Σαράντα μέρες εργασίας το χρόνο αρκούν για τα έξοδα διαβίωσής μου - Point of view

Εν τάχει

Σαράντα μέρες εργασίας το χρόνο αρκούν για τα έξοδα διαβίωσής μου





Για περισσότερο από πέντε χρόνια έζησα αποκλειστικά από την χειρωνακτική εργασία μου και ανακάλυψα πως με το να εργάζομαι περίπου έξι εβδομάδες το χρόνο μπορούσα να αντεπεξέλθω σε όλα τα έξοδα διαβίωσής μου. Όλους τους χειμώνες μου τους είχα ελεύθερους για μελέτη, το ίδιο και το μεγαλύτερο μέρος των καλοκαιριών μου. Δοκίμασα να ασχοληθώ με τη διδασκαλία, αλλά είδα πως τα έξοδά μου ήταν ανάλογα με το εισόδημα που μου απέφερε, για να μην πω πολύ περισσότερα, αφού ήμουν υποχρεωμένος να ντύνομαι και να συμπεριφέρομαι, αν όχι να σκέφτομαι και να πιστεύω, αναλόγως. Έτσι συνειδητοποίησα ότι το όλο εγχείρημα ήταν μάλλον χάσιμο χρόνου. Επίσης, καθώς δε δίδασκα με σκοπό το καλό των συνανθρώπων μου αλλά απλά για βιοπορισμό, η ενασχόλησή μου αυτή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Δοκίμασα επίσης την τύχη μου στο εμπόριο, αλλά ανακάλυψα πως θα μου έπαιρνε δέκα χρόνια μέχρι να μπω σε καλό δρόμο στον τομέα αυτό, και ως τότε το πιθανότερο ήταν να είχα πάρει ταυτόχρονα το δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στο διάβολο. Φοβήθηκα στ’ αλήθεια μήπως κατάφερνα τελικά να γίνω αυτό που λένε «καλός έμπορος». Παλαιότερα, όταν έψαχνα να βρω τι θα μπορούσα να κάνω για να ζήσω, και με την εφευρετικότητα μου να δοκιμάζεται από κάποια θλιβερή εμπειρία συμμόρφωσης προς τις επιθυμίες των φίλων μου που ήταν φρέσκια στο νου μου, συχνά μου περνούσε στα σοβαρά από το μυαλό η σκέψη να ξεκινήσω να μαζεύω άγρια μύρτιλλα. Αυτό ήταν σίγουρα κάτι που θα μπορούσα να κάνω. Τα μικρά κέρδη που θα μου απέφερε μια τέτοια επιχείρηση θα μου αρκούσαν – μια και η σπουδαιότερη δεξιότητα που διαθέτω είναι να ζω λιτοδίαιτα. Έλεγα λοιπόν, ανόητα σκεπτόμενος, ότι αυτή η δουλειά απαιτεί ελάχιστο κεφάλαιο, ενώ συν τοις άλλοις δε θα με αποσπούσε σχεδόν καθόλου από τις αγαπημένες μου ενασχολήσεις. Κι ενώ οι γνωστοί μου ξεκινούσαν χωρίς κανένα δισταγμό τα επαγγέλματά τους ή έμπαιναν στο εμπόριο, εγώ φανταζόμουν την παραπάνω ενασχόληση ως παρόμοια με τις δικές τους. Θα όργωνα τους λόφους όλο το καλοκαίρι μαζεύοντας όσα μύρτιλλα θα έβρισκα στο δρόμο μου κι έπειτα θα τα πουλούσα χωρίς καμία έγνοια. Θα ήμουν σαν τον Απόλλωνα, που φυλούσε τα κοπάδια του Αδμήτου. Ονειρευόμουν ακόμα να μαζεύω άγρια χόρτα, βότανα και να πουλάω φορτία ολόκληρα από αειθαλή φυτά στους χωρικούς που επιθυμούσαν να έχουν κάτι που θα τους θύμιζε το άγριο δάσος, ή να τα πουλάω ακόμη και στην πόλη. Από τότε, όμως, έχω μάθει ότι το εμπόριο καταστρέφει οτιδήποτε πιάσει στα χέρια του ακόμα και αν εμπορεύεται κανείς μηνύματα από τους θεούς, δε γλιτώνει από την κατάρα του εμπορίου.





Με δεδομένο ότι προτιμούσα κάποια πράγματα από κάποια άλλα και έδινα ιδιαίτερη αξία στην προσωπική μου ελευθερία, εφόσον μπορούσα να περνάω δύσκολα και παρ’ όλα αυτά να αισθάνομαι καλά, δεν επιθυμούσα να σπαταλήσω το χρόνο μου επιδιώκοντας να αποκτήσω πολυτελή χαλιά, εκλεκτά εδέσματα ή ένα σπίτι ελληνικού ή γοτθικού ρυθμού, προς το παρόν τουλάχιστον. Αν υπάρχει κανείς για τον οποίο η απόκτηση τέτοιων πραγμάτων δεν αποτελεί μπελά και ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει αφού τα αποκτήσει, τότε αφήνω το κυνήγι τους σ’ αυτόν. Κάποιοι είναι αυτό που λέμε «εργατικοί» και δείχνουν να αγαπούν τη δουλειά για τη δουλειά.
‘Ισως πάλι να την αγαπούν επειδή τους εμποδίζει να κάνουν χειρότερες κουταμάρες. Σ’ αυτούς δεν έχω να πω τίποτε προς το παρόν. Εκείνους που δε θα ήξεραν τι να κάνουν αν είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο απ’ όσο έχουν τώρα, θα τους συμβούλευα να δουλεύουν δυο φορές πιο σκληρά – να δουλεύουν μέχρι που να μαζέψουν αρκετά χρήματα για να μπορέσουν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Εγώ από τη δική μου πλευρά ανακάλυψα ότι η δουλειά του μεροκαματιάρη χειρωνάκτα είναι η πιο ανεξάρτητη απ’ όλες, ειδικά αφού με τον τρόπο αυτό δεν απαιτούνται παρά τριάντα με σαράντα μέρες εργασίας το χρόνο για να συντηρήσει κάποιος τον εαυτό του. Η δουλειά του μεροκαματιάρη τελειώνει με τη δύση του ήλιου κι από κει και πέρα είναι ελεύθερος να αφοσιωθεί στις αγαπημένες του ασχολίες, που είναι ανεξάρτητες από την εργασία του. Ο εργοδότης του, αντίθετα, ο οποίος μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει έχει το μυαλό του στην κερδοσκοπία, δεν απολαμβάνει καμία ανάπαυλα όλο το χρόνο.
Εν ολίγοις, είμαι πεπεισμένος, τόσο λόγω πίστης όσο και λόγω εμπειρίας, ότι το να συντηρεί κανείς τον εαυτό του στον κόσμο αυτό δεν αποτελεί βάσανο, αλλά ψυχαγωγία, φτάνει να ζει απλά και συνετά. Εξάλλου, οι κόποι του απλοϊκού είναι η διασκέδαση του καπάτσου. Καθόλου απαραίτητο δεν είναι για τον άνθρωπο να βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του, εκτός πια και αν από τη φύση του ιδρώνει περισσότερο απ’ όσο εγώ.
Ένας νεαρός άνδρας, γνωστός μου, ο οποίος κληρονόμησε μερικά κτήματα, μου είπε κάποτε ότι θα ήθελε να ζει όπως εγώ, αρκεί να είχε τα μέσα για να το κάνει. Δε θα ήθελα ποτέ και σε καμία περίπτωση να υιοθετήσει κάποιος το δικό μου τρόπο ζωής. Διότι, εκτός από το γεγονός ότι πριν καταφέρει να τον μάθει καλά εγώ μπορεί να είχα βρει κάποιον άλλο, επιθυμώ να υπάρχουν στον κόσμο όσο το δυνατόν περισσότεροι διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι. Αντίθετα, θα ήθελα ο καθένας να ψάξει με μεγάλη προσοχή και να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελε να ζήσει εκείνος και όχι ο πατέρας του, η μητέρα του ή ο γείτονάς του. Ο νέος εκείνος μπορεί, αν θέλει,να γίνει χτίστης, γεωργός ή ναυτικός, φτάνει μόνο να μην τον εμποδίσει τίποτε να κάνει αυτό που μου λέει ότι θέλει. Ένα αφηρημένο μαθηματικό σημείο είναι όλο κι όλο εκείνο που μας κάνει σοφούς, όπως ο ναυτικός ή ο φυγάς σκλάβος κρατούν το βλέμμα τους καρφωμένο στον πολικό αστέρα αυτό όμως αρκεί για να μας οδηγεί σε ολόκληρη τη ζωή μας. Μπορεί να μην είναι δυνατό να υπολογίσουμε πότε ακριβώς θα φτάσουμε στο λιμάνι μας, πάντα όμως πρέπει να κρατάμε τη σωστή πορεία.




W A L D Ε Ν
ή
Η ζωή στο δάσος
HENRY D. THOREAU
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

Pages