Είχε ακούσει πολλά για την αγάπη. Ήξερε καλά να την περιγράφει, από τα διαβάσματα. Γνώριζε την εικόνα της. Αλλά δεν είχε ιδέα για τη μυρωδιά της.
Έψαχνε πάντα να τη βρει. Αλλά δεν ήξερε πού συχνάζει.
Σήκωσε λιθάρια, βούτηξε σε σκατά, κολύμπησε σε κύματα, περπάτησε σε σκοτεινούς δρόμους.
Τη βρήκε μια φορά. Τυχαία. Κοντά σε μια ξεχασμένη βάρκα.
Σε μια μικρή παραλία με βότσαλα.
Την έπιασε, τη φίλησε, τη μύρισε, και προσπάθησε να την κολλήσει στην ψυχή του σαν αφίσα.
Νόμισε πως έτσι θα την κρατήσει για πάντα.
Ακίνητη. Καρφωμένη με πινέζες. Σαν αφίσα!
Δεν ήξερε πως η αγάπη χύνεται στο αίμα από μια τρύπα της ψυχής.
Τον ερωτεύτηκα τρελά στα δεκαοκτώ.
Γνωριστήκαμε σε μια μικρή παραλία με κοφτερά χαλίκια.
Κάναμε έρωτα σε μια ξεχασμένη βάρκα.
Θυμάμαι πάντα τα μάτια του. Είχαν ένα χρώμα σαν ασημί. Με μια υποψία γαλάζιου. Συνεχώς φυσούσε μέσα τους ένα ελαφρύ μελτεμάκι.
Ό,τι κοιτούσε το αγόρι μου, το ’βάφε με το βλέμμα του ασημί. Με μια υποψία, πάντα, γαλάζιου. Και το ’κάνε να τρέμει ελαφρά. Σαν να το ’σπρώχνε το μελτεμάκι.
Κρίμα! Κρίμα που δεν μπόρεσε να καταλάβει, πως η αγάπη δε στερεώνεται με πινέζες.
Κι ακόμα, πως οι αρχηγοί τίποτα δεν αγάπησαν ποτέ εκτός από την αρχηγία τους.
Κρίμα που τον άρπαξε μια νύχτα ο λύκος. Ο αρχηγός.
Και τον κατασπάραξε.
Ο Αγαπημένος μου ήταν αδύναμος. Ανίσχυρος. Άοπλος. Έμοιαζε λίγο με τον Τζόνυ. Μόνο που δεν είχε ποτέ δικό του πλανήτη. Κι ακόμη δεν έκρυψε τα χέρια του στην ίδια τσέπη με κάποιον άλλο, για να τα ζεστάνει.
Πράγματα πάρα πολύ σημαντικά!
Τον είχαν εγκαταλείψει οι γονείς του και τον μεγάλωσε μια στριμμένη γιαγιά.
Εγώ ήμουν δίπλα του, για ν’ αρμενίζω στο γαλάζιο του. Για να βάφω ασημί τα βήματά μου. Για να ρυθμίζω τη ρότα μου ανάλογα με το μελτεμάκι των ματιών του.
Ήμουν δίπλα του σιωπηλά. Αθόρυβα. Φοβόμουν μήπως τον τρομάξει ακόμη και ο ίσκιος από τα όνειρά μου.
Είναι πληγωμένος, έλεγα. Πρέπει νά ’μαι προσεχτική.
Ήμουν ακόμα μικρή για να ξέρω πως κάποιοι πληγωμένοι είναι επικίνδυνοι. Πως την ώρα που εσύ προσπαθείς να δέσεις τις πληγές τους, αυτοί λιμάρουν τα νύχια τους για να στα καρφώσουν.
Την κοπέλα του τη γνώρισε στο σπίτι μας.
Ήταν δυνατή. Αγέρωχη. Λύκος, αρχηγός!
«Σήκω!» Τον διέταξε. «Ακολούθα με».
Κι αυτός πίστεψε πως εκείνο που χρειαζόταν, για να βγει στ’ ανοιχτά, ήταν ένας λύκος, ένας αρχηγός!
Όταν αργότερα κατάφερε να το σκάσει από την κοιλιά του λύκου και θέλησε να ξαναγυρίσει κοντά μου, ήταν αργά…
Πρέπει νά ’χεις μεγάλη τύχη, για να σε περιμένει η ζωή.
Εγώ είχα περάσει κιόλας απέναντι.
Ανάμεσά μας ήταν ένα βαθύ, άγριο ποτάμι.
Αυτός δεν ήξερε να περνάει τα ποτάμια που δεν είχαν γέφυρες.
Άλλα του μάθαινε ο αρχηγός!
Όταν σε ρίξουν σ’ ένα βαθύ άγριο ποτάμι και το περάσεις κολυμπώντας, με κίνδυνο εκατό φορές την ώρα να πνιγείς, στάσου στην όχθη και σφύριζε γλυκά ένα τραγουδάκι.
Μη σε νοιάζει αν κλαίει απέναντι ένα σκυλί. Δεν μπορείς να το σώσεις, έτσι κι αλλιώς.
Ύστερα βγάλε τα όνειρά σου, κι άναψε μια μεγάλη φωτιά να ζεσταθείς.
Πρόσεξες τι όμορφα που είναι τα νερόκρινα;
Πρόσεξες τα καταπράσινα κλαδιά, που σκύβουν να φιλήσουν το ποτάμι;
Περίμενε… Περίμενε λίγο.
Τη νύχτα θα ’ρθούν τ’ αηδόνια και θα τραγουδήσουν.
Θα ’ρθούν σίγουρα τ’ αηδόνια. Σου τ’ ορκίζομαι.
Φτάνει να χαμογελάς. Γιατί αλλιώς… θα τα τρομάξεις!
***
Αλκυόνη Παπαδάκη – Βαρκάρισσα της χίμαιρας