Ένας αληθινός φιλόσοφος, ένας οικογενειακός φίλος, ένας δάσκαλος που με έμαθε να σκέφτομαι ελεύθερα και να μη βάζω ποτέ όρια στην αναζήτηση της αλήθειας άφησε παρακαταθήκη το υλικό του απόσταγμα. Ο Νίκος.
Λες κι είχε προαίσθημα για το τελευταίο ταξίδι του, πριν από λίγες βδομάδες μου είχε φέρει στο γραφείο μου χειρόγραφα γραμμένες τις παρακάτω σκέψεις για το πρόβλημα του θανάτου, κάτι για το οποίο τον είχα παρακαλέσει αν θυμάμαι καλά από το 2007 και νόμιζα ότι το είχε ξεχάσει. Τις παραθέτω σήμερα σαν ελάχιστο φόρο τιμής σ’ αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο. Νομίζω ότι το εξαίρετο κείμενο είναι καλό να τυπωθεί και να μελετηθεί από όλους μας.
---------------------
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δύο είναι τα συγκλονιστικότερα και περισσότερο μυστηριώδη γεγονότα του ανθρώπινου βίου. Η γέννηση και ο θάνατος. Ο θάνατος όμως δημιουργεί στον άνθρωπο δυνατότερο συγκλονισμό και βαθύτατο προβληματισμό. Είναι μια έντονη σκιά, παρούσα σ’ όλη τη ζωή μας. Ωστόσο απασχολεί μόνο τον άνθρωπο. Οι άλλοι ζωντανοί οργανισμοί, ανάμεσα σ’ αυτούς και τα ζώα, περνούν τις μέρες τους, χωρίς καν να υποψιάζονται τον θάνατό τους. Ούτε διερωτώνται, γιατί υπάρχει ο κόσμος ή τι γίνεται όταν τα δημιουργήματα εξαφανίζονται από τη ζωή. Με τον άνθρωπο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτός χάρη στο λογικό του, που τον προίκισε μια άγνωστη σ’ αυτόν Δύναμη, είναι ο μόνος που έχει ζωηρή συνείδηση του φαινομένου της φθοράς του. Είναι το μόνο ον, που γνωρίζει τον θάνατό του. Και η γνώση αυτή είναι το ακριβό τίμημα, που τον φέρνει να υπερέχει των λοιπών ζωντανών υπάρξεων. Ο θάνατός του συνδέεται με την γνώση. Ο άνθρωπος πεθαίνει από τότε, που έμαθε πως πεθαίνει. Και η γνώση αυτή του προσωπικού εκμηδενισμού, τον συντρίβει ψυχικά. Ιλιγγιά πάνω στην άβυσσο του μηδενός. Ο φόβος του γίνεται μέγιστο δέος και τρόμος. Υφίσταται την μεγαλύτερη διάβρωση της ύπαρξής του, γιατί ο θάνατος είναι «ακολάκευτος δήμιος» (Ιερός Χρυσόστομος)
Όμως ο άνθρωπος με το λογικό του είναι το μόνο ον πάνω στη γη που έχει την ικανότητα να φιλοσοφεί γύρω από το φαινόμενο αυτό του θανάτου. Για τον άνθρωπο ο θάνατος γίνεται πλέον ατομικό, κατ’ εξοχήν προσωπικό, υπαρξιακό γεγονός, καθώς μάλιστα διαισθάνεται ότι αργά ή γρήγορα θα συναντηθεί οπωσδήποτε με τον θάνατο και το γεγονός αυτό καταντά το βαρύτερο και οδυνηρότατο φαινόμενο της ζωής του. Και είναι δύσκολο να συμβιβαστεί μ’ αυτόν, πασκίζει να τον απομακρύνει. Αυτόν τον εναγώνιο στόχο έχουν τα ιατρικά ερευνητικά κέντρα, τα ιατρεία, τα Νοσοκομεία, όπου ο άνθρωπος ζητά απεγνωσμένα ανακούφιση, ελπίδα και παράταση του χρόνου της ζωής.
Το φαινόμενο αυτό γέννησε την φιλοσοφία, την μεταφυσική, τις θρησκείες, την τέχνη, τα πάντα.
Είναι λοιπόν ενδιαφέρον, να περιδιαβάσουμε σκόρπια και πάρα πολύ περιληπτικά μερικές σκέψεις, που έκαμε ο άνθρωπος για το φαινόμενο αυτό. Τι ειπώθηκε γι αυτόν και ποιους δρόμους αναζήτησε για την αντιμετώπισή του. Διαπίστωσε ότι δυστυχώς ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να εισδύσει στο μέγα αυτό μυστήριο, να το συλλάβει και να το ερμηνεύσει. Όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, ο Θάνατος είναι γεγονός «φρικτόν και φόβου γέμον πολλού, της του Θεού Σοφίας μέγιστον σκοτεινόν μυστήριον απροσπέλαστον»
Ας περιδιαβάσουμε, με κάποια προσπάθεια αφήγησης, κατά ιστορική σειρά τις σκέψεις και τις απόψεις, που εξέφρασαν οι εξέχοντες διανοητές της ανθρωπότητας, για το μέγιστο αυτό θέμα.
Αρχίζοντας από τους Ορφικούς Μύθους, που τοποθετούνται στον 7ο και 8ο αιώνα, μαθαίνουμε ότι ο Ηρόδοτος ιστορεί, ότι μια θρακική φυλή υποδεχόταν τα νεογέννητα βρέφη με κλαυθμούς και οδυρμούς, ενώ συνόδευε τους νεκρούς στον τάφο με κραυγές και αλαλαγμούς χαράς, διότι επίστευαν, ότι λυτρώνονταν από την παρούσα ζωή. Ο διάσημος Έλληνας γιατρός, ο Φιλιστίων, αναφέρει ότι μια φυλή, οι Καυκασιανοί, «τους μεν γεννώμενους θρηνούσι τους δε τελευτώντας μακαρίζουσι». Ο Ορφικός Μύθος διδάσκει, ότι η ψυχή με την γέννησή της κατεβαίνει στον υλικό και αμαρτωλό κόσμο, ως ένας θείος ξένος. Εισέρχεται η ψυχή στο σώμα, το οποίο γίνεται το «σήμα», δηλαδή ο τάφος της. Η ψυχή όμως πρέπει να ελευθερωθεί από την φυλακή αυτή, ώστε να επιστρέψει και πάλι στην πνευματική της πατρίδα. Γι’ αυτό οι Ορφικοί έβαζαν στα χέρια των νεκρών χρυσές πλάκες, στις οποίες χάραζαν το σύνθημα ή το έμβλημα της πίστης τους. «…Αυτάρ εμοί γένος ουράνιον…» Δηλαδή «εγώ έρχομαι από τη γη, αλλά η δική μου καταγωγή είναι ουράνια…» Οι νεκροί θα έδειχναν τις πλάκες μόλις έφθαναν στις πύλες του άλλου κόσμου εν είδει διαβατηρίου. Από τους χρόνους εκείνους άρχισε να επικρατεί η πίστη, ότι εγίνετο μια ανακύκληση, με διαδοχικές γεννήσεις και θανάτους, μέχρις ότου η ψυχή εξαγνισθεί. Η άποψη αυτή εξετάζονταν από τον Πυθαγόρα και τον Ηράκλειτο, η οποία και σήμερα έχει πολλούς οπαδούς, όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση. Είναι η πίστη στην μετενσάρκωση.
Τους ίδιους παραπάνω χρόνους (τον 6ο αιώνα π.Χ.) ο ποιητής Ανακρέων είπε μελαγχολικά : «Η ζωή του ανθρώπου κυλά όπως ο τροχός. Όταν θα πεθάνουμε και θα λιώσουν πλέον τα κόκκαλά μας δεν θα είμαστε παρά “…ολίγη κόνις…”. Ολίγη σκόνη. Ο δε Διγενής ένα αιώνα μετά (τον 5οαιώνα π.Χ.) ανεφώνησε “…Ω θνητόν και ταλαίπωρον γένος, δεν μοιάζεις με τίποτε άλλο παρά με σκιά!”
Η Ολυμπιακή θρησκεία, αντίθετα με τον Ορφισμό, πίστευε ότι ο θάνατος είναι κάτι το αποκρουστικό, φοβερό και φρικτό. Ο Όμηρος λέγει ότι τον φυσικό θάνατο τον στέλνει η Μοίρα (μόρος, μοίρα, θάνατος και όλεθρος), σύμφωνα με τους γενικούς όρους της φύσεως. Για τον Έλληνα των Ομηρικών χρόνων μόνον η παρούσα ζωή έχει αξία. Στη μυθολογία του Ομήρου, ο θάνατος θεωρείται δίδυμος αδελφός του ολύμπιου και αδιατάρακτου ύπνου. Στον περίφημο κρατήρα του Εφρονίου εικονίζεται ο θάνατος, που με τη βοήθεια του ύπνου μεταφέρει το σώμα του ήρωα Σαρπηδώνα μακριά από τα τείχη της Τροίας, στην Λυκία, για να ταφεί από τους οικείους του, ήρεμα, απαλά με σεβασμό και ευλάβεια για το σώμα. Στους Ομηρικούς χρόνους, η αντίληψη ήταν ότι το σώμα του ανθρώπου ήταν το «εγώ» του, το οποίο πεθαίνει, ενώ η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και πηγαίνει στον Άδη, όπου κινείται φευγαλέα, σαν σκιά.
Αλλά και οι ιδέες για τον θάνατο των άλλων λαών, την εποχή εκείνη ήταν όμοιες, με μικρές διαφοροποιήσεις και παραλλαγές. Οι Βαβυλώνιοι π.χ. πίστευαν, ότι ο νεκρός ήταν αναγκασμένος να μένει ακίνητος στο πυκνό σκοτάδι και δεν γινόταν διάκριση μεταξύ δικαίων και αδίκων. Ήταν δε οι Βαβυλώνιοι διαποτισμένοι από απαισιοδοξία και γενικά δεν περιποιούνταν τους τάφους τους. Οι Αιγύπτιοι πάλι πίστευαν στην Αθανασία των Ψυχών. Δεν εδέχοντο όμως ότι οι ψυχές έρχονται πάλι στον κόσμο. Επίστευαν ότι η ψυχή ακολουθεί το σώμα.
Οι Αρχαίοι Έλληνες των κλασικών ιδίως χρόνων διακατέχονταν από τον πόθο να κατανικήσουν τον θάνατο και έδιδαν μεγάλη αξία στην παρούσα ζωή. Αυτό φανερώνεται από τα πάμπολα επιγράμματα που φέρουν οι διασωθέντες τάφοι τους. Γενικά στα επιγράμματα οι Μυκηναίοι ιδίως και οι λοιποί Έλληνες των μετέπειτα χρόνων, προβάλλουν κυρίως τον αγαθό και σώφρονα άνθρωπο. Στις επιγραφές των πρώτων αιώνων σπάνια εκφράζεται οξύς θρήνος, για την απώλεια των αγαπημένων προσώπων. Συνήθως επικρατεί η ήρεμη αντιμετώπιση του θανάτου, πράγμα που εξηγείται από την όλη στάση του Έλληνα των χρόνων εκείνων έναντι του θανάτου. Μέχρι τα χρόνια του Πλάτωνα δεν γίνεται λόγος περί της μετά θάνατον ζωής, ούτε επικρατούσαν μεταφυσικές σκέψεις, περί της αμοιβής του αγαθού και τιμωρίας του κακού βίου, μετά θάνατον.
Οι αντιλήψεις των Ελλήνων Τραγικών για το μυστήριο του θανάτου παρουσιάζουν κάποια πρόοδο σε σχέση με τις Μυκηναϊκές και Ομηρικές αντιλήψεις, αλλά εξακολουθούν να μένουν ατελείς. Ο Αισχύλος, ο τραγικός, με το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, τονίζει ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και δεν αγαπά τα δώρα (“…ου δώρα ερά…”) και επομένως δεν είναι δυνατόν να εξαγοραστεί με τίποτα. Ο Αισχύλος δεν δέχεται την ανάσταση, παρά μόνο την επιβεβαίωση των ψυχών. Στις Ευμενίδες παρουσιάζει τον Απόλλωνα να λέει: “…Όταν ο άνθρωπος αποθάνει δεν υπάρχει καμία ανάσταση…”. Ο Ευριπίδης εκφράζει αισθήματα λύπης, εντονότερα από τους άλλους τραγικούς. Στην “Εκάβη” διδάσκει ότι οι νεκροί ζουν μετά από τον θάνατο και αναγνωρίζουν στον Αδη ο ένας τον άλλον. Ο Σοφοκλής, ο μέγας στοχαστής, κηρύσσει με το στόμα της Αντιγόνης, ότι λυπάται μεν διότι στερείται και μάλιστα σε τόσο τρυφερή ηλικία τα αγαθά της παρούσας ζωής, πηγαίνει όμως ευχαρίστως στον Άδη, διότι εκεί θα συναντηθεί με τους προσφιλείς της, πατέρα, μητέρα και τον αδελφό της. Στον “Αίαντα” πάλι, αφού χαιρέτισε τον Ήλιο και τελείωσε να θρηνολογεί, καλεί τον θάνατο να έλθει με τα λόγια: “Ω θάνατε, θάνατε, έλα τώρα κοντά μου, αν και θέλω καιρό, στον Άδη κάτω όντας, μαζί σου και εκεί να σε χαιρετίσω…”
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι γενικά, πριν φτάσουμε στις ιδέες του Πλάτωνα οι Έλληνες είχαν οδυνηρή θλίψη αντικρίζοντας τον θάνατο. Κατά τους Έλληνες, το πλέον θλιβερό γεγονός για τον άνθρωπο είναι να εγκαταλείψει τον κόσμο αυτόν, τον γεμάτο φως, τερπνότητα, κάλλος και συμμετρία, για να κατέβει στον σκοτεινό Άδη και να υποταγεί στην αδυσώπητη μοίρα του, έστω κι αν θα συναντήσει τους αγαπημένους του στα Ηλύσια Πεδία. Ο Έλληνας των χρόνων εκείνων άρχισε να σκέπτεται, ότι εφόσον υπάρχει ο θάνατος, ήταν προτιμότερο να μην έχει γεννηθεί. Η σκέψη αυτή δε σημαίνει βέβαια ότι ο Έλληνας διακατέχεται από μεταφυσική απαισιοδοξία, όπως π.χ. οι Ανατολικοί λαοί και κυρίως οι Ινδοί. Εκφράζει απλώς την θλίψη, που δοκιμάζει ο ρεαλιστής άνθρωπος, που διακρίνει μια πραγματικότητα στον άνθρωπο και στον κόσμο. Στην Ανατολή, η αντίληψη αυτή οδήγησε τους λαούς της στην παραίτηση και την αδιαφορία. Έτσι έμειναν καθυστερημένοι. Τους Έλληνες όμως τους έσωσε το μέτρο και η Δύση χρωστά σ’ αυτούς την ροπή προς την δημιουργικότητα. Το ανήσυχο ελληνικό δαιμόνιο γρήγορα εγκατέλειψε τις παλιές αυτές σκέψεις περί θανάτου. Ο Έλληνας θέλησε να γεφυρώσει την αντίθεση μεταξύ της παρούσας και της μετά θάνατο ζωής. Έτσι φτάνουμε στον Πλάτωνα, που φιλοσόφησε πολύ περί θανάτου και μας λέει, ότι ο Σωκράτης είπε, πως η φιλοσοφία δεν είναι παρά «μελέτη θανάτου» (Φαίδωνα 81). Ο Πλάτων ήταν έντονα επηρεασμένος από τον Ορφικό Μύθο και τα Ελευσίνια Μυστήρια και δέχεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη και προϋπάρχει του σώματος. Είναι η μοίρα της θείας ουσίας, είναι εκ Φύσεως αθάνατη και δίνει ζωή και κίνηση στο σώμα. Ο Πλάτων πιστεύει στην μετενσάρκωση και μοχθεί κυριολεκτικά στον «Φαίδωνα» να μας παραστήσει τον θάνατο ως αγαθό και να μας τον κάνει επιθυμητό. Ο Σωκράτης λέγει ότι το σώμα μας δημιουργεί χίλια όσα εμπόδια και έχει συνεχείς απαιτήσεις συντηρήσεως, που μας τρέπει σε ασήμαντε και χρονοβόρες ροπές. Πρέπει να απελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα (όρος του Πυθαγόρα, που τον πήρε από τους Ορφικούς) και έτσι θεωρώντας τα πράγματα καθ’ εαυτά, με την αδέσμευτη από το σώμα ψυχή, θα φτάσουμε στην αληθινή Γνώση. Κατά τον Πλάτωνα οι αληθινοί φιλόσοφοι επιθυμούν και σκέπτονται τον θάνατο. Φροντίζουν να αποθνήσκουν, δηλαδή να νεκρώνουν τα πάθη του σώματος. Διότι είναι απερισκεψία, παραλογισμός, ανανδρία και αφροσύνη να φοβάται ο φιλόσοφος τον θάνατο. Ο σωματικός θάνατος θα πρέπει να θεωρείται ευεργεσία, διότι μας λυτρώνει οριστικά από το σώμα, με τις ανάγκες και τα πάθη του, που αιχμαλωτίζουν την ζωή. Ο Σωκράτης πριν πιει το κώνειο εμφανίζεται ήρεμος και ατάραχος και φιλοσοφούσε περί θανάτου και περί της αθανασίας της ψυχής. Όμως παρά την στάση του αυτή, ενώ αρχικά είπε, ότι με τον θάνατο του έρχεται σε καλλίτερη ζωή, τελικά εκφράζει αμφιβολία εάν ο θάνατος είναι καλλίτερο γεγονός. Διότι την τελευταία στιγμή, όταν ξεκίνησε να περάσει στον παρακείμενο θάλαμο του δεσμωτηρίου, όπου θα έπινε το κώνειο και πριν το πιει, οι τελευταίες του λέξεις ήταν: “…και τώρα είναι η ώρα να πηγαίνουμε, εγώ μεν για να αποθάνω, εσείς δε για να ζήσετε. Ποιος όμως από μας πηγαίνει σε καλλίτερο μέρος, κανείς δεν το γνωρίζει. Μόνον οι Θεοί γνωρίζουν”
Στον Πλατωνικό «Φαίδωνα» τονίζεται ακόμη ότι ο θάνατος είναι μόνιμος σύντροφος της ζωής και ότι δεν μπορούμε να εννοήσουμε την παρούσα ζωή χωρίς τον θάνατο. Ακόμη ότι η εδώ ζωή είναι συνδεδεμένη απολύτως με την πέραν του τάφου ζωή και ο σύντομος χρόνος της παρούσας ζωής, με την ατέρμονη αιωνιότητα.
Ο Σωκράτης λοιπόν κι ο Πλάτων με τον «Φαίδωνα» προβλημάτισε τον άνθρωπο για το μυστήριο του θανάτου κατά τρόπο γόνιμο. Στον «Φαίδωνα» συναντάμαι το δόξασμα και το αποθανάτισμα του θανάτου. Στον διάλογο αυτό ο λόγος είναι κατανυκτικός, αποτραβιέται ολωσδιόλου από την εγκόσμια χλιδή και πλέκει τον μακαρισμό του θανάτου. Βέβαια οι ιδέες του Πλάτωνα αφήνουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα . Γενικά για την ελληνική φιλοσοφία, ο θάνατος είναι μια φυσική ιδιότητα της ύλης, η οποία φθείρεται συνεχώς, ώστε να δημιουργηθούν δια του θανάτου νέες μορφές ζωής. Ένα απόσπασμα του Ευριπίδη, το οποίο παραθέτει ο Πλάτων στον Γοργία λέει:“ποιος ξέρει αν η ζωή είναι θάνατος, ο δε θάνατος ζωή;” Και προσθέτει ο Σωκράτης:“Και εμείς πράγματι ίσως είμεθα νεκροί. Ίσως τώρα έχουμε αποθάνει και το σώμα μας είναι ο τάφος μας”. Είναι φανερό ότι με τη φράση αυτή διατυπώνεται ένα αγωνιώδες ερώτημα, το οποίο υπονοεί, ότι χάνεται μια μορφή ζωής, για να δώσει τη θέση της σε μια άλλη. Στην κυκλική αυτή διαδοχή ζωής και θανάτου υπόκειται αναγκαστικά ο άνθρωπος, ως μέρος του κόσμου. Μας θυμίζουν αυτά τα λόγια στην Ινδική Φιλοσοφία. Τον χορό του Σίβα. Την τριάδα Βράχμα, Βισνού και Σίβα. Ο Βράχμα δημιουργεί, ο Βισνού συντηρεί και ο Σίβα καταστρέφει, γιατί με την καταστροφή του παλιού πραγματοποιείται η εξέλιξη του κόσμου και η οικοδόμηση του καινούργιου.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί τον θάνατο καλύτερο και προτιμότερο της ζωής. Γράφει: “…Μη γίνεσθαι μεν, άριστον πάντων, το δε τεθνάνει του ζήν εστί κρείτον…”. Δηλαδή το να μη γεννηθεί κανείς είναι το άριστον, το καλλίτερο από όλα. Το δε να πεθάνει κανείς είναι προτιμότερο από το να ζει. Όμοια άποψη επικρατεί και στην ανατολική φιλοσοφία. Το όλο πρόβλημα συνέχεται και αποτελεί μέρος του οντολογικού προβλήματος, που ετέθη από τον Παρμενίδη και τους Στωικούς. Περί του τι είναι ον και του νοήματος της ζωής. Η Ανατολική φιλοσοφία κατατείνει στο ότι ο κόσμος είναι μια πλάνη (Μάγια). Μια ονειρική ψευδαίσθηση. Το βουδιστικό ιδεώδες είναι το σβήσιμο της ζωής, όπως εμείς την θεωρούμε. Η “Νιρβάνα” δηλαδή η απονέκρωση των επιθυμιών και των αισθήσεων. Το βύθισμα του ανθρώπου, στον ενιαίο ωκεανό της πραγματικότητας. Αλλά και ο Σαίξπηρ κάπου λέει ότι ο άνθρωπος – κι εννοεί κι ο κόσμος— είναι πλασμένος από τα υλικά που πλάθονται τα όνειρα. Και ο Γοργίας, ο μέγας σοφιστής, ρήτωρ και φιλόσοφος διατύπωσε την ακραία άποψη, ότι τίποτα δεν υπάρχει: «…ουδέν έστιν, ει και έστιν ακατάληπτον ανθρώπω, ει και καταληπτόν, αλλά τοι γε ανέξοιστον και ανερμήνευτον το πέλας…»
«…Δεν υπάρχει τίποτε και αν υπάρχει είναι ακατάληπτον στον άνθρωπο και είναι καταληπτόν, δεν μπορεί να μεταδοθεί στον πλησίον…»
Οι Λατίνοι ποιητές και φιλόσοφοι αντιγράφουν σε πολλά την ελληνική σκέψη. Ο Κικέρων πίστευε στην μεταθανάτια ζωή, την οποία θεωρούσε ως μόνη αληθινή ζωή κι ότι πρέπει να σκεπτόμαστε τον θάνατο, όχι μόνο όταν είμαστε άρρωστοι ή γέροντες, αλλά από τα νιάτα μας. Ο Οράτιος διατυπώνει τον πόθο της Αθανασίας και το Πλατωνικό παιδαγωγικό αίτημα περί θανάτου. Λέγει “…πίστευε ότι κάθε μέρα είναι η τελευταία, που λάμπει για σένα…” Το αυτό διατυπώνει κι ο Στωικός Μάρκος Αυρήλιος, ακολουθώντας τις αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και αναφωνεί: “…θάττον έλθοις ω θάνατε μήπου και αυτός επιλαβώμαι εαυτού…” Είθε να έλθεις γρηγορότερα, θάνατε, μήπως κι εγώ λησμονήσω τον εαυτό μου, διότι φοβότανε μήπως στη ζωή λησμονήσει τον εαυτό του ενώ μετά δεν διατρέχει κανένα τέτοιο κίνδυνο.
Ο Σενέκας θεωρεί την ψυχή ιερή και αιώνια, το δε σώμα «δεσμωτήριον της ψυχής»
Και στεκόμαστε στον μεγάλο υλιστή φιλόσοφο Επίκουρο και στον μαθητή του, τον Λουκρήτιο, που διατυπώνουν μια πολύ σημαντική άποψη σχετικά με τον θάνατο. Οι φιλόσοφοι αυτοί θέλουν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από τον φόβο του Θανάτου και του Θεού. Εδίδαξαν λοιπόν, ότι αυτός καθ’ αυτός ο θάνατος δεν είναι το κυρίως πρόβλημα, αλλά το ότι το πρόβλημα είναι ο φόβος του θανάτου και είπαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να εξοικειωθεί με τον θάνατο και να σκεφτεί, ότι το κάθε αγαθό και κάθε κακό υπάρχει στην αίσθηση, ο δε θάνατος είναι εξαφάνιση της αίσθησης, ώστε ο θάνατος, αυτός καθ’ αυτός δεν είναι οδυνηρός, αλλά οδυνηρό είναι να τον περιμένουμε. Λέγει λοιπόν ο Επίκουρος, ότι όταν ζούμε και υπάρχουμε δεν υπάρχει θάνατος, όταν έλθει εμείς δεν τον αισθανόμαστε γιατί δεν υπάρχουμε. Κατά συνέπεια, εφόσον ζούμε, ως ζώντες, πάντα ελπίζουμε και δεν υπάρχει οπωσδήποτε ο θάνατος κι όταν έλθει δεν αφορά εμάς τους ζωντανούς, αλλά τους νεκρούς, διότι για τους πρώτους δεν υπάρχει, οι δε δεύτεροι δεν υπάρχουν πλέον. Λέγει κατά λέξη: “…Όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου παρέστιν, όταν δ’ ο θάνατος παρή, τοθ’ ημείς ουκ εσμέν…”
Όσο αφορά τους Στωικούς, αυτοί πίστευαν ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο από την επιστροφή μας στην χοάνη του Σύμπαντος.
Οι νεώτεροι φιλόσοφοι μας έδωσαν γόνιμες σκέψεις για τον θάνατο. Ο Μονταίν αγωνίστηκε να πείσει τους ανθρώπους να μην φοβούνται τον θάνατο. “Φιλοσοφία είναι να μαθαίνεις να μην φοβάσαι τον θάνατο.” Ο Σοπενχάουερ είπε ότι ο θάνατος είναι ένας ύπνος, που μέσα του ξεχνιέται η ατομικότητα. “Συκοφάντησαν τον θάνατο” είπε. “Αυτή είναι η χειρότερη απάτη στον κόσμο. Ο θάνατος είναι η πιο απαλή μορφή ζωής.”
Ο Καντ απέδειξε ότι η ύπαρξη της ψυχής και η επιβίωση μετά τον θάνατο είναι θέματα, τα οποία δεν μπορεί να ερευνήσει ο ανθρώπινος νους. Δέχεται όμως, ότι η ύπαρξη και η επιβίωση της ψυχής είναι μια θεμιτή ελπίδα, μια γόνιμη προσδοκία του ηθικού ανθρώπου.
Ο νεώτερος Χάιντεγκερ, ο θεωρούμενος ως ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα, υποστηρίζει ότι ο θάνατος είναι μόνο υποκειμενικό γεγονός, διότι βιούται μόνο από το εξαφανιζόμενο «εγώ». Ερωτά: “Πως μπορώ να μελετήσω τον θάνατο, αφού δεν δύναμαι να συμμερισθώ ό,τι δεν υπάρχει εδώ και να συζήσω με ό,τι δεν ζει εδώ;”
Ο υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ αποκαλεί και θεωρεί τον άνθρωπο “άχρηστο πάθος”. Λέγει ότι δεν έχει κανένα νόημα το ότι γεννηθήκαμε, ούτε έχει νόημα να πεθάνουμε…”. Άλλοι εκ των υπαρξιστών φιλοσόφων διατυπώνουν διαφορετικές απόψεις. Ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή της αληθινής ζωής και άλλοι επιστρατεύουν το χιούμορ για την αντιμετώπιση του φυσικού αυτού γεγονότος. Πολλοί συνάνθρωποί μας που δεν είναι φιλόσοφοι, εν τούτοις φιλοσοφούν λέγοντας με χιούμορ ότι “θα πάμε να δούμε τα θυμαράκια από κάτω”
Το γεγονός του θανάτου τελικά είναι ένα άλυτο Μυστήριο. Είναι μέρος της Ζωής. Γι’ αυτό διατυπώθηκαν αντιφατικές εν πολλοίς αντιλήψεις. Δεν πρέπει να μην εκτιμήσουμε και να μην προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στη σκέψη που εξέφρασε για τον θάνατο ο Θαλής ο Μιλήσιος. Είπε: “…Ουδέν τον θάνατον διαφέρει του ζην…” Σε τίποτα δεν διαφέρει ο θάνατος από τη ζωή. Όλο το Σύμπαν φανερώνει το φαινόμενο της γέννησης και του θανάτου των αστέρων και των δισεκατομμυρίων γαλαξιών του Σύμπαντος Κόσμου. Η ζωή είναι μια αδιάκοπη δημιουργία, που, περιλαμβάνει συνεχείς αλλαγές, γεννήσεις και θανάτους. Ο θάνατος κάθε ζωντανού και υλικού πλάσματος συνοδεύεται με την δημιουργία ενός άλλου νέου, προς άγνωστο σκοπό. Μας θλίβει η απώλεια της ατομικότητάς μας. Ο προσωπικός εκμηδενισμός μας, ως μονάδας. Όμως η καθόλη ζωή δεν πλήττεται από τον θάνατο. Γύρω μας χάνονται οι συνάνθρωποί μας, αλλά το ανθρώπινο γένος, είναι αθάνατο, ως είδος ζει. Το γένος δεν απώλυται. Όμως η αλήθεια είναι πικρή. Ο θάνατος είναι συνεχώς παρών για κάθε άτομο. Είναι ο υπέρτατος πόνος. Κι ο άνθρωπος ψάχνει εναγώνια να βρει κάποιο δρόμο Σωτηρίας. Έτσι πέραν της επιστήμης και της φιλοσοφίας και πέραν της Μεταφυσικής, που είναι το ακραίο όριο της λογικής, στέκει η θρησκεία και για μένα προσωπικά η κορυφαία θρησκεία του Ιησού.
Ο Ιησούς μας δείχνει μια άλλη οδό, της Πίστης και της Αγάπης. Από την μια μεριά ο Ιησούς προτείνει στον άνθρωπο ένα άλλο τρόπο ύπαρξης. Αποτρέπει τον άνθρωπο από την ζωή του ευδαιμονισμού, της αργυρολατρείας και της υλικής βουλιμίας, που η απώλεια αυτών των απολαύσεων του κόσμου, μεγαλώνει την πίκρα και τον φόβο του θανάτου. Από την άλλη ο Ιησούς κηρύσσει την αγάπη. Και άλλοι βέβαια θρησκευτικοί οδηγοί κηρύσσουν την ευσπλαχνία ή και την αγάπη ακόμα, αλλά εδώ πρέπει να προσέξουμε την διαφορά. Ο Ιησούς μας λέγει ότι πρέπει ν’ αγαπήσουμε τον Θεό περισσότερο από τον εαυτό μας. Τότε θα δώσουμε από μόνοι μας την μεγάλη σημασία στο θέλημα του Θεού κι όχι στο δικό μας θέλημα. Δεν θα σκεπτόμαστε πια τον εαυτούλη μας, αφού η αγάπη μας προς τον Θεό είναι μεγαλύτερη και υπερκείμενη από την δική μας επιθυμία. Και ποιο είναι το θέλημα του Θεού; Είναι βέβαια ο φυσικός μας θάνατος.
Η Σωτηρία λοιπόν θα έλθει στον καθένα, με την τήρηση από μέρους του των εντολών του Ιησού. Με μια εμβίωση στον κόσμο εντελώς διαφορετική από την κρατούσα. Δηλαδή με εμβίωση δημιουργική μεν, αλλά έξω από τον εγωιστικό ευδαιμονισμό και την φιλοατομική αργυρολατρεία. Κυρίως δε με την Πίστη και την υπερέχουσα Αγάπη προς τον Θεό, καθώς και προς τον συνάνθρωπο.
Η έκκληση του Ιησού για την τήρηση των εντολών Του αυτών, παράλληλα με την εξαγγελία Του, για την Μέλλουσα αιώνια Ζωή και με την παροχή στον άνθρωπο της προσδοκίας της Ανάστασης, σκοπεύει στο να καταστήσει ευπρόσδεκτη την αποδοχή από τον άνθρωπο του θελήματος του Θεού, δηλαδή και του γεγονότος του φυσικού του θανάτου, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος ν’ αντέξει την ύπαρξη. Την διαβεβαίωση δε αυτή ο Ιησούς, με μια υπέρτατη πράξη φιλανθρωπίας, την εγγυάται με το ίδιο του το αίμα. Με τον θάνατό του, με τον οποίο “πάτησε” τον θάνατο. “Θανάτω θάνατον πατήσας”.
Νικόλαος Γεραγάς
“Νίκο μου, εσύ που έχεις ταξιδέψει σ’ ολόκληρο τον κόσμο, εσύ που έχεις μελετήσει χιλιάδες βιβλία και όλες τις φιλοσοφίες και τις θρησκείες, που λες ότι πηγαίνουμε όταν αφήσουμε αυτόν τον κόσμο;” τον είχα ρωτήσει μια φορά πριν από χρόνια
“Μ’ αυτήν την απορία στα μάτια θα φύγω Δημήτρη μου…” απάντησε