-…Τελικά, ο καλύτερος στίχος του κόσμου διατηρεί την αξία του ακόμη κι αν κανείς δεν τον διαβάσει;
-Ο καλύτερος στίχος του κόσμου είναι ένα σύννεφο μολυβί, φορτωμένο με πόνους και έρωτες. Ταξιδεύει στον ουρανό μέχρι να συναντηθεί με το δροσερό ρεύμα που θα φέρει βροχή σε στεγνούς από ελπίδα τόπους, ένα σημαδιακό χρόνο...
-Ο καλύτερος στίχος του κόσμου είναι μια εξίσωση γεμάτη από πρόσημα, παρενθέσεις, αγκύλες και χι, ψι, ζετ, φορτωμένη με τιμές και αποτελέσματα. Ταξιδεύει σε μπλε τετράδια μέχρι να συναντηθεί με το κοφτερό μυαλό που θα φέρει τροφή και ζεστασιά στους στερημένους, ένα σημαδιακό χρόνο...
Ο εγκέφαλος αποτελείται κατ’ ουσίαν από τα νευρικά κύτταρα και τις συνδέσεις μεταξύ τους. Τα νευρικά κύτταρα μπορούν να γίνουν καλύτερα αντιληπτά – αν και απλουστεύοντας – ως πυκνωτές-πομποδέκτες: λαμβάνουν ηλεκτρικά (ηλεκτροχημικά) σήματα από άλλα κύτταρα, τα αθροίζουν και αναλόγως αυτής της άθροισης εκπέμπουν τα δικά τους. Με αυτό τον τρόπο σχηματίζονται δίκτυα στα οποία διαρκώς ρέουν πληροφορίες από κάποια σημεία σε άλλα, με ρυθμούς ασύλληπτους που αγγίζουν ακόμη και τα 300 ή 500 ανά δευτερόλεπτο (αριθμός μόνο ανάμεσα σε δύο κύτταρα). Ο ρυθμός ροής αυτών των πληροφοριών προκαλεί αυξομειώσεις του ηλεκτρισμού, δηλαδή ηλεκτρικές ταλαντώσεις.
Τα βασικά συναισθήματα, χαρά, φόβος και πόνος (λύπη), φαίνεται πως είναι ένα υπερεξελιγμένο είδος αντανακλαστικών, που προορίζονται να παρωθούν ή να απωθούν προς ή από μια δράση με χαρακτήρα άμεσο, καθολικό (μη εκλεκτικό) και επιτακτικό, τόσο στον άνθρωπο όσο και πιθανώς και σε άλλα είδη. Τα δικά μου συναισθήματα (καθώς δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό άλλου) ενεργοποιούνται με αυτοματικό (μη βουλητικό) τρόπο όταν λαμβάνουν χώρα σημαντικά για τη ζωή μου συμβάντα: πατρότητα (αυτοθυσιαστική χαρά), απειλή για τη ζωή μου (πανικός) επαπειλούμενη απώλεια (φόβος), συνεύρεση με τον άλλο (χαρά), συντελεσμένη απώλεια (θλίψη) κ.ά..
Τα εγκεφαλικά δίκτυα που φαίνονται να σχετίζονται με τα συναισθήματα λειτουργούν επίσης με βάση την αρχή της λήψης - άθροισης - εκπομπής. Τα συναισθήματα πυροδοτούνται, συσσωρεύονται, συνδυάζονται, εκφράζονται ή αναστέλλονται, όπως και οι σκέψεις.
Τόσο το συναίσθημα όσο και η σκέψη είναι, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, ευέλικτα, προσαρμοστικά και τροποποιήσιμα (μάθηση), κατά τις αλληλεπιδράσεις με τον κόσμο. Αυτό που όμως τα συναισθήματα δεν διαθέτουν και που καθορίζει ισχυρότερα την ικανότητα παρέμβασης του ανθρώπου στη μοίρα του, είναι η επαγωγική λογική, δηλαδή η ικανότητα ανίχνευσης ομοιοτήτων (αφαίρεση – τι υπάρχει κοινό;), διαφορών (σύγκριση – τι περισσεύει;) και έτσι των αναλογιών (γενίκευση) μεταξύ των εισερχόμενων ερεθισμάτων καθώς και μεταξύ των συνδυασμών αυτών των ερεθισμάτων. Αυτές οι λειτουργίες επιτελούνται από το νεοφλοιό του εγκεφάλου και συνιστούν στην ουσία του το γνωστικό τομέα του εγκεφάλου.
Καθώς αυτά συμβαίνουν (και δεν γράφω «προκειμένου να συμβούν» ή «ως αποτέλεσμα αυτών»), τα δίκτυα που σχηματίζουν τα νευρικά κύτταρα γίνονται ένας καθρέφτης, παραμορφωτικός ή όχι, του κόσμου, του άβιου, του έμβιου και του έμψυχου, του εμπειρικού (της ύλης), μα και του κόσμου των ιδεών. Έχουν την «επιλογή» του συντονισμού (αναμετάδοση) με τις εισερχόμενες μεταβολές ηλεκτρικού δυναμικού, του αποκλεισμού τους (αυτοσυντήρηση) ή της απορρόφησής τους (προσαρμογή-ενσωμάτωση). Για να το επιτύχουν αυτό, τα νευρωνικά δίκτυα συμμετέχουν στις προαναφερθείσες ηλεκτρικές ταλαντώσεις, που είναι διαρκώς μεταβαλλόμενης κατανομής και ιδιοσυχνότητας, οπότε έτσι αναπαριστούν (καθρεφτίζουν) τις διαρκείς μεταβολές των επιμέρους υποσυνόλων των αισθητικών χαρακτηριστικών, τα οποία οι επιμέρους αισθήσεις μας αποδίδουν στον αντιληπτό από εμάς κόσμο και στα οποία αναγκαστικά και τον διαιρούν. Με τις αισθήσεις, ο κόσμος δεν προσλαμβάνεται αρχικά ως όλον, αλλά διαιρεμένος σε αιαθητικές κατηγορίες (π.χ. ήχοι, τόνοι, χρώματα, οσμές) και ο εγκέφαλος αναλαμβάνει το έργο μιας έλλογης επανασυρραφής (ολοκλήρωσης) τους. Η επανασυρραφή θα πρέπει να γίνει με κάποια βάση αναφοράς, που μπορεί να τοποθετείται εντός του εαυτού (εγωκεντρική) ή εκτός (αλλοκεντρική).
Η επεξεργασία των σχημάτων κατανομής και ιδιοσυχνότητας (μοτίβων) των ηλεκτρικών ταλαντώσεων, από το νεοφλοιό του εγκεφάλου παράγει τη σκέψη και τα αφηρημένα μίγματα αντιλήψεων, τις ιδέες. Έτσι, για παράδειγμα, με διαδοχικές τομές και προσθέσεις μεταξύ των υποσυνόλων των οπτικών, συναισθηματικών και αυτοβιογραφικών ερεθισμάτων (εσωτερικές μνήμες) πλάθονται νέα υποσύνολα ή ενεργοποιούνται προϋπάρχοντα, τα οποία εντοπίζονται στον αμέσως υψηλότερο όροφο αυτού του οικοδομήματος αφαιρέσεων, υποσύνολα αρχικά από γραμμές, μετά από κύκλους, μετά από μάτια, μετά από πρόσωπα, μετά από πρόσωπα γιαγιάδων, μετά από τη γιαγιά μου και όσα σημαίνει για μένα!
Μερικές αφηρημένες ιδέες, υπερεξελιγμένες, καθοριστικής σημασίας, πολυπλόκαμες, κατοικώντας στην κορυφή του δεινού οικοδομήματος, είναι αυτό που θα ονομάζαμε «υπερ-ιδέες». Σχεδόν το σύνολο των μοτίβων του εγκεφάλου μου μπορεί να έρθει στην επιφάνεια της συνείδησης ανελκύοντας μια μεμονωμένη υπεριδέα. Κορυφαίες υπεριδέες θα μπορούσαν, υπό την ευρεία έννοια, να είναι στο σύνολό τους οι γλώσσες που μιλάμε, ενώ από την άλλη, αυτές είναι και σύμβολα που επιταχύνουν θεαματικά τη σκέψη μας. Ανάμεσά τους, κορυφαία των κορυφαίων από την άποψη της εκφραστικής και αντιληπτικής (άρα της επικοινωνιακής) ακρίβειας είναι τα μαθηματικά.
Η κριτική εποπτεία πάνω στη ζωή μου, στο παρελθόν μου, οι προβολές στο μέλλον μου, όπως και στο παρελθόν και στο μέλλον του κόσμου μέσω του πολιτισμού είναι αποτελέσματα των υπεριδεών που παρέχονται αποκλειστικά από το γνωστικό εγκέφαλο, η δυνατότητα φιλοσοφίας επίσης, η δυνατότητα μεταφοράς αφηρημένων εννοιών και των συνδυασμών τους (γνώσεων) προς τις μελλοντικές γενιές επίσης· όλη αυτή η υπέρβαση του «εδώ και τώρα», που κάνει τους ανθρώπους να γράφουν δοκίμια, να συζητούν, να επιλύουν προβλήματα, να εκπονούν σχέδια και να φιλοσοφούν, οφείλεται στη γνωστική πλευρά του εγκεφάλου.
Μέσα στις υπεριδέες που χτίζω για τον κόσμο περιλαμβάνεται και αυτή της ίδιας της ύπαρξής μου (αυτοσυνείδηση ή αντίληψη), με εμένα ταυτόχρονα θεατή και πρωταγωνιστή του έργου της ζωής μου. Συλλέγοντας αυτοβιογραφικά και ιστορικά δεδομένα που με αφορούν, διατηρώ μια δυναμική εικόνα περί του ποιος είμαι, πού ανήκω, τι επιθυμώ κ.λπ, η οποία είναι και αυτή προϊόν αφαιρέσεων, ορόφων που τοποθετούνται όλο και ψηλότερα από τα αισθητικά θεμέλια τους. Η θεωρία της ύπαρξης ενός μυαλού με συναισθήματα και προθέσεις μέσα στον άλλο όπως αυτό βιώνω πως υπάρχει και μέσα μου, είναι και αυτή μια υπεριδέα· η ικανότητα επικοινωνίας των ανθρώπων σε πλατωνικό επίπεδο απορρέει από αυτή. Οι υπεριδέες περί του κόσμου, του εαυτού και του άλλου χαρτογραφούν τον κόσμο, αντίστοιχα, με κοσμοκεντρικές, αλλοκεντρικές και εγωκεντρικές συντεταγμένες.
Τα όνειρά μας είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς περίπου λειτουργεί ο εγκέφαλός μας όταν η συναισθηματική (αδρότερα: η αισθητική) πλευρά του εγκεφάλου μας επικρατεί της γνωστικής. Τα συναισθήματα είναι υποκειμενικά βιώματα, αποτελούν «βιωματικές μονάδες» (qualia), που εξ ορισμού δεν είναι αντικειμενικά επικοινωνήσιμες. Ο ένας τρόπος (χονδροειδούς) επικοινωνίας μέσω της εξωτερίκευσής τους είναι οι εκφράσεις του προσώπου μας, ο οποίος είναι βεβαίως έμμεσος, καθώς προαπαιτεί την αποκωδικοποιητική ερμηνεία εκ του ανθρώπου που αντικρύζει το πρόσωπό μας. Ο άλλος τρόπος επικοινωνίας, επίσης έμμεσος, είναι η μετατροπή τους σε λέξεις και περιγραφές, όπου στην όλη διαδικασία προστίθεται και η από τη μεριά μας κωδικοποίηση. Η γλώσσα, τα μαθηματικά και η λογική είναι το μόνο σημείο συνάντησής μας με – το γνωστικό είδωλο – του περιεχομένου του μυαλού των άλλων.
Έτσι, με τη χρήση των υπεριδεών, ο άνθρωπος καθίσταται το μοναδικό έμβιο ον στο γνωστό κόσμο που διά της ανατροφής των απογόνων του μπορεί να δημιουργήσει και να διαδώσει – έστω και μερικώς – στο χώρο και στο χρόνο το περιεχόμενο του μυαλού του και αυτό είναι κάτι που χωρίς τη γνωστική πλευρά του εγκεφάλου του δεν μπορεί να το κάνει, επομένως η ύπαρξη του ανθρώπινου γνωστικού εγκεφάλου, αν και όχι ικανή, είναι ειδοποιός συνθήκη για την ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι τα κύτταρα, ή τα δίκτυά τους παρουσιάζουν, ούτε καν κατά αναλογία, κάποιο είδος ανθρωπομορφισμού. Κανείς, όσο και «φανατικός», αν απλώς είναι πραγματικός, νευροεπιστήμονας δεν θα μπορούσε να διανοείται στα σοβαρά ότι αυτά τα ίδια τα κύτταρα ή τα δίκτυα «σκέφτονται» ή «αισθάνονται». Το ανθρώπινο φαινόμενο είναι αναδυόμενο υπεράνω του απλού αθροίσματος των συστατικών μερών του, ενσωματώνοντας τόσο τα άτομα όσο και τις κοινωνίες, τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν τους, ενώ την κάθε φευγαλέα στιγμή που η ολότητά του κόσμου, όπως τον έχω γνωρίσει, όπως με περιέχει και τον περιέχω, αποκρυσταλλώνεται, κάθε στιγμή που «παγώνει» σε μια υπεριδέα μου, ο άνθρωπος που είμαι εξακολουθεί να παραμένει φαινόμενο δυναμικό (διαρκώς μεταβαλλόμενο) και όχι στατικό.
Κατόπιν της παραπάνω ευρείας εισαγωγής, οι ανησυχίες που απορρέουν από τη – μη αμφισβητούμενη – ατζέντα της αντικατάστασης του ανθρώπου από τον εγκέφαλό του, όπως εκφράζονται στο πρόσφατα δημοσιευμένο εδώ δοκίμιο του P.M.S. Hacker δεν συνιστούν απλώς έναν «αγνό» επιστημονισμό. Δεν πρόκειται για κάποια επιστήμη που έχει χάσει το δρόμο της εξαιτίας έλλειψης των κατάλληλων μεταφυσικών ή ευρύτερα φιλοσοφικών βάσεων, ναρκισσισμού των φορέων της ή αυτονομημένης ανεξέλεγκτης διόγκωσης παρά τη θέληση αυτών των φορέων. Ίσα-ίσα, πρόκειται για μια στοχευμένη πολιτική επιχείρηση μεταβολής – της υπεριδέας – του ανθρώπου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, η οποία διεκπεραιώνεται ίσως από κάποιους στρατηγούς και σίγουρα από πολλούς ημιμαθείς και από αφελείς. Το ζήτημα της υπέρβασης των φυσικών ανθρώπινων διά της δύναμης της νόησης βρίσκει ανέκαθεν στήριξη στα γραπτά των σοφών και των φιλοσόφων τουλάχιστον από την εποχή του Πλάτωνα και η σύγχρονη θεοποίηση του βιολογικά προσεγγιζόμενου εγκεφάλου απλώς παρακολουθεί τη μόδα των νεωτερικών αιώνων χωρίς όμως να ξεφεύγει από το συγκεκριμένο – ακρωτηριαστικό για τον άνθρωπο – πλαίσιο. Επομένως, μετακυλίωντας από τον εγκέφαλο στο «νου» την ευθύνη της μεταμόρφωσης του ανθρώπου σε κάτι άλλο από αυτό που γεννήθηκε, μέσω της αποβολής των κρινόμενων ως κατώτερων ζωικών στοιχείων του, το αδίκημα της υπεροψίας εξακολουθεί να διαπράττεται στο ακέραιο. (Δεν μπορώ να μη σημειώσω πως από θεολογική άποψη, η Ενανθρώπιση και το ομοούσιο και αχώριστο της Αγίας Τριάδας στο χριστιανισμό αποτελούν μοναδική περίπτωση κοσμογονικής όσο και εσχατολογικής ολοκλήρωσης μεταξύ της σωματικής και της πνευματικής πλευράς του ανθρώπου, διά της εξύψωσης αμφότερων.)
Παράλληλα, αλλά όχι ανεξάρτητα από τα παραπάνω, ο επεκτατισμός των νευροεπιστημών στην εποχή μας προέρχεται σε μεγάλο βαθμό και από την εμπορευματοποίηση της επιστήμης. Δύο θεωρούνται τα βασικά προτάγματα της ειλικρινώς ανθρωποκεντρικής νευροεπιστήμης: το ένα η θεραπεία των νευρολογικών και ψυχιατρικών παθήσεων και το άλλο η ανάπτυξη τεχνητής ευφυίας (και δεν γράφω «τεχνητής νοημοσύνης»). Θα πρόσθετα και ένα τρίτο, την βελτιστοποίηση των ερεθισμάτων, των τεχνικών και των μεθόδων με τις οποίες το απολίτιστο ανθρώπινο νήπιο εισάγεται στον πολιτισμό (παιδεία). Όλα τα παραπάνω δεν είναι ανάγκη να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο, ούτε καν να εκφυλίσουν σε λέξεις ή σε μαθηματικές εξισώσεις τα ανθρώπινα άφατα, αλλά αυτό φαίνεται όντως να γίνεται το σπουδαίο προαπαιτούμενο όταν η εμπορευματοποίηση τείνει να καταλάβει όλο και περισσότερα εδάφη. Δεν υποστηρίζω λοιπόν ότι δεν είναι αυτή η επικρατούσα τάση, αλλά ότι δεν θα ήταν ανάγκη να είναι αυτή η επικρατούσα τάση. Η επιστήμη δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στον επιστημονισμό, πολύ περισσότερο δε, στην διαφημιστική εκμετάλλευση του τελευταίου για συγκεκριμένους απώτερους στόχους.
Έτσι, στο πλαίσιο του ιδεαλισμού και κυρίως της εμπορευματοποίησης, η νευροεπιστήμη βαφτίζει π.χ. ως εγκεφαλικές παθήσεις τα ψυχικά συμπτώματα που οφείλονται στην αντιφατική έως κατάφορα προβληματική λειτουργία της γονικής φροντίδας, του εκπαιδευτικού συστήματος, των κοινωνικών θεσμών και ευρύτερα, του κυρίαρχου πολιτισμού, όταν αυτά σημαίνουν, αντίθετα, την ακέραιη (!) λειτουργία της λειτουργίας της μάθησης του νευρικού συστήματος όπως και της ικανότητας ανίχνευσης των αντιφάσεων και των αδιεξόδων από μια επίσης ακέραια συναισθηματική φαρέτρα, έχοντας όμως αυτές οι ικανότητες δοκιμασθεί στα όριά τους από κάκιστους «δασκάλους». Όλα απολήγουν στην αποτυχία της ανάληψης της ευθύνης του εαυτού ή στη δραματική κόπωση από αυτήν. Ή η νευροεπιστήμη τείνει να κατακερματίσει συναισθήματα, έρωτες, πόνους, απώλειες, το Θεό, τη φιλοσοφία, την τέχνη, διά της εξήγησης και της ερμηνείας τους. Αποκτά ένα «μεγαλοϊδεατισμό» ο οποίος όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από τον απλό στόχο της εξαγωγής εμπορικού κέρδους από όλο και περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, πάντα στο έδαφος του κορεσμού που έχει προ πολλού δημιουργηθεί στους παραδοσιακά εμπορεύσιμους τομείς. Το ανάλογο για μια θρησκεία θα ήταν, π.χ. ενώ θα αποτύγχανε να προσφέρει ανακούφιση στα μείζονα υπαρξιακά ή μεταφυσικά ερωτήματα των πιστών της, οι φορείς της να ασχολούνταν με το να επιλύσουν το πρόβλημα του επισιτισμού ή της διανομής των υλικών αγαθών και πόρων, να παρείσφρεαν δηλαδή στο πεδίο της πολιτικής, προκειμένου να προσδώσουν κάποια πρόσθετη και επίπλαστη αξία σε αυτό που εκπροσωπούν και φυσικά και στους δικούς τους ρόλους και ταυτότητες.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Υπάρχει ή όχι το αντικείμενο της αντιπαράθεσης φιλοσόφων και νευροεπιστημόνων σχετικά με το ζήτημα των qualia; Η απάντηση είναι πως υπάρχει· άσχετα με την πονηρή χρήση της αρνητικής απάντησης και την αμυντική χρήση της θετικής, το ερώτημα αυτό είναι έγκυρο, αν όχι θεμελιώδες. Ακόμη και η καλύτερη περιγραφή του φαινομένου του ηλιοβασιλέματος και της επίδρασής του στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού, στο κέντρο της όρασης στον ινιακό λοβό και στο μεταιχμιακό εγκεφαλικό υπερδίκτυο των συναισθημάτων, με την πληρότητα των μετρήσεων και των εξισώσεων ενός Αϊνστάιν και με τη γλαφυρότητα του ύφους ενός Ελύτη, ούτε καν μπορεί να αγγίξει το βίωμα, την εμπειρία ενός καλοκαιρινού δειλινού στη θάλασσα. Η ηδονή των αισθήσεων (χαρά) σε τέτοιες στιγμές ανακτά ατόφια την ισότητά της με τις ηδονές του πνεύματος και τότε, το κριτήριο ιεράρχησης των πρώτων (ηθική) μπορεί να είναι ίσως μόνο η αποκάλυψη της υποκείμενης δύναμης, καλής ή κακής για την ανθρώπινη και κοσμική ολότητα, που αυτή εκπροσωπεί στο διηνεκές.
Ουσιαστικά, λοιπόν, το ερώτημα περί των qualiaμπορεί να αναδιατυπωθεί καταρχήν κάπως έτσι: αν ο καθρέφτης του κόσμου που σχηματίζεται μέσω του εγκεφάλου μας με βιολογικό σκοπό τον προσανατολισμό μας αποτελείται όντως από οργανική ύλη και ηλεκτρική ενέργεια, εν προκειμένω από ροή πληροφοριών ανάμεσα σε κύτταρα με τη μορφή μοτίβων ηλεκτρικών ταλαντώσεων, τότε τι ανάγκη υπάρχει για την ύπαρξη των βιωμάτων, δηλαδή για τον αισθητηριακό-συναισθηματικό χρωματισμό των ασπρόμαυρων (όντως, δυαδικού χαρακτήρα) δεδομένων; Γιατί ο άνθρωπος να μη ζει απλά μέσα σε έναν κόσμο αυξομειούμενων αριθμητικά προσδιοριζόμενων μεγεθών, που θα ήταν υπεραρκετά για τη γέννηση, για τον προσανατολισμό, για την επιβίωση και για την αναπαραγωγή του, ακόμη και για – αδάκρυτες – ομολογίες πίστης, αλλά να ζει μέσα σε έναν κόσμο χρωμάτων, ήχων, γεύσεων, πόνων, χαρών και πενθών; Γιατί ο άνθρωπος να αγαπά; Γιατί να κάνει τέχνη; Γιατί να πιστεύει σε μη χειροπιαστές οντότητες; Γιατί η αναγωγή του εγκεφάλου σε μαθηματικές αναλογίες να φαντάζει αυτονόητη, ενώ παράλληλα η βιωματική σύλληψη των φαινομένων του κόσμου να φαντάζει παραψυχολογική έως ψυχωτική; Γιατί να είμαι, έτσι, μόνο παρελθόν και μέλλον χωρίς ποτέ παρόν; Γιατί, τότε, οι εγκέφαλοι των ανθρώπων να ψάχνουν το παράθυρο προς τη θέα της ολοκληρωμένης ανθρώπινης αυτοαντίληψης, διαρκώς όμως διαφεύγουσα μέσα στο πλήθος των προσήμων, των αριθμών και των αναλογιών;
Η απάντηση που δίνω είναι ανατρεπτική, με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Η απόλυτη κατανόηση ενός συναισθήματος δεν μπορεί παρά μόνο οριακά να επέλθει μέσα από τη σκέψη περί αυτού, ενώ αντίθετα, ολοκληρωτικά αυτονόητη είναι απλώς κατά τη βίωση του. Έτσι, το αναπάντητο του ερωτήματος γεννάται ήδη εκ της ρίζας του, κατά τη μάταιη άρα α-νόητη επιδίωξη εύρεσης απάντησης με όρους ιδεών επί ενός ζητήματος που υπερβαίνει τις ιδέες. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα σοβαρό σφάλμα παράβλεψης της εξελικτικά διττής υπόστασης του ανθρώπου και δη της συναισθηματικής, ορμέμφυτης, ζωώδους, σωματικής και διονυσιακής φύσης, εκτός της, εξελικτικά μεταγενέστερης μάλιστα, γνωστικής, πολιτισμικής, ανθρωποποιητικής, πνευματικής και απολλώνιας. Το σφάλμα δε αυτό είναι πρωτίστως επιστημονικό και όχι μεταφυσικό, διότι τα δεδομένα είναι εκεί αλλά αγνοούνται!
Πέρα από τις κανονιστικού τύπου θεωρητικές-ιδεολογικές θέσεις που διατυπώνονται από τις εκάστοτε ηγεσίες των φιλοσοφικών, θρησκευτικών και κοινωνικών κινημάτων, θέσεις οι οποίες απηχούν τις πολιτικές επιδιώξεις των υποστηρικτών τους, το σημαντικό πρακτικό ερώτημα για τη σύγχρονη νευροεπιστήμη είναι το κατά πόσον ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι άνθρωπος μόνο με τη γνωστική – υπερβατική πλευρά του εγκεφάλου του και χωρίς τη συναισθηματική – ζωική, αν επιτρέπεται να τεθεί ένα τέτοιο ερώτημα. Αν θα ήταν έτσι, η συναισθηματική πλευρά θα όφειλε να θεωρηθεί ως πρόβλημα προς επίλυση, κάτι το οποίο έχει ήδη επιχειρηθεί από ποικίλες και σημαντικές φιλοσοφικές σχολές και πέρα από άσκηση επί χάρτου, προς το παρόν αποδεικνύεται ουτοπικό έως δυστοπικό εγχείρημα, καθώς συνεπάγεται ανυπέρβλητα κανονιστικού τύπου προβλήματα.
Αλλά, πριν από τα κανονιστικά ζητήματα, τα συναισθήματα και η υποκειμενικότητα της αυτοσυνείδησης που αυτά συνεπάγονται είναι αναπόσπαστα μέρη του ανθρώπου για ένα απλούστατο λόγο: είναι η μοναδική πλευρά του εγκεφάλου που υπάρχει για αρκετά χρόνια μετά τη γέννηση μας, μέχρι οι γνώσεις να ολοκληρώσουν τους πρώτους ορόφους του οικοδομήματος και τελικά να αναλάβουν αργότερα τα ηνία. Οι πρώτες αυτές αναμνήσεις σου για το «πώς σού φαίνεται να ζεις» παραμένουν για πάντα ανεξίτηλα χαραγμένες και μοναδικές για το άτομό μας, είναι με κάποιο τρόπο η μη αντιγράψιμη επικύρωση της ατομικής ύπαρξης του καθένα μας σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο του σύμπαντος και δεν μπορεί να μεταμοσχευθεί σε άλλο σώμα ή άλλη εποχή χωρίς το οικοδόμημα να απωλέσει αιφνιδίως τα θεμέλια του.
Η βασικότερη παράμετρος λειτουργίας του εγκεφάλου, που τείνει να παραβλέπεται από όσους ματαιοδοξούν να κλείσουν το ανθρώπινο θαύμα σε memory stick, είναι, σε αντίθεση με το αποκομμένο από τα θεμέλια του ψήλωμα του αρχικώς δεινού αλλά τελικώς υβριστικού οικοδομήματος με ιδιωτικά υλικά, η διαρκής αναβάπτιση των νευρωνικών ηλεκτροχημικών μοτίβων, που αντικατοπτρίζουν τον εξωτερικό κόσμο, μέσα στη μνήμη, στην κίνηση και στην αίσθηση, μέσα στις αέναες αλληλεπιδράσεις με το παρελθόν, με τη νεκρή ύλη, με την ενέργεια και πάνω από όλα με τα άλλα πρόσωπα, ένα διαρκές αλέ-ε-ρετούγ ταξίδι στο σημείο μηδέν της γέννησής μας.
Ακόμη λοιπόν και αν αποφασιζόταν ότι τα βιώματα πρέπει να εκριζωθούν από τον ανθρώπινο πολιτισμό, αυτό προϋποθέτει πριν από όλα τη διάσπαση, την απόλυτη ρήξη του δεσμού μητέρας και παιδιού, με άλλα λόγια προβάλλει στη βιομηχανοποίηση του τρόπου με τον οποίο θα γεννιούνται και θα μεγαλώνουν τα παιδιά. Θα πρέπει τα παιδιά να ποιούνται και να μη γεννιούνται, όπως και να μεγαλώνουν χωρίς ανθρώπινους γονείς αν πρέπει να μην αισθάνονται, ώστε να μην αναπτύξουν ποτέ τη συναισθηματική πλευρά του εγκεφάλου τους (αν και κανείς δεν εγγυάται στους προγραμματιστές ότι δεν θα αναπτύσσουν συναισθήματα προς τον υπολογιστή που τα εκπαιδεύει πάνω σε οτιδήποτε). Οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση ακρωτηριάζει τον άνθρωπο όπως τον ξέρουμε.
Χωρίς τον εγκέφαλο δεν θα υπήρχαν τα μαθηματικά, αλλά ο εγκέφαλος δεν είναι μόνο μαθηματικά. Η σύλληψη του ανθρώπου αποκλειστικά ως μια υπεριδέα και καθόλου ως βίωμα δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το γιατί χρειάζεται και να αισθανόμαστε εκτός από το να αφαιρούμε, να αθροίζουμε και να συγκρίνουμε. Έτσι, το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» είναι μισή αλήθεια, ισχύει απλώς το ταυτολογικό υπό την οπτική της μαθηματικής λογικής «σκέφτομαι πως υπάρχω άρα υπάρχω» και θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι «αν μόνο σκέφτομαι, δεν υπάρχω». Η αυτοαντίληψη ως βίωμα δεν τη θέτει καν αυτή την ερώτηση ή μάλλον την αντιστρέφει, θα λέγαμε (αν υπήρχαν απαντήσεις που δεν είναι εξηγήσεις αλλά συναισθήματα, αυτές όμως ας τις ονομάζουμε καλύτερα αποκαλύψεις). Και τα συναισθήματα έρχονται κι «απαντούν» απλώς «υπάρχω», καθώς δεν μπορούν, όπως ούτε και η σκέψη, να απαντήσουν «δεν υπάρχω», που είναι παράδοξο και τελικά, πάλι ταυτολογικά, «υπάρχω αφού αισθάνομαι πως υπάρχω». Και ας μην ξεχνάμε πάλι ότι αυτή η τελευταία φράση είναι αμέσως άκυρη, καθώς το συναίσθημα καταρρέει μόλις αποκτήσει όνομα και περιγραφή.
Αν είμαι μια αυτοαντίληψη που αμφισβητεί την αξία του υποκειμενικού της βιώματος και ερευνά τη φύση της ίδιας και του κόσμου της μόνο στο πλαίσιο μιας άμετρα επεκτεινόμενης αφαιρετικής («αντικειμενικής») γνώσης μου για αυτήν, τότε θα προσπαθώ διαρκώς (και μάταια) να μεταφράσω, να ερμηνεύσω, να κατανοήσω και να προβλέψω τα χρώματα, τους ήχος, τις γεύσεις, τους πόνους, τις χαρές και τα πένθη μου με άλματα σε κάποια μεταγενέστερη στο οικοδόμημα αναλογία! Αυτά τα άλματα θα παρέχουν την ψευδ-αίσθηση της κατανόησης, όπως επιμελώς όλα τα σχολεία μάς μαθαίνουν, με παραγνώριση των θεμελίων του οικοδομήματος της ανθρώπινης γνώσης (καλύτερα: ημιμάθειας) και με την κορυφή ανοιχτή και δαιδαλώδη, να χάνεται στη διαρκή προσθήκη νέων ορόφων. Πώς δηλαδή θα καταλάβω μέχρι τα σπλάγχνα μου τον ηλεκτρομαγνητικό κυματισμό αν δεν έχω δει ποτέ μου θάλασσα; Πώς τα ηλεκτρόνια, αν δεν έχω ποτέ κυλίσει στα χέρια μου την άμμο της;
Αντιστρέφοντας όμως, αν βασιστώ (μεταφυσικά) σε μια πρωτοκαθεδρία της βιωματικής αυτοαντίληψης, αν δηλαδή θεωρήσω την αντοαντίληψη όχι ως αφαιρετικό συμπέρασμα του εγκεφάλου μου αλλά ως τη βασική μα μη αντικειμενικοποιήσιμη εγκεφαλική κατάσταση – όχι προϊόν –η οποία με μετατρέπει σε συμπαρακολούθημα του κόσμου των χειροπιαστών, τότε το αδιέξοδο αίρεται.
Τόσο οι ιδέες όσο και τα συναισθήματα προαπαιτούν τον ανθρώπινο εγκέφαλο, εκ του οποίου απορρέουν και τον οποίο και ταυτόχρονα όμως χαρακτηρίζουν, όχι απλώς κατά μοναδικό, αλλά μάλλον κατά θεόπνευστο τρόπο. Για να συλλάβουμε μια τέτοια σχέση, ίσως θα πρέπει να απαλλαγούμε από την λογική της κατηγοριοποίησης, που δεν επιτρέπει σε κάτι να είναι ταυτόχρονα γενικό και ειδικό, μέρος και όλον και να χρησιμοποιήσουμε ίσως τη λογική των μορφοκλασμάτων (fractals). Σταματώ εδώ προς ώρας. Αν πάντως ελπίζουμε, όπως έχουμε την ανάγκη, πως ο Θεός γιορτάζει τον κόσμο, τότε ο άνθρωπος είναι βέβαια ο επίτιμος προσκεκλημένος Του, με εκ των ων ουκ άνευ εστίαρχο τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Ο ζωγραφικός πίνακας ("Κοπέλλα στο παράθυρο", 1877) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γεώργιου Άμβλιχου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο