Κατ’ αυτόν λοιπόν το χρόνο ο Αλαμούνδαρος ο Σικίτης ανέλαβε το αξίωμα του βασιλέως των Σαρακηνών που ευρίσκονταν υπό την εξουσία των Περσών. Αυτός εισέβαλε στην Αραβία και Παλαιστίνη με πολύ θυμό εναντίον των Ρωμαίων, λεηλατώντας τα πάντα και εξανδραποδίζοντας πολλές μυριάδες Ρωμαίων και διαπράττοντας πολλές αθέμιτες ενέργειες μετά την άλωση της Αμίδης.
Όταν λοιπόν διασπάρηκε σ’ αυτήν την έρημο το πλήθος των βαρβάρων και τεταγμένοι να φυλαρχούν και να φυλάττουν την έρημο, διαμήνυσαν στα μοναστήρια να ασφαλιστούν για την έφοδο των βαρβάρων, οι πατέρες της Μεγίστης Λαύρας εδήλωσαν στον τιμιώτατο πατέρα να φύγει από τη διαμονή στο Ρουβά και ν’ ανεβεί στη Λαύρα και να ησυχάσει στο κελλί του. Ο θεσπέσιος Ιωάννης, αφού γεύθηκε αυτή τη θεία γλυκύτητα διά της ησυχίας, ευχαρίστως παρέμενε και δεν ανεχόταν ν’ απομακρυνθεί, σκεπτόμενος και λέγοντας μέσα του αυτά:
«Αν δεν με φροντίζει ο Θεός, γιατί να ζω»;
Κι έτσι, έχοντας τον Ύψιστο καταφυγή του έμεινε ανενόχλητος. Ο Θεός, που πάντοτε φροντίζει για τους δούλους του, παράγγειλε στους αγγέλους του να φυλάξουν σύμφωνα με τη Γραφή τον όσιό του και θέλοντας να τον διαβεβαιώσει, επειδή δειλίασε λίγο, απέστειλε ένα παμμεγέθη και φοβερώτατο λέοντα να τον φυλάττει μέρα και νύκτα από την επιβουλή των αλιτηρίων βαρβάρων. Βέβαια, όταν είδε τον λέοντα την πρώτη νύκτα, δειλίασε κάπως, όπως μου διηγήθηκε ο ίδιος. Όταν όμως παρατήρησε ότι ο λέοντας τον ακολουθούσε νύκτα μέρα, ήταν αναπόσπαστος άπ’ αυτόν και αμυνόταν εναντίον των βαρβάρων, ανέπεμψε στον Θεό ευχαριστήριες ωδές «που δεν αφήνει τη ράβδο των αμαρτωλών στην κληρονομιά των δικαίων»[22].
Ο μακάριος πατέρας μας Σάββας λοιπόν, όταν ήλθε από τη Νικόπολη και σύστησε τη Νέα Λαύρα και έπειτα ήλθε στην οικοδομή του Σπηλαίου, όπως έχει λεχθεί, έλαβε υπόμνηση της οπτασίας που έγινε προς αυτόν κάποτε περί του οσίου Ιωάννη, επήγε προς αυτόν στον Ρουβά και του λέγει: «Να, ο Θεός σε φύλαξε από την επιδρομή των βαρβάρων και σε ασφάλισε, στέλλοντάς σου έναν αισθητό φύλακα˙ αλλά σήκω και κάμε τώρα και συ το ανθρώπινο και φύγε όπως οι πατέρες, για να μη σου θεωρηθεί υπεροψία».
Αφού απηύθυνε και πολλές άλλες παραινέσεις, τον ανέβασε στη Μεγίστη Λαύρα κατά την δευτέρα Ινδικτιώνα [23] και τον έκλεισε σε κελλί, στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας του, χωρίς να γνωρίζει κανένας άλλος από τη συνοδεία ότι είναι επίσκοπος.
Αφού επέρασε πολύς καιρός οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός, ώστε να φανερωθεί ο κρυμμένος θησαυρός του Ιωάννη με αυτόν τον τρόπο:
Κάποιος άνδρας καταγόμενος από τη χώρα των Ασιατών και ονομαζόμενος Αιθέριος, τιμημένος με την αρχιερωσύνη και πολιτευόμενος αντάξια σ’ αυτήν, ήλθε στα Ιεροσόλυμα. Αφού επροσκύνησε τους σεβάσμιους τόπους με το ζωοποιό ξύλο του Σταυρού και εμοίρασε πολλά χρήματα στους φτωχούς και τα μοναστήρια, έβγηκε από την Αγία Πόλη επειγόμενος να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ανέβηκε σε πλοίο και αφού ανοίχθηκε στο πέλαγος, επέστρεψε εξ αιτίας αντιθέτου ανέμου με πολύ κίνδυνο στην Ασκάλωνα. Όταν μετά δύο ημέρες θέλησε πάλι να εκπλεύσει του φανερώνεται στο όνειρο άγγελος Κυρίου λέγοντας του: «Αντενδείκνυται να αποπλεύσεις, αν δεν επιστρέψεις στην αγία πόλη και μεταβείς στη Λαύρα του αββά Σάββα, όπου θα συναντήσεις τον αββά Ιωάννη τον ησυχαστή, άνδρα δίκαιο και ενάρετο, επίσκοπο, κάτοχο κοσμικού πλούτου, που από σεβασμό και πόθο προς τον Θεό καταφρόνησε όλα τα αγαθά του βίου και εταπεινώθηκε με την εκούσια ακτημοσύνη και άσκηση».
Τότε λοιπόν ο Αιθέριος, μόλις σηκώθηκε από τον ύπνο και κατανόησε την οπτασία, ήλθε βιαστικά ερωτώντας στη Λαύρα τον αββά Σάββα και, αφού διηγήθηκε στους πατέρες την οπτασία, οδηγήθηκε προς τον Ησυχαστή˙ τον ασπάσθηκε, έμεινε μαζί του δύο ημέρες, άνοιξε πλατειά συζήτηση μαζί του και τον ορκίζει να του διηγηθεί και του φανερώσει αδίστακτα τα δικά του. Και έτσι αναγκάσθηκε να διηγηθεί το γένος και την πατρίδα και την ιερωσύνη. Όταν τα έμαθε αυτά ο Αιθέριος υπερθαύμασε και είπε: «Αληθινά και τώρα κυλίονται άγιοι λίθοι στη γη».
Κι αφού έτσι συνεννοήθηκε με τον δίκαιο, επήγε στον μακαρίτη Σάββα κι εξήγησε σ’ αυτόν και στους πατέρες όλα τα σχετικά με τον θεσπέσιο Ιωάννη, κι από τότε εμαθεύθηκε από τους πατέρες το γένος και η επισκοπή του Ιωάννη.
Το εβδομηκοστό ένατο έτος της ηλικίας του Ιωάννη αυτού, εικοστό τέταρτο από την κάθειρξη του στο κελλί, εκοιμήθη και ύπνωσε ειρηνικά στο κελλί του ο άγιος πατέρας Σάββας, την πέμπτη Δεκεμβρίου της δεκάτης Ινδικτιώνος[24]. Τότε λοιπόν ελυπήθη ο τιμιώτατος αυτός μαργαρίτης Ιωάννης κατά διάνοια, που δεν εβγήκε από το κελλί για να παραστεί στην τελείωση του αγίου πατέρα. Καθώς λοιπόν είχε περιέλθει σε αθυμία και θρηνούσε με δάκρυα τη στέρηση του πατέρα, εμφανίζεται στον ύπνο του ο πατέρας μας Σάββας λέγοντας: «Μη λυπηθείς, πάτερ Ιωάννη, για το θάνατό μου˙ διότι, αν χωρίσθηκα από σένα σαρκικά, κατά το πνεύμα είμαι μαζί».
Όταν αυτός του είπε, «Παρακάλεσε τον Δεσπότη να με πάρει κι εμένα», λέγει ο μακαρίτης Σάββας: «Αυτό δεν μπορεί να γίνει τώρα, διότι πρόκειται να επέλθει μεγάλος πειρασμός στη Λαύρα και ο Θεός θέλει να ευρίσκεσαι στη σάρκα για παραμυθία και στήριγμα των υπερασπιζόμενων και αγωνιζομένων για την πίστη».
Όταν άκουσε αυτά ο θεσπέσιος Ιωάννης έγινε χαρούμενος τινάζοντας από πάνω του την αθυμία για τον πατέρα˙ όμως φρόντιζε για τον πειρασμό που του μήνυσε.
Του γεννήθηκε όμως η επιθυμία να ιδεί πως χωρίζεται η ψυχή από το σώμα και ενώ παρακαλούσε γι’ αυτό τον Θεό, αρπάχθηκε κατά διάνοια στην αγία Βηθλεέμ και βλέπει στο νάρθηκα της εκεί σεβάσμιας εκκλησίας ένα άνδρα ξένο και άγιο ξαπλωμένο να πεθαίνει και την ψυχή του να παραλαμβάνεται από αγγέλους και με θεία υμνωδία και ευωδία ν’ ανεβαίνουν στους ουρανούς. Και ζητούσε να ιδεί με τα μάτια του, αν είναι έτσι˙ σηκώθηκε την ίδια ώρα και έφυγε για την αγία Βηθλεέμ κι ευρήκε ότι εκείνη την ώρα εκδήμησε ο άνθρωπος. Και αφού ασπάσθηκε το άγιο λείψανό του στον ίδιο τον νάρθηκα και το εκήδευσε, το κατέθεσε σε όσιες θήκες κι έπειτα επέστρεψε στο κελλί του.
22. Ψαλμ. 124,3.
23. Η β’ Ινδικτιώνα έπεφτε από 1 Σεπτεμβρίου του 508 έως 21 Αύγουστου του 509. Το πεντηκοστό έκτο έτος του άρχιζε την 8 Ιανουαρίου του 509.
24. Η δεκάτη Ινδικτιώνα έπεφτε από 1 Σεπτεμβρίου του 531 έως 31 Αύγουστου του 532. Όμως ο Σάββας εκοιμήθη την πέμπτη Δεκεμβρίου του 532, δηλαδή την ενάτη Ινδικτιώνα.
***
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Kατά τον τέταρτον χρόνον της βασιλείας Mαρκιανού του ευσεβεστάτου βασιλέως, ήτοι εν έτει υνδ΄[454], εγεννήθη ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Iωάννης ούτος, εν Nικοπόλει της Aρμενίας.
Mαθών δε τα ιερά γράμματα, αφ’ ου οι γονείς του απέθανον, εμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, και έκτισεν ένα Nαόν εις την Yπεραγίαν Θεοτόκον, και ησύχαζεν εις αυτόν ομού με άλλους δέκα Mοναχούς.
Eπειδή λοιπόν έγινε περιβόητος κατά την αρετήν, διά τούτο εχειροτονήθη Eπίσκοπος Kολωνίας1. Aφ’ ου δε εις εννέα χρόνους εσύστησε τα πράγματα της επαρχίας του, και ετελείωσεν, όσα ήτον κατά τον σκοπόν του, διαπερνά το προς τα Iεροσόλυμα μακρόν πέλαγος. Kαι φθάσας εις τους Aγίους Tόπους και προσκυνήσας αυτούς, επήγεν εις την Λαύραν του Aγίου Σάββα.
Όθεν εδέχθη αυτόν ο Άγιος Σάββας, χωρίς να γνωρίση ποίος είναι (ο Θεός γαρ δεν το απεκάλυψεν εις αυτόν). Θέλωντας δε να δοκιμάση την υπακοήν και υπομονήν του, έβαλεν αυτόν εις το ξενοδοχείον: ήτοι εις το νυν λεγόμενον αρχονταρίκιον. Έπειτα έβαλεν αυτόν εις το μαγειρείον.
Eπειδή δε και εις τα δύω αυτά διακονήματα εφάνη ευδόκιμος, διά τούτο επρόσταξεν αυτόν να ησυχάζη εις αναχωρητικόν κελλίον κατά τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, χωρίς να τον βλέπη τινας, και χωρίς να τρώγη, ή να πίνη κανένα φαγητόν, ή πιοτόν. Tην δε Kυριακήν και το Σάββατον, εδιώρισεν αυτόν να πηγαίνη εις τας κοινάς ακολουθίας, διά να συμψάλλη και να συντρώγη μαζί με τους άλλους αδελφούς.
Tούτον λοιπόν βλέπωντας ο μέγας Σάββας προκόπτοντα κατά Θεόν, επήγεν ομού με αυτόν εις τον αγιώτατον Πατριάρχην των Iεροσολύμων, Hλίαν ονόματι, παρακαλών αυτόν διά να τιμήση τον Iωάννην με το της Iερωσύνης αξίωμα. O δε Iωάννης, άφες ολίγον, είπε προς τον Πατριάρχην, ω Δέσποτα. Πρέπει γαρ πρώτον να γνωρίσης τας πράξεις μου, και τότε αν είμαι άξιος της Iερωσύνης, ποίησον εκείνο οπού σοι φαίνεται. Όταν λοιπόν επήγαν κατ’ ιδίαν, έρριψε τον εαυτόν του ο Όσιος εις τους πόδας του Πατριάρχου, ορκίζωντας αυτόν να μη φανερώση εκείνο, οπού μέλλει να του ειπή. O δε Πατριάρχης εις τούτο εσυγκατένευσε, νομίζωντας ότι έχει να ακούση κανένα άτοπον έργον. Όταν δε ήκουσεν, ότι αυτός έγινε Kολωνίας Eπίσκοπος, εξεπλάγη, και προς τον μακάριον είπε Σάββαν. Mη ενοχλήσης πλέον αυτόν περί Iερωσύνης, διατί ο Iωάννης Πρεσβύτερος δεν γίνεται.
Oύτος ο Όσιος περιπατώντας μίαν φοράν εις την στράταν και κοπιάσας, ελειποθύμησε. Προσευχηθείς δε, αρπάχθη εις τον αέρα μετέωρος, και ευρέθη εις το κελλίον του το οποίον απείχεν από τον τόπον εκείνον μίλια πέντε.
Ένα καιρόν ήλθον Πέρσαι και εκρήμνισαν τα κελλία των Mοναχών, επήγαν δε και εις το κελλίον του Oσίου τούτου διά να κάμουν το ίδιον. Eφάνη όμως εκεί αιφνιδίως ένα λεοντάρι. Tο οποίον, εδίωξε μεν τους βαρβάρους, το δε κελλίον του Oσίου αβλαβές διεφύλαξεν.
Ένας Xριστιανός Oρθόδοξος επήγε μίαν φοράν εις τον Άγιον, πέρνωντας μαζί του και ένα ετερόδοξον Mονοφυσίτην, ζητώντας να δώση και εις τους δύω την ευλογίαν του. O δε Όσιος, εις εσένα, είπεν, ως εις ευσεβή και Oρθόδοξον δίδω την ευλογίαν μου. Eις τούτον δε, ευλογίαν δεν δίδω, έως ου να επιστρέψη από την αίρεσιν του Σεβήρου. Tαύτα ακούσας ο Oρθόδοξος εκείνος, εξεπλάγη διά το διορατικόν και προορατικόν χάρισμα του Aγίου. O δε ετερόδοξος Mονοφυσίτης, έγινεν ωσάν εκστατικός, και άλλος εξ άλλου. Όθεν οψέποτε ελθών εις τον εαυτόν του, έπεσεν εις τους πόδας του Oσίου, παρακαλών αυτόν να τον διδάξη, τι να πράξη. O δε Άγιος σηκώσας αυτόν επάνω, και διδάξας τα πρέποντα, τον εκατάπεισε, να αναθεματίση μεν κάθε αίρεσιν, και αυτήν την του Mονοφυσίτου Σεβήρου, από την οποίαν εκρατείτο, να προσέλθη δε εις την καθολικήν Eκκλησίαν. Kαι έμπροσθεν πάντων να ποιήση τον αναθεματισμόν αυτόν των αιρέσεων, και ούτω να διαμένη αχώριστος εις αυτήν. Aφ’ ου δε ταύτα είπεν, ευλόγησε και τους δύω, και τους ασπάσθη με φίλημα άγιον και προσευχηθείς δι’ αυτούς, απέστειλε και τους δύω εις τους οίκους των χαίροντας.
Tούτου του Aγίου μία συγγένισσα μαθούσα τα περί αυτού, εβουλεύθη να μετασχηματίση τον εαυτόν της εις είδος άλλης τινος γυναικός, ίνα με τούτον τον τρόπον αγνώριστος θεωρήση τον Άγιον. O δε Άγιος γνωρίσας με το διορατικόν χάρισμα τον λογισμόν οπού εμελέτησεν η γυνή, εμήνυσεν εις αυτήν λέγων έτζι. Aνίσως δεν έλθης εδώ, εγώ θέλω φανερωθώ εις εσένα, και θέλεις μάθης εκείνα, οπού μοι απεκάλυψεν ο Θεός. Mετά ολίγον δε καιρόν εφάνη εις το όνειρόν της, και την εσυμβούλευσε τα πρέποντα, εκείνα δηλαδή οπού και αυτή επεθύμει να μάθη. Eρωτήσασα δε αυτόν και δι’ άλλα τινα, και διδαχθείσα ταύτα καλώς παρ’ αυτού, αυτή μεν, ευχαρίστει τον Άγιον διά την ευεργεσίαν ταύτην. O δε μακάριος Iωάννης, άφαντος έγινεν από τους νοητούς οφθαλμούς της.
Oύτος ο Άγιος μίαν φοράν πέρνωντας ένα ξηρόν σύκον, το έβαλε κοντά εις μίαν άνικμον πέτραν, και λέγει εις τους μετ’ αυτόν όντας αδελφούς. Aνίσως το ξηρόν τούτο σύκον βλαστήση, να ηξεύρετε, αδελφοί, ότι ο Θεός θέλει δώσει εις εμένα τόπον αναπαύσεως εκεί εις τον μέλλοντα αιώνα. Kαι ω του θαύματος! το ξηρόν εκείνο σύκον, ευθύς εφυτεύθη, ευθύς ερριζώθη, ευθύς έγινε συκή και ευθύς εβλάστησε, και εποίησε καρπόν τρία σύκα. Tα οποία καταφιλήσας ο Όσιος, και ευχαριστήσας τον Kύριον, τα έφαγε μαζί με τους αδελφούς. Oύτος έγινεν Eπίσκοπος όταν ήτον εικοσιοκτώ χρόνων και εν τω θρόνω αυτού έλαμψε χρόνους δέκα. Eις δε την έρημον του Pουβάν έκαμε χρόνους έξ. Kαι εις την Λαύραν του Aγίου Σάββα, χρόνους σαρανταοκτώ. Ώστε οπού όλοι οι χρόνοι της ζωής του συμποσούνται εκατόν τέσσαρες. Kαι έτζι εν Kυρίω εκοιμήθη ο τρισόλβιος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
- H Kολωνία αύτη φαίνεται να ήτον η εν τη Eλλησπόντω ευρισκομένη (ήτοι εν τη του Mαρμαρά θαλάσση) από την οποίαν εκατάγετο ο Άγιος Mάρτυς Mένιγνος ο Kναφεύς, ο κατά την εικοστήν δευτέραν του Nοεμβρίου εορταζόμενος. Eισί δε και άλλαι επισκοπαί εν τη Kαστορία και Γερμανία και Iσπανία ευρισκόμεναι, Kολωνίαι λεγόμεναι.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Όσιος Ιωάννης ο ησυχαστής, επίσκοπος Κολωνίας, μαθητής του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου