…Κι εκείνη πήρε το φλασκί με το κρασί, και γέμισε το πρώτο ποτήρι και το ‘πιε, κι ύστερα και δεύτερο, και τρίτο, κι ύστερα γέμισε και τέταρτο και το ‘δωσε σε μια από τις δυο αδερφές της, και τέλος, γέμισε ως απάνω ένα μεγάλο ποτήρι και το κέρασε στο βαστάζο λέγοντάς του του ποιητή το στίχο:
«Πίνε, πίνε το γλυκό πιοτό: πίνε ελεύθερα και με καλή καρδιά.
»Πίνε το θεϊκό πιοτό που γιατρεύει κάθε λύπη και πόνο».
Πήρε, αυτό, το ποτήρι στο χέρι, και, σκύβοντας μ’ ευγένεια το κεφάλι, απέδωσε στην κυρά τις ευχαριστίες του κι απάγγειλε αυτού τους αυτοσχέδιους στίχους:
«Μην αδειάζεις το ποτήρι, παρά με ένα φίλο μπιστικό, μ’ ένα φίλο που έχει ευγενικιά καρδιά, και μεγάλη αξία.
»Μη δέχεσαι το ποτήρι, παρά από ένα χέρι αγαπητό σαν το δικό σου: το ποτήρι θυμίζει τις χαρές εκείνης που το προσφέρει, κι εκείνη που το προσφέρει θυμίζει τις γλύκιες του κρασιού».
»Καθώς ο αέρας που περνά απάνω από τα μυροβόλα λουλούδια φέρνει μιαν ευωδία μεθυστική και γλυκιά,
»έτσι και τούτο το πιοτό, και γλυκό κρασί, ερχόμενο από τα μοσχομυρισμένα σου χεράκια, μου φέρνει μαζί του της σάρκας σου το μύρο και των χειλιών σου τη γλύκα».
Κι αφού ήπιε κι άλλα ποτήρια, κι απάγγειλε κι άλλους στίχους, σαν κι αυτούς κι ήρθε σ’ ευθυμία, πήρε θάρρος κι άπλωσε και πήρε τα χέρια της κάθε μιας, με τη σειρά και τα γέμισε φιλιά, κι εκείνες με γέλια τον άφηναν γιατί είχαν πιει κι αυτές κι είχαν έρθει στο κέφι.
[…] Βρισκόταν μέσα σ’ έναν αληθινό παράδεισο τέρψεων, και του φαινόταν πως καθόταν στον έβδομο ουρανό ανάμεσα στα Ουρί του παραδείσου. Δεν παύσαν να κάνουν αυτά, ώσπου το κρασί τους χτύπησε για καλά στο κεφάλι και δεν ξέραν πια τι κάνουν. Και, πρώτα εκείνη που είχε ανοίξει την πόρτα, στάθηκε στα πόδια της, κι έβγαλε τα ρούχα της όλα, ώσπου έμεινε γυμνή όπως τη γέννησε η μάνα της. Μα έριξε ολόγυρα στο κορμί της τα πλούσια μαλλιά της, τάχα για πουκάμισο κι έπεσε στη χαβούζα κι άρχισε να κολυμπά και να βυθίζεται στο νερό, σαν πάπια και σαν κύκνος.
[…] Κι αφού έπλυνε τα’ αφράτα της μέλη, τα μπούτια, και τα στήθια της και την κοιλιά της βγήκε έξω απ’ τη χαβούζα και πέφτοντας στην ποδιά του βαστάζου, του ‘πε δείχνοντας του κάτι: «ώ αφέντη μου, ώ αγάπη μου πως το λένε τούτο;» Ο βαστάζος είπε μιαν άσεμνη λέξη κι εκείνη αναφώνησε: «Ουά! Ουά! δεν ντρέπεσαι να λες αυτή τη λέξη;» και τον έπιασε από τον γιακά, και του ‘δωσε ένα φούσκο. Μα εκείνος είπε: «το λένε έτσι» και πρόφερε κι άλλη άσεμνη λέξη, κι εκείνη του έδωσε κι άλλο χαστούκι, λέγοντας: «Μα, δεν ντρέπεσαι, λοιπόν, να λες αισχρά λόγια; Τι ξετσίπωτος είσαι!» Μα εκείνος το χαβά του! Είχε πάρει η γλώσσα του κατήφορο και ξεστομούσε κορδόνι τις αισχρές λέξεις, κι όσο οι κυράδες, λιγωμένες απ’ τα γέλια, τον βαρούσαν, και τον μπάτσιζαν, και τον χτυπούσανε στο στόμα για να πάψει, τόσο αυτός, αράδιαζε περισσότερες αρσίζικες λέξεις. Γιατί καταλάβαινε πως αυτό πολύ τις ευχαριστούσε και τις διασκέδαζε.
Ύστερα, κι άλλες δυο, η κάθε μια με τη σειρά της, γδύθηκαν, όπως η πρώτη, και πέσαν μέσα στη χαβούζα, και κολύμπησαν, και πλύνανε τα μέλη τους, και βγαίνοντας, πέφταν στην ποδιά του βαστάζου, ή τον καβαλίκευαν στο σβέρκο, και τον πείραζαν, και τον αρωτούσαν «πως το λένε τούτο;», κι εκείνος, πότε τους έλεγε ένα εύφημο επίθετο, που τις έκανε να λιγώνονται απ’ τα γέλια, πότε μια βρωμερή βωμολοχία, που τις έκανε πάλι να ξεκαρδίζονται απ’ τα γέλια, και να πέφτουν απάνω του και να του δίνουν φούσκους, και χαστούκια, και κατραπακιές και γροθιές στην πλάτη και στο στομάχι, τάχα για να τον τιμωρήσουν για την ξετσιπωσιά του.[…]
***
Από τις Χίλιες και μία Νύχτες Ι, μετάφραση Κώστα Τρικογλίδη, εκδόσεις Ηριδανός
Πηγή: staxtes2003