Ό μεγαλύτερος έχθρός της άλήθειας είναι τό δόγμα. Παρεμβαίνει σάν φράγμα μεταξύ της όρθής θελήσεως καί της άλήθειας καί καταστρέφει τΙς προϋποθέσεις γιά τήν έλευθερωμένη πορεία τής άνθρώπινης σκέψεως πρός τήν ουσία τής ζωής καί τού Κόσμου. Τό δόγμα στήν πραγματικότητα είναι άνίκανο νά πράξη κάτι περισσότερο άπό τήν διαστρέβλωση τής σκέψεως καί τό πάγωμα στήν πρόοδο της ’Επιστήμης. Τό δόγμα άπλώς προσπαθεί νά έκμεταλλευθή πρακτικά ώρισμένα γεγονότα καί φαινόμενα, φυσικά ή κοινωνικά, γιά νά καρπωθή κάτι άπ’ αύτά.
’Αποτέλεσμα του δόγματος είναι ή τεχνοκρατία, αύτό τό υποκατάστατο τής Επιστήμης, που χωρίς νά προάγη τήν άλήθεια, υπηρετεί τήν σκοπιμότητα, τήν Εξουσία, τήν οίκονομία, τό συμφέρον. Ή «τεχνοκρατική πρόοδος» δέν είναι πρόοδος τής Επιστήμης. Ή πίστη οτι ή σημερινή Επιστήμη βρίσκεται σέ πιό προηγμένο έπίπεδο άπό κάθε άλλη προγενέστερη περίοδο άποτελεί τήν μεγαλύτερη ψευδαίσθηση τής έποχής μας.
Ο Δογματισμός είναι το άντίθετο πρός τήν Ελευθερία, ύπόκειται σέ κάποιο ή κάποιους σκοπούς, ξένους πρός τήν άπόλυτη ιδέα καί καθοριζόμενους άπό τόν φορέα του, μέ βάση ό,τι ύποπίπτει στίς αίσθήσεις. Ή δογματική «άλήθεια» ύπηρετεί κάτι έξω άπ’ αύτήν, έξαλλοτριώνεται μέσα στήν άναγκαιότητα καί στόν αίσθητό κόσμο, χάνοντας άφ’ ένός τήν αύτοκυριαρχία της καί άφ’ έτέρου τήν μοναδικότητα του άπόλυτου ύπεραισθητοϋ στόχου, πρός τόν όποιο κατευθύνεται.
Ετσι ή δογματική «ά-λήθεια» καταντά νά ταυτίζεται μέ τό γεγονός, νά έχη χρονική άρχή καί χρονικό τέλος, νά είναι έπικαιρική, μή έλεύθερη καί πεπερασμένη. Ή άέναη μεταβολή, πού συνέλαβε ό ‘Ηράκλειτος, μετατρέπεται έτσι άπό τήν δογματική σκέψη σέ εξέλιξη, δηλαδή σέ σειρά γεγονότων που άρχίζουν καί τελειώνουν κάπου.
Ή ύποταγή αύτή στό χρόνο καί χώρο κατά κανόνα όδηγεί στήν ύποδούλωση της σκέψεως στήν πράξη. Γι αυτό όλες οι δογματικές «άλήθειες» κατευθύνονται σέ πρακτικούς στόχους: Στήν Παλαιά Διαθήκη ή άλήθεια νοείται μόνο σάν πράξη —«τήν άλήθειαν ποιείν» — καί στήν Λογοκρατία (Μαρξισμό καί Άστοκαπιταλισμό) νοείται μόνο σάν έξυπηρέτηση πρακτικών αίσθητών στόχων (oικovoμία, έξουσία). Αύτοδύναιμη άλήθεια, άνεξάρτητη παντός περιορισμού, δέν υπάρχει στό δόγμα. Κύριο γνώρισμα του δόγματος είναι ή άποκοπή τής θελήσεως άπό τήν ιδέα.
Τό δόγμα είναι ψεύδος σκόπιμο, καί κατασκευάζεται γιά νά εξυπηρετήση κάποιους, θά έλεγε κανείς, ότι οι δογματικοί είναι δημιούργημα τής άνελευθερίας, δηλαδή κάποιος βαθειάς συναισθήσεως Αδυναμίας, κάποιου πρωτόγονου φόβου, πού προσπαθούν νά τόν άντιπαρέλθουν μέ τήν άνάπτυξη τής έπιβολής καί τή συγκέντρωση έξουσίας. «Τό δόγμα προσπαθεί νά άνακαλύψη δυνάμεις πού θά τις χρησιμοποίηση γιά τήν έφαρμογή του» π.χ. η Εκκλησία ή η τάξη τών «προλεταρίων», τείνουν νά γίνουν μέ τεχνητά μέσα «πραγματικότητα» (κατ’ άνάγκην τεχνητή καί ψευδής).
Τό στοιχείο του ψεύδους πού ένυπήρχε στήν σκέψη τών Μάρξ – ‘Ενγκελς πού άναφέραμε, άποκαλύφθηκε άπό τήν ιδια τήν ιστορικοκοινωνική έξέλιξη: ή προλεταριακή έπανάσταση δέν έκδηλώθηκε σάν «νομοτελειακό γεγονός» στις «καπιταλιστικά άνεπτυγμένες» χώρες ’Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία κλπ., στις όποιες μέχρι σήμερα δέν υπάρχει καμμιά τέτοια προοπτική, άλλά έπεβλήθη τεχνητά καί βίαια σάν έξουσία σέ μιά «καπιταλιστικά ύπανάπτυκτη» χώρα, τήν τσαρική Ρωσία, πράγμα πού δέν «προφήτεψαν» ποτέ οι δύο πατριάρχες τού Μαρξισμού, προβλέποντας, αντίθετα, ότι στή χώρα αύτή άπεκλείετο οίαδήποτε μορφή κομμουνισμού.
’Επίσης ή έπανάσταση δέν έπεβλήθη ταυτόχρονα σέ πολλές χώρες, άλλά σέ μία —στις υπόλοιπες χώρες (Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ούγγαρία κλπ.) έγκαθιδρύθηκε βίαια κατόπιν στρατιωτικής καταλήψεώς τους άπό τά σοβιετικά στρατεύματα (ή, άργότερα σέ άλλες χώρες, «μεθοδεύθηκε» κατόπιν καταλλήλων πολιτικών «χειρισμών» της Διεθνούς Έξουσίας).
Τό μαρξιστικό ψεύδος άπορρέει, πρώτον, άπό τήν σκόπιμα στενή οικονομική άνάλυση της Ιστορίας, πού στηρίζεται στίς αισθήσεις καί όχι στήν ιδέα καί, δεύτερον, άπό τό δόγμα τής κομμουνιστικής κοινωνίας, μιάς κοινωνίας, δηλαδή, στηριζόμενης σέ μιά τεχνητή άρχή, όχι ιδέα, τήν άρχή της ισότητας. Ή άρχή τής ισότητας είναι δογματική (ψευδής, αυθαίρετη καί «συμβατική»), δέν είναι Έμφυτη στόν άνθρωπο καί δέν ισχύει πουθενά στή Φύση, ούτε στήν ιστορία.
“Για πάρα πολλούς αιώνες, ο δογματισμός ήταν ο αδιαφιλονίκητος άρχοντας του πλανήτη. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να αμφισβητήσει τα δόγματα και τον τρόπο ζωής που επιβαλλόταν από τις θρησκευτικές και πολιτικές «αρχές». Υπήρχε, βλέπετε, η δικαιολογία ότι τα δόγματα και η θρησκεία αποτελούν τη «συνεκτική ουσία», την «κόλλα» που συντηρεί την κοινωνική οργάνωση. Με αυτή τη δικαιολογία, τα ιερατεία είχαν αποκτήσει τεράστια δύναμη. Η ιστορία του «επίσημου δογματισμού» ξεκινά μάλλον από τη Ρώμη, κοντά στο τέλος της Ελληνιστικής Εποχής και έναν αιώνα πριν από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Τότε, ο Μεγάλος Κωνσταντίνος πίστεψε ότι η θρησκεία θα μπορούσε να συνενώσει την Αυτοκρατορία, η οποία φαινόταν ότι όδευε προς τη διάλυση. Τα «επίσημα δόγματα» έγιναν τα ισχυρότερα όπλα του Αυτοκράτορα («Εν Τούτω Νίκα») και αργότερα ο Θεοδόσιος δεν δίστασε να τα επιβάλλει ακόμη και με την απειλή του θανάτου. Ίσως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ήταν παράξενες και δύσκολες εποχές, στη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να υιοθετήσουν έναν αυστηρό και άκαμπτο τρόπο ζωής.
Για πολλούς αιώνες μετά την κατάρρευση του παγκόσμιου πολιτισμού της Ελληνιστικής/Ρωμαϊκής Εποχής (που θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε το 476 μ.Χ. με την πτώση του Ρωμύλου Αυγούστου), δεν υπήρχαν παγκόσμιο εμπόριο, επικοινωνίες, τέχνες και πληροφόρηση. Δεν υπήρχαν τα απαραίτητα στοιχεία που χρειάζονται για να συνδέσουν τους ανθρώπους αναμεταξύ τους.
Φυλές «βάρβαρων», δηλαδή ξένων, εμφανίζονταν από παντού, και όλοι ήταν βάρβαροι για όλους τους υπόλοιπους… Ο δογματισμός (δηλαδή η τυφλή πίστη σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο ζωής και τρόπου σκέψης) επιβαλλόταν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς καμιά εξήγηση. Δεν υπήρχε εξάλλου η αναγκαία μόρφωση για να δικαιολογηθεί η ανάγκη ενός κοινού μοντέλου συμπεριφοράς, ούτε ο μέσος χρόνος ζωής του ανθρώπου (που ήταν περίπου 30-35 χρόνια) ήταν αρκετός για να καταλάβει αυτός από μόνος του ότι, για να ξεχωρίσει από τα ζώα, έπρεπε να διατηρεί κάποιους τυπικούς κανόνες συμπεριφοράς και συνεργασίας. Αυτό το αντιλαμβάνονταν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία, δεν μπορούσαν όμως σχεδόν ποτέ να το εξηγήσουν στα παιδιά τους σωστά, και κάπως έτσι δημιουργήθηκε και το χάσμα των γενεών… Τελικά, όμως, η θρησκεία και ο δογματισμός δεν αποδείχτηκαν τόσο ισχυρά όπλα όσο νόμιζαν οι Αυτοκράτορες και δεν μπόρεσαν να σώσουν τις ήδη ετοιμόρροπες Αυτοκρατορίες του παρελθόντος, οι οποίες είχαν κάνει πολλά και σοβαρά λάθη, όπως να εκμηδενίσουν π.χ. την αξία της ανθρώπινης ζωής (θυμηθείτε τις αρένες και το θεσμό της δουλείας).
Οι Ρωμαίοι έχασαν τη δύναμή τους και η Αυτοκρατορία διαλύθηκε, φέρνοντας το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολιτισμού. Στους αιώνες που ακολούθησαν, μονάχα οι Βυζαντινοί και οι Άραβες μπορούν να καυχηθούν ότι διατήρησαν κάποια στοιχεία πραγματικού πολιτισμού, αλλά και αυτοί διάλεξαν να κρύψουν τους πολιτισμούς τους πίσω από τον φανατικό δογματισμό. Και έτσι, πολύ σύντομα έφτασε και το δικό τους τέλος, αφού ο δογματισμός δεν τους άφησε να εξελιχθούν τόσο ώστε να αντιμετωπίσουν το μέλλον… Όμως, τα θρησκευτικά ιερατεία διατήρησαν τη δύναμή τους στα χρόνια που ακολούθησαν, αφού είχαν φροντίσει στα χρόνια της Αυτοκρατορίας να «αντικαταστήσουν» –με τη βοήθεια του αυτοκρατορικού σπαθιού– κάθε άλλο επιστημονικό και γνωσιολογικό θεσμό.
Όταν η Αυτοκρατορία διαλύθηκε, οι ιερείς είχαν στα χέρια τους όλα τα βιβλία, όλες τις γνώσεις, και μόνο αυτοί χειρίζονταν όλες τις τέχνες, ακόμη και την ιατρική ή την οικονομία. Και ενώ μέσα στα μοναστήρια μελετούσαν τις «τέχνες» των αρχαίων πολιτισμών του παρελθόντος, συνέχισαν στους άρχοντες να διαφημίζουν τα δόγματά τους ως το ισχυρότερο εργαλείο κοινωνικής συνοχής…
(Βάζω τη λέξη «τέχνες» σε εισαγωγικά, γιατί εννοώ μ' αυτήν και τις επιστήμες. Η έννοια «επιστήμη» όπως την χρησιμοποιούμε σήμερα, δεν υπήρχε στην αρχαιότητα, και όλες οι ασχολίες όπως η Αστρονομία ή η Γεωμετρία ονομάζονταν «τέχνες» και δεν ξεχωρίζονταν από π.χ. τη Μουσική ή τη Γλυπτική).
Τα θρησκευτικά ιερατεία κατάφεραν με τα προηγούμενα ένα απίστευτο ρεκόρ. Διατήρησαν τον έλεγχο της Ευρώπης περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο εξουσιαστικό σύστημα, για πάνω από 1.000 ολόκληρα χρόνια! Δυστυχώς, αυτή η χιλιετία «επιτυχίας» δίδαξε στους εξουσιαστές ένα αμφίβολης ποιότητας μάθημα: Ότι «η ελεύθερη σκέψη διαλύει τις αυτοκρατορίες, ενώ ο δογματισμός υποδουλώνει αποτελεσματικά». Ένα μάθημα που δυστυχώς μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να φαίνεται ότι είναι ψεύτικο, και ότι στην πραγματικότητα η ανθρωπότητα μπορεί να μεγαλουργήσει μόνο όταν είναι ελεύθερη..”
*δογματισμός:
1. έλλειψη κριτικής σκέψης και προσκόλληση σε κάποια θεωρία, αρχή ή δοξασία που δε στηρίζεται σε αποδείξεις ή που θεωρείται επιστημονικά ξεπερασμένη: Ο Δογματισμός ~ και η Ελευθερία είναι δύο διαμετρικά αντίθετες έννοιες.
2. (φιλοσοφία) θεωρία που δέχεται ότι με τη χωρίς όρια λογική δύναμη του νου είναι δυνατή η απόλυτη γνώση.