Ένας από τους μύθους που κατατρέχει τη σημερινή Θεσσαλονίκη είναι αυτός της «ερωτικής πόλης» Πρόκειται για μια πεποίθηση-ταμπού, που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων. Η κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη, με την πανσπερμία των φυλών της, τις πανέμορφες φορεσιές των γυναικών, τις περίφημες πιάτσες και τα ονομαστά μπορντέλα της, ασκούσε πάντοτε μιαν ακαταμάχητη γοητεία στους κατοίκους της επαρχίας, που κατέφευγαν συχνά σ’ αυτήν για να γευτούν τις απαγορευμένες ηδονές της. Δεν είναι παράξενο λοιπόν, που με την πάροδο του χρόνου, η Θεσσαλονίκη απέκτησε τη φήμη της «ερωτικής πόλης» με φαλλικό μάλιστα σύμβολο της τον... Λευκό Πύργο!
Σήμερα ο χαρακτηρισμός της Θεσσαλονίκης ως «ερωτική πόλη» προβάλλεται από ορισμένους ειρωνικά ακόμη και κοροϊδευτικά. Πρόκειται για ένα στερεότυπο που μάλλον δεν έχει αντίκρισμα στο παρόν της πόλης. Οι κυβερνώντες συνηθίζουν να χαϊδολογούν τον ευαίσθητο, ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, τοπικιστικό εγωισμό των Θεσσαλονικέων, με χαρακτηρισμούς περί δήθεν «ερωτικής πόλης», που είναι πιο «φιλική και αυθεντική», σε σχέση με την «ψυχρή και ψεύτικη» Αθήνα. Ορισμένοι προσπαθούν να βρουν την αιτιολογία της φήμης περί «ερωτικής πόλης» στα πάθη που εμπνέει ιστορικά η Θεσσαλονίκη: «Ζώντας στη σκιά της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης και εδώ και 90 χρόνια της Αθήνας, άναβε πάντα φωτιά για να ζεσταθεί…» Ανοησίες!
Ο μόνος που ίσως έχει δίκιο είναι ο αντιφρονών συγγραφέας Νίκος Δήμου, που δήλωσε σχετικά: «Όταν σκέπτομαι την μοίρα των Εβραίων, η δήθεν ‘’ερωτική Θεσσαλονίκη’’ μου μοιάζει σκηνικό θανάτου. Γράφουν και λένε πολλά γι’ αυτή την πόλη –αλλά σπάνια μία λέξη για τους χαμένους». Δεν έχει κι άδικο...
Αν και πλέον η Θεσσαλονίκη ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΛΗ, εντούτοις η φήμη της είναι απολύτως δικαιολογημένη διότι στο παρελθόν υπήρξε όντως η πλέον ερωτική πόλη των Βαλκανίων. Και θα δούμε αμέσως το γιατί.
Η «ΑΜΑΡΤΩΛΗ» ΜΠΑΡΑ ΚΑΙ Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο «ερωτική πόλη» υπήρξε η Θεσσαλονίκη κατά την αρχαιότητα, αν και είναι γνωστό πως υπήρχαν στην πόλη αρκετά Ιερά της Αφροδίτης και άλλων οργιαστικών θεοτήτων της Ανατολής. Το σίγουρο πάντως είναι πως η Θεσσαλονίκη ήταν ένας φημισμένος προορισμός για «σεξουαλικό τουρισμό» από την εποχή ακόμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική Θεσσαλονίκη προσέφερε κάθε είδους σεξουαλικές και άλλες απολαύσεις στους επισκέπτες της, και ήταν φημισμένη για τα λουτρά της, τα χανουμάκια της, τα χασισοποτεία της και τα πορνοστάσια της. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι είχαν τα μικρά ιδιωτικά τους χαρέμια, ενώ κάθε αξιοσέβαστος νεαρός Εβραίος της Σαλονίκης δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόσκληση κάποιου φίλου του να επισκεφθεί την «αδελφή» του. Όσο για τους Έλληνες της πόλης…
Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή του αγοραίου έρωτα της Θεσσαλονίκης άρχισε να εντοπίζεται στα δυτικά της πόλης και κοντά στο λιμάνι. Οι αφιερωμένες στη θεά του έρωτα περιοχές του Βαρδαρίου, όπως τα πολυτραγουδισμένα Λαδάδικα και η θρυλική Μπάρα, βρίσκονταν πάντα κοντά στο λιμάνι και στις δυτικές πύλες της Θεσσαλονίκης, για να εξυπηρετούν καλύτερα τους εισερχόμενους στην πόλη ταξιδιώτες. Στα «Σπίτια» του Κανάλ ντ’ Αμούρ έβρισκαν ως πρόσφατα καταφύγιο οι κουρασμένοι ταξιδιώτες, οι φαντάροι, οι ναυτικοί, οι έμποροι, οι βαριεστημένοι σύζυγοι και κάθε κατηγορίας εκπρόσωποι του αρσενικού φύλου. Με πρόσωπα φτιασιδωμένα από επιστρώματα φτηνών καλλυντικών, οι ιέρειες του έρωτα, γυμνές και με τα πόδια προκλητικά ανοιγμένα, καλούσαν τους βιαστικούς περαστικούς να γευτούν τον «αγοραίο έρωτα».
Η χρυσή εποχή της θρυλικής Μπάρας (από το Ισπανοεβραιϊκό Μπάριο) ή συνοικία των Ελών ήταν το 1916-1918, όταν η κοσμοπολίτικη Στρατιά της Ανατολής του Στρατηγού Σαράϊγ αποβιβάστηκε στην Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου του 1915, ύστερα από παρότρυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, συμμαχικά στρατεύματα της Ανταντ αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, μετατρέποντας την σ’ ένα μεγάλο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, με σκοπό να αντισταθεί στην προέλαση των Γερμανο-Βουλγάρων. Ως τα τέλη Ιανουαρίου του 1916 είχαν συγκεντρωθεί στην πόλη 125.000 Γάλλοι και 100.000 Βρετανοί στρατιώτες. Μετά την έλευση Σέρβων, Ιταλών και Ρώσων στρατιωτών, το Μάιο του 1916, η λεγόμενη «Στρατιά της Ανατολής», υπό τη διοίκηση του Γάλλου Στρατηγού Μορίς Σαράιγ, αριθμούσε πάνω από 350.000 στρατιώτες! Φανταστείτε τον υπερισυνωστισμό που αντιμετώπιζε τότε η Θεσσαλονίκη, που στους 200.000 κατοίκους της είχαν ήδη προστεθεί και 115.000 πρόσφυγες από την ανατολική Μακεδονία και Θράκη...
Με την παρουσία της τεράστιας στρατιάς του Σαράιγ η Θεσσαλονίκη μεταβλήθηκε σε μια κοσμοπολίτικη μυρμηγκοφωλιά: στο ήδη υπάρχον εθνολογικό μείγμα των κατοίκων της (Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι, Σλάβοι, Αρβανίτες, Βλάχοι, Φραγκολεβαντίνοι κ.α.) προστέθηκε και το ετερόκλητο συνοθύλευμα του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος. Οι Γάλλοι μετέφεραν εκεί Αλγερινούς, Μαροκάνους, Σενεγαλέζους, μαύρους από το Σουδάν καθώς επίσης και κρεόλους από την Καραϊβική. Οι Άγγλοι αποβίβασαν στην πόλη και Σκωτσέζους, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς αλλά και διάφορες φυλές της Ινδίας. Υπήρχαν επίσης Ιταλοί και Ρώσοι στρατιώτες, ενώ τέλος προστέθηκαν οι πολυπληθείς Σέρβοι και Μαυροβούνιοι. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν είχαν συγκεντρωθεί έως τότε τόσες πολλές και διαφορετικές φυλές –μια πραγματική Βαβέλ εθνοτήτων, γλωσσών, θρησκειών και συνομωσιών! Πολλά έχουν γραφτεί για τη Θεσσαλονίκη του 1916, που είχε μεταβληθεί σε κάτι μεταξύ μεσοπολεμικού «Χονκ-κόγκ και Σαγκάης». Η πρωτεύουσα του ελληνικού βορρά, αυτό το υπέροχο μαργαριτάρι της Βαλκανικής και της Μεσογείου, έγινε τότε αντικείμενο κατακτητικού πόθου πολλών εθνικισμών και συμφερόντων. Η φανταχτερή Θεσσαλονίκη ζούσε εκείνη την εποχή ανεπανάληπτες στιγμές…
Δεν ήταν μόνον η παρουσία αυτού του τεράστιου συρφετού, αλλά και οι κάθε λογής άνθρωποι που την περιτριγύριζαν: έμποροι, καλλιτέχνες, ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός κατασκόπων, πρακτόρων και πληροφοριοδοτών και, προπαντός, χιλιάδες πόρνες. Μαζί με τη Στρατιά της Ανατολής κατέφθασαν και καραβάνια από πόρνες, κάθε χρώματος, φυλής και γλώσσας που, μαζί με το ντόπιο δυναμικό, ανέλαβαν να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ορμές της τεράστιας στρατιάς του Σαράιγ. Στην ακμή της η «συνοικία του αίσχους» είχε πάνω από 2.000 πόρνες!
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Μπάρα ήταν η μεγαλύτερη συνοικία με «κόκκινα φώτα» στην Ευρώπη. Ειδικά τη νύχτα ήταν μια πολυσύχναστη περιοχή. Βέβαια κοντά στη Μπάρα ζούσαν και οικογένειες, που ωστόσο αναγκάζονταν να κρεμούν έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους πινακίδες του στυλ «Προσοχή: Εδώ Κατοικεί Οικογένεια», ώστε να μην τους παρενοχλούν και να τους κτυπούν μέσα στη νύχτα την πόρτα, νομίζοντας ότι είναι ακόμη ένα «σπίτι» της περιοχής.
Για τους νεαρούς στρατιώτες η Μπάρα ήταν ο αγαπημένος τους τόπος για διασκέδαση και απόλαυση. Για έναν νεαρό «Cockney» Βρετανό στρατιώτη, που μιλούσε τα γνωστά «σπασμένα» αγγλικά, το θέαμα μιας «βρώμικής» πόρνης γύρω στα τριάντα, που καθόταν με τα πόδια της προκλητικά ανοικτά, ψαρεύοντας πελάτες, δεν περνούσε ασχολίαστο στις επιστολές που έστελνε στους φίλους του στην πατρίδα.
Στη διάρκεια του πολέμου οι στρατιώτες ήταν οι περισσότεροι πελάτες της Μπάρας. Γι’ αυτό και ξένοι στρατιωτικοί γιατροί επισκέπτονταν συχνά τις πόρνες για να εξετάσουν την κατάσταση της υγείας τους, ώστε να προστατεύσουν τους στρατιώτες τους από αφροδίσια νοσήματα και ιδιαίτερα από τη σύφιλη, τη μάστιγα εκείνης της εποχής.
Ορισμένα «σπίτια» είχαν μια απλή και σχεδόν οικογενειακή ατμόσφαιρα, ενώ οι πόρνες προέρχονταν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου, ανάμεσά τους και αρκετές ντόπιες Θεσσαλονικιές (Ελληνίδες, Εβραίες και Μουσουλμάνες). Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι περισσότεροι πελάτες τους ήταν Βρετανοί, Γάλλοι και Σενεγαλέζοι στρατιώτες της Στρατιάς της Ανατολής.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμειναν στη Μπάρα γύρω στις 1.000 πόρνες, που εξυπηρετούσαν στα μικρά δωματιάκια τους φαντάρους, εμπόρους αλλά και αγρότες της Μακεδονίας. Όμως ο αριθμός τους έφθινε σταδιακά.
Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΡΑΣ
Το γκέτο της Μπάρας, ήταν ένας σουρεαλιστικός κόσμος φουκαράδων, τυχοδιωκτών και αγοραίου έρωτα, που λειτουργούσε με τους δικούς του κανόνες. Πολλοί συγγραφείς, που επισκέπτονταν τότε τη Θεσσαλονίκη, περιέγραφαν τη «γοητεία» και την «παραδοσιακή ερωτική αίσθηση της Ανατολής», που απέπνεε η πόλη και ιδιαίτερα η Μπάρα. Η ρωσική επανάσταση τον Οκτώβριο του 1917 καθώς και η Μικρασιατική καταστροφή έφεραν στην πόλη καταδιωγμένους Ρώσους αριστοκράτες και εξαθλιωμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ανάμεσα τους υπήρχαν και πολλά «απροστάτευτα και ορφανά κορίτσια», που η οικονομική ανάγκη τα καθιστούσε ευάλωτα και τα ωθούσε προς την πορνεία.
Μέσα και γύρω από την Μπάρα υπήρχαν πωλητές καρτ ποστάλ, πωλητές χασίς, «δερβίσηδες» που κάπνιζαν ναργιλέ και έμποροι αλόγων. Το οθωμανικής ατμόσφαιρας καφενείο Μαλίκ Μπέη, που επιβίωσε μέχρι το 1930, ήταν το σήμα-κατατεθέν της Μπάρας. Το καφενείο δούλευε όλη τη νύκτα για τις ανάγκες των επισκεπτών της Μπάρας. Στην ιδιοκτησία του καφενείου, που ήταν διακοσμημένο με παλαιομοδίτικούς μεγάλους καθρέπτες, δερμάτινα καθίσματα και ναργιλέδες, άνηκαν πολλά από τα μπορντέλα της περιοχής.
Οι πουτάνες ή πόρνες (στα τούρκικα ονομάζονταν και «μικρές κυρίες» ή χανουμάκια) ζούσαν κάτω από τη βία των νταβατζήδων τους και των πελατών τους. Κάποιες από αυτές τις «κοινές γυναίκες» κατέληγαν το πρωί μεθυσμένες, ημίγυμνες, με μαυρισμένα μάτια και με το αίμα να κυλά από τη μύτη και τα δόντια τους, αφού το προηγούμενο βράδυ είχαν υποστεί κακοποίηση από θυμωμένους και μεθυσμένους πελάτες. Σε μερικά ανωτέρου επιπέδου «σπίτια» η Πατρόνα ή «Μαμά» κανόνιζε τις τιμές και διαπραγματεύονταν το «εμπόρευμα» της. Συχνά μάλιστα έστελνε και κοπέλες σε ιδιωτικές επισκέψεις σε σπίτια αριστοκρατών. Αυτές, με τη συναναστροφή τους με πελάτες από «αριστοκρατικές οικογένειες» της πόλης, αποκτούσαν σταδιακά άλλον αέρα και άλλο λεξιλόγιο κι άρχισαν να σνομπάρουν τις πόρνες του πεζοδρομίου, τις λεγόμενες και Καλντεριμτζούδες, που ψώνιζαν τους πελάτες τους στο δρόμο.
Πολλές ήταν οι «Μαντάμ» της εποχής που η φήμη τους απλώθηκε σε όλη την πόλη, όπως η Μαντάμ Κλεοπάτρα, η Μαντάμ Ζιζέλ (Εβραία) και η Μαντάμ Δεδέ. Η τελευταία, που ήταν και νονά του παιδιού του αρχηγού της αστυνομίας Νίκου Μουσχουντή, διατηρούσε το μπορντέλο της στην οδό Αγγελάκη, σχεδόν αποκλειστικά με κορίτσια-πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η ίδια διατηρούσε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών κι έτσι πολύ γρήγορα μια πληροφορία για νέα πρόσωπα του υποκόσμου έφθανε στις Αρχές.
Ήταν γνωστές άλλωστε οι σχέσεις μεταξύ των επικεφαλής της αστυνομίας της Θεσσαλονίκης και του υποκόσμου. Γνωστές και πολυτραγουδισμένες ακόμη κι από τον Μάρκο Βαμβακάρη, που κυνηγημένος από τον Πειραιά κατέληξε στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη μέρα πήγε σε μια πόρνη, για να συλληφθεί αμέσως το επόμενο πρωί. Επειδή όμως ο Μουσχουντής ήταν λάτρης των ρεμπέτικων, σύντομα έγινε οπαδός του Βαμβακάρη, αλλά και του «καλύτερου μπουζουκιού» της χώρας, του Τσιτσάνη. Ο Βαμβακάρης δεν ξέχασε ποτέ πως οι γυναίκες στη Θεσσαλονίκη ήταν καλοντυμένες, «πολύ σικ» και σε έκαναν να νιώθεις ότι βρισκόσουν στην Ευρώπη.
Ο ΑΡΧΙΝΤΑΗΣ ΤΗΣ ΜΠΑΡΑΣ
Από τις θρυλικές μορφές της Μπάρας εκείνης της εποχής ξεχωρίζει ο «ντυμένος πάντα στην τρίχα» Άλκης Πετσάς, ο επονομαζόμενος και «Βασιλιάς της Μπάρας». Ο Πετσάς, ο αρχινταής του Βαρδάρη, ήταν ο αρχηγός μιας συμμορίας, αποτελούμενη από νταήδες και μαχαιροβγάλτες, με προέλευση την Κωνσταντινούπολη και παραρτήματα σε Σμύρνη και Κρήτη.
Σύμφωνα με τον θεσσαλονικιό συγγραφέα Μάριο Μαρίνο Χαραλάμπους: «Ο Άλκης Πετσάς ήταν τότε ο αναμφισβήτητος βασιλιάς του μικρόκοσμου και του υπόκοσμου της Θεσσαλονίκης. Των χασισέμπορων, των χασισοποτών, των νταβατζήδων, των μπουρδέλων, των μιζαδόρων, των χαρτοπαικτικών λεσχών. Είχε επιβληθεί με την παλικαριά του, το μυαλό του και την καλοσύνη του. Όλα εξαρτιόταν απ’ αυτόν. Ήταν ο αφέντης της περιοχής» (Η Χρυσή Πύλη της Δύσης, εκδ. Άγνωστο).
Ο Άλκης Πετσάς γεννήθηκε στο Βόλο, αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, στη συνοικία Ταταύλα. Εκεί μπήκε στον κόσμο του χασίς και της σωματεμπορίας. Όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη επιβλήθηκε γρήγορα στο μικρόκοσμο της Μπάρας. Κάθε σύγκρουση μαζί του έβγαινε καταστροφική για τους αντιπάλους του. Δεν άργησε έτσι να εξελιχθεί στον «βασιλιά της Μπάρας».
Το στέκι και ορμητήριο του ήταν ένα καφενείο-χασισοποτείο στη Μπάρα, στην οδό Αφροδίτης 51, απέναντι από το μπορντέλο της Μαντάμ Ερασμίας. Ήταν ένα μικρό μαγαζί με καναπέδες στον τοίχο, λίγα τραπεζάκια, καρέκλες κι ένα μιντέρι για να ξαπλώνει. Στους τοίχους του μαγαζιού ο Πετσάς είχε δύο κορνίζες: η μία ήταν η «Ωραία Κωνσταντινούπολις», η πόλη που μεγάλωσε και η άλλη φωτογραφία ήταν εκείνη του Ελευθέριου Βενιζέλου, του «Σωτήρα της Φυλής». Τον Βενιζέλο τον θεωρούσε «άγιο και προστάτη» του μαγαζιού του.
Σε γενικές γραμμές ο Άλκης Πέτσας είχε καλή φήμη στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Θεωρούνταν άτομο «με μπέσα», αδιάφθορος, που βοηθούσε τους φτωχούς: Δεν υπήρξε φτωχός που του ζήτησε βοήθεια και δεν τον βοήθησε. Δεν υπήρξε αδικημένος που προσέτρεξε στον Άλκη και δεν τον προστάτευσε. Ο Πετσάς ήταν ο εγγυητής της ασφάλειας στη Μπάρα και κρατούσε την εγκληματικότητα σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο μέρα με τη μέρα μεγάλωνε ο αριθμός των δυσαρεστημένων, που ήθελαν να τον ξεφορτωθούν.
Το 1932 έφθασαν στην Μπάρα δύο νταήδες από την Αθήνα, Σμυρνιοί στην καταγωγή. Ήταν δύο αδέρφια, οι Αυγουλάδες, ο Παράσχος και ο Χατζής. Έφυγαν από την Αθηνά κυνηγημένοι –δυό αδέρφια τους είχαν ήδη σκοτωθεί εκεί σε πόλεμο συμμοριών– και ανέβηκαν στη Θεσσαλονίκη για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Αυτοί ήρθαν σε επαφή με δυσαρεστημένους Σμυρνιούς της Θεσσαλονίκης και άρχισαν να οργανώνουν δικές τους λέσχες, εκβιασμούς και πορνεία. Σύντομα ο υπόκοσμος της πόλης χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους «Κωνσταντινοπολίτες» του Άλκη Πετσά και στους «Σμυρνιούς» των Αυγουλάδων. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις άρχισαν να πυκνώνουν. Ένα βράδυ το πρωτοπαλίκαρο του Άλκης, ο Κέρκυρας, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον μεγάλο αδελφό Αυγουλά. Αυτός ορκίστηκε εκδίκηση.
Οι Αυγουλάδες παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Άλκη για να βρουν ευκαιρία να τον κτυπήσουν. Η ευκαιρία δόθηκε ένα βράδυ στο μαγαζί του στην οδό Αφροδίτης 51. Οι Αυγουλάδες, προφασιζόμενοι ότι ήθελαν να του μιλήσουν, τον πυροβόλησαν πολλές φορές με δύο πιστόλια και μετά άρχισαν να τον μαχαιρώνουν. «Μπαμπέσηδες!», ήταν η μόνη λέξη που πρόλαβε να ξεστομίσει. Ζούσε ακόμη όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε φάει επτά σφαίρες και 11 μαχαιριές. Στην κηδεία του, που έγινε την επόμενη μέρα, παραβρέθηκαν όλοι οι ντάηδες της Σαλονίκης, ενώ όλα τα «σπίτια» και όλες οι χαρτοπαικτικές λέσχες της Μπάρας παρέμειναν την ίδια μέρα κλειστά ως ένδειξη πένθους. Οι εφημερίδες έγραφαν πως ανάμεσα σε όσους παραβρέθηκαν στην κηδεία του Άλκη Πετσά κυκλοφορούσαν 500 με 1.000 πιστόλια και υπήρχε φόβος επεισοδίων και αντεκδικήσεων. Ανάμεσα τους ήταν και η Μαντάμ Ερασμία, η μοναδική φίλη του Άλκη, η οποία κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε και κραύγασε: «Γεια σου, ήρωα μου. Γεια σου, γλεντζέ μου. Γεια σου, αγόρι μου. Σ’ έφαγαν μπαμπέσικα. Και η Ερασμία χάνεται μαζί σου. Να το ξέρεις!»
«ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΙ» ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΟΙ
Η πορνεία ήταν σημαντικό κομμάτι της οικονομίας της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου. To 1928 υπήρχαν τουλάχιστον 48 πορνεία με επίσημη άδεια, ενώ υπήρχαν και δεκάδες άλλα «σπίτια» που λειτουργούσαν παράνομα. Αλλά ήδη η καθωσπρέπει αστική κοινωνία της πόλης θεωρούσε καθήκον της την εξάλειψη του «αποστήματος» της Μπάρας.
Αφορμή για τις εκστρατείες «εξυγίανσης» της πόλης και εξουδετέρωσης της αμαρτωλής Μπάρας, υπήρξαν και διάφορα περιστατικά ορισμένων καλών και σεμνών κοριτσιών που εξωθήθηκαν από τους «αγαπητικούς» τους στην πορνεία. Είναι η γνωστή από τις εφημερίδες της εποχής η περίπτωση της Χρυσούλας Τ., που διατηρούσε «ερωτικές σχέσεις» με τον Παναγιώτη Πιερίδη, επειδή εκείνος της υποσχέθηκε ότι θα την παντρευτεί. Όμως η Χρυσούλα δεν στάθηκε τυχερή. Σύντομα βρέθηκε ξαπλωμένη σε κρεβάτι όχι στο νέο της σπίτι, όπως της είχε υποσχεθεί, αλλά στο μπορντέλο μιας παλιάς φίλης και συνεταίρου του Πιερίδη, της Αγγέλας Μαχαιρά, γνωστής και ως «Το Μαχαίρι». Η Χρυσούλα κατάλαβε τότε ότι ο «καλός» της την προόριζε για πόρνη, το έσκασε και κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία. Όπως έμαθε στη συνέχεια δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο και ότι το σύστημα αυτό απέδιδε και εφοδίαζε τα μπορντέλα της πόλης με «φρέσκο κρέας».
Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις διεφθαρμένων δημόσιων υπαλλήλων που εκτός που εκμυζούσαν το μισθό τους από τα ταμεία του Δημοσίου, επιδίδονταν ταυτόχρονα και στο επάγγελμα της σωματεμπορίας, όπως περιγράφει σχετική καταγγελία στον ίδιο το Δήμαρχο με ημερομηνία 18.11.1932. Το καταγγελλόμενο πρόσωπο ονομάζεται Λεωνίδας Περλεγγίδης, και εργάζονταν στο γραφείο στρατολογίας του Δήμου Θεσσαλονίκης: Αυτός, σύμφωνα με την έγγραφη καταγγελία της Ελένης Αργυροπούλου, «αναμοχλεύει και ευρίσκει γυναίκας απροστάτευτους και τας μεταφέρει προς εμπορία εις άλλα άτομα, καθώς προ τριημέρου έκλεψεν μίαν ιερόδουλον, ονομαζόμενη Αλίκην Σέρας, εκ της οικίας μου, και την οποίαν μεταφέρει από άτομον εις άτομον να την πουλήση εις τον τα πλείστα προσφέροντα… και το φρικωδέστερον είναι ότι τυγχάνει και έγγαμος».
Το 1934 η συντηρητική εφημερίδα Μακεδονία επιδόθηκε σε μια ηθικολογική αρθρογραφία σχετικά με την «εξυγίανση» της πόλης από την «άσεμνη και καταραμένη» πορνεία, λέγοντας πως «άλλες πόλεις κατάφεραν ήδη να καθαρίσουν από αυτή την κατάρα».
Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ «ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»
Την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου ο νέος αρχινταής της Μπάρας ήταν ο Κέρκυρας, το αλλοτινό πρωτοπαλίκαρο του Άλκη Πετσά. Αυτός την περίοδο της Κατοχής έγινε Ταγματασφαλίτης και συνεργάτης των Γερμανών. Άνοιξε μάλιστα και μπουζουκτσίδικο για τους μαυραγορίτρες –οι μόνοι που είχαν τότε λεφτά και καλοπερνούσαν–, όπου έπαιξε και ο Τσιτσάνης.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, η Εκκλησία, αλλά και ο νεοσύστατος ΟΗΕ, ζήτησαν και επεδίωξαν να κλείσει η Μπάρα –η ντροπή της Θεσσαλονίκης. Έξω από την Μπάρα τα περισσότερα μπορντέλα έκλεισαν το 1949, εκτός από ορισμένα που παρέμειναν ανοικτά για να εξυπηρετούν τις σεξουαλικές ανάγκες των στρατιωτών και των επισκεπτών της πόλης. Το 1951 τα περισσότερα σπίτια μέσα στη Μπάρα κατέβασαν τις πόρτες τους και ορισμένα από αυτά μετακόμισαν κοντά στην περιοχή του νέου σιδηροδρομικού σταθμού. Παρά τις διώξεις των αρχών η πορνεία στη Θεσσαλονίκη συνέχιζε να υπάρχει underground και, όταν κάποιο αμερικανικό πολεμικό σκάφος προσέγγιζε το λιμάνι της όπως έγινε το 1952, «ξαφνικά» η παραλία και το κέντρο της πόλης γέμιζαν από γυναίκες «αμφιβόλου και υπόπτου ηθικής». Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 πάνω από εκατό «άσεμνες γυναίκες», σχεδόν όλες τους Ελληνίδες, ασχολούνταν επαγγελματικά με την πορνεία. Σε σχέση με τις χιλιάδες που πρόσφεραν τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες στην πολυεθνική πελατεία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γυναίκες αυτές ήταν αριθμητικά ασήμαντες.
Ωστόσο όλη αυτή η περιοχή γύρω από την πλατεία Βαρδαρίου συνέχισε να εμπνέει τους ποιητές και συγγραφείς της πόλης, που συνέβαλαν με τα γραπτά τους στη φήμη της Θεσσαλονίκης ως «ερωτικής πόλης». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο συγγραφέας Γιάννης Ιωάννου που περιέγραφε τον τελετουργικό ερχομό του στην πόλη από το σιδηροδρομικό σταθμό και το πέρασμα του από την «ερωτική» πλατεία Βαρδαρίου. Βέβαια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι συγγραφείς είχαν την τάση να βλέπουν το ζήτημα ρομαντικά και να υμνούν την προπολεμική Μπάρα, παραβλέποντας το γεγονός πως η άνθηση της πορνείας στην περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης κοινωνικής κρίσης που προκάλεσε στην πόλη η Μικρασιατική Καταστροφή.
Σήμερα ωστόσο, όλες αυτές οι περιοχές, που έχουν γεμίσει με κινέζικα μαγαζιά -ένα είδος “Chinatown” της Σαλονίκης- δεν είναι παρά μια χλωμή σκιά του ένδοξου εαυτού τους των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Στις μέρες μας στις οδούς Βάκχου, Αφροδίτης, Οδυσσέως κ.α. τα «κόκκινα φωτάκια» σπανίζουν και οι επισκέπτες ολοένα και λιγοστεύουν –αν και τελευταία η ροή έχει κάπως αυξηθεί εξαιτίας των ανδρών μεταναστών που θέλουν να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις. Λίγους δρόμους πιο πέρα τα ονομαστά Λαδάδικα, απέναντι από το λιμάνι, «αναβαθμίστηκαν» και μετατράπηκαν σε στέκια ενός αντισηπτικού τρόπου διασκέδασης και πόλος έλξης τουριστών. Κι η θρυλική Μπάρα, βυθισμένη στο απόκοσμο μεγαλείο της παρακμής της, ζει τους έσχατους καιρούς της. Άλλη μια παραδοσιακή γειτονιά, σήμα κατατεθέν της ερωτικής Θεσσαλονίκης, αργοσβήνει και ίσως κάποια στιγμή «αναβαθμιστεί» και αυτή και γίνει άλλη μια αντισηπτική ατραξιόν για ξεστρατισμένους τουρίστες ή απλά μετατραπεί, όπως φαίνεται, στην “Chinatown” των Βαλκανίων.
***
Γιώργος Στάμκος
Πηγή: tvxs