«Ἐπὶ σοί Χαίρει, Κεχαριτωμένη. πᾶσα ἡ κτίσις»
«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων. χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή». «Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».
Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα:
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους.
Ἄμποτε, Παναγiα μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὰ βάσανα». Μὰ ποιὸς ἀπὸ μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι’ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτῶς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: «Σ’ ὅλους τούς δρόμους ποὺ πορεύονται oἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vά σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἀλλοίμονο! οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια.
Γι’ αὐτὸ κι’ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν δὸς μοι τῷ δούλω σου τῷ ταπεινῶ καὶ ἀθλίω».
«Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα, μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε νά μὲ ξαλαφρώσει. Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν, καὶ λέγω: Πρόφτασε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων.
Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα, ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε.
Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του, ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ τῆς σπαθὶ δίκοπο.
Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά, σὰν νάναι καμιὰ φιληνάδα τους, μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά, θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή, μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας, σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, «τὸ χαροποιὸν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερός του ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις».
Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογῆς λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά, τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική: «Ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ, παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν».
Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πὼς ὁ ἀγέρας, τὰ βουνά, oἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τὰ χωριὰ oἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ’ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τόνομά της, τὰ βουνά μας, οἱ κάμποι, τὰ νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της, τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο ὄνομά της. Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «Γιὰ Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες, θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας.
Σήμερα τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας, τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, τὸ κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται..
Ὤ! Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός, ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας! Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα: «Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχᾶς ἡμῶν».
Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».
Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω. Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία, στὸ «Ρόδον τὸ ἀμάραντον», ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἁγίασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο, μὲ τ’ ἀσήμι, μὲ τὸ μάλαμα, μὲ τὸ κηρομάστιχο, μὲ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ νά μπορέσει νά δείξει τὴν ἀγάπη του, τὸ σέβας του, τὴ χαρά του, τὴν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς, θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς»
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καὶ ἐν τῇ θεία δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».
Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τοὺς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή. Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νὰ φοσέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα».
Ἀμὴ ἡ θ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καὶ βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.»
Ἀμὴ ἐκεῖνα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια! Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυρανὸν ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τὸ μέγα ἔλεος».
Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες! Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της, τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της, ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πλὴν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου». Κ’ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο. «Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἂς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος».
Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά, παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας, καὶ πίνουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σένα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε, ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ, στὸ σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πώγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!». Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!
Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι’ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πώχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν oὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν».
Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ’ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ’ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι,ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη.
Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: «Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχὴ του τὴν oὐράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή.
Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πσνεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁπού τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου νά θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ’ ἀσημοχρύσαφα.
Εἶναι μία ἥμερη χαρὰ κ’ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα. μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποῦναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁπού δὲν ἔχει μέσα τῆς καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μία παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια. Μὲ τὴν ὁποία παρηγορὰ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους».
Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες