Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (23/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (23/50)





Εδάφια 21-25

Εδώ περιέχεται η πλήρης εικόνα της κατάστασης του ανθρώπου κάτω από τον νόμο.


Εδάφιο 21
«Ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται.»
«Και έτσι βρίσκω τούτον τον νόμον, ότι δηλαδή ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλόν, μέσα μου υπάρχει πρόχειρον το κακόν.»

Πάντα τα ίδια δύο χαρακτηριστικά της ηθικής του κατάστασης, επιθυμία για το καλό, αλλά αδυναμία να το πράξη.
«Νόμος», εδώ σημαίνει μια βασική αρχή που κυβερνά την ζωή. Είναι ο οιοσδήποτε κανόνας που επιβάλλεται πάνω στην θέληση, π.χ. νόμος πίστης, νόμος έργων, νόμος πνεύματος, νόμος αμαρτίας κ.λ.π.
Ο Παύλος εδώ συνοψίζει τον τρόπο της ύπαρξης του, απ” την στιγμή που ο νόμος ήλθε να επενεργήση στην εσωτερική του ζωή, και από τον οποίον (τρόπο ύπαρξης) ο νόμος δεν του δίνει κανένα μέσον να ξεφύγη. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης εμφανίζεται με δύο αντίθετα χαρακτηριστικά, την θέληση για το καλό, και στην πράξη, την εκτέλεση του κακού («το κακόν παράκειται», όταν θέλω να κάνω το καλό, το κακό παρουσιάζεται πρώτο).

Εδάφιο 22
«Συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον».
«Αισθάνομαι μεγάλην ευχαρίστησιν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν μου άνθρωπον.»

Οι τελευταίες λέξεις, «κατά τον έσω άνθρωπον», μας θυμίζουν καθαρά ότι είναι μόνο σ” ένα μέρος της ύπαρξης του που θα πρέπει να εφαρμόσωμε ό,τι ο Παύλος λέγει εδώ για τον εαυτόν του.
Δεν θα πρέπει επίσης να ταυτίσωμε τον «εσωτερικό άνθρωπο» με τον «καινό άνθρωπο». Ο Παύλος θέλει να μιλήση εδώ μόνο για εκείνο που ονομάζει, εδάφια 23 και 25, «νουν», το όργανο με το οποίο η ανθρώπινη ψυχή είναι προικισμένη να αντιλαμβάνεται και να διακρίνη το αληθές και το καλό, και να τα ξεχωρίζει από το ψεύτικο και το κακό. Πρόκειται για την ενέργεια της ηθικής συνείδησης, εκείνη την ικανότητα που έχει μέσα της κάτι περισσότερο από έναν θεωρητικό χαρακτήρα, και η οποία στην πράξη δεν εξασκεί εξουσία πάνω στην θέληση, να την αναγκάση να κάνη ό,τι εγκρίνει. Ο εξωτερικός άνθρωπος, η προσωπικότητα που ενεργεί, παραμένει κάτω από την κυριαρχία μιας άλλης δύναμης, που την σύρει στην άλλη πλευρά, εδάφιο 23. Και στο Β” Κορινθίους Δ16 συναντάμε πάλι την αντίθεση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού ανθρώπου, αλλά τροποποιημένη εδώ απ” το κείμενο. Σαν «εσωτερικός άνθρωπος» σ” αυτό το κείμενο, δηλώνεται όλος ο άνθρωπος, θεωρούμενος από ηθικής άποψης, συμπεριλαμβανομένης της θέλησης και του νου. Σαν «εξωτερικός άνθρωπος», ο φυσικός άνθρωπος μόνον.
Έχομε ήδη δείξει, επ” ευκαιρία των χρησιμοποιουμένων εκφράσεων, εδάφιο 16, ότι τίποτα δεν βεβαιώνεται από τον Παύλο εδώ, που να περνά στο ελάχιστο πέραν εκείνου, που ο Ιησούς Χριστός ο Ίδιος αποδίδει στον άνθρωπο τον μη μετεστραμμένον, αλλά που επιθυμεί το καλό, και είναι τοποθετημένος κάτω από την επίδραση του Θείου νόμου, και της προκαταρκτικής χάρης που πάντα τον συνοδεύει, σύγκρινε Ιωάννη Γ21. Ειδικά για τους Εθνικούς, ο Παύλος στο κεφάλαιο Β έχει ήδη αναγνωρίσει, όχι μόνον την ύπαρξη ηθικής συνείδησης, αλλά και την σχετική ευθύτητα με την οποία αυτοί συχνά εφαρμόζουν αυτόν τον Θείο κανόνα (της συνείδησης) στην πρακτική ζωή.

Εδάφιο 23
«Βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσιν μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντα με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσι μου.»
«Αλλά βλέπω άλλον νόμον εις τα μέλη μου, ο οποίος αντιστρατεύεται εις τον νόμον του λογικού μου και με αιχμαλωτίζει δια του νόμου της αμαρτίας που υπάρχει εις τα μέλη μου.»

Τούτο το εδάφιο είναι η ανάπτυξη του 21β: «Το κακόν είναι παρόν δίπλα μου».
Κατά την στιγμή που ο Παύλος αρχίζει ν” ακολουθεί τον νόμο του Θεού, «βλέπει» έναν οπλισμένο αντίπαλο να προχωρά εναντίον του και να του φράζει τον δρόμο. Αυτή είναι η κατά γράμμα έννοια του όρου «ανιστρατεύεσθαι». Τούτος ο εχθρός είναι ένας «νόμος» που κατοικεί στα μέλη του, και αντιτίθεται σε κείνον του Θεού. Ο Παύλος δηλώνει εδώ τα εγωιστικά ένστικτα που είναι προσκολλημένα στα μέλη του σώματος, και τα οποία ζητούν την ικανοποίηση τους μέσω αυτών, σε πείσμα της συγκατάθεσης που ο νους δίνει στον νόμο που εργάζεται να τα αναχαιτίση. Έτσι δύο αντίπαλοι βρίσκονται αντιμέτωποι πρόσωπο προς πρόσωπο, ο νόμος του νου και εκείνος που κατοικεί στα μέλη. Το έπαθλο της μάχης είναι το «εγώ», που και τα δύο ζητούν. Το σύνηθες της δε αποτέλεσμα είναι η κυρίευση του «εγώ» απ” τον δεύτερο, αυτόν που κατοικεί στα μέλη.
Οι λέξεις, «αιχμαλωτίζοντα με εν τω νόμω της αμαρτίας», παρουσιάζει το «εγώ» κατά την στιγμή όταν αιχμαλωτίζεται από τον νόμον των μελών, και έτσι παραδίδεται στην δύναμη της αμαρτίας.
Ο Παύλος ονομάζει τούτον τον αφέντη «νόμο της αμαρτίας που είναι στα μέλη μου». Αυτές οι λέξεις εμφανίζονται με την πρώτη ματιά σαν μια επανάληψη. Αλλά έχουν σαν σκοπό να δείξουν μέσα σ” αυτά τα μέλη, τα οποία αγωνίζονται τόσο πεισματικά ενάντια στον νόμο του νου να του αποσπάσουν βίαια το «εγώ», τον στρατό που έχει εξοπλίσει η αμαρτία να πολεμήση στην υπηρεσία της.
Στα δύο εδάφια 22 και 23, βρίσκομε τελικά ν” αναφέρονται τέσσεροι ειδικοί νόμοι, στους οποίους συνοψίζεται ο γενικός νόμος, ο όλος τρόπος ζωής, δηλαδή, που ανήκει στον φυσικό άνθρωπο. Δύο απ” αυτούς τους νόμους είναι αντικειμενικοί, και επιβάλλονται στην θέληση απ” έξω. Ο ένας είναι ο νόμος του Θεού, ο ηθικός νόμος, γραπτός ή άγραφος (στη συνείδηση). Ο άλλος είναι ο νόμος της αμαρτίας, εκείνο το εγωιστικό ένστικτο, το οποίον βασιλεύει κληρονομικά επάνω στο ανθρώπινο γένος απ” την εποχή της πτώσης του.
Σ” αυτούς τους δύο αντικειμενικούς (εκ των έξω) νόμους, εκεί αντιστοιχούν δύο υποκειμενικοί νόμοι, οι οποίοι είναι, να το πούμε έτσι, οι αντιπρόσωποι των δύο προηγουμένων μέσα στο άτομο: Ο νόμος του νου, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο από την ηθική αίσθηση στον άνθρωπο, που οικειοποιείται τον νόμο του Θεού, κάνοντας τον τον κανόνα ζωής του ατόμου. Απ” το άλλο μέρος είναι ο νόμος των μελών, δια του οποίου το άτομο πέφτει κάτω απ” τον νόμο της αμαρτίας.
Και οι τέσσεροι νόμοι συνδυασμένοι, με πάντα τη νίκη να την κερδίζουν οι δύο τελευταίοι, συνιστούν τον γενικό νόμο της ύπαρξης μας πριν την αναγέννηση, εκείνη την σειρά ζωής που ο Παύλος αναγνωρίζει μέσα του, όταν εξετάζει τον εαυτόν του, (ο «νόμος» του εδαφίου 21).
Ζωγραφίζοντας την εικόνα αυτής της κατάστασης, η ερώτηση που αισθάνεται ο Απόστολος να βαρύνει την καρδιά του, είναι εκείνη της σωτηρίας. Αγωνία τον καταλαμβάνει, σαν να ήταν ακόμη στην φωτιά εκείνης της μάχης. Ξεφωνίζει την κραυγή της απελπισίας, εδάφιο 24, και μετά αμέσως εκείνη της ευχαριστίας, διότι τώρα που γράφει την επιστολή έχει γνωρίσει την απελευθέρωση, εδάφιο 25α. Στην συνέχεια, προχωρά την ανάπτυξη του θέματος του στο δεύτερο μέρος του εδαφίου 25.

Εδάφιο 24
«Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος. Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;».
«Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση από το σώμα τούτο το καταδικασμένον εις θάνατον;»

Η εικόνα του προηγουμένου εδαφίου συνεχίζεται και σ” αυτό. Αυτές οι δύο αναφωνήσεις είναι εκείνες του εσωτερικού ανθρώπου, ο οποίος, αισθανόμενος τον εαυτόν του να οδηγείται αιχμάλωτος στον νόμο της αμαρτίας, βγάζει ένα βογγητό και κραυγάζει για βοήθεια.
Ο όρος «άνθρωπος» τίθεται για να θυμίση σε κάθε αναγνώστη ότι η κατάσταση που περιγράφεται είναι και δική του, τόσο όσο δεν έχει γνωρίσει ακόμα τον ελευθερωτή.
Γιατί άραγε ο Παύλος ονομάζει τον εαυτόν του «ταλαίπωρο», και όχι π.χ. «ένοχο»; Είναι γιατί εδώ το υπό συζήτηση θέμα δεν είναι η καταδίκη που προκύπτει απ” την ενοχή. Τούτο το θέμα ανεπτύχθη στο πρώτο μέρος, κεφάλαια Α-Ε. Η έμφυτη δύναμη του κακού, ενάντια στην οποία εκείνη του νόμου συντρίβεται, είναι μια κληρονομική ασθένεια, μια δυστυχία, η οποία μετατρέπεται σε παράβαση, σε ενοχή, αναλογικά όσο εμείς συγκατατιθέμεθα σ” αυτήν προσωπικά, μη αγωνιζόμενοι ενάντια της με τα κατάλληλα βοηθήματα που διατίθενται στην οικονομία που ζούμε. Έτσι εξηγείται η κραυγή του Αποστόλου, «Ταλαίπωρος».
Το «ρύεσθαι» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του στρατιώτη, που τρέχει στην κραυγή του συντρόφου του, να τον σώση απ” τα χέρια του εχθρού. Ο εχθρός που κρατά δεμένο τον φυλακισμένο ονομάζεται «το σώμα του θανάτου τούτου». Είναι το σώμα σε μια έννοια ανάλογη με εκείνη στην οποία ονομάσθηκε, ΣΤ6, «το σώμα της αμαρτίας». Είναι το σώμα θεωρούμενο σαν το βασικό όργανο, το οποίον χρησιμοποιεί η αμαρτία για να σκλαβώση την ψυχή, και να την οδηγήση σε πνευματικό θάνατο, σε αποξένωση δηλαδή απ” τον Θεό, στην ζωή της αμαρτίας (εδάφιο 5: «Εις το καρποφορήσαι τω θανάτω»). Το σώμα συνεχίζει με τον αναγενημμένο Χριστιανό, αλλά τώρα πλέον είναι ένα όργανο δικαιοσύνης, «να φέρη καρπούς εις τον Θεόν», εδάφιο 4. Σύγκρινε ΣΤ12,13.
Το «τούτου» θα πρέπει να συνδεθή με το «θανάτου»: «Το σώμα αυτού του θανάτου», διότι το σώμα είναι το όργανο αυτής της κατάστασης θανάτου, στην οποίαν είναι βυθισμένη η ψυχή (εδ. 11).
Οπωσδήποτε, εδώ ο Παύλος δεν μιλά σαν αντιπρόσωπος της αναγεννημένης ανθρωπότητας, αλλά στην κατάσταση που ήταν πριν, του μη αναγεννημένου. Ένας αναγεννημένος δεν μπορεί να λέγη αυτά τα λόγια.

Εδάφιο 25
«Ευχαριστώ τω Θεώ δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών. Άρα ουν αυτός εγώ τω μεν νοϊ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας.»
«Ευχαριστώ τον Θεόν, δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Άρα λοιπόν εγώ ο ίδιος με τον νουν μου δουλεύω εις τον νόμον του Θεού, αλλά με την σάρκα μου εις τον νόμον της αμαρτίας»

Η ευχαριστία δίνεται για την απελευθέρωση, της οποίας ο Ιησούς Χριστός ήταν το όργανο.
Το ειδικό χαρακτηριστικό στην απελευθέρωση, για την οποία σκέφτεται εδώ ο Παύλος, δεν είναι η συγνώμη των αμαρτιών μέσω του αίματος του Χριστού, αλλά η νίκη πάνω στην αμαρτία μέσω του Χριστού σταυρωμένου και αναστημένου, που μεταδίδεται δια του Αγίου Πνεύματος στην πίστη.
Μετά την διακοπή της περιγραφής της κατάστασης δυστυχίας, που προηγείται της πίστης, ο Παύλος επιστρέφει στο θέμα του, στο δεύτερο μέρος του εδαφίου 25, που είναι ένα είδος περίληψης του όλου χωρίου, εδάφια 14-23.
«Αυτός εγώ»: Εγώ στο ό,τι είμαι μέσω του Χριστού (εδ. 24), ή εν Χριστώ (Η1).
«Νους»: Εδώ δηλώνει, όπως στο εδάφιο 22, εκείνο το όργανο της ανθρωπίνης ψυχής, δια του οποίου αυτή θεάται και διακρίνει το καλό, και δίνει σ” αυτό την συγκατάθεση της. Εάν αυτό το όργανο δεν υφίστατο στον φυσικό άνθρωπο, αυτός δεν θα ήταν πλέον ηθικά υπεύθυνος, οπότε και η καταδίκη του δεν θα μπορούσε να σταθεί.
«Δουλεύω νόμω Θεού». Τούτα τα λόγια φαίνονται κάπως υπερβολικά. Αλλά σύγκρινε Ζ6: «Δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος», και Φιλιππισίους Γ6: «Όσο για την δικαιοσύνη του νόμου άμεμπτος». Δεν μπορούμε να παραβλέψωμε μια διαβάθμιση από το «οίδαμεν» («γνωρίζομεν»), εδάφιο 14, στο «σύμφημι» («συμφωνώ»), εδάφιο 16. Απ” αυτόν τον όρο, στο «συνήδομαι» («αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση»), εδάφιο 22. Και τέλος απ” αυτόν τον τελευταίο, στο «υπηρετώ», εδάφιο 25. Έτσι ο Παύλος περνά από την γνώση του νόμου στην αποδοχή, από κει στην χαρούμενη επιδοκιμασία, και τέλος στην ειλικρινή προσπάθεια να τον θέση σε εφαρμογή. Τονίζει λοιπόν με έμφαση, περισσότερο και περισσότερο, την σχέση συμπάθειας μεταξύ της εσωτέρας του ύπαρξης και του Θείου νόμου.
Καθώς η πρώτη απ” τις δύο αντίθετες προτάσεις συνοψίζει την μία άποψη της σχέσης του προς τον νόμο, εδάφια 14-23, (την καλή προδιάθεση του νου), η δεύτερη συνοψίζει την αντίθετη άποψη, την νίκη που κερδίζεται από την σάρκα στην πρακτική ζωή. Και εκεί θα μένανε τα πράγματα, εάν ο άνθρωπος δεν έπαιρνε απάντηση στην κραυγή της απελπισίας του, εδάφιο 24.
Εδώ θα πρέπει να προσθέσωμε ότι, συχνά συμβαίνει ο πιστός να μην βρίσκει στο Ευαγγέλιο παρά έναν νόμο, και ένα νόμο πιο επαχθή, πιο καταπιεστικό ακόμα και από εκείνον του Σινά. Οι απαιτήσεις του σταυρού πηγαίνουν πολύ πιο βαθειά από εκείνες του Ισραηλιτικού νόμου. Εισδύουν, όπως λέγει στο Εβραίους Δ12, «βαθειά μέχρι χωρισμού ψυχής και πνεύματος, αρθρώσεων και μυελών…». Τούτο συμβαίνει ευθύς ως ο Χριστιανός αφήσει τον δεσμό μεταξύ του Χριστού και της καρδιάς του να χαλαρώση. Τότε βρίσκει τον εαυτόν του αντιμέτωπο με το Ευαγγέλιο, ακριβώς όπως ο Ιουδαίος με τον νόμο. Υποχρεωμένος να φέρη εις πέρας τις εντολές του Χριστού και των Αποστόλων Του, με την δική του δύναμη, μια και ο Χριστός δεν ζει πλέον μέσα του, δεν εκπλήσσει ότι θα δοκιμάση τις ίδιες και πιο οδυνηρές εμπειρίες απ” ότι ο Ιουδαίος κάτω από τον ζυγό του δεκαλόγου.
Η πίστη στον Χριστό συχνά νομίζεται ότι είναι ένα γεγονός επιτελεσμένο μια για πάντα, και η οποία θα έπρεπε αναγκαστικά και φυσικά να φέρει τα αποτελέσματα της, καθώς το δένδρο παράγει τα φρούτα του. Όσοι όμως σκέφτονται έτσι, ξεχνούν ότι στην πνευματική περιοχή τίποτα δεν είναι «πραγματοποιημένο» που δεν απαιτείται να «γίνεται συνεχώς», και ό,τι δεν «γίνεται» πάλι σήμερα, θ” αρχίσει αύριο να είναι «σαν να μην έχει γίνει». Έτσι συμβαίνει και με τον δεσμό της ψυχής με τον Χριστό, δια του οποίου έχομε γίνει κλάδοι Του. Αν τον αφήνωμε και χαλαρώνει, και δεν τον ενισχύομε συνεχώς με νέα ενεργητική προσπάθεια, τότε θ” αρχίσει να σπάει με κάθε πράξη απιστίας. Το κλαδί γίνεται άκαρπο, και ο νόμος του Χριστού, απ” το άλλο μέρος, να επιμένει για καρποφορία (Ιωάννης ΙΕ). Και έτσι ξαναρχίζει η εμπειρία του Ιουδαίου κάτω από τον νόμο.
Τελειώνοντας τούτη την ανάπτυξη, θα πρέπει πάλι να πούμε ότι εδώ ο Παύλος αναφέρεται στον εαυτόν του, σαν το φυσιολογικό παράδειγμα όμως, του τι θα συμβεί σε κάθε άνθρωπο ο οποίος, σε άγνοια του Χριστού, ή θέλοντας να κάνη χωρίς Αυτόν, θα θελήση να πάρη τον νόμο του Θεού στα σοβαρά. Είναι μόνον σαν τέτοιον που θέλει να παρουσιάση τον εαυτόν του εδώ. Δεν τον ενδιαφέρει να γράψει τις προσωπικές του εμπειρίες, παρά μόνον σαν αντιπροσωπευτικός τύπος.
Και οπωσδήποτε, δεν μιλά εδώ σαν φυσικός άνθρωπος στην κατάσταση της εθελοντικής άγνοιας και αμαρτίας, ούτε σαν παιδί του Θεού αναγεννημένο, ελευθερωμένο με την χάρη, και εμπνεόμενο απ” το Πνεύμα του Θεού. Μιλά σαν άνθρωπος, που, έχοντας την συνείδηση αφυπνισμένη από τον νόμο, έχει εισέλθει ειλικρινά, με φόβο και τρόμο, αλλά βασιζόμενος στις δικές του δυνάμεις, στην απελπισμένη μάχη ενάντια στο κακό.
Να προσθέσωμε ότι, σαν νόμος που αφυπνίζει την συνείδηση σήμερα, και την καλεί στην μάχη ενάντια στην αμαρτία, είναι ο νόμος στην μορφή του Ευαγγελίου και του παραδείγματος του Χριστού, όταν λαμβάνεται έξω απ” την δικαίωση εν Αυτώ, και τον αγιασμό δι” Αυτού (χωρίς την χάρη, δηλαδή, που περιέχεται μέσα σ” αυτόν τον νόμο).

Pages