“Why can’t I try on different lives, like dresses, to see which one fits best?”
– Sylvia Plath
Η Σαπφώ, ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχούλα της, αυτή μ’ έκανε άνθρωπο. Η μάνα μου, ο κόσμος μου ολόκληρος. Μοναχή με μεγάλωσε με χίλια βάσανα· έκοβε τη μπουκιά της να με ταΐσει, φόραγε κείνη κουρέλια για να με στέλνει ευπρεπισμένο στο σχολείο, μη με κοροϊδεύουν τα καλόπαιδα. Παραδουλεύτρα σε σπίτια, μερόνυχτα, τα ’φερνε βόλτα τσίμα τσίμα.
Μα αγάπη είχε περίσσια για όλους και δεν την τσιγκουνευόταν. Σκόρπαγε διπλοπάλαμα φροντίδα, τρυφεράδα, συμπόνια, κι είχε ένα γέλιο να χαρίσει στον καθένα· μέχρι και στ’ αδέσποτα της γειτονιάς, που τρέχανε ξοπίσω της κοπάδι, σαν οσμίζονταν τη γερτή κατάκοπη φιγούρα της να στρίβει τη γωνία. Και τη μερίδα του λέοντος, απ’ την τόση χάρη, τη φύλαγε για μένα. Τίποτα δε μου ’λειψε, κι ας μην είχα δεύτερο παντελόνι κι ας φορούσα τρία νούμερα μεγαλύτερο παπούτσι, μέχρι να μεγαλώσει το πόδι μου, να το γεμίσει.
Ποτέ της δεν με κακοκάρδισε, δε με μάλωσε, δε μου τις έβρεξε. Πάντα με το καλό, με τον γλυκό το λόγο, με το παραμύθι και το παράδειγμα μ’ ανάτρεφε. Μονάχα μια φορά έγινε μαζί μου αυστηρή. Γιατί υπάρχουνε μαθήματα που μόνο με τον σκληρό τρόπο μπορείς να τα πάρεις.
Κάποιο απόγευμα, στην Πλατεία Επταλόφου όπου μέναμε, έσκασε μύτη μια μορφή παράξενη, προκλητική, ανίερη. Μια γυναίκα που δεν ήτανε γυναίκα, ένας άντρας που δεν ήταν άντρας, καρνάβαλος, σούργελο, ρεζίλι των σκυλιών, ένα τραβέλι. Έμενε κάπου εκεί πιο πάνω. Την είχα συναντήσει κι άλλες φορές στο δρόμο, αλλά ήμουνα μικρός, δεκατριών, δεκατεσσάρων, δεν είχα καταλάβει.
Μα κείνη τη φορά, λες κι έπεσε συναγερμός στο εφηβικό τσούρμο. Με το που την πήρανε χαμπάρι, άρχισαν οι μεγαλύτεροι της παρέας να σφυρίζουν και να κράζουν, να την πειράζουνε και να χοντρολογάνε. Οι άντρες, στα γύρω καφενεία, πήρανε κι αυτοί γραμμή, μην ντροπιαστούν απ’ τη μαρίδα, και πιάσανε ν’ αβαντάρουν. Γιουχαϊτά, ξεφωνητά, αισχρό βρισίδι, ανεμοκύκλιζαν πάνω απ’ την πλατεία, πνίγανε τα πάντα στην αναμπουμπούλα τους.
Ξεθαρρευτήκαμε κι εμείς κι ορμήξαμε πάνω στη δύστυχη, που δεν ήξερε από πού να φύγει. Την πήραμε από πίσω κι αρχίσαμε να την μπινελικώνουμε. Και λόγο το λόγο, σκουντιά τη σκουντιά, ανάψανε τα αίματα και ξέφυγε το πράμα.
Πέταξε τα τακούνια κι άρχισε ξυπόλυτη να τρέχει, να γλυτώσει το λιντσάρισμα. Εμείς πιάσαμε από κάτω ό,τι βρήκαμε, τούβλα, σκουπίδια, μπουκάλια, κι ετοιμαστήκαμε για το λιθοβολισμό της πρόστυχης, λες κι ήμασταν στο Χαλιφάτο. Έπιασα κι εγώ ένα κομμάτι σπασμένη τσιμεντόπλακα απ’ το πεζοδρόμιο και σήκωσα το χέρι να της ρίξω. Κοντοστάθηκα μια στιγμή να σημαδέψω και…
Λες κι είχε κουλαθεί το μπράτσο μου, σα να ’χε μαρμαρώσει, δεν κατάφερα να σφεντονίσω το βόλι. Γύρισα και τι να δω, τρομάρα μου. Η μαμά Σαπφώ μου ’χε μαγκώσει το χέρι στον αέρα και τα μάτια της πετούσανε φωτιές, κι η ανάσα της αψιά, μπαρούτι, κι είχε μια όψη τρομερή, οργή στα φρύδια που δεν είχα ξαναδεί.
Τ’ άλλα παιδιά ξάφνου πάγωσαν κι αυτά, σαν να ’χε γραπώσει και τα δικά τους χέρια. Το τραβέλι εξαφανίστηκε στα στενά κι οι άντρες στα καφενεία ξανακάθισαν στην ξερή, βαστώντας τους σκεμπέδες τους απ’ τα γέλια.
Δίχως κουβέντα, με τράβηξε και μ’ έσυρε απ’ το χέρι, λίγο έλειψε να μου το ξεπατώσει απ’ τη ρίζα. Δεν πίστευα πως μια γυναίκα μπορούσε να ’ναι τόσο χεροδύναμη. Κοπάνησε ξοπίσω της την εξώπορτα, μπήκαμε στο καθιστικό και τότε μ’ άφησε. Ο καρπός μου μελάνιασε. Περίμενα πως θα μου ’μπηγε τις τσιρίδες ή θα μ’ άρχιζε στα χαστούκια, μα κείνη απλώς μίλησε· κι ο ήρεμος τόνος, η αποφασιστική κοφτή φωνή, με χτύπησαν σκληρότερα κι από σιδερογροθιά.
«Γιατί την κυνηγούσατε την κοπέλα, μπορείς να μου πεις;»
«Δεν ήτανε κοπέλα, μαμά, μια πουστάρα ξεφτιλισμένη ήταν, τραβέλι του κερατά».
«Την ξέρεις; Σου φέρθηκε ποτέ της άτιμα;»
«Δεν χρειάζεται, τέτοια σιχάματα έχουν ανώμαλη ψυχή, όλοι το λένε».
«Α, ώστε όλοι το λένε. Εντάξει, λοιπόν, όπως αγαπάς».
Με δυο στακάτες κινήσεις, σήκωσε τη φούστα και κατέβασε την κυλόττα της. Τα μάτια μου γούρλωσαν και μου κόπηκε η ανάσα. Μια βαρβάτη ψωλή και δυο τριχωτά παπάρια κρέμονταν νευριασμένα ανάμεσα στα σκέλια της. Της μάνας. Της δικιάς μου. Παπάρια!
Άκουσα τις σάλπιγγες της Αποκάλυψης να βροντοκοπούν μες στο κεφάλι μου κι αίμα μαύρο, κι άψινθος, και διάπυρα μετέωρα πέφταν απ’ τον ουρανό, τα νερά πικράθηκαν, η γη σκίστηκε κάτω απ’ τα πόδια μου κι άβυσσος με κατάπιε. Ό,τι πίστευα, όσα ήταν στέρεα κι αληθινά κι όμορφα, όλα γκρεμίστηκαν μπροστά μου σαν τους Δίδυμους Πύργους· Αποκάλυψη, μ’ όλες τις έννοιες που κουβαλάει τούτη η ζοφερή λέξη.
Ένιωσα να πνίγομαι και πήρα φόρα να κρυφτώ στο δωμάτιό μου. Μα κείνη μ’ άρπαξε πάλι στον αέρα, με καθήλωσε στον καναπέ.
«Αφού το θες να ’σαι άντρας» είπε ατάραχη «δεν έχεις να πας πουθενά. Οι άντρες δε λακίζουνε στα δύσκολα. Ή μήπως θαρρείς πως αντρειεύεσαι άμα βαράς τους αδύναμους και τους ανυπεράσπιστους».
Έμεινα άνευρος, σα μαριονέτα με κομμένους σπάγκους. Και κείνη μου ανιστόρησε, αντρίκια, ολάκερη την αβάσταχτη αλήθεια της…
Γεννήθηκε Σάββας, μοναχογιός στρατιωτικού απ’ την Αλεξανδρούπολη. Από τότε που θυμότανε τον εαυτό της, ένιωθε πως είχε γίνει κάποιο λάθος, πως η ψυχή της παράπεσε σε κορμί αγορίστικο. «Να ’σαι σίγουρος πως, αν είχα επιλογή, θα διάλεγα να γίνω άντρας· θα γλύτωνα από πολλούς μπελάδες κι οι άντρες είν’ ο περιούσιος λαός της κοινωνίας της πουτάνας. Μα δεν ήτανε στο χέρι μου» γύρισε και μου ’πε.
Το ’σκασε απ’ το σπίτι, προτού τελειώσει το σχολείο, κι ήρθε στη Σαλονίκη, άγνωστη σε ξένο τόπο, ν’ αρχίσει τη ζωή απ’ την αρχή. Φόρεσε γυναικεία ρούχα και βγήκε στο πεζοδρόμιο, άλλη δουλειά δεν γινότανε να πιάσει. Όμορφο αγοροκόριτσο, βουτυράτο, έκανε πιένες. Πήρε ορμόνες, έκανε στήθη και καμπύλες θηλυκές. Μα λίγα χρόνια αργότερα, πάνω που ’χε μαζέψει τα λεφτά για την εγχείρηση, πήγε κι ερωτεύτηκε μια ζωγράφο, τη Μάνια. Έτσι πήρε τ’ όνομα Σαπφώ, για την ειρωνεία του πράματος. Αργότερα έπιασα κι εγώ το αστείο.
Η Μάνια τη σταμάτησε απ’ την εγχείρηση. «Μη βάλεις επάνω σου νυστέρι» την ξόρκισε. «Τώρα είσαι μια θεότητα, πλάσμα της φαντασίας, καλλιτέχνημα, έχεις τους πιστούς σου. Άμα κάνεις το λάθος, θα γίνεις μια πλαστή γυναίκα, ένα τίποτα, και δεν υπάρχει μετά γυρισμός».
Η Σαπφώ το σκέφτηκε καλά. Κείνο που βάρυνε τελικά στη ζυγαριά ήταν το ένστικτο της μητρότητας. Το ’ξερε από μικρή πως ήθελε να κάνει παιδιά. Τελευταία στιγμή το πήρε απόφαση και δεν ανέβηκε στο αεροπλάνο για Καζαμπλάνκα – μονάχα εκεί κάνανε τέτοιες εγχειρίσεις, κείνα τα χρόνια.
Μετά δούλεψε σε μπορδέλα, στο Βαρδάρη. Πέρασαν άντρες και γυναίκες απ’ τη ζωή της, μάζεψε λεφτά, αγόρασε τούτο το διαμέρισμα, έβαλε και κάμποσα στην άκρη. Μέχρι που η Αλίκη, η σχέση της εκείνο τον καιρό, έμεινε έγκυος. Όμως μάνα δεν ήθελε να γίνει, πήγε να κάνει έκτρωση. Η Σαπφώ, που είχε περάσει πια τα σαράντα, έπεσε στα γόνατα και την ικέτευε να με κρατήσουν. Κείνη ανένδοτη.
Τότε η Σαπφώ έπαιξε τα ρέστα της. Έδωσε στην Αλίκη ό,τι λεφτά είχε μαζέψει, δανείστηκε κι από πάνω, για να με γεννήσει κι ύστερα να τραβήξει το δρόμο της. Και κείνη τα πήρε. «Μη σε πιάσει τώρα η μίρλα, πως τάχατες η μάνα σου δε σ’ ήθελε. Εγώ είμαι η μάνα κι ο πατέρας σου μαζί, η δικιά μου αγάπη σε γέννησε. Η Αλίκη ήταν μονάχα μια δότρια ωαρίου και μια νοικιασμένη μήτρα. Όσοι δεν θέλουνε παιδιά, καλύτερα να μην έχουν».
Σταμάτησε να εκδίδεται, δεν μπορούσε με μωρό παιδί στην αγκαλιά. Μα συνέχισε να δουλεύει στα μπορδέλα, καθαρίστρια. Φορούσε μαντήλα στα μαλλιά, ψεύτικα γυαλιά μυωπίας, άλλα ρούχα στη δουλειά κι άλλα στο δρόμο, δεν την αναγνώριζε κανείς. «Όσοι συχνάζουν εκεί μέσα μόνο μάτια για το δουλικό δεν έχουν. Εγώ όμως βλέπω τους άντρακλες, σαν αυτούς που αλυχτούσαν σήμερα στην πλατεία» μου ’πε.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Εγώ προσπαθούσα να καταπιώ όσα είχα ακούσει, μα είχανε στουμπώσει στο λαρύγγι. Ύστερα κείνη μίλησε ξανά. «Όταν θα καταλάβεις πως τον άνθρωπο τον κάνει κείνο που ’χει στην ψυχή του, όχι στο βρακί του, τότε θα γίνεις άντρας αληθινός κι εγώ θα σε καμαρώνω» είπε με τη γνώριμη τρυφεράδα της. «Μπορείς τώρα να πας στο δωμάτιό σου». Γύρισε την πλάτη κι έπιασε να μαγειρεύει.
Μου πήρε κάνα μήνα να χωνέψω τη γυμνή Αποκάλυψη που με σάρωσε κείνο το απόγευμα. Προσπάθησα να τη μισήσω, μα δεν τα κατάφερα. Όλα τα κοινωνικά σχήματα, όλες οι συμβάσεις κι οι κοινοτοπίες πέρασαν απ’ το νου μου, μα ο σπόρος της αυτολύπησης δεν βρήκε έδαφος να βλαστήσει. Δεν μπορούσα να νιώσω μειονεκτικά, μάλλον λυπόμουνα τους φίλους μου για τους γονιούς που είχαν. Μια μέρα έπεσα στην αγκαλιά της κι έκρυψα το κεφάλι μου ανάμεσα στα στήθη της· δεν πείραζε που ήταν τεχνητά. Καθίσαμε ώρα έτσι, δίχως λέξη. Κι ούτε ποτέ ξαναπιάσαμε τούτη την κουβέντα.
Αυτή ήταν η Σαπφώ, η μάνα κι ο πατέρας μου μαζί. Κείνη μ’ έκανε άνθρωπο, μα κείνος μ’ έκανε άντρα. Γιατί ’ξερε άντρας τι πάει να πει κι ας φόραγε φουστάνια...