«Τό νά μάθεις νά ζεῖς καλά σημαίνει νά μάθεις νά πεθαίνεις καλά» - Point of view

Εν τάχει

«Τό νά μάθεις νά ζεῖς καλά σημαίνει νά μάθεις νά πεθαίνεις καλά»




Οι απόψεις της υπαρξιακής ψυχολογίας του Yalom
 υπό το φως τής Εκκλησιαστικής παράδοσης


 Ἡ ὑπαρξιακή ψυχολογία ἀποτελεῖ προϊόν σύνθεσης ψυχολογίας καί φιλοσοφίας. Ἀπό τή μεριά τῆς φιλοσοφίας συνδέεται στενά μέ τήν ὑπαρξιακή σκέψη τῶν ὑπαρξιστῶν φιλοσόφων: Kierkegaard, Heidegger, Jaspers, Jean-Paul Sartre, Husserl, Camus, Nietsche, Schopenahauer, Buber, Paul Tillich κ.ἄ.


 Στήν ψυχολογία οἱ ὅροι ὑπαρξισμός- ὑπαρξιακός ἀναφέρονται περισσότερο σέ μιά στάση πρός στό ὑπάρχον ἄτομο, καθώς αὐτό ἀναδύεται καί ἐξελίσσεται, παρά σέ εἰδική σχολή ἤ θεραπευτικό σύστημα.


  Ἡ ἔμφαση εἶναι στό ἐνδιαφέρον γιά τήν κατανόηση τῆς δομῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐμπειρίας του, στήν ἐμβάθυνση στίς ἔννοιες πού προσδιορίζουν τήν ἀνθρώπινη κατάσταση. Κατά τόν Rollo May, μέντορα καί θεραπευτή τοῦ Yalom, ἡ ὑπαρξιακή ψυχολογία «φτάνει στίς ρίζες τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκεῖ ἀκριβῶς τόν ἀντιμετωπίζει».


  Ὁ I. Yalom (1931 – ) εἶναι ἐπίτιμος καθηγητής ψυχιατρικῆς στήν Ἰατρική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Στάνφορντ τῶν ΗΠΑ. Θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ἐν ζωῇ ἐκπροσώπους τῆς ὑπαρξιακῆς σχολῆς στήν ψυχιατρική. Εἶναι συγγραφέας τοῦ γνωστοῦ ἐγχειριδίου Ὑπαρξιακῆς Ψυχοθεραπείας (Existential Psychotherapy). Στόν ἐπιστημονικό χῶρο τό ὄνομά του ἔχει συνδεθεῖ κυρίως μέ τό κλινικό καί ἐρευνητικό του ἔργο στήν ὁμαδική ψυχοθεραπεία. Στήν Ἑλλάδα ἔγινε γνωστός ἀπό τίς συνεντεύξεις του καί κυρίως ἀπό τά βιβλία του, τά περισσότερα ἀπό τά ὁποῖα ἔχουν μεταφραστεῖ ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἄγρα καί ἀποτελοῦν προσφιλές ἀνάγνωσμα γιά πολύ κόσμο.


  Ὁ Yalom, ὅπως διευκρινίζει ὁ ἴδιος, χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ὑπαρξιακός, ὅταν ἀναφέρεται στήν ὕπαρξη ὡς κεντρική ἔννοια. Κατά τήν ἄποψή του, παρά τήν ποικιλία τῶν σημασιολογικῶν ἀποχρώσεων τοῦ ὅρου, ἡ βασική ἀρχή σέ ὅλους τούς ὑπαρξιακούς στοχαστές εἶναι κοινή: «ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε τά μόνα πλάσματα, γιά τά ὁποῖα ἡ ἴδια μας ἡ ὕπαρξη ἀποτελεῖ πρόβλημα».


Ἡ θεμελιακή θέση τῆς ὑπαρξιακῆς ψυχοθεραπείας, ὅπως διατυπώνεται ἀπό τόν Yalom, εἶναι: «αὐτό πού μᾶς προκαλεῖ σύγχυση δέν πηγάζει μόνο ἀπό τό βιολογικό μας γενετικό ὑπόστρωμα (ψυχοφαρμακολογικό μοντέλο), δέν πηγάζει μόνο ἀπό τήν πάλη μας μέ ἀπωθημένες ἐνστικτικές ὁρμές (φροϋδική θέση), δέν πηγάζει μόνο ἀπό τούς σημαντικούς ἐνηλίκους πού ἔχουμε ἐνδοβάλει, οἱ ὁποῖοι ἐνδέχεται νά ἦταν ἄστοργοι, χωρίς ἀγάπη, νευρωτικοί (θεωρία τῶν ἀντικειμενοτρόπων σχέσεων), δέν πηγάζει μόνο ἀπό κάποιους διαταραγμένους τρόπους σκέψης (γνωσιακή-συμπεριφορική θέση), οὔτε μόνο ἀπό θραύσματα λησμονημένων τραυματικῶν μνημῶν ἤ ἀπό τρέχουσες κρίσεις ζωῆς, πού ἀφοροῦν στήν καριέρα μας ἤ τή σχέση μας μέ σημαντικούς ἄλλους, ἀλλά καί -ἀλλά καί- ἀπό μιά καταπρόσωπο συνάντηση μέ τήν ὕπαρξή μας… μέ τά «δεδομένα» τῆς ὕπαρξης».


Αὐτά τά «δεδομένα» τῆς ὕπαρξης, οἱ βαθειές δομές, οἱ «ἔσχατες ἔγνοιες», κατά τήν ὁρολογία τοῦ Paul Tillich, εἶναι: ὁ θάνατος (τό ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου γιά ὅλους μας προσωπικά καί γι’ αὐτούς πού ἀγαπᾶμε), ἡ μοναξιά (ἡ ἔσχατη μοναχικότητά μας), ἡ ἀνάγκη νοήματος στή ζωή καί ἡ ἐλευθερία. Κατά τήν ἐκτίμηση τοῦ Yalom, ὅπως καί πολλῶν ἄλλων φιλοσόφων καί ψυχολόγων, παρ’ ὅλη τή διαπλοκή αὐτῶν τῶν δεδομένων στήν καθημερινή κλινική πράξη, τό ἄγχος τοῦ θανάτου ξεχωρίζει καί προβληματίζει περισσότερο.


Ὅλα τά ζῶα πεθαίνουν, ἀλλά μόνο τά ἀνθρώπινα πλάσματα ζοῦν, γνωρίζοντας ὅτι θά πεθάνουν. Ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἐπεκτείνεται καί στό θάνατο. Μπροστά στήν ἀδυσώπητη ἀπειλή τῆς διάλυσης τῆς ὑπόστασής του μέ τό θάνατο, ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζεται ἀπό τή λύπη καί τό φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ σοφός τῆς Βίβλου, ἀναλογιζόμενος τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου, ἀναφωνεῖ: «Ὦ θάνατε, ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνόν ἐστιν ἀνθρώπῳ εἰρηνεύοντι ἐν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ, ἀνδρί ἀπερισπάστῳ καί εὐοδουμένῳ ἐν πᾶσι…».


Στό βιβλίο του Στόν κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου∙ ἀφήνοντας πίσω τόν τρόμο τοῦ θανάτου, ὁ Yalom καταπιάνεται μέ «μιά ἀπό τίς πιό δύσκολες ὑποχρεώσεις μας στή ζωή», κατά τή διατύπωση τοῦ Ραββίνου Harold Kushner, τό πῶς νά ξεπεράσουμε τό φόβο τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος συχνά βρίσκεται στόν πυρήνα τοῦ ἄγχους. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος στόν πρόλογο, τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου ἀποτελεῖ προϊόν τῆς προσωπικῆς του ἀναμέτρησης μέ τό θάνατο∙ μέ τό γεγονός ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου συνοδεύεται ἀπό τήν πληγή τῆς θνητότητας, τήν ὁποία ἀποκαλύπτει πολλές φορές μιά «ἀφυπνιστική ἐμπειρία», ἕνα ὄνειρο, μιά ἀρρώστια, μιά τραυματική ἐμπειρία, τό μεγάλωμα ἤ τά γηρατειά.


Ὁ θάνατος εἶναι ἀναπόφευκτο γεγονός καί συγχρόνως ὁ μέγας ἄγνωστος. «Ὕλη ἀδίδακτη ὁ θάνατος», κατά τήν ποιήτρια. Ἀλλά, ἐπειδή δέν μποροῦμε νά ζήσουμε μέ τό φόβο, ἀνακαλύπτουμε μεθόδους μειωτικές τῆς ἀνησυχίας μας γιά τό θάνατο. Προβάλλουμε τόν ἑαυτό μας στό μέλλον μέσα ἀπό τά παιδιά μας, ἐπιδιώκουμε τόν πλοῦτο, τή διασημότητα. Ἀναπτύσσουμε προστατευτικές τελετουργίες ἤ ἀσπαζόμαστε μιά πίστη σ’ ἕνα σωτήρα, σέ μετά θάνατον ζωή, ἀνάσταση ἤ παράδεισο. Οἱ θρησκεῖες γενικότερα μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλον τρόπο προσπαθοῦν νά καταλαγιάσουν τό πανανθρώπινο ὑπαρξιακό ἄγχος. Παρ’ ὅλα αὐτά, παρ’ ὅλες τίς ἄμυνες, κατά τόν Yalom, ποτέ δέν μποροῦμε νά καθυποτάξουμε ἀπόλυτα τό ἄγχος τοῦ θανάτου. 
Τρόποι ὑπέρβασης τοῦ φόβου τοῦ θανάτου κατά τόν Yalom 


Θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Yalom ἦταν ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος, πρίν ἀπό σαράντα χρόνια περίπου, συγκρότησε θεραπευτική ὁμάδα γυναικῶν μέ καρκίνο σέ τελικό στάδιο. Σήμερα οἱ ὁμάδες ὑποστήριξης σέ ἄτομα τελικοῦ σταδίου ἔχουν διαδοθεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο. Μέσα, λοιπόν, ἀπό τή μακροχρόνια θεραπευτική του ἐμπειρία, κατέληξε στό συμπέρασμα πώς ὑπάρχουν ἰδέες, οἱ ὁποῖες ἀποδείχθηκαν χρήσιμες στήν ψυχοθεραπεία ἀσθενῶν πού τούς βασάνιζε τό ἄγχος τοῦ θανάτου.


Θά δοῦμε αὐτές τίς ἰδέες σέ ἀντιπαραβολή πρός τήν ἐκκλησιαστική παράδοση γιά τό θέμα. 



Ὁ θάνατος ὡς «τίποτα» 


Ὁ Yalom υἱοθετεῖ καί ἀξιοποιεῖ στήν ψυχοθεραπεία ἀσθενῶν, πού ὑποφέρουν ἀπό τό ἄγχος τοῦ θανάτου, ἰδέες τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου Ἐπίκουρου, τόν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς τόν πρῶτο ὑπαρξιακό ψυχοθεραπευτή. Στό βιβλίο του ἀναπτύσσει τρία ἀπό τά ἐπιχειρήματα, πού εἶχε ἐφεύρει ὁ Ἐπίκουρος γιά τή λύτρωση ἀπό τό ἄγχος τοῦ θανάτου. Τά ἐπιχειρήματα αὐτά εἶναι:


α. Ἡ θνητότητα τῆς ψυχῆς.

 Ὁ Ἐπίκουρος, σέ ἀντίθεση μέ τό Σωκράτη, τόν Πλάτωνα καί τούς Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δίδασκε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι θνητή καί πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα. Συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει νά φοβηθεῖ τίποτε μετά τό θάνατο, ἐπειδή ἡ συνείδησή του θά πάψει νά ὑπάρχει.


β. Τό ὑπέρτατο τίποτα τοῦ θανάτου.

 Ὁ φιλόσοφος ἀναζητᾶ τή λύτρωση ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου ὄχι, ὅμως, καί ἀπό τόν ἴδιο τό θάνατο μ’ ἕνα σοφιστικό συλλογισμό: «Ὁ θάνατος οὐδέν πρός ἡμᾶς∙ τό γάρ διαλυθέν ἀναισθητεῖ∙ τό δ’ ἀναισθητοῦν οὐδέν πρός ἡμᾶς». (Ὁ θάνατος δέν ἔχει καμιά σχέση μέ ἐμᾶς. Γιατί αὐτό πού βρίσκεται σέ διάλυση, δέν ἔχει αἴσθηση, κι ὅ, τι δέν ἔχει αἴσθηση δέν μᾶς ἀφορᾶ). Ἑπομένως, δέν ὑπάρχει λόγος νά φοβόμαστε τό θάνατο, «τό φρικωδέστατον τῶν κακῶν», ἀφοῦ δέ θά συναντηθοῦμε, ἐπειδή, «ὅταν μέν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν∙ ὅταν δ’ ὁ θάνατος παρῇ τόθ’ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. Οὔτε οὖν πρός τούς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρός τούς τελευτηκότας, ἐπειδήπερ περί οὕς μέν οὐκ ἔστιν, οἱ δ’ οὐκέτι εἰσίν».


γ. Τό ἐπιχείρημα τῆς συμμετρίας.

 Ἡ κατάσταση τῆς μή ὕπαρξης μετά τό θάνατο μοιάζει μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία βρισκόμασταν πρίν ἀπό τή γέννησή μας. Οἱ δύο καταστάσεις μή ὕπαρξης εἶναι πανομοιότυπες.


Ὁ θάνατος ὡς «ἐχθρός» καί «κέρδος»


Ἡ Ἐκλησία ἀρνεῖται νά ἐξωραΐσει τό θάνατο, ἐπειδή ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά μᾶς συμφιλιώσει μέ τό θάνατο∙ ἦλθε γιά νά καταργήσει τό θάνατο καί τίς συνέπειές του στή ζωή μας. Ὁ Ἴδιος δακρύζει μπροστά στό μνῆμα τοῦ φίλου Του Λαζάρου, ἀλλά καί στή Γεσθημανῆ εἶναι γεμάτος ἀγωνία μπροστά στό δικό Του θάνατο.


Ὁ θάνατος ἐκτιμᾶται ὡς τραγωδία καί ὄχι ὡς φυσική κατάληξη τῆς ὕπαρξης, ἐπειδή καταστρέφει τόν «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργημένο ἄνθρωπο: «Θρηνῶ καί ὀδύρομαι ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον, καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μή ἔχουσαν εἶδος».


Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀξιολογεῖ τό θάνατο ὡς «παράλογον», ὡς φαινόμενο παρά φύσιν καί ἀντίθετο πρός τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ κοινός μας ἐχθρός. Παλεύουμε γιά τήν προσωπική ἀνάσταση καί τήν ἀνάσταση παντός ἄλλου.


Συγχρόνως, ἡ πλήρης βίωση τῆς τραγωδίας τοῦ θανάτου μᾶς ὠθεῖ νά ἀνταποκριθοῦμε στό κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ καί νά οἰκειωθοῦμε τή νίκη του. Ἔτσι ὁ θάνατος γιά τό χριστιανό δέν εἶναι μόνο ἐχθρός ἀλλά καί κέρδος: «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Καί τοῦτο ἐπειδή συνδέεται μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τή νίκη τοῦ Χριστοῦ καταπάνω στό θάνατο, τόν «ἔσχατο ἐχθρό» τοῦ ἀνθρώπου.


Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν Ἀνάσταση ὡς τό κέντρο τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκτίμησε ὅτι τό κεντρικό πρόβλημα εἶναι ἐκεῖνο τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός προβάλλεται ὡς ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὄχι ἐπειδή προσέφερε ἕνα ἠθικό πρότυπο ἤ μιά ἠθική διδασκαλία γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἐπειδή ἔδωσε μιά τελειωτική λύση στό ἀνθρώπινο πρόβλημα∙ στό πρόσωπό Του τό κτιστό σώζεται ἀπό τόν ἀφανισμό καί τήν ἀνυπαρξία. Νικιέται ὁ θάνατος, ἐπειδή ὁ Χριστός σέ μιά παραφορά ἀγάπης προσέλαβε καί τό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, «ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα», «ἵνα καταποθῇ τό θνητόν ὑπό τῆς ζωῆς».


Ἔτσι γιά τόν πιστό ὁ θάνατος εἶναι καί γενέθλια ἡμέρα σέ μιά ἄλλη ζωή, «τοκετός» τῆς καινῆς ζωῆς. «Ὁ δέ τοκετός μοι ἐπίκειται» γράφει στούς πιστούς τῆς Ρώμης ὁ Θεοφόρος Ἰγνάτιος, βαδίζοντας πρός τό μαρτύριο. Ὁ θάνατος ἐγκαινιάζει τή συνδιαμονή τοῦ πιστοῦ μέ τό Χριστό: «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ». 
Ἰδέα τῶν κυματισμῶν 


Ἡ ἰδέα τῶν κυματισμῶν χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Yalom στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἄγχους τοῦ θανάτου καί τήν καταπράϋνση τῆς θλίψης γιά τό ἐφήμερο τῆς ζωῆς. Ἀλλά τί σημαίνει ἐδῶ κυματισμός; Ὁ ὅρος κυματισμός παραπέμπει στήν πεποίθηση ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐξακολουθήσει μέ κάποιο τρόπο νά ὑπάρχει, ὄχι ὡς πρόσωπο, ὄχι ὡς ἐγώ ἀλλά μέσα ἀπό τή σοφία, τίς ἀξίες καί τίς πράξεις φροντίδας, βοήθειας καί ἀγάπης πρός τούς ἄλλους.


Ἄς παρακολουθήσουμε τή σκέψη τοῦ Yalom: «Ἡ λέξη κυματισμοί αναφέρεται στό γεγονός ὅτι ὁ καθένας ἀπό μᾶς παράγει –συχνά χωρίς συνειδητή πρόθεση ἤ χωρίς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε- ὁμόκεντρους κύκλους ἐπιρροῆς, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ἐπηρεάζουν ἄλλους ἀνθρώπους γιά πολλά χρόνια, ἀκόμα καί γιά πολλές γενιές. Ἡ ἐπίδραση δηλαδή πού ἔχουμε στούς ἄλλους ἀνθρώπους μεταβιβάζεται μέ τή σειρά της σέ ἄλλους, σάν τούς κυματισμούς μέσα σέ μιά λιμνούλα πού προεκτείνoνται ὁλοένα, ὥσπου παύουν νά εἶναι ὁρατοί … Οἱ ἀπόπειρες νά διατηρήσουμε τήν προσωπική μας ταυτότητα εἶναι πάντοτε μάταιες. Ἡ παροδικότητα εἶναι αἰώνια. Οἱ κυματισμοί, μέ τήν ἔννοια πού χρησιμοποιῶ τή λέξη, ἀφοροῦν ἀντίθετα στό ν’ ἀφήσουμε πίσω μας κάτι ἀπ’ τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μας. Κάποιο χαρακτηριστικό. Ἕνα κομμάτι σοφίας, καθοδήγησης, κάποια ἀρετή, μιά ἀνακούφιση πού μεταδίδεται στούς ἄλλους, γνωστούς μας ἤ ἄγνωστους».


Τό πρόσωπο δέν χάνεται


Τό πέρασμά μας ἀπό αὐτή τή ζωή ἀφήνει τό στίγμα μας∙ σέ ἐπίπεδο γενετικό μέσα ἀπό τούς ἀπογόνους μας, σέ ἐπίπεδο ἠθικό μέσα ἀπό τίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους καί σέ ἐπίπεδο πνευματικό μέσα ἀπό τή συμβολή μας στόν πολιτισμό καί τήν ἐπιστήμη.


Ὁ τρόπος πού ζήσαμε ἀποτελεῖ ἕνα σημάδι γιά τούς ἀνθρώπους πού μᾶς γνώρισαν∙ ἕνα σημάδι ἀγάπης καί ἀνθρωπιᾶς ἤ ἕνα σημάδι ἀδιαφορίας καί μίσους.


Κατά τήν ἐκκλησιαστική ἀνθρωπολογία, κάθε ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ἐπειδή εἶναι δημιουργημένη κατ’ εἰκόνα τῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐμπεριέχει τό σύνολο τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὡς προσωπικό ἐγώ, εἶναι μιά μοναδική ὄψη τοῦ ὅλου, ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας. Ὡς ἐκ τούτου, στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει ἀπολύτως προσωπική ἁμαρτία ἤ ἀπολύτως προσωπική ἀρετή. Ἡ ἁμαρτία ἤ ἡ ἁγιότητα τοῦ καθενός ἁπλώνεται ὡς «κυματισμός», ἔχει ἀντίκτυπο σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, λόγῳ τῆς ὀντολογικῆς κοινότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης: «Δέν εἶναι μόνον τό ἁμάρτημα τοῦ Προπάτορος Ἀδάμ, τό ὁποῖον εἶχεν ἀποτελέσματα κοσμικῆς σημασίας, ἀλλά πᾶν ἁμάρτημα, φανερόν ἤ ἀφανές, ἑκάστου ἐξ ἡμῶν, ἐπηρεάζει τήν κατάστασιν παντός τοῦ κόσμου».


Πέραν τούτων, τό νέο, τό «εὐαγγέλιο» γιά τήν Ἐκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό γεγονός ὅτι διασώζεται ἡ μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, «ἡ ὑποστατική του ἀρχή», προσδοκώντας τήν διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματος ἐπανασυγκρότηση τῆς ὁλότητας, πού περιλαμβάνει τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ὅπως σημειώνει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὑποστατικόν πνεῦμα ἀνήκει εἰς τήν αἰώνιον ὀντολογίαν… Τό πᾶν ἔγκειται εἰς αὐτό τό Ἐγώ («Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν»). Καί ἡμεῖς ἔχομεν τήν ἐπαγγελίαν τῆς ὑποστατικῆς αἰωνιότητος: «Ἐγώ ζῶ καί ὑμεῖς ζήσεσθε» (ὡς πρόσωπα: Πέτρος, Ἰωάννης, Ἀνδρέας), εἶπεν ὁ Κύριος (Ἰωάν. ιδ’, 19). Μετά τήν ἔξοδον ἡμῶν ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης, τό ὑποστατικόν ἡμῶν πνεῦμα θά διαφυλαχθῇ ἀκριβῶς ὡς τοιοῦτον».


Ἡ μετά θάνατον ζωή συνδέεται μέ τήν πίστη στή Ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ πίστη στό Χριστό εἶναι πίστη στήν Ἀνάσταση καί ὄχι σέ κάποια «πρόοδο χωρίς Χριστό στό μύλο τοῦ θανάτου». Στή δεύτερη περίπτωση, ὅπως σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ἀκόλουθον ἦν κενωθέντας τούς ἀνθρώπους τῆς περί Θεοῦ ἐννοίας… κενωθῆναι καί τοῦ εἶναι ἀεί».


Ἡ πίστη τῆς Ἐκλησίας εἶναι ὅτι ἡ ἀγαπητική ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σώζει ἀπό τό θάνατο. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος ὀντολογικῆς ὑπέρβασης τῆς παροδικότητας, τῆς κτιστόστητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης. 
Στοχασμοί μεγάλων διανοητῶν 


Ὁ Yalom ἀφιερώνει ὁλόκληρο κεφάλαιο στήν παράθεση ἀποφθεγμάτων μεγάλων διανοητῶν πού ἀξιοποιεῖ στήν ψυχοθεραπεία, προκειμένου νά βοηθήσει τούς ἀσθενεῖς του στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἄγχους τοῦ θανάτου ἀλλά καί στήν ἀποτροπή ἀπό τήν ἀνάλωση σέ ἀσήμαντες ἀνησυχίες.


Τά ἀποφθέγματα πού παραθέτει εἶναι:


_«Ὅλα ξεθωριάζουν: οἱ ἐπιλογές ἀποκλείουν» (J. Gardner). Κάθε θετική ἐπιλογή ἐνέχει τόν ἀποκλεισμό κάποιων ἄλλων, πράγμα πού παραπέμπει στά ὅρια, τή συρρίκνωση καί τήν ἀπώλεια ὡς χαρακτηριστικά τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. 


«Ὅταν εἴμαστε κουρασμένοι, μᾶς ἐπιτίθενται ἰδέες, τίς ὁποῖες εἴχαμε πρίν ἀπό πολύ καιρό κατατροπώσει» (F. Nietzsche). 


«Νά ξαναζεῖς μιά πανομοιότυπη ζωή πάλι καί πάλι στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων… Ἀγάπα τό πεπρωμένο σου» (F. Nietzsche), διατυπώσεις πού ἀφυπνίζουν τή συνειδητοποίηση τῆς προσωπικῆς εὐθύνης γιά τήν ποιότητα τῆς ζωῆς μας. 


«Γίνε αὐτός πού εἶσαι» (F. Nietzsche). 


«Ὅ,τι δέν μέ σκοτώνει μέ κάνει πιό δυνατό» (F. Nietzsche). 


«Ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἀρνοῦνται τό δάνειο τῆς ζωῆς, γιά ν’ ἀποφύγουν τό χρέος τοῦ θανάτου» (Otto Rank). Ἄρνηση τῆς διακινδύνευσης πού ἐνέχει ἡ αὐτονόμηση καί ἡ ὡριμότητα μέ πισωγύρισμα στή συγχώνευση (τό συσχηματισμό) μέ τούς πολλούς. 


«Αὐτό πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος» (ἡ καλή συνείδηση). «Αὐτό πού κατέχει ὁ ἄνθρωπος» (τά ὑλικά ἀγαθά). «Αὐτό πού ἀντιπροσωπεύει ὁ ἄνθρωπος στά μάτια τῶν ἄλλων» (ἡ φήμη). Πρόκειται γιά τίτλους τριῶν δοκιμίων τοῦ Schopenhauer, πού ὑπαινίσσονται τή σημασία τῆς αὐθεντικότητας τοῦ ἀνθρώπου.


Ὁ Yalom ἐλλείψει ἀποδείξεων, ὅπως σημειώνει, ἀρνεῖται τούς «θρησκευτικούς μύθους» καί τήν ὅποια ἀνακούφιση εἶναι δυνατόν νά τοῦ προσφέρουν. Ταυτόχρονα, ὡς ἐπαγγελματίας θεραπευτής ποτέ δέν ὑπονομεύει τό σύστημα πεποιθήσεων τοῦ ἀσθενοῦς. Ἀντίθετα, τό σέβεται ἀπολύτως καί ἀναζητᾶ καί τρόπους ἐνίσχυσής του. Ἡ πίστη ἐκτιμᾶται ὡς μέθοδος διασκεδαστική τοῦ φόβου καί τοῦ ἄγχους τοῦ θανάτου γιά κάποιους ἀνθρώπους. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού στή θεραπευτική του πρακτική, ὅταν κρίνεται ἀπαραίτητο, προσπαθεί νά ἀναδείξει τήν ὑγιή θρησκευτικότητα τῶν ἀσθενῶν του.


Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ


Εἶναι ἀλήθεια αὐτό πού ἐπισημαίνει ὁ Yalom, τό γεγονός δηλαδή ὅτι ἡ πίστη, ὡς «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων», στερεῖται λογικῶν ἀποδείξεων. Ὑπάρχουν ζητήματα στό χῶρο τῆς πίστης γιά τά ὁποῖα δέν ἔχουμε ξεκάθαρες ἀπαντήσεις. Ἄν ὑπῆρχαν λογικές ἀποδείξεις ἡ πίστη θά ἦταν περιττή. Καί γιά τόν πιστό «ἡ ἀληθινή πίστη εἶναι ἕνας συνεχής διάλογος μέ τήν ἀμφιβολία».


Στήν περίπτωση τῆς πίστης στό Χριστό ἕνα πράγμα εἶναι ξεκάθαρο. Τό μεῖζον δέν εἶναι νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους νά συμφιλιωθοῦν μέ τό θάνατο, ἀλλά νά τούς ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια γιά τή ζωή καί τό θάνατο. Τά λόγια τῆς Γραφῆς δέν εἶναι ἁπλά λόγια παρηγορίας καί διασκέδασης τοῦ φόβου τοῦ θανάτου ἀλλά κυρίως «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου», ὅπως φαίνεται ἀπό τούς εὐαγγελικούς στίχους:


-«οὐκ ἔστιν ὁ Θεός Θεός νεκρῶν, ἀλλά ζώντων»
 (Ματθ. 22:32).


-«ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἔχει ζωήν αἰώνιον. Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (Ἰω. 6:47).


-«ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 6:56 καί 57-59). Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι, ὅπως γράφει ὁ Θεοφόρος Ἰγνάτιος, «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μή ἀποθανεῖν, ἀλλά ζῆν ἐν Θεῷ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθαρτήριον ἀλεξίκακον».


-«ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται∙ καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. 11:26). 
Ἀνθρώπινοι σύνδεσμοι 


Ὁ Yalom πιστεύει ὅτι ἡ συνέργεια μεταξύ ἰδεῶν καί στενοῦ συνδέσμου μέ ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι αὐτή πού ἐπιφέρει τό μεγαλύτερο ἀποτέλεσμα στή μείωση τοῦ ἄγχους τοῦ θανάτου. Οἱ ἰδέες ἀντλοῦν τή ζωτική τους δύναμη ἀπό τίς στενές σχέσεις μέ τούς ἄλλους.


Ἡ μοναξιά, μία ἀπό τίς ἔσχατες ἔγνοιες τῆς ὕπαρξης, διακρίνεται: Πρῶτον, σέ διαπροσωπική. Ὁ πόνος ἀπό τήν ἀπουσία στενῶν, ὑποστηρικτικῶν καί σταθερῶν σχέσεων μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ ἀνθρώπινος σύνδεσμος καταπολεμᾶ τή διαπροσωπική μοναξιά. Οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις γενικότερα ἀναπτύσσονται μέσα ἀπό τήν ἐνσυναίσθηση, τήν παρουσία καί τήν αὐτοαποκάλυψη.


Ὁ ἴδιος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ θρησκεία δίνει τή δυνατότητα γιά ἰσχυρούς συνδέσμους, μέσα ἀπό τήν πίστη στό Θεό καί τίς σχέσεις πού ἀναπτύσσονται στά πλαίσια τῆς κοινότητας.


Καί δεύτερον, σέ ὑπαρξιακή μοναξιά, πού προκύπτει ἀπό τό ἀγεφύρωτο χάσμα ἀνάμεσα στό ἄτομο καί στούς ἄλλους, στόν μοναδικό τρόπο πού ὁ καθένας βιώνει τή ζωή καί τό γεγονός ὅτι ὅλα αὐτά θά σβήσουν γιά πάντα μέ τό θάνατο.


Ὁ θάνατος παραμένει ἡ πιό μοναχική ἀνθρώπινη ἐμπειρία, ἡ δέ μοναξιά αὐξάνει τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου. Ἔτσι γίνεται κατανοητό, γιατί τό σημαντικότερο ἀπ’ ὅλα στήν περίπτωση τῶν βαρέως πασχόντων καί τῶν μελλοθανάτων εἶναι ὁ ἀνθρώπινος σύνδεσμος, πράγμα πού γνωρίζει ὁ Yalom πολύ καλά ἀπό τή θεραπευτική του ἐμπειρία μέ ἀσθενεῖς τελικοῦ σταδίου.


Ὁ ρόλος τῆς ἀγάπης


Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή καλλιεργεῖ τή δημιουργία στενῶν διαπροσωπικών σχέσεων στά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν σημαντική παραμυθία κατά τίς ὧρες τῆς ὀδύνης. Ὁ πιστός μιμούμενος τό Χριστό ἀγαπᾶ, συμπάσχει καί προσεύχεται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι «ὁ ἀδελφός ἡμῶν εἶναι ἡ ζωή ἡμῶν».


Συγχρόνως, ἡ πίστη προσφέρει τή δυνατότητα κοινωνίας μέ μιά πηγή δύναμης ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα. μ’ ἕνα Πρόσωπο, τό Ὁποῖο νοηματοδοτεῖ τή ζωή καί τό θάνατό μας. Ὁ Χριστός, γιά τή δική μας σωτηρία, βίωσε στή Γεσθημανῆ τήν ἀγωνία καί τήν ἐγκατάλειψη τήν ὁποία βιώνει κάθε ἄνθρωπος πού ζεῖ τό δικό του δράμα, τό δικό του πάθος. Τή λύπη καί τήν ἀγωνία Του τήν ἀποκαλύπτει σέ τρεῖς ἀπό τούς μαθητές Του, τόν Πέτρο καί τούς υἱούς Ζεβεδαίου: «καί παραλαβών τόν Πέτρον καί τούς δύο υἱούς Ζεβεδαίου ἤρξατο λυπεῖσθαι καί ἀδημονεῖν∙ τότε λέγει αὐτοῖς περίλυπός ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τό θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιά τόν πιστό εἶναι τό πιό οἰκεῖο πρόσωπο τίς ὧρες τῆς δοκιμασίας καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου.


Ὅλοι κάποιες φορές ἔχουμε ἀναρωτηθεῖ: Γιατί ὁ Θεός τῆς ἀγάπης ἐπιτρέπει τόν πόνο, τόν ἀβάστακτο πόνο; Στό ἐρώτημα αὐτό δέν ὑπάρχει ἀπάντηση εἰ μή μόνο μέσα ἀπό τό Σταυρό. Ὅπως γράφει ὁ Κάλλιστος Ware: «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὑπέφερε «ἕως θανάτου», ὄχι γιά ν’ ἀπαλλαγοῦμ’ ἐμεῖς ἀπ’ τήν ὀδύνη, ἀλλά γιά νἆναι ἡ ὀδύνη μας σάν τή δική του. Ὁ Χριστός δέν μᾶς προσέφερε ἕνα δρόμο πού παρακάμπτει τήν ὀδύνη, ἀλλά ἕνα δρόμο μέσα ἀπ’ αὐτήν∙ ὄχι ὑποκατάσταση ἀλλά λυτρωτική συμπόρευση». 


Ἀποφυγή τῆς ἀβίωτης ζωῆς 


Ὁ Yalom καί ἡ κοσμική φιλοσοφία γενικότερα ἀπολυτοποιεῖ τήν ἐδῶ ζωή, ἀποδεχόμενη τό θάνατο ὡς κάτι φυσικό. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ μόνος κόσμος πού γνωρίζουμε εἶναι τοῦτος ἐδῶ ὁ κόσμος, ἡ μόνη ζωή πού ἔχουμε εἶναι τούτη ἐδῶ ἡ ζωή, θά πρέπει νά τή νοηματοδοτήσουμε καί νά χαροῦμε ὅσο γίνεται περισσότερο τήν κάθε μέρα, τήν κάθε στιγμή.


Πολλοί φιλόσοφοι ἔχουν ἀναφερθεῖ στήν ἀλληλεξάρτηση ζωῆς καί θανάτου. Ὅπως τό διατυπώνει ὁ Yalom: «τό νά μάθεις νά ζεῖς καλά σημαίνει νά μάθεις νά πεθαίνεις καλά καί, ἀντίστροφα, τό νά μάθεις νά πεθαίνεις καλά σημαίνει νά μάθεις νά ζεῖς καλά».


Τό ἄγχος τοῦ θανάτου πολλῶν ἀνθρώπων κινητοποιεῖται ἀπό τήν πικρία, ἐπειδή δέν ἔκαναν πράξη τό δυναμικό τους, δέν πέτυχαν τήν αὐτοπραγμάτωση. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι προϊόν τῆς ἀβίωτης ζωῆς. Ὅσο λιγότερο ἔχω ζήσει τή ζωή μου, τόσο μεγαλύτερο τό ἄγχος τοῦ θανάτου. Τό αἴσθημα ὅτι ἔχω ζήσει τή ζωή μου, κάνοντας πράξη τό δυναμικό μου, ἀποτελεῖ γιά τόν Yalom ἕνα «ἀντιτείχισμα» στήν παροδικότητα καί τό θάνατο.


Κατά τήν Kübler- Ross ἐπίσης ἡ πιό ἐπώδυνη θλίψη εἶναι ἡ θλίψη γιά τήν ἀγάπη πού ποτέ δέ ζήσαμε.


«Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. 10: 10)


Ὁ θάνατος δέν ἀφορᾶ μόνο σέ κάτι πού θά συμβεῖ στό τέρμα τῆς ζωῆς. Πέρα ἀπό τούς ἀποχωρισμούς σέ βιολογικό καί ψυχολογικό ἐπίπεδο κατά τά στάδια τῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχουν γεύση «θανάτου» (γέννηση, ἀπογαλακτισμός, εἴσοδος στό σχολεῖο, ματαιώσεις στή ζωή κ.λπ.), ὑπάρχει καί ὁ πνευματικός θάνατος, ὁ θάνατος ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας.


Ἡ ἁμαρτία γιά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι θάνατος, καί αὐτός πού εἶναι προσκολλημένος στό κακό καί τά πάθη λογίζεται ὡς νεκρός. Αὐτή ἡ ἀντίληψη τῆς ἁμαρτίας ὡς θανάτου εἶναι δυνατή μόνον σέ ὅσους ἀντιλαμβάνονται τό Χριστό ὡς Ζωή: «ὁ δέ Θεός πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει, διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ὄντας ἡμᾶς νεκρούς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ».


Ὁ Χριστός μᾶς σώζει κατ’ ἀρχήν ἀπό τόν πνευματικό θάνατο. Ἡ «αἰώνια ζωή», ὁ «παράδεισος», ἡ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» γιά τό χριστιανό δέν εἶναι κάτι τό ἀφηρημένο ἤ καθ’ ἑαυτό ὑπάρχον, ἀλλά ὁ Ἴδιος ὁ Θεός: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἐφ’ ὅσον ἡ ζωή εἶναι ὁ Χριστός, ὁ θάνατος εἶναι ζωή χωρίς τό Χριστό: «Ἰησοῦς γάρ ἐστιν ἡ ζωή τῶν πιστῶν… θάνατος γάρ ἐστιν ἡ ἄνευ Χριστοῦ ζωή».


Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου δέ θά γίνει μόνο μέ τή διάσωση τοῦ προσώπου, τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀλλά πραγματώνεται σέ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο κάθε φορά πού ὁ πιστός προκρίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, προκρίνει τή ζωή καί ὄχι τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Χριστός προσεύχεται στόν Πατέρα: «οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ…». Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ὑποτάσσουμε τή ζωή μας σ’ ἕνα διαρκή θάνατο μέχρι τόν τερματισμό της.


Τό γεγονός ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι στραμμένη πρός τά ἔσχατα δέ σημαίνει παραθεώρηση τῆς ἐδῶ ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Αὐτός ἐδῶ ὁ κόσμος ἄν καί πεπτωκώς εἶναι ὁ κόσμος τοῦ Δημιουργοῦ, τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά διαφυλάσσει μέ τίς συνετές δραστηριότητές του καί τήν ἐργασία του. Ὅπως σημειώνει ὁ Σμέμαν: «Ὁ χριστιανισμός κηρύττει ὅτι ὁ Χριστός πέθανε «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς», κι ὄχι ὑπέρ τῆς «αἰώνιας ἀνάπαυσης» ἀπό τό βάρος τοῦ κόσμου».


Σέ προσωπικό ἐπίπεδο, στή ζωή αὐτή μέ τή συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καλούμαστε νά ζήσουμε μέ τήν πληρότητα τῶν δυνατοτήτων μας, νά φτάσουμε στήν ἀκρότητα τῶν δικῶν μας προσπαθειῶν, στήν ἀκρότητα τῶν ἀρετῶν. Νά βιώσουμε τή μετάνοια πού μετασχηματίζει τή ζωή μας: «…ὁ Θεός τήν μετάνοιαν ἔδωκεν εἰς ζωήν», ἔτσι ὥστε «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». 


Ἡ συνάντηση μέ τό θάνατο ἰσχυρή «ὁριακή ἐμπειρία» 


Ὁ ὑπαρξισμός τόν εἰκοστό αἰώνα ἔχει ἀναγνωρίσει τό θάνατο ὡς συστατικό μέρος τῆς ζωῆς. Συνεπῶς, μόνο ἐνσωματώνοντας ὁ ἄνθρωπος τό θάνατο στόν ἑαυτό του μπορεῖ νά προκύψει μιά αὐθεντική καί ἀληθινή ὕπαρξη. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, τό τίμημα τῆς ἄρνησης τοῦ θανάτου εἶναι τό ἀπροσδιόριστο ἄγχος καί ὁ φόβος.


Ἡ ὑπαρξιακὴ ψυχολογία μέ τή φιλοσοφία της ἀνέδειξε ὅτι ἡ ἐπίγνωση τοῦ θανάτου μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς μιά ἀφυπνιστική ἐμπειρία, ἕνας ὠφέλιμος καταλύτης γιά ἀλλαγές ζωῆς. Ὁ Yalom ὑποδηλώνει τό πλεονέκτημα πού προσφέρει ἡ ἐπίγνωση τοῦ θανάτου μέ τά λόγια: «Παρ’ ὅλο πού ἡ σωματική διάσταση τοῦ θανάτου μᾶς καταστρέφει, ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου μπορεῖ νά μᾶς σώσει». Εἶναι ἀποκαλυπτική ἡ δήλωση γυναίκας μέ καρκίνο, τήν ὁποία παραθέτει στό βιβλίο του: «Κρίμα πού χρειάστηκε νά περιμένω ὥς τώρα, πού τό σῶμα μου εἶναι γεμάτο καρκίνο, γιά νά μάθω νά ζῶ!».


Συνήθως χρειάζεται μιά ἀφυπνιστική ἐμπειρία, γιά νά ξυπνήσει ἕναν ἄνθρωπο καί νά τόν τινάξει ἀπό τή ρουτίνα τῆς καθημερινότητας στόν «ὀντολογικό τρόπο» ζωῆς, ὅπου ἡ ἔμφαση εἶναι στό θαῦμα τῆς ὕπαρξης αὐτῆς καθ’ἑαυτήν, καί μιά τέτοια ἐμπειρία ἐκτός τῶν ἄλλων εἶναι ἡ συνάντηση μέ τό θάνατο.


Ἡ ἀντιπαράθεση μέ τό θάνατο γεννάει ἄγχος, ἔχει, ὅμως, καί τή δυνατότητα νά ἐμπλουτίσει σέ μεγάλο βαθμό τή ζωή, ὠθώντας μας νά ζήσουμε τήν κάθε στιγμή μέ ἔνταση καί ποιότητα, ὡσάν νά ἐπρόκειτο γιά τήν τελευταία τῆς ζωῆς μας. Γιά τό λόγο αὐτό, στό πλαίσιο τῆς ὑπαρξιακῆς ψυχοθεραπείας, ὁ θάνατος ἀξιοποιεῖται ὡς κίνητρο γιά οὐσιαστικές ἀναπροσαρμογές στίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς. Ἡ βασική θέση εἶναι πώς ἐνῶ ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνεξέλεγκτο γεγονός στή ζωή του, δέ συμβαίνει τό ἴδιο μέ τό θάνατο. Ὁ τρόπος πού θά φύγει ἀπό τή ζωή ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό νόημα πού δίδει στή ζωή καί τό θάνατο.


«Μνήμη τοῦ θανάτου»


Στήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά τή μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται τόσο σέ μιά λογική ἐπίγνωση τοῦ θανάτου, ὅσο καί σέ μιά μυστική, χαρισματική κατάσταση.


Γιά τή λογική μνήμη τοῦ ἀναπόφευκτου τοῦ θανάτου μίλησαν πολλοί στό χῶρο τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης, ὅπως συνέβη καί στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας. Ἐδῶ ὁ θάνατος στήν τραγικότητά του ἀξιολογεῖται ὡς κίνητρο προσωπικῆς ἀνάπτυξης, ἐπανιεράρχησης τῶν προτεραιοτήτων στή ζωή, ὡς «ὁριακή ἐμπειρία». Στήν περίπτωση τῶν πιστῶν ἡ λογική μνήμη τοῦ θανάτου ὁδηγεῖ σέ πνευματική ἐγρήγορση, σέ μιά πιό ἐνεργητική πάλη μέ τά πάθη καί τήν ἁμαρτία: «οὐδείς μνήμην θανάτου ἐγνωκώς, δυνήσεται ἁμαρτῆσαί ποτε». Ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας: «χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά…» εἶναι μιά ἄσκηση τῶν πιστῶν στή μνήμη τοῦ θανάτου.


Οἱ δύο καταστάσεις, ἄν καί συνδέονται μεταξύ τους, ἐντούτοις ἡ χαρισματική μνήμη τοῦ θανάτου δέν ταυτίζεται μέ τή διανοητική ἐπίγνωση καί τήν ἐξοικείωση μέ τό θάνατο. Στήν περίπτωση τῆς χαρισματικῆς κατάστασης, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι «δωρούμενη» ἄνωθεν, «δῶρον Θεοῦ». Πρόκειται γιά ἕνα ὀντολογικό βίωμα, κατά τό ὁποῖο ὁ μοναχός (και ὁ πιστός γενικότερα) κατανοεῖ βαθύτερα τό νόημα καί τήν ἀλήθεια τῶν ὄντων, πέρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια καί κυρίως τήν ἐμπαθή προσκόλληση («προσπάθεια») σέ αὐτά.


Ἡ χαρισματική μνήμη τοῦ θανάτου ἐκτιμᾶται ὡς οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού ὑποκινεῖ σέ μετάνοια. Οἱ νηπτικοί ἐκτιμοῦν τή μνήμη τοῦ θανάτου ὡς «περιεκτική» πολλῶν ἀρετῶν ἤ πηγή ὅλων τῶν ἀρετῶν. Συχνά συνδέεται μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ ἤ τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν προσμονή τῶν ἐσχάτων. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δέ σημαίνει μιζέρια καί «κατάθλιψη», ὅπως θεωρεῖ ὁ κόσμος. Ἀντίθετα, ἐντείνει τή συγχώρηση, κυρίως τῶν ἐχθρῶν, καί τήν ἀγάπη, τόν ἀγαπητικό «σύνδεσμο» μέ ὅλους καί ὅλα.


Ὅπως γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἀνακεφαλαιώνοντας τήν ἀσκητική παράδοση: «Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἰδιαιτέρα κατάστασις τοῦ πνεύματος ἡμῶν, ἐντελῶς διάφορος τῆς φυσικῆς γνώσεως ὅτι ἡμέραν τινά θά ἀποθάνωμεν. Ἡ θαυμαστή αὕτη μνήμη ἐξάγει τό πνεῦμα ἡμῶν ἐκ τῆς γηΐνης ἕλξεως. Ὡς δύναμις Ἄνωθεν καταβαίνουσα θέτει καί ἡμᾶς ὑπεράνω τῶν γηΐνων παθῶν, ἐλευθεροῖ ἡμᾶς ἀπό τῆς ἐξουσίας τῶν προσκαίρων ἐπιθυμιῶν καί προσκολλήσεων καί οὕτω, κατά τρόπον φυσικόν, ἐγκαινίζει ἐν ἡμῖν τήν ἁγίαν ζωήν. Καίτοι ὑπό ἀρνητικήν μορφήν, ἐν τούτοις συνάπτει ἡμᾶς ἀρρήκτως πρός τόν Αἰώνιον».



Βιβλιογραφία

Rollo May, Ὑπαρξιακή ψυχολογία (Μτφρ. Τ. Μαστοράκη), Ἐπίκουρος, Ἀθήνα 1980, 13.
I. Yalom, Στόν κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου. Ἀφήνοντας πίσω τόν τρόμο τοῦ θανάτου (Μτφρ. Εὐ. Ἀνδριτσάνου-Γ. Ζέρβας), Ἄγρα, Ἀθήνα 2008, 210.
I.Yalom, ὅ.π., 210-211. Βλ καί Τοῦ Ἰδίου, Θρησκεία καί ψυχιατρική (Μτφρ. Εὐ. Ἀνδριτσάνου-Γ. Ζέρβας), Ἄγρα, Ἀθήνα 2003, 17.
I. Yalom, Θρησκεία καί ψυχιατρική, 18.
Ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1970 ἀναπτύσσεται μεγάλο ἐνδιαφέρον σχετικά μέ τήν ἐπιστημονική προσέγγιση τοῦ θανάτου. Καρπός αὐτῆς τῆς ἐνασχόλησης εἶναι ἡ δημοσίευση πολλῶν μελετῶν σχετικῶν μέ τό θάνατο. Ἀνάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχουν τά κείμενα τῆς ψυχιάτρου E. Kübler – Ross. Βλ. καί π. Σεραφείμ Ρόουζ, Ἡ ψυχή μετά τό θάνατο. Οἱ μεταθανάτιες ἐμπειρίες στό φῶς τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας (Μτφρ. Π. Τσουροπλῆ), Ἀθήνα 2004.
Σοφ. Σειρ. μα΄ 1.
7 Ὁ πρωτότυπος τίτλος τοῦ βιβλίου εἶναι Staring at the Sun. Overcoming the terror of death. Γιά τήν ἑλληνική ἔκδοση ἐπελέγη μιά προηγούμενη ἐκδοχή τοῦ τίτλου.
Ὁ Ἐπίκουρος γεννήθηκε τό 341 π.Χ καί πέθανε τό 270. Ἡ φιλοσοφία του ἀπέβλεπε στήν ἀνακούφιση τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας καί τοῦ πόνου μέσα ἀπό τήν εὐχαρίστηση, τήν ἡδονή. Ὁ σκοπός τῆς ἡδονῆς εἶναι «νά μήν πονάει τό σῶμα καί νά μήν ταράσσεται ἡ ψυχή».
I. Yalom, Στόν κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου, 88- 92, 187.
Ἐπίκουρος, Κύριαι Δόξαι (Μτφρ. Π.Ε. Γιαννακόπουλος), ἐκδ. Ἐπίκουρος, Ἀθήνα 1988, 16-17.
Ἐπιστολή πρός Μενοικέα 125.
Νεκρώσιμος ἀκολουθία.
Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι (Μτφρ. Ἱερομονάχου Ζαχαρίου), Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1992, 155.
π. Νικολάου Σαχάρωφ, Ἀγαπῶ ἄρα ὑπάρχω. Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ Γέροντα Σωφρονίου (Μτφρ. Χ. Μακρόπουλος), Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2007 306-307.
Φιλ. 1:21.
Α’ Κορ. 15: 26. Βλ. καί Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος (Μτφρ. Β. Ἀργυριάδης), Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2004.
Β’ Κορ. 5: 5. «ὑπό τῆς ζωῆς γάρ τό θνητόν κατεπόθη» (Πεντηκοστάριον, Κυριακή Ἁγίων Πάντων, Κανόνας ᾠδή η’).
Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ρωμαίους, ΒΕΠΕΣ 2, 275.
Λουκ. 23:43.
I. Yalom, ὅ.π., 92- 93.
Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Γέρων Σιλουανός (Μτφρ. ἀπό τό Ρωσικό), Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη χ.χ. 32.
Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, 294, 318. Βλ. καί Θάνατος, Ἀνάσταση & Αἰώνια ζωή, Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία» Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2002, 134-140.
Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Χριστός. Ἡ χώρα τῶν ζώντων, Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2007, 82.
Μεγάλου Ἀθανασίου, Λόγος περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, ΒΕΠΕΣ 30, 78.
Γιά τό ρόλο τῆς ἀγάπης στήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου βλ. Ἀ. Μελισσάρη, Ἡ ἀγάπη: Ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Συμβολή στήν ψυχολογία τῆς Θρησκείας, Ἀθήνα 2002.
I. Yalom, Στόν κήπο τοῦ Ἐπίκουρου, 102- 124.
I. Yalom, ὅ.π., 195-205, 258, 259.
I.Yalom, Θρησκεία καί Ψυχιατρική, 40-41.
Ἑβρ. 11:1.
Κάλλιστου Ware, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία (Μτφρ. Ἰ. Ροηλίδης), Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1994, 74.
Ἰω. 6: 63, 69, 12:50.
Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους, ΒΕΠΕΣ 2, 292, 16-19.
I. Yalom, Στόν κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου, 129-132.
I. Yalom, Θρησκεία καί Ψυχιατρική, 36.
Ματθ. 26:37-38.
Κάλλιστου Ware, Ὁ Ὀρθόδοξος δρόμος (Μτφρ. Μ. Πάσχου), Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα 1984, 97.
I. Yalom, Θρησκεία καί Ψυχιατρική, 37.
Elisabeth Kübler- Ross, Ὁ θάνατος μιά ἀλλαγή ζωτικῆς σημασίας. Ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου στήν εὐτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς (Μτφρ. Γ. Καρράς), Ἔσοπτρον, Ἀθήνα 2001, 196.
«Ὥστε καί ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων διά πολλῶν θανάτων συμπληροῦσθαι πέφυκεν, οὐ μόνον ἐν τῇ κατά τάς μεθηλικιώσεις μεταβολῇ, ἀλλά καί ἐν τοῖς καθ’ ἁμαρτίαν πτώμασι τῶν ψυχῶν» (Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς Ψαλμόν 114, PG 29, 493B.
Ἐφεσ. 2:4-5.
Ἰω. 17:3-4.
Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ρωμαίους, ΒΕΠΕΣ 2, 305.
Ἰω. 17:15.
Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ὅ.π., 108.
Πράξ. 11:18.
Ρωμ. 6:4.
Ἡ «ὁριακή ἐμπειρία» περιγράφεται ὡς μιά κεραυνοβόλα μή ἀναστρέψιμη ἐμπειρία, πού μετακινεῖ τό ἄτομο ἀπό τή συνήθη καθημερινή στάση ζωῆς σέ μιά πιό αὐθεντική, μιά ἐκ νέου ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν στή ζωή. Ἀπ’ ὅλες τίς πιθανές ὁριακές ἐμπειρίες (συνταξιοδότηση, γηρατειά, ἀποπαίδωση, θάνατο γνωστῶν καί φίλων) ἡ ἀντιπαράθεση μέ τό θάνατο θεωρεῖται ἡ πιό δυνατή. Βλ. I. Yalom, Θρησκεία καί ψυχιατρική, 38-39.
I. Yalom, ὅ.π., 39.
Ι. Yalom, Στόν κῆπο τοῦ Ἐπίκουρου, 46.
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978, 138.
Φιλοκαλία Β’ 165, ρνε’, 257, στ’, 286, λη’.

Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, 25-26.

Pages