Το 1983, ο κορυφαίος Ρώσος σκηνοθέτης, Αντρέι Ταρκόφσκι βρίσκεται στην Ιταλία σ' ένα είδος αυτοεξορίας. Η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ξενιτεμένος σκηνοθέτης κατά τα γυρίσματα της «Νοσταλγίας» και μακριά από την οικογένεια του, αντικατοπτρίζεται έμμεσα στην ψυχή του πρωταγωνιστή της ταινίας, Andrei. Η αριστουργηματική «Νοσταλγία» αποτελεί την έβδομη και προτελευταία ταινία ενός κορυφαίου δημιουργού, που έγραψε τη δική του μοναδική ιστορία στον χώρο της Έβδομης Τέχνης.
O Andrei ( Όλεγκ Γιανκόφσκι - Oleg Yankovskiy) ταξιδεύει στην Ιταλία συνοδευόμενος από τη νεαρή μεταφράστρια Eugenia (Ντομιζιάνα Τζιορντάνο - Domiziana Giordano) ψάχνοντας στοιχεία για τη ζωή ενός Ρώσου συνθέτη του 18ου αιώνα, του Pavel Sosnovsky, ο οποίος είχε ζήσει μέρος της ζωής του σ’ αυτή τη χώρα.
Ο Andrei νοσταλγεί τη σύζυγό του που έχει μείνει πίσω, αλλά και την πατρίδα του. Αναπτύσσει μια ταραχώδη σχέση με τη νεαρή γυναίκα που τον συνοδεύει, με την οποία μάλιστα στην αρχή της ταινίας φαίνεται πως ίσως γίνουν ζευγάρι... χωρίς ωστόσο να αναπτύσσουν μεταξύ τους οικειότητα ή σαρκική επαφή.
Στα λουτρά της Αγίας Αικατερίνης, συναντούν τον Domenico (Έρλαντ Τζόζεφσον - Erland Josephson) έναν περιθωριοποιημένο μεσήλικα, που η τοπική κοινωνία θεωρεί παράφρονα μετά την αποκάλυψη ότι κρατούσε έγκλειστη την οικογένειά του για πολλά χρόνια. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας γοητεύεται από την προσωπικότητα του Domenico με τον οποίο ανακαλύπτει πως μοιράζονται κοινές υπαρξιακές ανησυχίες.
«Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη ρωσική νοσταλγία, γι’ αυτή την ψυχική κατάσταση που αποτελεί ιδιομορφία του έθνους μας και επηρεάζει κάθε Ρώσο που βρίσκεται μακριά από την πατρική του γη. Ολόκληρη η ιστορία της ρωσικής μετανάστευσης επιβεβαιώνει την άποψη των δυτικών ότι «οι Ρώσοι είναι κακοί μετανάστες»: είναι πασίγνωστη η τραγική ανικανότητά τους να αφομοιωθούν, οι αδέξιες προσπάθειές τους να υιοθετήσουν ένα νέο ύφος ζωής. Πού να φανταστώ όταν γύριζα τη Νοσταλγία ότι η αποπνικτική αίσθηση νοσταλγίας που κατακλύζει το χώρο αυτής της ταινίας θα γινόταν κλήρος μου για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, ότι από τώρα ώσπου να τελειώσουν οι μέρες μου θα κουβαλώ μέσα μου αυτό το σαράκι.» - Αντρέι Ταρκόφσκι
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι (4 Απριλίου 1932 – 28 Δεκεμβρίου 1986) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της 7ης Τέχνης. Αν και δυστυχώς μας προσέφερε μόλις οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες του, ωστόσο κάθε μία από αυτές αποτέλεσε ειδική αναφορά στην ιστορία όχι μόνο του ρωσικού αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Στη «Νοσταλγία» ο Ταρκόφσκι είναι εμφανής επηρεασμένος από το ψυχόδραμα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο κεντρικός ήρωας, μετά τη συνάντηση με τη νεαρή Eugenia και τον παράφρονα Domenico, οδηγείται προς την ατομική κάθαρση. Αλλά διαβάζοντας προσεκτικά ξανά το βιβλίο του Σουηδού καλλιτέχνη, γίνεται κανείς μάρτυρας του απόλυτου θαυμασμού του για τον Ταρκόφσκι, για τον οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης, αυτός που εφηύρε μια καινούρια γλώσσα, πιστή στη φύση του κινηματογραφικού μέσου, καθώς καταγράφει τη ζωή σαν μια αντανάκλαση, τη ζωή σαν ένα όνειρο.»
Το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι χαρακτηρίζεται από έντονα προσωπικά και μεταφυσικά στοιχεία, με επιρροές από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Αργοί ρυθμοί, εικόνες εξαιρετικής αισθητικής και σταθερά απόμακρα και μακράς διάρκειας πλάνα είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά των ταινιών του.
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι, άλλαξε την κινηματογραφική εμπειρία σμιλεύοντας τον χρόνο και διευρύνοντας την εικόνα με ταινίες -σύμβολα, για την πίστη, την εξορία, αλλά και τη μνήμη. Το έργο του Ταρκόφσκι είναι ανεξίτηλα επηρεασμένο από την παράδοση του σοβιετικού κινηματογράφου, και ιδιαίτερα των κορυφαίων εκφραστών του: Ρομ, Ντοβζένκο και Αϊζενστάιν.
Παράλληλα όμως ο Ταρκόφσκι συνθέτει μια απολύτως προσωπική κινηματογραφική γραφή που κατατάσσει δικαίως τον δημιουργό, ανάμεσα στους κορυφαίους όλων των εποχών. Η μεταφυσική, η πολυσήμαντη φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ζητήματα πίστης και θυσίας, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αποτελούν μερικές από τις βασικές θεματικές που διαπότισαν τη φιλμογραφία του Αντρέι Ταρκόφσκι και καθόρισαν τη διαρκή και εναγώνια προσπάθειά του να συνθέσει την απόλυτη κινηματογραφική εικόνα, μαχόμενος την εξοντωτική ρωσική γραφειοκρατία.
«Ομολογώ πως όταν πρωτοείδα όλο το κινηματογραφημένο υλικό της Νοσταλγίας, ανακάλυψα κατάπληκτος ότι το θέαμα το χαρακτήριζε μια αδιαπέραστη μελαγχολία. Η διάθεση και η πνευματική κατάσταση που είχαν αποτυπωθεί στο υλικό το είχαν κάνει τελείως ομοιογενές. Δεν ήταν στόχος μου να πετύχω κάτι τέτοιο, το συμπτωματικό και μοναδικό φαινόμενο που αντίκριζα σήμαινε ότι, ανεξάρτητα από τις δικές μου συγκεκριμένες θεωρητικές προθέσεις, ο φακός υπάκουε πρώτα και κύρια στην εσωτερική μου κατάσταση ενόσω γύριζα: με είχε τσακίσει ο χωρισμός από την οικογένειά μου και από τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μου, η δουλειά σε εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες, ακόμα και το ότι χρησιμοποιούσα ξένη γλώσσα.» - Αντρέι Ταρκόφσκι
Η Νοσταλγία είναι η πρώτη ταινία του Ταρκόφσκι έξω από τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης. O σκηνοθέτης βρίσκεται στην Ιταλία σε ένα είδος αυτοεξορίας, που ωστόσο δε θεωρεί ακόμη πως θα είναι μακροχρόνια. Είχε ζητήσει να του χορηγηθεί άδεια προσωρινής εργασίας στο εξωτερικό, μετά την επιδείνωση των σχέσεών του με τους ιθύνοντες του σοβιετικού κινηματογράφου.
Η άδεια δόθηκε στον ίδιο, όχι όμως και στην οικογένειά του, που αναγκαστικά μένει στη Ρωσία και θα ζήσει τα επόμενα πέντε χρόνια μακριά του. Η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ξενιτεμένος σκηνοθέτης κατά τα γυρίσματα της Νοσταλγίας αντικατοπτρίζεται έμμεσα στην ψυχή του πρωταγωνιστή της ταινίας.
Το σώμα του καλλιτέχνη βρίσκεται στην Ιταλία, αλλά το μυαλό του χιλιόμετρα μακριά, στη Ρωσία και την οικογένειά του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πρωταγωνιστή μας Αντρέι - που συμπτωματικά (;) το όνομά του είναι ίδιο με εκείνο του σκηνοθέτη. Η Νοσταλγία τον οδηγεί σε μια άρνηση κάθε προσπάθειας να γνωρίσει τη νέα χώρα και να προσεγγίσει την κουλτούρα της.
Τα όμορφα τοπία της, τα πολιτιστικά μνημεία της, του φαίνονται νεκρά. Παραιτείται ακόμη και από την προσπάθεια επικοινωνίας στην ιταλική γλώσσα, παρ’ όλο που τη γνωρίζει σε ικανοποιητικό βαθμό. Νοιώθει πως είναι μάταιη η προσπάθεια να γνωρίσεις έναν ξένο πολιτισμό, αν δεν είσαι κοινωνός της κουλτούρας και σε βάθος γνώστης της ψυχής του λαού που τον δημιούργησε.
Η έλξη που νοιώθει προς αυτόν η νεαρή Eugenia και η προσπάθειά της να τον προσεγγίσει δεν βρίσκουν ανταπόκριση, με αποτέλεσμα η σχέση τους να έρθει σε οριστική ρήξη. Ο πρωταγωνιστής μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο φυσικό νοητό κόσμο της Ιταλίας και στον πνευματικό ιδεατό της Ρωσίας αν και τελικά θα απορρίψει τις εφήμερες σαρκικές συγκινήσεις και απολαύσεις που του προσφέρει η νέα κουλτούρα, την οποία αντιπροσωπεύει η νεαρή διερμηνέας.
Αντιθέτως, η συνάντησή του με τον παράφρονα Domenico τον ιντριγκάρει και επιδιώκει να τον γνωρίσει καλύτερα. Νοιώθει πως μοιράζεται μαζί του υπαρξιακές ανησυχίες που ο υπόλοιπος «πολιτισμένος» κόσμος μοιάζει να αγνοεί. Στη συνάντηση του Andrei με τον Domenico, στο αλλόκοτο σπίτι του δεύτερου, με τα λιμνάζοντα νερά και τους ερειπωμένους χώρους, θα ζητηθεί από τον πρωταγωνιστή να πραγματοποιήσει μια μικρή ιεροτελεστία, να διασχίσει τα λουτρά της Αγίας Αικατερίνης κρατώντας στο χέρι ένα αναμμένο κερί, για λογαριασμό του παράφρονα άντρα.
Ο Domenico ένας πραγματικά αινιγματικός χαρακτήρας, κάτοχος της οικουμενικής αλήθειας, δε διστάζει να μιλήσει ανοιχτά για την παράνοια του σύγχρονου πολιτισμού. Στην πλατεία της Ρώμης, ανεβασμένος στο άγαλμα του Marcus Aurellius, μας θυμίζει αρχαίο τραγωδό, τη στιγμή που απευθύνει έκκληση προς το συγκεντρωμένο πλήθος για επιστροφή στις θεμελιώδεις αρχές. Φτάνει στο σημείο να αυτοπυρποληθεί προσφέροντας, ως άλλος Μεσσίας, τη ζωή του για την εξιλέωση του κόσμου.
Στο τελευταίο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε την εναγώνια προσπάθεια του πρωταγωνιστή να φέρει εις πέρας αυτό που του ανέθεσε ο Domenico να κάνει. Να διασχίσει τα ιαματικά λουτρά κρατώντας στο χέρι του ένα αναμμένο κερί. Η σκηνή είναι η μεγαλύτερη της ταινίας (9 ολόκληρα λεπτά), όπου παρακολουθούμε τις επαναλαμβανόμενες απόπειρες του Andrei, που στέφονται τελικά με επιτυχία.
«Δεν με ενδιέφερε η ανάπτυξη της πλοκής, η αλυσίδα των γεγονότων, από ταινία σε ταινία αισθανόμουν ολοένα λιγότερο την ανάγκη τους. Με ενδιέφερε πάντοτε ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, και για μένα ήταν πολύ φυσικό να κάνω ένα ταξίδι στην ψυχολογία την οποία μου υποδείκνυε η στάση ζωής του ήρωα, στις λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις που θεμελίωναν τον πνευματικό κόσμο. Γνωρίζω καλά ότι από εμπορική άποψη θα ήταν πολύ πιο πλεονεκτικό να κινούμε από μέρος σε μέρος, να δείχνω πλάνα από διάφορες και περίεργες οπτικές γωνίες, να χρησιμοποιώ εξωτικά τοπία και εντυπωσιακούς εσωτερικούς χώρους. Τα εξωτερικά εφέ όμως απλώς απομακρύνουν το στόχο μου από αυτό που θέλω ουσιαστικά να κάνω και τον συσκοτίζουν. Εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος, γιατί κλείνει μέσα του ολόκληρο σύμπαν, για να μπορέσω να εκφράσω την ιδέα, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, δεν υπάρχει λόγος να απλώσω πίσω της έναν πίνακα φορτωμένο συμβάντα.» - Αντρέι Ταρκόφσκι
Η «Νοσταλγία» (Nostalghia / Nostalgia - 1983) του Αντρέι Ταρκόφσκι (Ιταλία, Σοβιετική Ένωση), πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον Μάιο του 1983 στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, όπου και απέσπασε: το Bραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, το Βραβείο FIPRESCI καθώς και το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής. Από την Πέμπτη 30 Ιουνίου, η ταινία κυκλοφορεί στις Κινηματογραφικές Αίθουσες της χώρας, σε διανομή της New Star.
Έτος: 1983 | Xώρα: Ιταλία, Σοβιετική Ένωση | Διάρκεια: 125 λεπτά | Σκηνοθεσία: Andrei Tarkovsky | Σενάριο: Andrei Tarkovsky, Tonino Guerra | Παίζουν: Oleg Yankovskiy, Erland Josephson, Domiziana Giordano