Παρατηρώ, φίλε μου Βρούτε, πως, μολονότι εμείς οι άνθρωποι, εκτός από σώμα, διαθέτουμε και ψυχή, για τη φροντίδα και τη διατήρηση του σώματος επινοήσαμε μια τέχνη, η οποία μάλιστα, λόγω της χρησιμότητάς της, τιμάται ως εύρημα των αθάνατων θεών, ενώ, αντιθέτως, μέχρι να ανακαλύψουμε την τέχνη που θεραπεύει την ψυχή δεν νιώθαμε και τόσο έντονα την έλλειψή της. Και όταν επιτέλους μάθαμε ότι η τέχνη αυτή υπάρχει, όχι μόνο δεν τη μελετήσαμε σε βάθος, αλλά λίγοι από εμάς την υποδέχτηκαν καλοπροαίρετα - για να μην πω ότι οι περισσότεροι την αντιμετώπισαν με καχυποψία και φθόνο.
Δεν ξέρω λοιπόν τι να υποθέσω γι’ αυτή την αντίφαση. Μήπως οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχή μπορεί να νιώσει την αδιαθεσία και τους πόνους του σώματος, ενώ το σώμα αδυνατεί να αντιληφθεί την ασθένεια της ψυχής;
Εν τοιαύτη περιπτώσει, η ψυχή καλείται να διαγνώσει την ασθένεια της όταν το ίδιο το όργανο της διάγνωσης νοσεί. Βεβαίως, εάν η φύση μάς είχε προικίσει εκ γενετής με την ικανότητα να διαισθανόμαστε και να κατανοούμε τη βαθύτερη ουσία της, και να ζούμε όλη μας τη ζωή υπό την άριστη καθοδήγησή της, δεν θα είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να καταφεύγουμε στις θεωρίες και τα διδάγματα των σοφών. Τώρα όμως η διαίσθησή μας περιορίζεται σε κάποιες ελάχιστες αναλαμπές, που κι αυτές, υπό την καταστροφική επήρεια των κακών έξεων και των εσφαλμένων αντιλήψεων, πολύ σύντομα σβήνουν, με αποτέλεσμα να χάνεται ολότελα το φως της φύσης από τα μάτια μας.
Τα σπέρματα της αρετής υπάρχουν μέσα μας και, αν τα αφήναμε να βλαστήσουν, η ίδια η φύση θα μας έδειχνε τον δρόμο προς την ευτυχία- όμως εμείς, αμέσως μόλις έρθουμε στον κόσμο και μας αναγνωρίσει ο πατέρας μας, πέφτουμε κατευθείαν στα δίχτυα της κακίας και της διεστραμμένης σκέψης, θαρρείς και ρουφάμε το δηλητήριο της πλάνης μαζί με το γάλα της παραμάνας μας.
Κι όταν εκείνη μας παραδώσει στους γονείς μας και στη συνέχεια μας αναλάβουν οι δάσκαλοι, είναι τόσες οι πλάνες που μας μολύνουν, ώστε η αλήθεια δίνει τη θέση της στο ψεύδος, και η σοφία της φύσης υποχωρεί μπροστά στη δύναμη της προκατάληψης.
Ύστερα έρχονται οι ποιητές, οι οποίοι επαγγέλλονται ότι με τη διδασκαλία τους θα μας χαρίσουν ανυπέρβλητη μόρφωση και σοφία. Τους ακούμε λοιπόν, τους διαβάζουμε, τους αποστηθίζουμε, τους επιτρέπουμε να εντυπωθούν βαθιά στη σκέψη μας· αλλά, όταν φτάσει η ώρα για την κοινή γνώμη να παίξει τον ρόλο του μεγάλου δασκάλου και ο όχλος να δώσει το τελειωτικό χτύπημα -ο οποίος, σύσσωμος, ρέπει προς το κακό-, τότε είναι ολοφάνερο πως η μόλυνση προχωρεί σε βάθος και οι σφαλερές αντιλήψεις μάς αποξενώνουν τόσο πολύ από τη φύση, που φτάνουμε στο σημείο να νομίζουμε πως την τελευταία την καταλαβαίνουν καλύτερα όσοι έχουν πιστέψει ότι δεν υπάρχει υψηλότερη φιλοδοξία για τον άνθρωπο, ούτε ευγενέστερη επιδίωξη, ούτε μεγαλύτερη τιμή, από τα δημόσια αξιώματα, την αρχηγία του στρατού και τη λαϊκή αποδοχή.
Από αυτά γοητεύονται οι πιο αξιόλογοι άνθρωποι και, ενώ αναζητούν την αληθινή δόξα -που αυτή και μόνο ψάχνει με όλες της τις δυνάμεις η φύση μας-, ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με το άκρον άωτον της ματαιότητας, και ότι δεν αγωνίζονται για την υπέροχη εικόνα της αρετής αλλά για ένα χλομό φάντασμα της δόξας. Όμως, η αληθινή δόξα δεν είναι οπτασία αλλά κάτι το απτό, που αφήνει το αποτύπωμά του- είναι η ομόφωνη αποδοχή των ενάρετων ανθρώπων, η αδέκαστη ετυμηγορία εκείνων που μετρούν με δίκαια κριτήρια το ύψος της αρετής, η ηχώ που μας μεταφέρει τη φωνή της αρετής. Αυτή τη δόξα δεν την αρνούνται οι ενάρετοι, διότι τις περισσότερες φορές συνοδεύει τις δίκαιες πράξεις.
Ωστόσο, εκείνη η άλλη δόξα, που προσπαθεί να μιμηθεί την αληθινή, είναι προπετής και ασυλλόγιστη, και τις περισσότερες φορές γίνεται σύμβουλος εσφαλμένων επιλογών και κακών πράξεων: αναφέρομαι στη λαϊκή φήμη, η οποία προσπαθεί να παραχαράξει την αληθινή δόξα και να σπιλώσει το κάλλος του προσώπου της με τη δική της ασχήμια. Από αυτή τυφλώνονται οι άνθρωποι, παρά τις όποιες ευγενείς φιλοδοξίες τους, και, επειδή δεν ξέρουν ούτε τι ψάχνουν να βρουν ούτε πού θα το βρουν, άλλοι οδηγούν την πατρίδα τους στο χείλος του γκρεμού κι άλλοι σκάβουν τον λάκκο τους με τα ίδια τους τα χέρια.
Τουλάχιστον, όσοι αναζητούν το καλό δεν χάνουν τον δρόμο τους επειδή το θέλησαν, αλλά επειδή ακολούθησαν λανθασμένη κατεύθυνση. Τι γίνεται όμως με τους υπόλοιπους; Γι’ αυτούς που παρασύρονται από τη δίψα τους για το κέρδος και από τη φιληδονία τους, και οι ψυχές τους ταράζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απέχουν ελάχιστα από την τρέλα -άλλωστε, αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων που δεν διαθέτουν σοφία-, δεν υπάρχει καμιά θεραπεία; Άραγε, αυτό συμβαίνει επειδή οι ψυχικές ασθένειες είναι λιγότερο επιβλαβείς από τις σωματικές, ή μήπως επειδή οι αρρώστιες του σώματος θεραπεύονται, ενώ οι αρρώστιες της ψυχής δεν έχουν γιατρειά;
Κι όμως, οι ψυχικές ασθένειες είναι και περισσότερες και πιο επικίνδυνες από τις σωματικές. Και μόνο το γεγονός ότι προσβάλλουν την ψυχή και την αναστατώνουν μας κάνει να τις απεχθανόμαστε, και η άρρωστη ψυχή, όπως λέει ο Έννιος, ποτέ δεν βρίσκει ανάπαυση· τίποτε να πετύχει δεν μπορεί, τίποτε να υπομείνει: γιατί δεν την αφήνει ο πόθος.
Θα αφήσω τις υπόλοιπες αρρώστιες κατά μέρος. Από τις ακόλουθες δύο, τη θλίψη και την επιθυμία, υπάρχουν αρρώστιες του σώματος που να είναι χειρότερες; Και πώς μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι το πνεύμα μας δεν μπορεί να θεραπεύσει τον εαυτό του, εφόσον το πνεύμα μας ήταν εκείνο που ανακάλυψε την τέχνη της θεραπείας του σώματος; Εξάλλου, είναι προφανές ότι η θεραπεία του σώματος εξαρτάται κατά πολύ από την ατομική ιδιοσυγκρασία και τη φύση του καθενός, γι’ αυτό και βλέπουμε ότι όλα τα σώματα που υποβάλλονται σε θεραπεία δεν αναρρώνουν αμέσως. Αντιθέτως, οι ψυχές που επιθυμούν να θεραπευτούν και είναι πρόθυμες να υπακούσουν στα παραγγέλματα των σοφών αναμφίβολα θεραπεύονται.
Υπάρχει λοιπόν σίγουρα μια τέχνη που θεραπεύει την ψυχή, και αυτή είναι η φιλοσοφία. Όμως, δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τη βοήθειά της έξω από εμάς, όπως κάνουμε με τις σωματικές ασθένειες· θα πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας για να μπορέσουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι γιατροί του εαυτού μας.
***
Οι Τουσκουλανές Διατριβές είναι ένα έργο που γράφτηκε υπό την επήρεια του πένθους. Πέντε μήνες νωρίτερα, ο Κικέρων είχε χάσει την αγαπημένη του κόρη Τυλλία, η οποία πέθανε λίγο μετά τη γέννα του παιδιού της.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι συζητήσεις της πρώτης ημέρας στο Τούσκουλο έχουν ως θέμα τους τον θάνατο, ούτε ότι αφιερώνεται ένα ολόκληρο βιβλίο στο θέμα της θλίψης. Ο Κικέρων είχε ήδη γράψει ένα κείμενο (τον Παραμυθητικό του) με σκοπό να παρηγορήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν, λοιπόν, προτείνει τη φιλοσοφία ως αντικαταθλιπτικό, θα πρέπει να το θεωρήσουμε δεδομένο ότι μιλάει εκ πείρας.
***
Κικέρων - Το φάρμακο της λύπης.
Τρίτη Τουσκουλανή διατριβή. μετάφραση:
Όλγα Παπακώστα. Ωκεανίδα