Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε το χρόνο μας απερίσκεπτα.
Όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία.
Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.
Από τη σκοπιά της νιότης, η ζωή φαίνεται να εκτείνεται στο άπειρο μέλλον.
Απ’ τη σκοπιά των γηρατειών όμως, φαίνεται ότι δεν είναι παρά ένα σύντομο παρελθόν.
Άρα στην αρχή η ζωή μάς δίνει την εντύπωση ότι τα πράγματα είναι πολύ μακριά, σαν να κοιτάζουμε τον κόσμο ανάποδα μέσα από τον αντικειμενικό φακό του τηλεσκοπίου, ενώ προς το τέλος της ζωής είναι σαν να την κοιτάζουμε απ’ τον προσοφθάλμιο.
Για να καταλάβουμε πόσο μικρή είναι η ζωή, πρέπει να έχουμε χρόνια στην πλάτη μας, πρέπει δηλαδή να έχουμε ζήσει πολύ.
Όταν είμαστε νέοι, ο ίδιος ο χρόνος φαίνεται να κυλάει πολύ πιο αργά, γι’ αυτό και το πρώτο τέταρτο της ζωής μας δεν είναι μόνο το ευτυχέστερο αλλά και το πιο παρατεταμένο.
Αφήνει πίσω του πιο πολλές αναμνήσεις.
Κάθε άνθρωπος έχει να σου πει πολύ περισσότερα πράγματα για το πρώτο τέταρτο της ζωής του παρά για τις δύο επόμενες περιόδους μαζί.
Μάλιστα, όπως συμβαίνει στην άνοιξη του έτους, έτσι και στην άνοιξη της ζωής, οι μέρες είναι κουραστικά μεγάλες.
Το φθινόπωρο όμως, είτε του έτους είτε της ζωής, αν και οι μέρες είναι μικρές, είναι πιο χαρούμενες και πιο ομοιόμορφες.
Όταν η ζωή φτάσει στο τέλος της, δεν ξέρουμε καν πού έχουμε μείνει.
Άρθουρ Σοπενχάουερ,
«Πάρεργα και παραλειπόμενα»