των ιδιαίτερων ηθών της) ή να διαλυθεί εκ των έσω (απαρνούμενη η ίδια τα ιδιαίτερα ήθη της). Ως «Διπλός Δεσμός» ή «Αντιφατική Εντολή» ορίζεται λοιπόν κάθε άλυτη κατάσταση, μέσα στην οποία μία παγιδευμένη και ανίσχυρη αυτοταυτότητα, ουσιαστικά διατάσσεται να διαλυθεί.
Η «Αντιφατική Εντολή» που γεννά τις περισσότερες περιπτώσεις σχιζοφρένειας εκπέμπεται από το οικογενειακό περιβάλλον, όπου λ.χ. το παιδί ενθαρρύνεται με τα λόγια να γίνει ανεξάρτητο και υπεύθυνο, αλλά στην πράξη (μέσα από υπερπροσφορά και υπερπροστασία) σπρώχνεται ταυτόχρονα στην εξάρτηση και την ανευθυνότητα. Αδυνατώντας να καταγγείλει τον έναν βραχίονα, αποδεχόμενο μόνο ένα μήνυμα (είτε δηλαδή ότι το θέλουν ισχυρή προσωπικότητα, είτε ότι το θέλουν ανίσχυρη) ή εξολοκλήρου τον πομπό της αντίφασης, το παιδί, στην προεφηβική και εφηβική ηλικία του, χάνει την προσωπική συνοχή του και διασπάται ώστε να μπορεί να «χωράει» και στις δύο υποτιθέμενες οδηγίες. Άλλη συνηθέστατη «Αντιφατική Εντολή» εκπέμπεται από την μητέρα που παροτρύνει την έφηβη θυγατέρα να σχετιστεί με αγόρια την ώρα που ταυτόχρονα της εκπέμπει ότι το ανδρικό φύλο είναι «επικίνδυνο», «χυδαίο», «εκμεταλλευτικό» κ.λπ.
Είναι λογικό πως, λόγω της φυσικής προσκόλλησης, η προβληματικότητα συχνά αναδύεται από την μητέρα, υπό την μορφή της διακρινόμενης σε 2 διαφορετικά είδη, «υπερπροστατευτικότητας»: της «υπερπροστατευτικότητας» της εξουσιαστικής μητέρας που καταστέλλει το παιδί και του αφαιρεί κάθε πρωτοβουλία και της «υπερπροστατευτικότητας» της υπερβολικά ενδοτικής μητέρας που επιτρέπει στο παιδί μία ασυδοσία που δεν είναι ανεκτή στον «έξω» κόσμο. Κατά κανόνα, η «σχιζοφρενειογόνος μητέρα» (κατά τον όρο της Frieda Fromm-Reichmann, το 1948) ανήκει στην πρώτη κατηγορία, είναι δηλαδή μία μητέρα αυστηρή, ψυχρή και κυριαρχική, ενώ και τον «σχιζοφρενειογόνο πατέρα» περιέγραψαν οι Suzanne Reichard and Carl Tillman κατά την δεκαετία του 1950 ως τυραννικό, αλλά ταυτόχρονα αδιάφορο και απορριπτικό.
Από την στιγμή πάντως που εξετάστηκε από το συγκεκριμένο ψυχιατρικό ρεύμα ο οικογενειακός και κοινωνικός παράγοντας και διαπιστώθηκε η κύρια ευθύνη της οικογένειας για την διαταραχή, η θεραπεία προϋπέθετε πλέον την απομάκρυνση από το προβληματικό περιβάλλον (συνηθέστερα χαρακτηριστικά του οποίου, όπως επεσήμανε το 1911 ο Μπλωλέρ, είναι η ακραία ακαμψία, η εσωστρέφεια και η διάχυτη εχθρότητα) και την ένταξη σε ένα υγιές.
Ο «ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ»
Οι προαναφερθέντες «Διπλοί Δεσμοί» και όλοι οι άλλοι ανάλογοί τους, δεν είναι βεβαίως αυτοφυείς, αλλ’ αντιθέτως αποτελούν φυσικές προεκτάσεις μιας θεμελιακής δέσμης «Διπλών Δεσμών» που έχει να κάνει με έναν προβληματικό τρόπο αντίληψης και επεξεργασίας των δεδομένων του Κόσμου, δηλαδή Κοσμοαντίληψη και, κατά προέκταση, Θρησκεία, που κουβαλάει και τα τρία πιο πάνω χαρακτηριστικά της ακαμψίας, της εσωστρέφειας και της διάχυτης εχθρότητας. Μιλάμε για τον λεγόμενο «Μονοθεϊσμό», ο οποίος, όπως ακριβώς και η σχιζοφρένεια, αποτελεί πρόβλημα στην αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Παρά το παραπλανητικό όνομα που του έδωσαν οι οπαδοί του, ο λεγόμενος «Μονοθεϊσμός» δεν έχει σχέση με το «Εν», δηλαδή το «Όντως Ον», αλλ’ αντιθέτως διαχωρίζεται από τα άλλα κοσμοαντιληπτικά – θρησκευτικά συστήματα (Ενισμό, Πανθεϊσμό και τις διαφοροποιήσεις του Ντεϊσμό, Θεϊσμό και Πανενθεϊσμό, τον Πολυθεϊσμό και τις διαφοροποιήσεις του Μονολατρία, Συγκρητισμό και Ενοθεϊσμό) στην βάση του ΠΟΥ τοποθετείται η θεότητα σε σχέση με την προαναφερθείσα αντικειμενική πραγματικότητα.
Μερικοί αποσαφηνιστικοί ορισμοί:
Ντεϊσμός: η αποδοχή πως ο Θεός, που είναι εγκόσμιος αλλά δεν ασχολείται με το δημιούργημά του και συνεπώς δεν αλληλεπιδρά με αυτό, δημιούργησε τον κόσμο, όχι όμως εκ του μηδενός.
Θεϊσμός: η αποδοχή ότι ο Θεός είναι εντός του κόσμου, αν και τον υπερβαίνει.
Πανενθεϊσμός: η άποψη ότι ο κόσμος εμπεριέχεται εξολοκλήρου μέσα στον κατά πολύ ευρύτερο Θεό.
Μονολατρία: η λατρεία ενός μόνο Θεού, παρά την αποδοχή ύπαρξης και άλλων
Συγκρητισμός: ένταξη διαφορετικών θεοτήτων μέσα σε έναν καινούργιο Θεό
Ενοθεϊσμός: η αποδοχή ότι πολλές θεότητες εμπεριέχονται σε έναν υπέρτατο Θεό
Ενισμός: η κοσμοθέαση της ενότητας των πάντων, σύμφωνα με την οποία αρχή των πάντων είναι μία μόνον «ουσία».
Στον λεγόμενο «Μονοθεϊσμό», το Δημιουργικό Αίτιο τοποθετείται έξω από τον Κόσμο, άρα έχουμε δημιουργία εκ του μηδενός και κατά συνέπεια ο Κόσμος είναι «κτιστός», έχει δηλαδή αρχή και συνεπώς θα πεθάνει σε κάποιο μελλοντικό χρονικό σημείο. Επιπλέον, τους νόμους που διέπουν αυτόν τον Κόσμο – «κτίσμα» τούς έχει θέσει το εξωτερικό (και μόνο αιώνιο) Αίτιο, ο «ένας», «μοναδικός», «τετραγράμματος» και «παντοδύναμος» Θεός, που δικαιούται να ασκεί αυταρχία προς το δημιούργημά του. Το ίδιο το «κτίσμα» στερείται κάθε ιερότητος, σε πολλές περιπτώσεις δε είναι και φωλεά του αντίθετου προς την θεότητα και υποτίθεται αυτεξούσιου «κακού». Το «κτίσμα» είναι φωλεά του «δαιμονικού». Αυτή η προβληματική άποψη προκαλεί μία ισόποσα προβληματική αντίληψη, αλλά και διαχείριση, της αντικειμενικής πραγματικότητας, με την οποία ο λεγόμενος «μονοθεϊστής» μοιραία γίνεται εχθρός.
Το «μονοθεϊστικό» ιερατείο εκπέμπει προς τους πιστούς μία συστοιχία αδυσώπητων «Αντιφατικών Εντολών», που, εάν ληφθούν στα σοβαρά και δεν καταγγελθεί το ένα σκέλος τους ή εξολοκλήρου ο πομπός, οδηγούν τους πιστούς, όμοια με την περίπτωση της σχιζοφρένειας αλλά σε διαφορετική μορφή και ένταση, στην κυκλική εσωστρέφεια και την (εδώ μερική) αποδιοργάνωση της προσωπικότητας.
Όμοια με την «σχιζοφρενειογόνο μητέρα», στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, το «μονοθεϊστικό» ιερατείο παροτρύνει τους πιστούς του να ζήσουν με «ιώβειο υπομονή» σε αυτή την πραγματική ζωή σε αυτόν τον πραγματικό Κόσμο, την ώρα που ταυτόχρονα τους εκπέμπει ότι είναι «επικίνδυνος για την ψυχή», «χυδαίος», «δαιμονικός» κ.λπ. Όμοια με την «σχιζοφρενειογόνο μητέρα», το «μονοθεϊστικό» ιερατείο παροτρύνει τους πιστούς του να επιζητούν μία φανταστική «ελευθερία», δίπλα στον Θεό, την ώρα που ταυτόχρονα τους εκπέμπει ότι είναι «δούλοι Θεού». Ακόμα χειρότερα, οι δεδομένοι (υπό την έννοια ότι πέραν της ανθρώπινης ονειροπόλησης δεν μπορούν ν’ αλλάξουν ή να αφανισθούν) φυσικοί νόμοι και το επίσης δεδομένο (υπό την ίδια έννοια) ανθρώπινο σώμα καταγγέλλονται ως πράγματα ανεπιθύμητα, χυδαία, πολλές φορές και αποτρόπαια. Η δεδομένη (ομοίως υπό την ίδια έννοια) οικογενειακή, κοινωνική και εθνική ένταξη οφείλει να υποχωρεί ή και να μηδενίζεται μπροστά στην Συναγωγή, την Εκκλησία ή το έθνος του Ισλάμ και πάει λέγοντας.
Από αυτή την πρωταρχική συστοιχία «Αντιφατικών Εντολών» (κυρίως του τρίτου και τέταρτου είδους στην κατηγοριοποίηση των τεσσάρων που έκανε ο Πωλ Βάτζλαβικ, δηλαδή όταν κάποιος καλείται να έχει διαφορετικά αισθήματα από αυτά που πραγματικά βιώνει και όταν κάτι του ζητείται και του απαγορεύεται την ίδια στιγμή) αναδύονται όλες οι άλλες που στην υποτιθέμενη (γιατί δεν είναι) «κοσμική» («secular») σφαίρα αποσυνθέτουν την προσωπικότητα στην «ψυχωσική» εκδήλωση της σχιζοφρένειας. Ο «σχιζοφρενειογόνος γονέας» θα εκπέμψει λ.χ. προς το παιδί του «Αντιφατική Εντολή» σχετικά με την σεξουαλικότητα επειδή ο ίδιος έχει προηγουμένως διχαστεί ανάμεσα στην ηδονή που του έχει αποδείξει η Φύση και στην ενοχή που του έχει εμφυτεύσει η θρησκεία του. Σε αυτή την απίθανη κυκλική αναπαραγωγή της νοσηρότητος τυχεροί είναι τελικά όσοι προλαβαίνουν και βρίσκουν καταφύγιο στην συνειδητή διπλοπροσωπία, δηλαδή την υποκρισία, για την οποία άλλωστε φημίζονται διαχρονικά και διατοπικά τα ήθη των «μονοθεϊστών»: όσο πιο «ένοχος» τόσο πιο θρήσκος, όσο πιο ασελγής ή φαύλος τόσο πιο ηθικολόγος.
Είπαμε πιο πάνω ότι από την στιγμή που εξετάστηκε ψυχιατρικά ο παράγοντας του ανθρώπινου περιβάλλοντος και διαπιστώθηκε η κύρια ευθύνη του για την διαταραχή, η θεραπεία προϋπέθετε πλέον την απομάκρυνση από το προβληματικό περιβάλλον και την ένταξη σε ένα υγιές. Είναι σαφές ότι αυτό ισχύει και για το θεμελιακό περιβάλλον του προβληματικού τρόπου αντίληψης και επεξεργασίας των δεδομένων του Κόσμου, δηλαδή της προβληματικής Κοσμοαντίληψης και, κατά προέκταση, της προβληματικής Θρησκείας. Είναι κατανοητό ελπίζω ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις σχιζοφρενειογόνες συνομιλίες «- πάμε στο πάρκο να παίξουμε μπάλλα; - τι ωραία ημέρα να δουλέψει κανείς στον κήπο!» και « - πάντα είχαμε καλές σχέσεις – ναι, πάντα σε αγαπούσα» και στις μονοθεϊστικές απαντήσεις προς τον φυσιολογικό άνθρωπο «τι θαυμαστός Κόσμος! – όλοι οι θεοί των εθνών είναι δαιμόνια!» και «θέλω να ζήσω με αξιοπρέπεια και αρετή – ο Χριστός σε αγαπά».
Αξίζει να υπογραμμίσουμε εδώ ότι στο σημείο της πρώτης εργασίας του Μπαίητεσον και των συνεργατών του όπου αναφέρονται τα «συστατικά» της «Αντιφατικής Εντολής» (δύο ή περισσότερα πρόσωπα, επαναλαμβανόμενη εμπειρία, απαγόρευση, κ.ο.κ.) εξηγείται ότι το «πλήρες σύνολο των συστατικών» παύει να είναι απαραίτητο άπαξ και το θύμα μάθει πλέον να προσλαμβάνει τα πράγματα υπό σχήματα «Αντιφατικής Εντολής». Ο Μπαίητεσον πάλι μας δίνει το πετυχημένο παράδειγμα ενός «ειδωλολάτρη», δασκάλου του Ζεν και του επίσης «ειδωλολάτρη» μαθητή του, με κατάσταση του νου μακράν τόσο της μονοθεϊστικής ψύχωσης όσο και της σχιζοφρενικής. Ο δάσκαλος υψώνει ένα ραβδί πάνω από το κεφάλι του μαθητή και του δηλώνει: «εάν μου πεις ότι αυτό το ραβδί είναι πραγματικό θα σε κτυπήσω με αυτό, αν μου πεις ότι δεν είναι πραγματικό θα σε κτυπήσω με αυτό, εάν πάλι δεν μου πεις τίποτε θα σε κτυπήσω με αυτό». Αν και αυτό μοιάζει εξωτερικά με έναν αδιέξοδο «δεσμό», σαν εκείνους που βιώνει ο σχιζοφρενής, το καθαρό μυαλό του «ειδωλολάτρη» μαθητή τον ξεπερνάει αβίαστα, με την απλή ιδέα ότι οφείλει συνεπώς να αποσπάσει το ραβδί από τα χέρια του δασκάλου. Αυτή η απλή ιδέα και κάθε άλλη τόσο απλή ιδέα, δεν υπάρχει καν στο φάσμα επιλογών τόσο του σχιζοφρενούς όσο και του μονοθεϊστή, που, μαθημένοι πια στο να προσλαμβάνουν τα πράγματα υπό σχήματα «Αντιφατικής Εντολής», μένουν καθηλωμένοι εκεί.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως και στην ψυχιατρική έτσι και στο επίπεδο των ιδεολογιών και θρησκειών η «κανονικότητα» ορίζεται βεβαίως με τον πιο εσφαλμένο τρόπο, δηλαδή πλειοψηφικά. Αυτό που κάνουν ή πιστεύουν οι πολλοί θεωρείται αυθαίρετα «κανονικό». Σε μία κοινωνία καννιβάλων, «ανώμαλος» και «αφύσικος» είναι αυτός που αρνείται να καννιβαλίσει και, ομοίως, σε μία κοινωνία μονοθεϊστών «αφύσικος» είναι εκείνος που λατρεύει την πολλαπλότητα του Θείου. Το ίδιο «αφύσικοι» ήσαν όμως στο ιστορικό παρελθόν οι τότε μειοψηφούντες επεκτατικοί μονοθεϊστές, δηλαδή οι χριστιανοί και οι μωαμεθανοί, στα μάτια των εθνών που προσπάθησαν να αλώσουν και τελικά, κατά κανόνα, άλωσαν. Μόνο που εμείς οι Εθνικοί, αντίθετα από τα «μαρτυρολογικά» ψευδολογήματα της χριστιανικής προπαγάνδας, δεν φτιάξαμε ποτέ μήτε ιερές εξετάσεις, μήτε κέντρα ιδρυματισμού, αντίθετα ο ιστορικός μας καταλογίζει ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΑΝΟΧΗ και ΑΦΕΛΕΙΑ, αφού μάλλον όντως δεν ξέραμε τι είχαμε απέναντί μας. Ωστόσο, ούτε η ριζεκτομή ούτε η αντιμετώπιση του αντιπάλου με τα ίδια του τα μέσα θα ταίριαζε στην ανοικτότητα της δικής μας θεάσεως του κόσμου και των όλων πραγμάτων.
Εκείνο που μας επετέθη ήταν, και δεν έπαψε ποτέ να είναι, ούτε καν τώρα που συντριπτικά πλειοψηφεί, μία πραγματική ΨΥΧΙΚΗ ΝΟΣΟΣ. Την εποχή όμως που εμείς δεχόμασταν την πρώτη επίθεση, επειδή για την αναγνώριση του άλλου μοιραία προβάλλουμε σε εκείνον τον εαυτό μας, δεν μπορούσαμε να δούμε στους επιτιθέμενους τίποτα περισσότερο από ό,τι διέθεταν οι αθλιότεροι άνθρωποι του δικού μας κόσμου δηλαδή βεβηλότητα και ευθεία επίθεση στους νόμους και τον πολιτισμό. Ούτε το εσωτερικό σκοτάδι μπορούσαμε να κατανοήσουμε, ούτε την θανατολαγνεία, ούτε τον ολοκληρωτισμό, ούτε την παραφροσύνη της απαίτησης για «καθολική» (δηλαδή σε όλη την ανθρωπότητα) επιβολή. Αντίθετα, αυτοί έβλεπαν σε εμάς εκείνο που ήδη ήσαν, και μετά την επικράτησή τους το διατύπωσαν κιόλας στους διωκτικούς νόμους τους, όπου έκαναν λόγο για «ΨΥΧΙΚΗ ΝΟΣΟ των Ελλήνων».
Για εμάς, η σχιζοφρένεια και ο μονοθεϊσμός, παρ’ όλο που η πρώτη ουσιαστικά αποτελεί δραπετευσιακή εκτροπή και όχι πραγματική νόσο, αποτελούν εκδηλώσεις του ίδιου συστήματος αντίληψης και επεξεργασίας των δεδομένων του κόσμου με όμοια αίτια, την «Αντιφατική Εντολή» ενός συγκεκριμένου φάσματος μηνυμάτων που συγκρούονται και αλληλλοαναιρούνται. Μέσα σε αυτήν ακριβώς την «Αντιφατική Εντολή», δισεκατομμύρια δυστυχείς άνθρωποι που δεν είχαν στο παρελθόν ή δεν έχουν σήμερα το κουράγιο ή την ευστροφία να την καταγγείλουν, παγιδευμένοι και ανίσχυροι, ουσιαστικά διατάσσονται να αυτοακυρωθούν. Ως αυτόνομες και ελεύθερες υπάρξεις, εν τέλει ως άνθρωποι.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς,