Τα αναληθή ιστορικά αφηγήματα είναι τα ψέματα που λέμε ο ένας στον άλλο για το παρελθόν μας.
Οι συνήθεις στόχοι είναι ο αυτοεκθειασμός και η αυτοδικαιολόγηση.
Δεν είμαστε μόνο εμείς οι ίδιοι ξεχωριστοί· το ίδιο ισχύει για τις πράξεις μας και για τις πράξεις των προγόνων μας.
Δεν συμπεριφερόμαστε ποτέ ανήθικα, οπότε δεν χρωστάμε τίποτε σε κανέναν.
Τα αναληθή ιστορικά αφηγήματα λειτουργούν ως ένα είδος ομαδικής αυτοεξαπάτησης, από την άποψη ότι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στο ίδιο ψέμα.
Αν η πλειονότητα ενός πληθυσμού έχει γαλουχηθεί σε ένα συγκεκριμένο αναληθές αφήγημα, τότε αυτό μπορεί να δράσει ως ισχυρός ενοποιητικός παράγοντας.
Ο περισσότερος κόσμος δεν έχει συναίσθηση της εξαπάτησης η οποία επενδύθηκε στην κατασκευή του αφηγήματος που αποδέχεται ως αληθές· ούτε έχει επίγνωση της συναισθηματικής επιρροής που ασκούν αυτά τα αφηγήματα ή του γεγονότος ότι μπορούν να έχουν σοβαρές μακροχρόνιες συνέπειες.
Η ιστορική έρευνα χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αντίφαση ανάμεσα στην προσπάθεια των ιστορικών να ανακαλύψουν την αλήθεια για το παρελθόν και στην επιθυμία τους να κατασκευάσουν ένα αναληθές ιστορικό αφήγημα σχετικά με αυτό.
Όπως έχουμε δει στο παρόν βιβλίο, κατασκευάζουμε διαρκώς αναληθή αφηγήματα για τη συμπεριφορά μας, για τις διαπροσωπικές σχέσεις μας και για τις ευρύτερες ομάδες στις οποίες ανήκουμε, οπότε η κατασκευή ενός ακόμη για τη θρησκεία ή για το έθνος μας δεν αποτελεί κάτι το απρόσμενο.
Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν συνήθως λίγοι θαρραλέοι ιστορικοί που αποπειρώνται να πουν την αλήθεια για το παρελθόν.
Ωστόσο, οι περισσότεροι ιστορικοί θα αρκεστούν στην εξιστόρηση μια συμβατικής, εξιδανικευμένης εκδοχής των ιστορικών συμβάντων, και οι περισσότεροι πολίτες των αντίστοιχων κρατών ουδέποτε θα πληροφορηθούν τις σκοτεινές όψεις της ιστορίας τους – ή θα τις απορρίψουν ως αναληθείς αν τύχει να τις πληροφορηθούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο νεότερος ο αποδέκτης της πληροφορίας τόσο μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχει να εκτεθεί σε αναληθές αφήγημα.
Έχουμε την τάση να εξιστορούμε στα παιδιά μας ηρωικά αφηγήματα για το ένδοξο παρελθόν μας, θρέφοντας μύθους που διαλύονται μόνο στα πανεπιστημιακά έδρανα.
Αυτό, φυσικά, ενισχύει τη μεροληψία μας.
Αφενός διότι οι απόψεις που διδασκόμαστε σε νεαρή ηλικία ασκούν μεγάλη επιρροή στη ζωή μας και αφετέρου διότι δεν κατορθώνουμε όλοι να φοιτήσουμε στο πανεπιστήμιο ούτε φυσικά διδάσκονται ιστορία όλοι οι φοιτητές.
Ευτυχώς, πολλοί νέοι δεν αποδέχονται άκριτα τις ανοησίες των γονέων τους (και, γενικότερα, των ενηλίκων), οπότε υπάρχουν τουλάχιστον κάποιες τάσεις αντίστασης.
Εντούτοις, οι επαγγελματίες ιστορικοί ανά την υφήλιο δέχονται ισχυρές πιέσεις να προβάλουν ωραιοποιημένες εικόνες του παρελθόντος, εν μέρει για να θεμελιωθούν ευρύτερα εθνικά ή θρησκευτικά διδάγματα.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι βαδίζει κανείς σε επισφαλές έδαφος όταν θίγει τέτοια ζητήματα.
Αυτό που ο ένας θεωρεί ψέμα μπορεί για τον άλλο να αποτελεί ένα βαθιά προσωπικό στοιχείο της ομαδικής του ταυτότητας.
Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να σχολιάζεις την ταυτότητά μου;
Τι στάση άραγε να κρατήσουμε γύρω από τέτοια αφηγήματα; Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ιδιαίτερα ακανθώδες ζήτημα.
Τα αναληθή ιστορικά αφηγήματα αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της αυτοεξαπάτησης στο ομαδικό επίπεδο και συχνά έχουν βαρύτατες συνέπειες για μεγάλους πληθυσμούς, ακόμη και για τους ίδιους τους εμπνευστές τους.
Λέγεται ότι όσοι δεν διδάσκονται από τα λάθη της ιστορίας είναι καταδικασμένοι να τα επαναλάβουν, Όπως είχε πει κάποτε ο Χάρι Τρούμαν:
«Το μόνο κρυπτόν υπό τον ήλιο είναι η ιστορία που αγνοούμε».
ROBERT TRIVERS, Η ΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΟΗΤΩΝ
Η Ψυχολογία της Εξαπάτησης
Κινδυνεύουμε ως επιστήμονες ψυχικής υγείας να γινόμαστε μια διαρκής και ασφαλής πλατφόρμα δικαιολόγησης, στήριξης ή ακόμη διάσωσης της έννοιας της «εξαπάτησης» και των ισχυρών της γης.
Οι κλινικοί που εργάζονται σε νευροψυχιατρικές δομές παρατηρούν ότι κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν ποικίλες ιδιόμορφες διαταραχές της επίγνωσης (awareness) και της εναισθησίας (insight). Κάποιοι από τους ασθενείς ενδέχεται να αρνούνται την παρουσία των συμπτωμάτων αυτών και αναπτύσσουν την πεποίθηση ότι ευθύνεται το περιβάλλον τους. Η ποιότητα μάλιστα των συμπτωμάτων τους είναι τόσο ιδιόμορφη (peculiar) ώστε κατατάσσονται στους ψυχωτικούς ασθενείς, μέχρι τη στιγμή που κάποια νευρολογική εξέταση να δείξει πιθανόν κάποια εγκεφαλική βλάβη.
Η εναισθησία (insight) εμπεριέχει τις εξής τρεις αλληλοκαλυπτόμενες διαστάσεις που μπορούν να μετρηθούν με την Schedule for the Assessment of Insight του David (1990):
(α) την επίγνωση (awareness) ότι το άτομο πάσχει από κάποια ιατρική νόσο ή κατάσταση,
(β) την ικανότητα αναγνώρισης ψυχικών συμπτωμάτων όπως παραληρήματα και ψευδαισθήσεις ως μη φυσιολογικά
(γ) την αποδοχή της ανάγκης για θεραπεία.
Η έλλειψη εναισθησίας έδειξε να σχετίζεται με αυξημένο χρόνο νοσηλείας, ανεξάρτητα από άλλες κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους. Δεν φαίνεται να υπάρχουν σαφή στοιχεία σχετικά με τη σταθερότητα του ελλείμματος εναισθησίας στη διάρκεια της νόσου. Φαίνεται όμως ότι η έλλειψη εναισθησίας κατά την έναρξη της νόσου επηρεάζει την έκβαση αυτής, ανεξάρτητα από τα επίπεδα εναισθησίας κατά τις υποτροπές. Δεν βρέθηκαν διαφορετικά επίπεδα έλλειψης εναισθησίας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, λευκούς και έγχρωμους, πρώιμη ή όψιμη έναρξη νόσου ή διάρκεια νόσου, με ή χωρίς ιστορικό μαιευτικών προβλημάτων, με ή χωρίς ατροφία, κλπ. Ιδιαίτερες διαφορές δεν φάνηκαν επίσης ούτε στο δείκτη νοημοσύνης, γεγονός που μας κάνει να σκεφτούμε ότι η έλλειψη εναισθησίας δεν σχετίζεται με τα γνωσιακά ελλείμματα που παρατηρούμε συχνά στην ψύχωση. Να σημειωθεί ότι ιστορικά, τα ελείμματα αυτο-επίγνωσης ήταν κατανοητά ως ψυχολογικές άμυνες ή ως στρατηγικές προσαρμογής του ατόμου.
Οι σημαντικότερες θεωρητικές απόψεις που προσπαθούν να εξηγήσουν την εναισθησία (insight) τονίζουν :
(1) Η είσοδος αντίληψης είναι προβληματική (impaired perceptual input), όπως για παράδειγμα η απώλεια ακοής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε παρανοειδή ιδεασμό. Η δυσλειτουργία ακουστικών και οπτικών οδών μπορεί να οδηγήσει σε ανώμαλες αντιληπτικές εμπειρίες, όπως ψευδαισθήσεις.
(2) Κατάρριψη της επαγωγικής διαδικασίας (inferential process), όπου ο ασθενής αδυνατεί να αναγνωρίσει τις συνέπειες ή τα αποτελέσματα των γεγονότων.
(3) Κατάρριψη της διαδικασίας αυτο-παρακολούθησης (self-monitoring process), όπου η εμπειρία συνειδητότητας αλλάζει και η διαφορά μεταξύ εσωτερικώς και εξωτερικώς παραγόμενων φαινομένων διαταράσσεται. Για παράδειγμα, ο ασθενής με ακουστικές ψευδαισθήσεις μπορεί να εμπλέκεται με εικονική ομιλία (subvocal speech), αλλά δεν είναι ενήμερος ότι ο λόγος του είναι αυτο-παραγόμενος.
(4) Κατάρριψη των διαδικασιών που εμπλέκονται στον έλεγχο του λάθους (error checking), με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ικανότητα να αμφιβάλλει ή να διαχωρίζει το σίγουρο από το πιθανό ή το απίθανο.
(5) Η σύνδεση μεταξύ σκέψης και συναισθήματος (linkage between thought and affect) είναι διαταραγμένη, με αποτέλεσμα οι συναισθηματικές αντιδράσεις να είναι ακατάλληλες.
(6) Ενδογενείς αδυναμίες ικανότητας (capacity to), όπως η ικανότητα διατήρησης μιας αναπαράστασης μνήμης, οργάνωσης μιας διαδικασίας, και διατήρησης της προσπάθειας μέχρι την επιτυχία.
Επεκτείνοντας τα όρια της εναισθησίας (insight) συναντούμε έννοιες που σχετίζονται με τα φαινόμενα αυτό-επίγνωσης (self awareness phenomena). Η έννοια της αυτο-εξαπάτησης (self-deception), για παράδειγμα, ορίζεται ως η εκλεκτική και αυτό-κινητοποιούμενη έλλειψη επίγνωσης ψυχολογικά κατανοητού υλικού. Έχει θεωρηθεί ως μια οπτιμιστική επέκταση της αυτο-επίγνωσης και διαφέρει σαφώς από την πτωχή εναισθησία, η οποία αφορά στην έλλειψη επίγνωσης της νόσου. Στην περίπτωση της αυτο-εξαπάτησης η έλλειψη επίγνωσης τείνει να είναι σφαιρική και να περιλαμβάνει μεγάλες ενότητες ψυχολογικών δεδομένων. Συχνά επίσης σχετίζεται με κομμάτια κινήτρου (motivational components) του ατόμου, γεγονός που δεν εξετάζεται στις περιπτώσεις εναισθησίας της σχιζοφρένειας.
Προτάθηκαν τα παρακάτω κριτήρια για το φαινόμενο της αυτο-εξαπάτησης:
(1) το άτομο έχει δύο ψυχικά περιεχόμενα (mental contents), τα οποία όταν εκφράζονται ως προτεινόμενα είναι αντικρουόμενα
(2) Αυτά τα ψυχικά περιεχόμενα συμβαίνουν ταυτόχρονα
(3) Το άτομο δεν είναι ενήμερο (aware) για ένα από τα δύο περιεχόμενα
(4) Η διαδικασία που προσδιορίζει σχετικά με το ψυχικό περιεχόμενο που θα είναι ενήμερο εξαρτάται από το κίνητρο του ατόμου.
Οι ερευνητές διαχώρισαν την αυτο- από την ετερο-εξαπάτηση (self- other-deception) και δημιούργησαν ένα σχετικό ερωτηματολόγιο, το Self-Deception Questionnaire, που αποτελείται από 20 θέματα, όπως έχεις πληγώσει ποτέ τους γονείς σου; Έχεις αισθανθεί ποτέ έλξη από άτομα του ίδιου φύλου; Είχες ποτέ σεξουαλικές φαντασιώσεις;
Η αρχική εφαρμογή του σε φοιτητές έδειξε ότι τα επίπεδα αυτο-εξαπάτησης σχετίζονταν αρνητικά με την αυτοαναφερόμενη κατάθλιψη, αλλά και τη γενική ψυχοπαθολογία. Υψηλότερα επίπεδα αυτο-εξαπάτησης σχετίζονταν σταθερά με λιγότερα ή λιγότερο βαριά συμπτώματα κατάθλιψης. Υποστηρίχθηκε ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα αυτο-εξαπάτησης απλά αρνούνται ή ελαχιστοποιούν τα συμπτώματα, ψευδόμενοι κυρίως στον εαυτό τους για την ύπαρξη συμπτωμάτων.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αυτο-εξαπάτηση ίσως να προκαλεί προστατευτική επίδραση έναντι της κατάθλιψης. Ακόμη, ότι η ίδια η κατάθλιψη μειώνει την ικανότητα ανάπτυξης μηχανισμών εξαπάτησης. Οι έρευνες έδειξαν επίσης ότι το κομμάτι άρνησης (denial component) ήταν σταθερό στη διάρκεια των συναισθηματικών καταστάσεων, τόσο κατά τη διάρκεια της νόσου όσο και μετά την αποκατάσταση. Πιθανόν λοιπόν στη διάρκεια της κατάθλιψης το φαινόμενο της αυτό-εξαπάτησης να συνυπάρχει και να λειτουργεί τόσο ως trait χαρακτηριστικό όσο και ως state. Πιθανόν η απουσία άρνησης (absence of denial) να αποτελεί ένα trait χαρακτηριστικό των καταθλιπτικών ατόμων. Η έλλειψη της άρνησης θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως μια μορφή καταθλιπτικού ρεαλισμού (depressive realism) με απουσία προσποιήσεων.
Οι έρευνες πάντως δείχνουν ότι τουλάχιστον ένα μέρος αυτού του καταθλιπτικού ρεαλισμού είναι ανεξάρτητο από το συναισθηματικό κομμάτι των καταθλιπτικών ασθενών. Δεν βρέθηκαν ιδιαίτερες συσχετίσεις ανάμεσα στην εναισθησία και την ψύχωση σε καταθλιπτικούς ασθενείς, ούτε ανάμεσα στα επίπεδα αυτό-εξαπάτησης και ψύχωσης. Βρέθηκε όμως ότι οι καταθλιπτικοί ασθενείς με έλλειψη εναισθησίας ανάφεραν λιγότερα καταθλιπτικά συμπτώματα και υπέθεσαν ότι στις συναισθηματικές διαταραχές υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην πτωχή εναισθησία την υψηλή χρήση αυτό-εξαπάτησης και τα λιγότερα καταθλιπτικά συμπτώματα.
Tο φαινόμενο της αυτο-επίγνωσης (self-awareness) στις συναισθηματικές διαταραχές μπορεί να ειδωθεί ως ένα συνεχές, όπου στην μια άκρη είναι η βαριά κατάθλιψη, ακολουθεί η ομάδα ήπια καταθλιπτικών ασθενών με χαμηλά επίπεδα αυτό-εξαπάτησης (με τον λεγόμενο καταθλιπτικό ρεαλισμό) και στο άλλο άκρο είναι η ομάδα των υγιών ατόμων με υψηλά επίπεδα αυτο-εξαπάτησης.
Στο βιβλίο του Robert Trivers, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα Ελληνικά με τίτλο «Η μωρία των ανοήτων: Η λογική της εξαπάτησης και της αυτό-εξαπάτησης στην ανθρώπινη ζωή» διαβάζουμε: «Είμαστε παθιασμένοι ψεύτες, ακόμη και απέναντι στον εαυτό μας. Η γλώσσα, το πολυτιμότερο απόκτημα του είδους μας, όχι μόνο ενισχύει την ικανότητά μας να ψευδόμαστε, αλλά επεκτείνει κατά πολύ το εύρος της. Μπορούμε να πούμε ψέματα για συμβάντα απόμακρα στον χώρο και στον χρόνο, για τις λεπτομέρειες και το νόημα της συμπεριφοράς των άλλων, για τις ενδόμυχες σκέψεις και τις επιθυμίες μας κ.ο.κ. Προς τι, όμως, η αυτο-εξαπάτηση; Γιατί διαθέτουμε τόσο θαυμαστά αισθητήρια όργανα για την ανίχνευση πληροφοριών, αν πρόκειται να διαστρεβλώσουμε την εισερχόμενη πληροφορία μόλις καταφθάσει στον νου;...».
Με βάση πάντως τις υπάρχουσες επιστημονικές έρευνες, τόσο η αυτο- όσο και η ετερο-εξαπάτηση (self- other-deception), συνδέεται με υψηλά επίπεδα υγείας. Αυτό είναι ένα εύρημα πάνω στο οποίο οφείλουμε τουλάχιστον να προβληματιστούμε. Ποια είναι τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίζεται το “hypothesis” των ερευνών; Ποια ερωτηματικά θέτουν οι έρευνες πριν αυτές ξεκινήσουν; Σε ποια κατεύθυνση κινούνται τα διδόμενα ερωτηματολόγια; Ποιο είναι το δείγμα; Ποιά είναι τα διαθέσιμα συγκριτικά αποτελέσματα;
Αυτά αλλά και άλλα σχετικά ερωτήματα θα μπορούσαν φυσικά να γίνουν και για άλλα πεδία ερευνών, πέρα από αυτό της εξαπάτησης. Η ενδελεχής διερεύνηση αλλά και η επίδειξη σοβαρότητας στην έκφραση των συμπερασμάτων θα πρέπει να αποτελεί μια συνολική επιστημονική απαίτηση. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουμε ως επιστήμονες ψυχικής υγείας να γινόμαστε μια διαρκής και ασφαλής πλατφόρμα δικαιολόγησης, στήριξης ή ακόμη διάσωσης της έννοιας της «εξαπάτησης» και των ισχυρών της γης.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
David A, Bedford N, Wiffen B, Gilleen J. Failures of metacognition and lack of insight in neuropsychiatric disorder. Phil. Trans. R. Soc. B., 2012, 367, 1379-1390.
David A. The clinical importance of insight. In Amador X & David A: Insight and psychosis. OxfordUniversityPress, N.Y., 1998 (pp 332-351).
Keefe R, The neurobiology of disturbances of the self. In Amador X & David A: Insight and psychosis. OxfordUnivercityPress, N.Y., 1998 (pp 142-173).
Kinsbourne M. Representation in counciousness and the neuropsychology of insight. In Amador X & David A: Insight and psychosis. Oxford Univercity Press, N.Y., 1998 (pp 174-190).
Barr W. Neurobehavioral disorders of awareness and their relevance to schizophrenia. In Amador X & David A: Insight and psychosis. Oxford University Press, N.Y., 1998 (pp 107-141).
Photo Credit: Robbie Porter