«Κάθε άνθρωπος πρέπει να μπορεί να ζει
και να έχει τα μέσα για την συντήρησή του.
Και κυρίως, αν μέσα σε μια κοινότητα
υπάρχει έστω και ένας που δεν τα διαθέτει,
τότε η ασφάλεια όλων κινδυνεύει.»
«Βάσις του Φυσικού Δικαίου» (1796)
Ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (Johann Gottlieb Fichte) γεννήθηκε στο Ραμενάου (Rammenau) της Σαξονίας. Γόνος φτωχής οικογενείας ενός υφαντή με 8 παιδιά, είχε την τύχη να τον αναλάβει ο Βαρόνος του Μίλτιτς (Ernst Haubold von Miltitz), γεγονός που του επέτρεψε να κάνει εξαιρετικές σπουδές στο Λύκειο της Πφόρτα (όπου αργότερα εφοίτησε ο πολύς Νίτσε) και κατόπιν στην θεολογία και στην φιλοσοφία, στα Πανεπιστήμια της Ιένας, της Βυρτεμβέργης και της Λειψίας, (όπου και ανεκάλυψε την κλίση του στnν φιλοσοφία).
Εδίδαξε φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Ιένας, της Καινιξβέργnς και της Κοπεγχάγnς.
Εκείνη την περίοδο της ζωής του, η οποία που ήταν και n πλέον γόνιμη, αντιμετώπισε δριμείες κατηγορίες περί αθεΐας, οι οποίες τον εξανάγκασαν να εγκατασταθεί στο Βερολίνο. Αρχικώς είχε υποστηρίξει την Γαλλική Επανάσταση και τις αλλαγές που αυτή εθέσπισε. Αργότερα, απογοητευμένος από την τροπή της εστράφη προς τον μυστικισμό και πολιτικώς υπεστήριξε την δημιουργία ενός δυνατού αυταρχικού κράτους. Απέθανε από τύφο στο Βερολίνο.
Υπήρξε ιδρυτική μορφή του φιλοσοφικού κινήματος που έμεινε γνωστό ως «Γερμανικός Ιδεαλισμός» και αναπτύχθηκε από τα θεωρητικά και ηθικά κείμενα του Ιμμάνουελ Καντ, του οποίου υπήρξε μαθητής. Ο Φίχτε θεωρείται φιλόσοφος που γεφύρωσε τις ιδέες του Καντ, από τον οποίον άντλησε έμπνευση και του Γερμανού ιδεαλιστή Έγελου / Χέγκελ.
Σχετικά πρόσφατα, ερευνητές και φιλόσοφοι άρχισαν να εκτιμούν τον Φίχτε και ως αφεαυτού σημαντικό φιλόσοφο εξαιτίας των ενοράσεών του για την φύση της «αυτοσυνειδήσεως» ή «αντιλήψεως του εαυτού». Όπως ο Καρτέσιος και ο Καντ πριν από αυτόν, ασχολήθηκε με το πρόβλημα της υποκειμενικότητος και της συνειδήσεως. Ο Φίχτε έγραψε επίσης έργα πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρείται ένας από τους πατέρες του Γερμανικού Εθνικισμού, κυρίως στο ζήτημα του «δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού».
Ο Φίχτε αναγνωρίστηκε χάρη σε ένα ανυπόγραφο δοκίμιό του, «Δοκίμιο Κριτικής Κάθε Αποκαλύψεως», το οποίον αρχικώς απεδόθη στον Καντ. Στην συνέχεια χειραφετήθηκε από την επιρροή του δασκάλου του και επρότεινε έναν απόλυτο ιδεαλισμό, όπου το εγώ δικαιολογεί την ύπαρξη του κόσμου και το νόημά του. Τα σημαντικότερα έργα του εδnμοσιεύθnσαν κατά την περίοδο της θητείας του στο πανεπιστήμιο της Ιένας.
Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, «Περί της Εννοίας της Θεωρίας της Επιστήμης» (1794), «Θεμελίωση
της Γενικής Θεωρίας της Επιστήμης» (1794). «Μαθήματα περί της αποστολής του διανοουμένου» (1794), «Θεμελίωση του Φυσικού Δικαίου» (1796) και το «Σύστημα Ηθικής συμφώνως προς τις Αρχές της Θεωρίας της Επιστήμης» (1798). Αυτή n παραγωγικότατη περίοδος διεκόπη βάναυσα από την κατηγορία περί αθεΐας, όπισθεν της οποίας -κατά την εκτίμηση του ιδίου του φιλοσόφου- απεκρύπτοντο πολιτικές σκοπιμότητες, καθώς κατά το περιβόητο απόφθεγμά του «Τα καρποφόρα δέντρα λιθοβολούνται!». Ολίγον μετά το 1800, την περίοδο της μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής μεταστροφής του, εδημοσίευσε το «Κλειστό Εμπορικό Κράτος», την «Εισαγωγή στην ευτυχισμένη ζωή» (1806), την συλλογή κειμένων «Ο Μακιαβέλι και άλλα Φιλοσοφικά και Πολιτικά Γραπτά» (1807), καθώς και το περιβόητο «Λόγοι προς το Γερμανικόν Έθνος» («Reden an die deutsche Nation» - 1808) στους οποίους εκφράζει έναν διεκδικητικό πατριωτισμό.
Ο Φίχτε ανήκει στη μεγάλη τριάδα του κλασικού γερμανικού ιδεαλισμού μαζί με τον Φρειδερίκο Σέλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling) και τον Γκέοργκ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel). Θεωρείται συνεχιστής του συστήματος του Καντ, το οποίο προσήγγισε από την σκοπιά του απολύτου υποκειμενικού ιδεαλισμού.
Εκείνο που απησχόλησε τον Φίχτε ήταν κυρίως το πρόβλημα της σχέσεως των ιδεών με τα αντικείμενά τους, ένα πρόβλημα γύρω από το οποίο περιεστρέφετο ανέκαθεν n συνεχής διαμάχη του ιδεαλισμού με τον ρεαλισμό. Φιλοδοξία του ήταν να δώσει στην φιλοσοφία με αυτόν τον τρόπο την συστηματική ενότητα που της έλειπε.
Το σημείο στο οποίο ο Φίχτε διαφοροποιείται από τους συγχρόνους του είναι n πίστη του στο «Εγώ» και στην υπεροχή αυτού επί του αντικειμενικού κόσμου.
Επίστευε ότι n επιστημονική έκθεση απαλλάσσει την αλήθεια από το λάθος, αναδεικνύει μόνη την αλήθεια, χωρίς σφάλματα, και μας «καθιστά θεατές της γεννήσεως της αληθείας».
Έθεσε ως πρόβλημα την πρόταση : «το Εγώ τίθεται ως καθορισμένο από το μη-Εγώ» και εξήτασε αν n πρόταση είναι νοητή και υπό ποιες προϋποθέσεις. Συμφώνως προς την θεωρία του, το αντικείμενο είναι εκείνο που πρέπει να παραβληθεί και να προσαρμοστεί στο υποκείμενο και όχι αντιστρόφως. Το Εγώ δημιουργεί και τοποθετεί απέναντί του μία ξένη πραγματικότητα, το μη-Εγώ, ή αλλιώς τον εξωτερικό κόσμο, πραγματικότητα την οποία οφείλει να υποτάξει. Το Εγώ, με άλλα λόγια, αναπτύσσεται στο άπειρο, νικώντας συνέχεια τα εμπόδια που παρουσιάζονται στο πέρασμά του. Η θεωρία του Φίχτε έρχεται σε αντίθεση με το δογματισμό της παλαιός φιλοσοφίας, που χαρακτηρίζεται από την αποδοχή της υπεροχής του εξωτερικού κόσμου επί της ανθρωπίνης υποκειμενικότητος.
«Die Bestimmung des Menschen» -1800
Θα παρατεθεί μικρό ενδεικτικό δείγμα γραφής του, από το έργο του «Ο προορισμός του ανθρώπου» («Die Bestimmung des Menschen» -1800). Στον «Προορισμό του ανθρώπου» περιλαμβάνονται τρία βιβλία, τα οποία περιγράφουν τρεις διαφορετικούς προσανατολισμούς της φιλοσοφικής σκέψεως: η Αμφιβολία, η Γνώση και η Πίστη.
Το πρώτο βιβλίο παρουσιάζει τις θεμελιώδεις παραδοχές του καρτεσιανισμού εν γένει, ο οποίος, εν συνόλω λαμβανόμενος, εισηγείται ένα σύστημα ετεραρχίας, ήτοι υποτέλειας της ανθρωπίνης νοήσεως σε ξένες προς αυτήν αρχές.
Το εναρκτήριο ερώτημα του δευτέρου βιβλίου αφορά στην έννοια του «νοούντος εγώ», το οποίον σε αντιδιαστολή προς την παραπάνω θεώρηση δεν τίθεται ως πράγμα (res cogitans) αλλά ως «πράξη ελευθερίας».
Η φιλοσοφία στην οποία εδράζεται το συνολικό επιχείρημα του δευτέρου βιβλίου είναι ο καντιανός κριτικισμός, ο οποίος συνταυτίζει το Είναι με την παράσταση. Κατά τον Fichte, ο κριτικισμός έχει ως αναγκαία συνέπεια την απώλεια του Είναι και, ως εκ τούτου, οδηγείται στον σκεπτικισμό. Το τρίτο βιβλίο, που φέρει τον τίτλο η Πίστη, αναλαμβάνει, ακριβώς, να καταδείξει ότι το χαμένο Είναι του καντιανού κριτικισμού επανακτάται μόνο στο πλαίσιο της αυτοτελείας της ηθικής πράξεως.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ο συγγραφέας συνομιλεί με τη φιλοσοφία του Καρτεσίου (Descartes), όπως και με του Σπινόζα (Spinoza) και του Λάϊμπνιτς (Leibniz). Αρχικώς εμφανίζεται ένα υποκείμενο, το οποίον θεωρεί ως δεδομένο ένα κοσμοείδωλο. Κατόπιν, το υποκείμενο εγείρει το ερώτημα αν το θεωρητικό οικοδόμημα υπήρξε έργο της δικής του γνωστικής ενασχολήσεως. Η απάντηση είναι αρνητική και έτσι αρχίζει η διαδικασία της αμφιβολίας, ώστε να ανακαλύψει το υποκείμενο την γνώση και να την αποκαταστήσει, να ακυρώσει τις προκαταλήψεις. Στην συνέχεια, το υποκείμενο στοχάζεται σχετικά με τη δημιουργία των εννοιών και την αιτιακή συνάφεια που υπάρχει στη φύση, μια αλυσίδα αιτίων και αιτιατών.
Υπάρχει μια δύναμη που ενοικεί σε κάθε σώμα και την αντιλαμβανόμεθα μόνον από τα αποτελέσματά της. Μόνον μέσω αυτής ημπορούμε να εξηγήσουμε το πώς μεταπηδούμε από μια ποιότητα σε μιαν άλλη. Έπειτα, το υποκείμενο για να καταστήσει σαφές το συνεχές και αδιάσπαστο της φύσεως, χρησιμοποιεί το παράδειγμα με τον κόκκο της άμμου. Κατόπιν, το υποκείμενο αναφέρεται στο φυσικό προορισμό του φυτού, ο οποίος είναι να αναπτύσσεται, ενώ ο προορισμός του ζώου είναι να κινείται και του ανθρώπου να νοεί.
Η νόηση σύμφωνα μ’ αυτά, είναι δημιούργημα της φύσεως και ευρίσκεται εντός αυτής, καθώς γεννάται και αναπτύσσεται συμφώνως προς τους νόμους της. Στην φύση υπάρχει μια αρχέγονη μορφοποιητική δύναμη, μια αρχέγονη κινούσα δύναμη και μια αρχέγονη νοητική δύναμη. Το υποκείμενο είναι η συνένωση αυτών των τριών θεμελιωδών δυνάμεων της φύσεως σε μία δύναμη. Η «ανθρωποποιητική» δύναμη έχει εμποτισθεί από διάφορες εξωτερικές συνθήκες, οι οποίες δεν ημπορούν να προκύψουν δύο φορές, διότι έτσι θα επανελαμβάνετο η ίδια η ολότης της φύσεως. Το υποκείμενο γνωρίζει τον εαυτό του μέσω της εκδηλώσεως της ανθρωποποιητικής δυνάμεως και συμπεραίνει ότι παρ’ όλον που σε πολλές στιγμές της ζωής του νιώθει ελεύθερο, αυτό ισχύει διότι οι στιγμές αυτές δεν είναι παρά εκδηλώσεις της αυτοτελούς δυνάμεως. Η συνείδηση είναι συνεπώς ένα αναγκαίο αποτέλεσμα της φύσεως.
Απανθισματικώς λοιπόν από το κείμενο:
«Πνεύμα: Αναλαμβάνεσαι τα αισθητό αντικείμενα αποκλειστικά ως επακόλουθο ενός προσδιορισμού των εξωτερικών σου αισθήσεων, γνωρίζεις την ύπαρξή τους μόνο μέσω της γνώσεως του προσδιορισμού της οράσεως, της αφής κλπ. Η δήλωσή σου “Υπάρχουν αντικείμενα έξω από εμένα” υποστηρίζεται από την πρόταση "Βλέπω, ακούω, αγγίζω. κ.λπ.".
Εγώ: Αυτή είναι η θεώρnσή μου.
Πνεύμα: Πώς λοιπόν ξέρεις ότι βλέπεις, ακούς, αγγίζεις;
Εγώ: Δεν σε καταλαβαίνω. Η ερώτηση σου είναι παράξενη.
Πνεύμα: Θα σε βοηθήσω να την καταλάβεις. Μπορείς να ιδείς την όρασή σου και να αγγίξεις την αφή σου; Ή μήπως διαθέτεις μιαν ιδιαίτερη, ανώτερη αίσθηση μέσω της οποίας αντιλαμβάνεσαι τις εξωτερικές σου αισθήσεις και τους προσδιορισμούς τους;
Εγώ: Καθόλου. Το ότι βλέπω και αγγίζω και το τι βλέπω και αγγίζω το γνωρίζω με άμεσο και απλό τρόπο. Το γνωρίζω, επειδή απλώς συμβαίνει. χωρίς την μεσολάβηση κάποιας άλλης αισθήσεως. Γι' αυτό ακριβώς η ερώτησή σου μου φάνηκε παράξενη επειδή φάνηκε να θέτει αυτή την αμεσότητα της σuνεiδησης υπό αμφισβήτηση».
«Ο Προορισμός του Ανθρώπου»
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ficthe «Ο προορισμός του ανθρώπου», ο συγγραφέας συνομιλεί με τη φιλοσοφία του Descartes, όπως και με το Spinoza και το Leibniz. Αρχικά εμφανίζεται ένα υποκείμενο, το οποίο θεωρεί ως δεδομένο ένα κοσμοείδωλο. Κατόπιν, το υποκείμενο εγείρει το ερώτημα αν το θεωρητικό οικοδόμημα υπήρξε έργο της δικής του γνωστικής ενασχόλησης. Η απάντηση είναι αρνητική και έτσι αρχίζει η διαδικασία της αμφιβολίας, ώστε να ανακαλύψει το υποκείμενο τη γνώση και να την αποκαταστήσει, να ακυρώσει τις προκαταλήψεις.
Στη συνέχεια, το υποκείμενο στοχάζεται σχετικά με τη δημιουργία των εννοιών και την αιτιακή συνάφεια που υπάρχει στη φύση, μια αλυσίδα αιτίων και αιτιατών. Η κίνηση προς τις αιτίες ονομάζεται άνοδος, ενώ προς τα αιτιατά κάθοδος. Υπάρχουν αυστηροί νόμοι που ρυθμίζουν τη σειρά αυτή.
Προσπαθώντας να συλλάβει τη φύση το υποκείμενο, διαπιστώνει ότι αυτή συνεχώς μεταμορφώνεται και ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση όλων των ορίσεων της φύσης. Το υποκείμενο συνεχίζει προϋποθέτοντας την ύπαρξη του ‘είναι’ πίσω από το ‘γίγνεσθαι’, προχωρά στη διαπίστωση πως υπάρχουν ποιότητες και περνά στην έννοια της δύναμης.
Υπάρχει μια δύναμη που ενοικεί σε κάθε σώμα και την αντιλαμβανόμαστε μόνο από τα αποτελέσματά της. Μόνο μέσω αυτής μπορούμε να εξηγήσουμε το πώς μεταπηδούμε από μια ποιότητα σε μια άλλη. Έπειτα, το υποκείμενο για να καταστήσει σαφές το συνεχές και αδιάσπαστο της φύσης, χρησιμοποιεί το παράδειγμα με τον κόκκο της άμμου.
Κατόπιν, το υποκείμενο αναφέρεται στο φυσικό προορισμό του φυτού, ο οποίος είναι να αναπτύσσεται, ενώ ο προορισμός του ζώου είναι να κινείται και του ανθρώπου να νοεί. Η νόηση σύμφωνα μ’ αυτά, είναι δημιούργημα της φύσης και βρίσκεται μέσα της, καθώς γεννιέται και αναπτύσσεται σύμφωνα με τους νόμους της. Στη φύση υπάρχει μια αρχέγονη μορφοποιητική δύναμη, μια αρχέγονη κινούσα δύναμη και μια αρχέγονη νοητική δύναμη.
Το υποκείμενο είναι η συνένωση αυτών των τριών θεμελιωδών δυνάμεων της φύσης σε μία δύναμη. Η ανθρωποποιητική δύναμη έχει εμποτιστεί από διάφορες εξωτερικές συνθήκες, που δεν μπορούν να προκύψουν δύο φορές, γιατί έτσι θα επαναλαμβανόταν η ίδια η ολότητα της φύσης. Το υποκείμενο γνωρίζει τον εαυτό του μέσω της εκδήλωσης της ανθρωποποιητικής δύναμης και συμπεραίνει ότι παρ’ όλο που σε πολλές στιγμές της ζωής του νιώθει ελεύθερο, αυτό ισχύει γιατί οι στιγμές αυτές δεν είναι παρά εκδηλώσεις της αυτοτελούς δύναμης.
Η συνείδηση είναι ένα αναγκαίο αποτέλεσμα της φύσης. Εάν το υποκείμενο εξετάζει τη φύση υλιστικά, τότε η φύση είναι το απλό ‘είναι’. Στην οργανωμένη όμως ύλη η φύση επιστρέφει στον εαυτό της για να επιδράσει εσωτερικά. Το ‘είναι’ που υπάρχει στο υποκείμενο γνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό, γνωρίζει ότι είναι μέρος της φύσης. Έτσι γνωρίζει πως οι δυνάμεις που βρίσκονται μέσα του είναι εκδηλώσεις των δυνάμεων και αποτελούν ένα μέρος των δυνάμεων που βρίσκονται στη φύση. Συνεπώς, και το ‘είναι’ που βρίσκεται εντός του υποκειμένου είναι ένα μέρος του ‘είναι’ που υπάρχει εκτός του υποκειμένου.
Άρα, το συνολικό ‘είναι’ πρέπει να βρίσκεται εκτός του υποκειμένου. Η νοούσα φύση συμπεραίνει και υπολογίζει. Το νοούν υποκείμενο γνωρίζει τον περιορισμό του, επειδή ακριβώς γνωρίζει ότι υπάρχει μέσω αυτού του περιορισμού και ότι μόνο αυτός ο περιορισμός ανήκει πραγματικά στο υποκείμενο. Στη συνέχεια, ο Fichteκαι με τονικρουλητικνστ καταλήγει ότι αφενός η νόηση εντός μας παράγει διανοήματα ως ατομική όριση της φύσης και αφετέρου συλλέγει τα διανοήματα του υπόλοιπου συνόλου της φύσης.
Η αφθονία των προσδιορισμών οδηγεί τη νόηση στο συμπέρασμα ότι ο καθένας είναι το προϊόν του προσδιορισμού που δέχτηκε ο εαυτός του. Το επόμενο βήμα οδηγεί σε μια έννοια βούλησης, η οποία συλλαμβάνεται ως η άμεση συνείδηση της δραστικότητας της εσωτερικής δύναμης. Όλα εξηγούνται από την αλληλοσυσχέτιση των δυνάμεων.
Η κακία, η αμοιβή, η τιμωρία κ.λπ. αποκόπτονται από την έννοια της ελευθερίας και της ευθύνης και εξηγούνται ως αλληλεπιδράσεις δυνάμεων. Το στοχαζόμενο υποκείμενο έτσι ορίζει ως αναποφάσιστο τον αγώνα των αντικρουόμενων δυνάμεων και ως βουλητική απόφαση συλλαμβάνει την επικράτηση της μιας δύναμης επί των άλλων.