Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε Λουκ. ιη',42
Το κείμενο αυτό είναι μια συζήτηση μεταξύ αθέου και χριστιανού! Οι θέσεις του άθεου με πλάγια:
«Αν το κριτήριο για τη σωτηρία δεν ήταν η πίστη στο Θεό/Χριστό, αλλά ο προσδιορισμός μια σειράς ηθικών κανόνων τότε θα μπορούσα να το συζητήσω και να επικεντρωθώ στους ίδιους τους κανόνες.
Όμως η απαίτηση είναι η πίστη. Αν υποθετικά εγώ, ένας δηλωμένος άθεος όμως δεν πιστεύω στην ύπαρξη του Θεού, τότε τί θα συμβεί εάν τελικά κάνω λάθος και ο Θεός είναι υπαρκτός και έρθει η ώρα της κρίσης; Σύμφωνα με όσα ξέρω από το δόγμα, εφόσον δεν πιστεύω δεν γίνεται να σωθώ.
Δηλαδή μιλάμε για ένα Θεό που έχει ανάγκη την επιβεβαίωση; Την αναγνώριση; Την υποταγή; Αγνοεί την ουσία, αυτή της ηθικής ζωής, και επικεντρώνεται στον τύπο, την αναγνώριση της ύπαρξης και της ισχύος του;»
«Εδώ αγαπητέ φίλε θίγεις πολλά φλέγοντα θέματα. Πρώτα πρώτα το τι είναι η πίστη. Είναι κάτι διανοητικό; Θα έλεγα πως όχι. Το να πιστεύεις ότι υπάρχει ήλιος δεν είναι θέμα διανοητικό… Βλέπεις τον ήλιο με την αίσθηση της όρασης και απλά διαπιστώνεις ότι υπάρχει. Κάπου λέει ο Παύλος ότι πίστη είναι αίσθηση πραγμάτων μη βλεπομένων, [(εννοεί) με τα σαρκικά μάτια μας]. Πρόκειται για πράγματα που βλέπουμε με τα πνευματικά μάτια μας, τα οποία σε κάποις περιπτώσεις μπορεί να μην λειτουργούν καλά γι’ αυτό να μην βλέπουν και καλά. Με αυτή την προϋπόθεση, αυτός που δεν πιστεύει δεν μπορεί να αισθανθεί την παρουσία του Θεού, άρα δεν μπορεί και να έρθει σε σχέση μαζί Του. Όπως ακριβώς εγώ δεν μπορώ να έρθω σε σχέση μαζί σου και να μάθω πώς είσαι, αν λόγω τύφλωσης δεν μπορώ να δω ότι κάθεσαι κάπου δίπλα μου.
Πάμε τώρα στο άλλο φλέγον θέμα, τη σωτηρία. Τι είναι η σωτηρία; Ο Θεός που σώζει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, είναι κάτι σαν τον κομματάρχη που διορίζει τους δικούς του ψηφοφόρους; και απαιτεί να του προσφέρουν αυτά που λες στο τέλος – την επιβεβαίωση; Την αναγνώριση; Την υποταγή; Για να τους κάνει αυτό το ρουσφέτι;
Σωτηρία θα πει ολοκλήρωση. Από την ίδια ρίζα βγαίνει και το «σώος», που θα πει ολόκληρος, και το χρησιμοποιούμε συνήθως μαζί με το «αβλαβής» για να δηλώσουμε ότι κάποιος δεν βλάφτηκε σ’ ένα ατύχημα αλλά διατήρησε τα μέλη του ακέραια. Στην περίπτωση του ανθρώπου όμως, το ατύχημα – η πτώση – έχει ήδη συμβεί, κι αυτός έχει ήδη χάσει την ακεραιότητά του, την οποία πρέπει να ξαναβρεί για να είναι και πάλι σώος. Και πώς θα ολοκληρωθεί ο άνθρωπος; Με το ν’ ακολουθεί ένα σύνολο ηθικών κανόνων με την βλαμμένη, μη ακέραια φύση του; Αυτό δεν είναι αρκετό, δεν του προσφέρει τίποτα περισσότερο από κάποια ωφέλεια στην κοινωνική ζωή. Ασφαλώς είναι καλό για τους συνανθρώπους μας όταν δεν τους κλέβουμε, δε τους σκοτώνουμε, δεν τους συκοφαντούμε κτλ., αλλά δεν μπορεί να ολοκληρώσει την μη-ακέραιη φύση μας αυτό. Δεν μπορεί να μας κάνει όπως ήμασταν πριν από την πτώση. Με τον ίδιο τρόπο που ένας που έχει χάσει π.χ. το πόδι του σε ατύχημα, δεν είναι αρκετό να κρατάει μπαστούνι αλλά χρειάζεται ένα καινούργιο πόδι. Για να ολοκληρωθούμε χρειάζεται να γυρίσουμε στην πρότερη κατάσταση, την στενή επαφή μας με τον Θεό, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχουμε σχέση μαζί Του, κι η σχέση δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν πιστεύουμε καν ότι υπάρχει! Γι’ αυτό και χωρίς πίστη ΔΕΝ μπορούμε να σωθούμε.
Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι, πώς ακριβώς προσδιορίζεται η σωτηρία και πότε συμβαίνει. Είναι τάχα ότι όταν πεθάνουμε θα πάμε σ’ ένα μέρος όπου παχουλά αγγελάκια θα παίζουν άρπες, ή θα περιφέρονται άγγελοι σαν βυζαντινοί στρατιώτες με πύρινα σπαθιά; Κανονικά η σωτηρία αρχίζει από αυτήν εδώ τη ζωή, και συνίσταται στην αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης και στην διαρκή επικοινωνία κι διάλογο με τον Θεό, που συμβαίνει εσωτερικά αλλά αντανακλάται και στο εξωτερικό του ανθρώπου. Η πνευματική ζωή έχει τρία στάδια, με πρώτο τη μετάνοια όπου ο άνθρωπος αλλάζει τον τρόπο που σκέφτεται και φέρεται, και τρίτο την θέωση, όπου ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα. Κανένα από τα τρία στάδια δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς πίστη, που αρχίζει σ’ αυτήν τη ζωή γι’ αυτό και χωρίς πίστη δεν σώζεται κανείς ούτε εδώ ούτε στην άλλη.
Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος δεν έχει απόλυτη ευθύνη που δεν έχει γνωρίσει τον Θεό για να τον πιστέψει. Αυτός όμως όταν Τον συναντήσει, θα αντιδράσει πολύ διαφορετικά από αυτόν που δεν πιστεύει γιατί δεν γουστάρει να υπάρχει κανένας Θεός πάνω από το κεφάλι του. Η κατάσταση της ψυχής του θα τον κατατάξει τελικά σ’ αυτούς που σώζονται, ή στους άλλους. Και το ποια είναι πραγματικά η κατάσταση της ψυχής του το ξέρει μόνον ο Θεός που την βλέπει από μέσα, όχι εμείς που κρίνουμε με βάση τα εξωτερικά φαινόμενα και λέμε «τι καλό παλικάρι αυτός ο Τάδε, δεν κλέβει, δεν σκοτώνει, σίγουρα θα πάει στον παράδεισο».
Όταν ο Χριστός μιλάει για την τελική κρίση, μας λέει ότι καλωσορίζει τους δικαίους στον Παράδεισο επειδή τον έντυσαν όταν ήταν γυμνός, τον τάισαν όταν πεινούσε κτλ. κι αυτοί του απαντούν, «μα πότε Κύριε τα κάναμε ΕΜΕΙΣ αυτά;» Κι Εκείνος απαντά πως, «ότι κάνατε στους ελάχιστους αδελφούς μου τα κάνατε σε Μένα».
Η παραβολή έχει δύο σημεία-κλειδιά, τόσο το ότι για να είμαστε πραγματικά δίκαιοι πρέπει κάθε άνθρωπο να τον αντιμετωπίζουμε σαν να ήταν ο Χριστός, όσο και το ότι κάθε καλό που κάνουμε δεν το κάνουμε απλώς ΕΜΕΙΣ. Το κάνουμε εμείς με την δύναμη του Θεού. Εδώ οι δίκαιοι λένε ουσιαστικά, ότι ΔΕΝ ΑΞΙΖΟΥΝ τον παράδεισο επειδή το καλό που έκαναν προέρχεται από τον Θεό κι όχι από αυτούς τους ίδιους. Εντελώς το αντίθετο από τον υποκριτή Φαρισαίο, που στην παραβολή με τον τελώνη έλεγε ‘σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που ΕΙΜΑΙ δίκαιος και όχι άδικος όπως αυτός εκεί ο τελώνης«. Δυστυχώς όποιος πιστεύει για τον εαυτό του ότι είναι δίκαιος και καλός άνθρωπος, μοιάζει με τον Φαρισαίο κι όχι με τους πραγματικούς δίκαιους που είναι ταπεινόφρονες, και καταλαβαίνεις απ’ αυτό ότι δεν θα πάει στον παράδεισο αλλά θα κάνει παρέα στον Φαρισαίο, με τον οποίο έχει την ίδια υπεροπτική και εγωιστική ψυχική διάθεση. Να γιατί η ουσία της χριστιανικής πίστης ΔΕΝ είναι η ηθική ζωή. Η ουσία όμως δεν είναι ούτε και η «πίστη» μόνη της, όπως έλεγε ο Λούθηρος, ότι μόνη η πίστη σώζει… Γιατί αν έχεις πίστη και δεν την εκφράζεις με έργα, προφανώς αυτή είναι ψεύτικη. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να πιστεύει στον Θεό, να αισθάνεται την παρουσία Του, κι ωστόσο να φέρεται άδικα κι ανήθικα και ν’ αδιαφορεί για τον πόνο των άλλων. Μάλλον κάτι άλλο συμβαίνει, που έχει σχέση με υποκρισία ή θρησκοληψία ή και ψυχοπάθεια.
Ασφαλώς κι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από την υποταγή κι όλα αυτά που αναφέρεις, ούτε καν από την αγάπη μας δεν έχει ανάγκη. Αν σου έχουν παρουσιάσει μια εικόνα ενός τέτοιου Θεού και δεν την πιστεύεις, πολύ καλά κάνεις!»