Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος απεικονίζει το φαινόμενο τής αθεΐας σε όλη την ποικιλία του. Ο πλούτος των πηγών και η σχετική ελευθερία έκφρασης επιτρέπουν τη μελέτη τής γέννησής της, των εκδηλώσεων και των υποδηλώσεών της, στο πλαίσιο ενός πολιτισμού διαποτισμένου από τη θρησκεία. Μια σύντομη επισκόπηση των κύριων προσωκρατικών θεωριών επιβεβαιώνει την καταφανέστατη κλίση τους προς την αθεΐα.
Κατά το πρώτο μισό τού 4ου αι. π.Χ., ο αξιοσημείωτος πλέον αριθμός των άθεων στην Ελλάδα, προκαλεί ανησυχία. Πάνω σʼ αυτό το ζήτημα, η μαρτυρία τού Πλάτωνα είναι ουσιαστική. Στο βιβλίο Ι΄των Νόμων, ο φιλόσοφος, για πρώτη φορά στην ιστορία, εστιάζει την προσοχη του στο πρόβλημα. Επιβεβαιώνει τη μαζική ύπαρξη άθεων, αναζητεί τα αίτια αυτής τής απιστίας, που τη θεωρεί επικίνδυνη και συνιστά τη λήψη αυστηρών μέτρων για την αντιμετώπιση των άθεων.
Η θεώρηση του Πλάτωνα ως πηγής της αρνητικής γνώμης, που βαρύνει την αθεΐα επί δυο χιλιάδες χρόνια, στηρίζεται σε πολλά σημεία. Η καθοριστική κίνηση, που στιγμάτισε ανεξίτηλα τους άθεους, υπήρξε η σύνδεση τής αθεΐας με την ανηθικότητα. Έκτοτε, η αθεΐα, αδιακρίτως, επισύρει τους χαρακτηρισμούς «χυδαίος», «άξεστος», και αντιπαραβάλλεται προς την ευγενή στάση των ιδεαλιστών, που παραπέμπουν στον αγνό κόσμο των ιδεών, τού πνεύματος.
Ο σοφιστής Πρωταγόρας, περί το 415 π.Χ., συνθέτει την πραγματεία Περί θεών, από την οποία διασώζεται η πρώτη του φράση:
«Ως προς τους θεούς, είναι αδύνατο να γνωρίζω αν υπάρχουν ή όχι ή ποια είναι η μορφή τους. Τα στοιχεία, που εμποδίζουν τη γνώση μου είναι πολλά, όπως η ασάφεια τού ζητήματος και η συντομία τού ανθρώπινου βίου».
Αυτή η κατάφαση τού θρησκευτικού σκεπτικισμού, στοιχειοθέτησε το πρώτο μαρτυρημένο autodafé στην Ιστορία τής Δύσης.
«Εξ αιτίας αυτού τού προοιμίου», αναφέρει ο Διογένης
Λαέρτιος, «διώχθηκε από την Αθήνα και τα βιβλία του παραδόθηκαν στην πυρά στην αγορά, αφού κατʼ απαίτηση τού κήρυκα επιστράφηκαν από τους αγοραστές τους» (Βίοι Φιλοσόφων, 9, 52).
Πλάτων:
Έγκλημα η αθεΐα
Το γεγονός, ότι η αθεΐα αρχίζει να χαρακτηρίζεται ως κάτι κακό, οφείλεται στην εναντίωσή της προς τη δραστηριότητα των μάντεων και των ιερἐων και στο γεγονός, ότι θεωρείτο αντιπατριωτικη στάση. Στις δίκες, τα λανθάνοντα πολιτικά κίνητρα υπήρξαν ουσιώδη. Το αδίκημα τής αθεΐας, επομένως, συνδεόταν με μια απλή συγκυρία. Ο Πλάτων επιδιώκει να την εδραιώσει σε μια θεμελιακή μεταφυσική και ηθική αντίληψη, που θα την καταστήσει από τούδε και στο εξής το κατʼ εξοχήν έγκλημα.
Ο φιλόσοφος αρχίζει με μια διαπίστωση: η αθεΐα είναι διάχυτη. Οι θέσεις της είναι «διεσπαρμένες σε όλους». Μεταξύ των απίστων διακρίνονται τρεις κατηγορίες:
αυτοί που δέν πιστεύουν καθόλου στην ύπαρξη θεών,
αυτοί που πιστεύουν, ότι οι θεοί αδιαφορούν πλήρως για τα ανθρώπινα και αυτοί,
που πιστεύουν, ότι έχουν τη δυνατότητα να παραπλανήσουν τους θεούς με θυσίες και προσευχές και να τους μεταπείσουν.
Το ψήφισμα τού Διοπείθη
(423 π.Χ.),
το οποίο προβλέπει την υποχρεωτική δίωξη όλων, όσων
δέν πιστεύουν στους αναγνωρισμένους από
την πολιτεία θεούς, σηματοδοτεί την έναρξη τού κύκλου των δικαστικών διώξεων για αθεΐα και ασέβεια.
Πρώτο θύμα, ο Αναξαγόρας, ο οποίος κατόπιν μακρών αστρονομικών παρατηρήσεων είχε διατυπώσει τη θεωρία, ότι ο Ήλιος είναι μύδρος διάπυρος ή λίθος διάπυρος, κατά τον Πλάτωνα (Απολογία Σωκράτους, 26 d) και τον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα, VI 7 κ.ε.).
Η θεωρία όμως αυτή ερχόταν σε αντίθεση προς τη θρησκευτική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Ήλιος ήταν θεότητα.
Κατηγορήθηκε για ασέβεια. Το ακριβές περιεχόμενο τής απαγγελθείσας ποινής παραμένει άγνωστο: θάνατος ή εξοστρακισμός, κατά τον Ολυμπιόδωρο, φυλάκιση κατʼ άλλους. Τον έσωσε η παρέμβαση τού Περικλή.
(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, 2, 12-13).
Η αθεΐα για τον Πλάτωνα είναι η πηγή τής ανηθικότητας και τού αντιπατριωτισμού:
«Όποιος αποδίδει στους θεούς μια ύπαρξη σύμφωνη προς ό,τι υπαγορεύουν οι νόμοι ουδέποτε διέπραξε πράξεις ασεβείς, ουδέποτε επέτρεψε στον εαυτό του ένα λόγο αντίθετο προς το νόμο». Γιατί οι άθεοι δεν πιστεύουν στους θεούς; «Θα σου το πω σαφέστερα», απαντά ο Αθήναιος, ο οποίος στους Νόμους είναι ο εκφραστής τής άποψης τού Πλάτωνα: «Φωτιά, νερό, γή, όλα αυτά, λένε, ότι υπάρχουν δυνάμει τής Φύσης και τής Τύχης και τίποτε από αυτά δυνάμει τής Τέχνης.
Από αυτά λοιπόν, που στερούνται παντελώς ψυχής, γεννήθηκαν τα μεταγενέστερα σώματα, δηλαδή η γη, ο ήλιος, ή σελήνη, τα άστρα.
Περιπλανώμενα τυχαία, καθένα χωριστά, εξ αιτίας τής ιδιαίτερης δύναμής του, καθώς συναντώνται, συνδυάζουν καταλλήλως το θερμό με το ψυχρό, το ξηρό με το υγρό, το μαλακό με το σκληρό, και όλες αυτές οι αναγκαίες μείξεις είναι αποτελέσματα τής τυχαίας ένωσης των αντιθέτων. Κατʼ αυτόν τον τρόπο και βάσει αυτής τής ικασίας, δημιουργήθηκε ο ουρανός στο σύνολό του με ό,τι αυτός εμπεριέχει και με τη σειρά τους όλα τα ζώα και τα φυτά, εφʼ όσον από αυτές τις αιτίες προέκυψαν όλες οι εποχές. Όλα αυτά, όμως, δέν οφείλονται ούτε σε ένα νου, όπως διατείνονται, ούτε ακόμη σε μια θεότητα ούτε σε μια τέχνη, αλλά, όπως είπαμε, στη Φύση και την Τύχη».
(Νόμοι, Ι΄, 889).
Αναγνωρίζονται ίσως εδώ οι θεωρίες των φυσικών και ειδικότερα η ατομική θεωρία τού Δημόκριτου. Η αθεΐα, επομένως, ανάγεται σε αίτια διανοητικά: στις επιστημονικές θεωρίες υλιστικού τύπου.
Ωστόσο, τα αίτιά της είναι επίσης ηθικά: οι άθεοι απορρίπτουν τους θεούς εξ αιτίας τής «ανικανότητάς τους να υποτάξουν την ηδονή και τα πάθη τους». Εξ αιτίας τής επιθυμίας τους να αφήσουν ανεξέλεγκτες τις ταπεινές ορέξεις τους, διδάσκουν, ότι τα πάντα επιτρέπονται κατά τις επιταγές τής φύσης κι ότι αυτή μάλιστα συμβαδίζει με την κυριαρχία των ισχυροτέρων. Ο Πλάτων ήδη κραδαίνει το φάσμα τής φυσικής επιλογής και προοικονομεί την περιφήμη ρήση:
«Εάν δέν υπάρχει
θεός, τα πάντα επιτρέπονται». Ο ηθικός νόμος είναι ανίσχυρος εάν δέν εδραιώνεται σε έναν υπερβατικό θεϊκό νόμο, ασύλληπτο, απόλυτο. Η αθεΐα είναι ο καταλύτης, που προκαλεί τήν κοινωνική διάλυση και οι άθεοι διανοούμενοι, οι διαφθορείς τής νεολαίας.
(Νόμοι, Ιʼ, 890).
Έσχατη αποστροφή προς τους άθεους
Ο Πλάτων, λοιπόν, θεωρεί καθήκον του να αντιπαραταχθεί σε μια θεωρία θεμελιωμένη στην ψευδή γνώση και την εγγενή ανηθικότητα. Τα επιβαλλόμενα μέτρα συνίστανται στην πειθώ και την καταστολή. Κατά πρώτον, λοιπόν, χρειάζεται πειθώ. Ο φιλόσοφος αναλαμβάνει αυτή την αποστολή με την έσχατη αποστροφή, διότι τον αγανακτεί η ανάγκη απόδειξης τού αυτονόητου:
«Πώς να μιλήσει κάποιος χωρίς θυμό, για να πει, ότι υπάρχουν θεοί;
Κατʼ ανάγκην, στην πραγματικότητα, υπομένουμε βεβαίως με δυσφορία και αποστρεφόμαστε αυτούς τους ανθρώπους, που μας εξανάγκασαν, που μας εξαναγκάζουν σήμερα να μιλήσουμε, εξ αιτίας τής δικής τους απιστίας σε λόγους, τους οποίους από την τρυφερή τους ηλικία, από την εποχή τού θηλασμού ακόμη, άκουγαν από τις τροφούς τους και από τις μητέρες τους».
(Νόμοι, Ι΄, 887).
Θα νόμιζε κάλλιστα κανείς, ότι ήδη παρακολουθεί τις διαμαρτυρίες ενός ιεροκήρυκα τού 18ου αιώνα!
Ο Κικέρων παραδίδει ένα ανέκδοτο για τον Διαγόρα το Μήλιο, ο οποίος είχε τη φήμη τού ακραιφνούς άθεου:
Στη Σαμοθράκη, ενώ ο Διαγόρας παρατηρούσε τα αναθήματα, που προσέφεραν οι διασωθέντες από ναυάγια ναυτικοί, ρωτήθηκε από ένα φίλο του: «Εσύ, λοιπόν, που νομίζεις, ότι οι θεοί δέν ασχολούνται με τα ανθρώπινα, δέν βλέπεις σε όλες αυτές τις εικόνες πόσοι πολλοί απέφυγαν την ορμή τής καταιγίδας και επέστρεψαν στο λιμάνι σώοι και αβλαβείς, χάρη στις ευχές τους; -Όχι, είπε, γιατί δέν βλέπω πουθενά να έχουν ζωγραφίσει αυτούς, που ναυάγησαν και χάθηκαν στη θάλασσα».
Ο Διαγόρας δέχθηκε σφοδρή κριτική από ορισμένους συντηρητικούς, ενώ άλλοι συγγραφείς δήλωναν, ότι ο αποτροπιασμός για το πρόσωπό του είναι τέτοιος, ώστε προτιμούσαν να μήν μιλούν γι' αυτόν.
Ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος γράφει, ότι τού αποδίδεται ένα έργο σε πεζό λόγο, στο οποίο γελοιοποιούσε τους θεούς, ενώ ο Φιλόδημος στην Περί ευσέβειας πραγματεία του παραπέμπει σε αυτό ως προς το θέμα τής αθεΐας.
Κατηγορήθηκε επίσης, ότι κοινολόγησε τα ελευσίνια μυστήρια και επιχείρησε να μεταπείσει υποψήφιους για μύηση, καθώς κι ότι γελοιοποίησε δημοσία τον Διόνυσο.
Οι ενέργειές του αυτές τού κόστισαν μια καταδίκη σε θάνατο το ίδιο έτος με τον Πρωταγόρα (415 π.Χ.). Μετά τη διαφυγή του, πέθανε στην Αχαΐα.
Οι άθεοι
δέν έχουν ίχνος νοημοσύνης
Οι άθεοι δέν διαθέτουν «ούτε καν μια αξιόλογη αιτία», δέν έχουν «ίχνος νοημοσύνης». Είναι αναξιοπρεπές να πρέπει κάποιος να τους αποδείξει την ύπαρξη των θεών. «Επιβάλλεται, ωστόσο, κάποιος να το τολμήσει! Όχι, δέν επιτρέπεται στην πραγματικότητα να αφήνουμε ομοίους μας να παραφρονούν, άλλοι μεν από λαιμαργία για την ηδονή και άλλοι από θυμό για τους ανθρώπους αυτού τού είδους». (Νόμοι, Ι΄, 888).
Επιχείρηση απόδειξης τής ύπαρξης θεού
Ο Πλάτων, λοιπόν, ήδη παλεύει με αυτό το τεράστιο ζήτημα, γύρω από το οποίο θα συγκρουστούν τα λαμπρότερα πνεύματα τού Δυτικού πολιτισμού έως τις μέρες μας και, αναμφίβολα, για κάποιο διάστημα ακόμα, δηλαδή με την
απόδειξη τής ύπαρξης τού θεού.
Ύστερα από προσπάθειες δύο χιλιάδων χρόνων, ελλείψει αποδεικτικών συμπερασμάτων, η ατέρμονη αυτή αναζήτηση αποδεικνύει τουλάχιστον, ότι η ύπαρξη τού θεού δεν είναι προφανής.
Οι επιφανέστεροι πιστοί διανοούμενοι στην ιστορία των θρησκειών ματαίως αφοσιώθηκαν στην προσπάθεια ν' αποδείξουν με ορθολογικά επιχειρήματα την ύπαρξη τού θεού. Μετά τον Πυθαγόρα, κανείς δεν αρνείται το θεώρημά
του. Μετά τον Πλάτωνα, η αθεΐα επιμένει.
Ο Berrnard Sève, στο La Question philosophique de lʼ existence de Dieu (Παρίσι, 1994), εστιάζει στο θέμα και διερωτάται: «Το ζήτημα τής ύπαρξης τού θεού αναφέρεται άραγε στον πυρήνα τού ανθρώπινου λογικού ή αντιθέτως προδίδει την πιθανή ύπαρξη ενός υπολείμματος παραλόγου μέσα στο ίδιο το λογικό;
Το να ισχυρίζομαι, ότι θεμελιώνω ορθολογικά την ύπαρξη τού θεού, το να στοχάζομαι ορθολογικά τις λανθάνουσες συνέπειες μιας τέτοιας ύπαρξης, σημαίνει άραγε, ότι προχωρώ μέχρι τις εσχατιές τής λογικής μου ή απεναντίας, ότι υποχωρώ σε μορφές παραλόγου, που πάντοτε κατατροπώνονται από τη λογική;» (σελ. 275).
Το ερώτημα βρίσκει την πρώτη εφαρμογή του στον Πλάτωνα, σύμφωνα με τον οποίο είναι ανεπαρκής η επιστράτευση τού επιχειρήματος για τον τελεολογικό και καθολικό χαρακτήρα τής πίστης, όπως αφελώς πιστεύει ο Κλεινίας:
«Είναι εύκολο να αναφέρουμε, ότι στην αρχή υπήρχε η γη, ο ήλιος και όλα τα άστρα. Ακολουθεί η θαυμαστή διάταξη των εποχών, η διαίρεση σε έτη και μηνες. Τέλος, το γεγονός, ότι όλοι οι λαοί, έλληνες και βάρβαροι, πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών».
(Νόμοι, Ιʼ, 886).
Τα θαύματα τής φύσης και ο παγκόσμιος χαρακτήρας τής πίστης: τα επιχειρήματα αυτά θα επαναλαμβάνονται επί μακρόν. Ο Πλάτων ήδη επισημαίνει την ανεπάρκεια έναντι των επιστημόνων, που θα πουν, ότι «τα άστρα είναι μόνο χώμα και πέτρες και είναι ανίκανοι να μεριμνήσουν για τα ανθρώπινα ζητήματα».
Διασώζονται τα ίχνη
ενός μεγάλου αριθμού δικών για ασέβεια και αθεΐα.
Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης, σύγχρονος τού Αναξαγόρα και μαθητής τού Αναξιμένη, περιώνυμος φυσικός, κινδύνευσε μεν, αλλά διασώθηκε. Παραδίδει μια αμιγώς φυσική ερμηνεία τού κόσμου, όπου «τίποτε δέν γεννάται εκ τού μηδενός και τίποτε δέν επιστρέφει σε αυτό». Θεωρεί τις θρησκείες και τους μύθους καθαρές αλληγορίες, ενώ η φημολογούμενη αθεΐα του απέφερε μόνιμους εχθρούς.
Ο φιλόσοφος Στίλπων από τα Μέγαρα, μαθητής τού Διογένη και φίλος τού Θεόδωρου τού Άθεου, αποφεύγει επίσης, εν τέλει, τη δίωξη πραγματευόμενος τα περί θεών ζητήματα μόνον κατ' ιδίαν, όπως παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος στους Βίους Φιλοσοφων: «Στην ερώτηση τού Κράτη αν οι γονυκλισίες και οι προσευχές ευχαριστούν τους θεούς απάντησε: Μη με ρωτάς για τα θέματα αυτά σε δημόσιο δρόμο, ανόητε, περίμενε να μείνουμε μόνοι!».
Ακριβώς την ίδια απάντηση έδωσε ο Βίων σε κάποιον, που τον ρώτησε αν υπάρχουν οι θεοί: «Απομάκρυνε πρώτα το πλήθος, δύστυχε γέροντα». Ο Στίλπων περιγελά μάλιστα, τον ανθρωπομορφισμό των παραδοσιακών θεών με εξαιρετική χάρη.
Η επινόηση τής ψυχής
Η απόδειξη τού Πλάτωνα εδράζεται σε μια ριζικά δυιστική αντίληψη τής πραγματικότητας. Σε ρήξη με τις επικρατούσες μέχρι τότε μονιστικές φιλοσοφίες, προϋποθέτει, ότι εκτός τού υλικού κόσμου υπάρχει ο αμετάβλητος κόσμος των ιδεών, των αρχετύπων, τού θείου, των ψυχών. Με αφετηρία την έννοια τής ατομικής ψυχής, που προηγείται τού σώματος, καταλήγει στην ψυχή τού κόσμου, που είναι ο κόσμος των θεών. Οι θεοί, καλοί και τέλειοι, υπεισέρχονται στις υποθέσεις των ανθρώπων και είναι άτεγκτοι. Το κύρος τής απόδειξης επʼ αυτού είναι μάλλον αδιάφορο. Το ουσιώδες είναι η δήλωση τής διάσπασης τού όντος σε ένα κόσμο πνευματικό και θείο και έναν κόσμο υλικό και ανθρώπινο.
Αυτή η πλατωνική αντίληψη επιδεινώνει σοβαρά την περίπτωση των άθεων, που τώρα πλέον αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να κατηγορηθούν, ότι αρνούνται το ευγενέστερο ήμισυ τής πραγματικότητας και αρκούνται στον απατηλό, εφήμερο, ευμετάβλητο κόσμο των σκιών των σπηλαίων. Ότι είναι «άξεστα» και «χυδαία» πνεύματα, που δέν εξυψώνονται στην ενατένιση των ιδεών.
Μέχρι τότε, η αθεΐα στη χειρότερη περίπτωση κρινόταν ως σφάλμα και απόδειξη αντιπατριωτισμού. Έκτοτε, αποτελεί τεκμήριο όχι μόνο τύφλωσης, αλλά κακοπιστίας και ηθικής ευτέλειας, κάτι επικίνδυνο για τον κοινωνικό και πολιτικό βίο, εφʼ όσον δέν παραδέχεται αξίες απόλυτες στη δημόσια και την ιδιωτικη συμπεριφορά.
Μέχρι τότε, οι πηγές τής ηθικής εντοπίζονταν στον ανθρώπινο κόσμο, που δεν διέφερε ριζικά από τον θεϊκό. Ο διαχωρισμός τους από τον Πλάτωνα και η τοποθέτηση των αμετάβλητων αξιών στο χώρο των θεών καθιστά τους άθεους υπάρξεις ανήθικες, στερημένες απόλυτων προτύπων συμπεριφοράς, υποτασσόμενες μόνο στα πάθη τους. Ο δρόμος για την καταστολή τής αθεΐας, εν ονόματι τής ηθικής και τής αλήθειας, είναι πλέον ελεύθερος. Ο δυισμός τού όντος είναι φορέας τού μανιχαϊσμού τής δράσης: το καλό και το αληθές εναντίον τού κακού και τής πλάνης.
Η Ιερά Εξέταση τού Πλάτωνα
κατά τής «νόσου τής αθεΐας»
Υπό το πρίσμα αυτό, ο Πλάτων προτείνει τη θέσπιση μιας άτεγκτης κατασταλτικής νομοθεσίας κατά τής αθεΐας και τής ασέβειας. Οι πολίτες επιβάλλεται να καταδίδουν όλους τους άθεους, ειδάλλως όποιος επιλέγει τη σιωπή θα θεωρείται και ο ίδιος ασεβής. Οι κυρώσεις θα είναι ανάλογες τής σοβαρότητας τής ασέβειας, αρχής γενομένης από τη σοβαρότερη όλων, τη «νόσο τής αθεΐας», στην οποία διακρίνονται δύο βαθμοί:
υπάρχει ο άθεος, που συμπεριφέρεται ορθά και είναι επικίνδυνος για τις ιδέες του και μόνο,
και ο διεφθαρμένος άθεος, που επιπλέον αποτελεί κακό παράδειγμα:
«Είναι, λοιπόν, δυνατόν κανείς να διαθέτει, παρά το γεγονός, ότι δέν πιστεύει στην ύπαρξη των θεών, ένα χαρακτήρα εκ φύσεως δίκαιο. Μισεί τους κακούς. Η δυσφορία, που τού προκαλεί η αδικία, έχει ως αποτέλεσμα να μή συμβιβάζεται στη διάπραξη παρόμοιων πράξεων, να αποφεύγει εκείνους, που δεν είναι δίκαιοι. Στην περίπτωση όμως ενός άλλου, εάν η πεποίθησή του, ότι τα πάντα είναι κενά θεών προστίθεται στην έλλειψη αυτοσυγκράτησης, στις ηδονές και τις λύπες, εάν διαθέτει μνήμη ισχυρή και έντονη διάθεση για μάθηση, τότε αναμφίβολα η νόσος τής αθεΐας είναι μεν κοινή και στους δυο, αλλά, ενώ η νόσος τού πρώτου θα βλάψει ελάχιστα τους υπόλοιπους ανθρώπους, η νόσος τού δεύτερου θα έχει σοβαρότατες συνέπειες». (Νόμοι, Ι΄, 908).
Ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., θεωρείται τυπικό παράδειγμα άπιστου, σε σημείο, που αποκτά την επωνυμία ο Άθεος.
Εκδιώκεται από τη γενέτειρά του κι εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου η ελευθερία τού πνεύματος και τής ηθικής του προκαλούν σκάνδαλο.
«Κατεδάφισε με ποικίλες απόψεις τις απόψεις των ελλήνων για τους θεούς» και δεδομένου, ότι η άρνησή του δέν περιοριζόταν μόνον στους παραδοσιακούς θεούς φαίνεται, ότι μάλλον ήταν αντάξιος της επωνυμίας του.
Επί Δημητρίου τού Φαληρέα (317-307 π.Χ.), ο Θεόδωρος ο Άθεος δικάστηκε ενώπιον τού Αρείου Πάγου και αναμφίβολα εξορίστηκε.
Πλύση εγκεφάλου για τους άθεους
Για την πρώτη κατηγορία, τους απλούς άθεους, ο Πλάτων προβλέπει, σε
πρώτο στάδιο, τον εγκλεισμό τους σε πλήρη απομόνωση τουλάχιστον επί πενταετία στο «Σωφρονιστήριον». Στο διάστημα αυτό, παρακολουθούν αναμορφωτικά μαθήματα: «Απαγορεύεται η επαφή τους με τους άλλους πολίτες, πλην εκείνων τού Νυκτερινού Συμβουλίου, που θα έχουν στόχο τη νουθεσία και τη φροντίδα για τη σωτηρία τής ψυχής τους».
Πλάτων:
Εις θάνατον οι αμετανόητοι άθεοι!
Μετά την ολοκλήρωση αυτής της πλύσης εγκεφάλου, εάν μεν ο κρατούμενος δείχνει σημεία επανόδου στη σωφροσύνη, γίνεται «αποδεκτός στην κοινωνία των σωφρόνων», δηλαδή των πιστών. «Στην αντίθετη περίπτωση και εάν δικασθεί για κάτι παρόμοιο και κριθεί ένοχος, η ποινή θα είναι ο θάνατος».
(Νόμοι, Ι΄, 909).
Πλατωνικά
στρατόπεδα συγκέντρωσης
για τους αμετανόητους άθεους
Η δεύτερη κατηγορία, οι διεφθαρμένοι άθεοι, εγκλείονται διά βίου σε ένα δεσμωτήριο εγκατεστημένο σε «τοποθεσία έρημη, όσο το δυνατόν πιο άγρια, τής οποίας η ονομασία θυμίζει, ότι είναι ο τόπος τής τιμωρίας». Στο χώρο αυτό, σε πλήρη απομόνωση, «τρεφόμενος από τους δεσμοφύλακες μόνο με την τροφή, που έχουν συστήσει οι φύλακες τού νόμου», ο άθεος είναι ένας πραγματικός κατάδικος. «Μετά τον θάνατό του, το νεκρό σώμα του παραμένει άταφο και εκβάλλεται εκτός των συνόρων τής πόλης. Σε περίπτωση δε, κατά την οποία ένας ελεύθερος αναμειχθεί σε πιθανό ενταφιασμό του, να καταγγελθεί για το έγκλημα τής ασέβειας, από όποιον πολίτη επιθυμεί να τον μηνύσει» (στο ίδιο).
Ο «θείος Πλάτων», που επινοεί ταυτοχρόνως τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, την Ιερά Εξέταση και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θεωρεί, ότι υπάρχει μόνο μια επίσημη θρησκεία τής Πολιτείας, υποχρεωτική:
«Πρέπει, τέλος,
για όλους ανεξαιρέτως τους ασεβείς, να θεσπισθεί ένας νόμος, τού οποίου αποτέλεσμα θα είναι ο περιορισμός των παραπτωμάτων απέναντι στη θεότητα, λόγω και έργω, από την πλειονότητά τους και, όπως είναι ευνόητο, η αναχαίτιση αυτής τής παρεκτροπής, εφʼ όσον αίρεται το δικαίωμα ένταξης σε οιαδήποτε λατρεία πλην τής σύμφωνης προς τον νόμο».
Σημείωση:
Ο συγγραφέας, Geοrges Minοis,
είναι πανεπιστημιακός καθηγητής ιστορίας
και ιστορικός τής θρησκευτικής συμπεριφοράς.
Είναι επίσης συγγραφέας πολλών έργων
σχετικών με τον Δυτικό πνευματικό πολιτισμό.
Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα
από το βιβλίο του: Η Ιστορία τής Αθεΐας.