Άνοιξε τα μάτια της. ‘Ένιωσε ότι κοιμόταν ώρες ατελείωτες.
Κοίταξε το ρολόι στο κινητό της. 4.30 π.μ.
Χαμογέλασε!
Πώς με τρείς μόλις ώρες ύπνου, εκείνη είχε την εντύπωση ότι κοιμάται ένα δεκάωρο, είναι κάτι που δεν θα μπορέσει να εξηγήσει ποτέ.
Διψούσε.
Σηκώθηκε μέσα στο σκοτάδι, άναψε το μικρό φωτάκι του διαδρόμου και πήγε στη κουζίνα να πιει νερό.
Γέμισε ένα μεγάλο ποτήρι και το ήπιε όλο, μονορούφι, με τέτοια λαχτάρα, σαν να ΄χε να πιει νερό μέρες. Το γέμισε ξανά και κάθισε σταυροπόδι πάνω στην καρέκλα κοιτώντας τη νύχτα της πόλης από τη μεγάλη τζαμαρία της κουζίνας.
Αυτή τη φορά ήπιε το νερό πιο αργά. Έτσι κι αλλιώς θυμήθηκε ότι αυτό το νερό δεν την ξεδιψά. Αποτελεί απλά ένα απαραίτητο στοιχείο ζωής.
Κι εκείνη διψούσε, διψούσε για την ίδια τη ζωή.
Αναλογίστηκε τα χρόνια που είχαν περάσει και ένιωθε ότι ποτέ της δεν είχε καταφέρει να βρει εκείνη την πηγή που κάποτε σαν έφηβη είχε ονειρευτεί.
Θυμάται είχε ξυπνήσει τόσο χορτασμένη από νερό που ένιωθε ότι δεν μπορούσε να το συγκρατήσει το σώμα της, το μυαλό της, η ύπαρξή της.
Ήταν θυμάται μια όμορφη πηγή. Κάπου μέσα σ΄ ένα δάσος παραδεισένιο. Γεμάτο από χιλιάδες είδη δέντρων, φυτών, λουλουδιών, με όλες τις αποχρώσεις κάθε χρώματος επάνω τους, και τα μονοπάτια του καθαρά, στρωμένα και ευκολοπερπάτητα . Γύριζε το βλέμμα της από δω και από κει και έβλεπε εκεί όλο τον κόσμο, εικόνες από παντού, μπερδεμένες μέσα στις φυλλωσιές και τα κλαδιά, ζωγραφισμένες στα βράχια, και στου κορμούς. Όλος κόσμος σε μια όμορφη βόλτα, δροσερή, με μοιρασμένο τον ήλιο και τη σκιά. Και εκεί σ΄ ένα ξέφωτο πλημμυρισμένο από πουλιά, υπήρχε η πηγή με τον ήχο του νερού να καλύπτει τα φτερουγίσματα και τα κελαηδίσματα τους, νερό πολύ, απόλυτα δροσερό, χορταστικό. Έσκυψε το κορίτσι και ήπιε, ήπιε πολύ, όσο νερό δεν είχε ξαναπιεί ποτέ στη ζωή της, να χορτάσει, να μη ξαναδιψάσει και έδωσε μέσα στο όνειρο εκείνο, λίγο πριν αποχαιρετήσει την πηγή και ανοίξει τα μάτια της, μια υπόσχεση: να ξαναπάει στη πηγή, να τη βρει και πάλι.
Από το τότε ψάχνει εκείνη την πηγή. Αλλά δεν την έχει βρει ακόμα και έχει βάσιμες υποψίες ότι δεν θα τη βρει ποτέ.
Κάποτε βέβαια ένα σοφός άνθρωπος, ένας γεροντάκος που συνάντησε σ΄ ένα χωριό που βρέθηκε τυχαία να συναντήσει μια φίλη που ήρθε από τα ξένα, της είπε ότι άδικα την ψάχνει εκεί έξω.
Της είπε να αλλάξει χάρτες, να αλλάξει διαδρομές. Έχει πάρει λάθος πορεία.
Θα πρέπει να αναζητήσει εκείνη την πηγή του ονείρου της κάπου πολύ κοντά της, αλλά ταυτόχρονα και πολύ μακριά της. Σ ΄ένα τόπο που είναι γνώριμος, αλλά στην ουσία παντελώς άγνωστος.
«Πού είναι αυτό ο τόπος» τον είχε ρωτήσει;
Εκείνος χαμογέλασε, και της είπε απλά, με μια λέξη: «Στην ψυχή σου».
Κι ύστερα γύρισε την πλάτη του και συνέχισε τον περίπατό του. Κι εκείνη έμεινε, άφωνη, να τον κοιτά να απομακρύνεται γιατί δεν είχε χάρτη για την ψυχή της, δεν ήξερα καν που βρίσκεται, σε ποια πέρατα του κόσμου να κοιτάξει, σε ποιο σημείο του ορίζοντα να στραφεί.
Θα προτιμούσε να τη στείλει στην Κίνα, σε ένα μακρινό νησί στη μέση του πουθενά, να της πει… εκεί είναι η πηγή σου, πήγαινε…
Θα έβρισκε τρόπο. Θα πουλούσε τα πάντα και θα πήγαινε.
Μα τώρα… στην ψυχή της; Που την έστελνε; Που θα την πήγαινε αυτό το ταξίδι; Πώς θα έφτανε εκεί; Από που θα ξεκινούσε;
Και να τώρα εδώ, μόνη της, μπροστά σε μια τζαμαρία να κοιτά τα φωτάκια της πόλης που κοιμάται, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα του χειμώνα και να νιώθει να διψά. Να πνίγεται από λαχτάρα να χορτάσει την δίψα της. Και να σκέφτεται ότι ποτέ δεν θα τολμήσει τελικά να ταξιδέψει μέσα της για να τη βρει και θα πεθάνει κάποτε και θα μείνει αιώνια διψασμένη.
Τη φοβόταν την ψυχή της.
Δεν ήθελε να την πλησιάσει.
Δεν ήξερε τι τέρατα και δράκους θα έβρισκε εκεί μέσα.
Δεν ήξερε πώς να διαπεράσει την ομίχλη που την σκίαζε.
Την φανταζόταν ένα τόπο μικρό αλλά τόσο πολύ γεμάτο. Τόσο πολύ πυκνοκατοικημένο από σκιές, από εμπόδια, από γνώμες άπειρες, από σκέψεις που είχαν πάρει τη μορφή θεριών. Ένας τόπος κατοικημένος από τα καταπιεσμένα «θέλω» της, δεμένα με αλυσίδες και με φύλακες τα «πρέπει» της.
Ένας άγριος κόσμος, σκοτεινός και βαθύς, χωρίς ήλιο, χωρίς φως.
Πώς θα έφτανε εκεί κάτω; Και πώς η πηγή του παραδεισένιου γεμάτου ζωή δάσους της βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι, τη θλίψη και την καταχνιά;
Και πως κατάφερε η ψυχούλα της να έχει μετατραπεί σε τόσο απρόσιτο, σε τόσο τρομακτικό μέρος;
Το βλέμμα της χάθηκε μέσα στα πολύχρωμα φωτάκια και πέρα στην ανατολή άρχισε να αχνοφέγγει μια λεπτή φωτεινή γραμμή.
Έσκυψε ταπεινωμένη το κεφάλι της, ήπιε βιαστικά το υπόλοιπο νερό του ποτηριού και πήγε για ύπνο.
Δειλή!