«Συ τον καλόν οίνον
τετήρηκας έως άρτι…»
1. Το θέμα της νήψεως είναι ίσως το μοναδικόν θέμα το οποίον μπορεί να απασχολήσει έναν άνθρωπο, ο οποίος αγαπά αληθινά τον Θεόν. Η νήψις δεν είναι απλώς μία αόριστος έννοια, αλλά είναι μία ενέργεια. Είναι, θα λέγαμε, η δουλειά της ζωής μας. Είναι η ίδια η ζωή μας. Είναι η κλήσις μας η αποστολική, η κλήσις μας η μοναχική. Είναι η πράξις μας και η ζωή μας.
Λέγοντας λοιπόν νήψιν δεν εννοούμε κάτι μερικόν, αλλά το όλον κατόρθωμα, την ανά πάσα στιγμή ενέργεια της υπάρξεώς μας. Γι αυτό, θα λέγαμε, νήψις σημαίνει: η αναπνοή μας. ῞Οπως αν για λίγες στιγμές σταματήσωμε να αναπνέωμε, ο ζωτικός αήρ δεν εισέρχεται πλέον μέσα μας και αποθνήσκομεν, έτσι και αν για μίαν στιγμή λείψει από ημάς η νήψις, σημαίνει ότι σταματάει η λειτουργία της αναπνοής μας. Σταματάει η είσοδος του ζωαρχικού ανέμου, του πνεύματος, του Αγίου Πνεύματος. Κι έτσι, μην εξασφαλίζοντας τον αέρα, σημαίνει ότι ευρισκόμεθα αύθις, μετά από τόσες άλλες φορές που έχουν προηγηθεί, εις μίαν ατμόσφαιραν πνικτικήν. Σε μίαν ατμόσφαιρα που δεν είναι χαρισματική και δεν είναι αποστολική. Σε μίαν ατμόσφαιρα η οποία μάς κάνει να μην μπορούμε να σταθούμε, να μην έχουμε χαρά, να μην έχουμε άνεση, να μην έχωμε ειρήνη, να μην νοιώθωμε βεβαιότητα στην ζωή μας, να μην νοιώθωμε τον Θεόν, να μην έχωμεν ακρόασιν από το έτερον πρόσωπον εις την προσευχήν μας. που μπορεί να δακρύωμεν, να λουώμεθα, να προσευχώμεθα, να λατρεύωμεν τον Θεόν, και όμως η ζωή μας να μην έχει τα στοιχεία του ανθρώπου του έχοντος ζωήν.
2. Εις την καθημερινή μας αίσθησιν, όταν λέμε νήψιν εννοούμε την εγρήγορσιν, την αγρύπνια του πνεύματος. Αλλά το “νήφω” αρχικώς έχει την έννοια του ότι δεν έχω πιεί τίποτε· απέχω οίνου. Οχι μονάχα δεν τρώγω, αλλά η εγκράτειά μου και η εγκαρτέρησίς μου φτάνει μέχρι του σημείου να μην δέχωμαι τίποτε εις τον οργανισμόν μου. Νηστεύω δηλαδή διαρκώς για έναν και μοναδικόν λόγον· όχι απλώς για την εγρήγορσιν, αλλά για την παρακολούθησιν κάποιου. Για να μπορώ να μην χάνω την συνέχειαν της οράσεως και παρακολουθήσεως, ώστε αγρυπνητικώς να παρατηρώ· αγρυπνητικώς να μετέχω εις τάς κινήσεις του άλλου για να είμαι ενήμερος ανά πάσαν στιγμήν σ αυτό που κάνει. Εχει λοιπόν την έννοια της αδιαλείπτου αγρυπνίας, μιάς ενεργείας που είναι καθαρώς του νοός.
Επομένως, η νήψις δεν είναι μία πράξις που την κάνω μόνος μου, ιστάμενος. Γι αυτό κι ένας, ο οποίος είναι άνθρωπος κοινωνικώς ανυπόστατος, δηλαδή άνθρωπος ο οποίος δεν μπορεί στην κοινωνική του ζωή να αισθάνεται τον άλλον, να τον χαίρεται, να τον ακολουθεί, να συμπορεύεται, άνθρωπος ακοινώνητος, άνθρωπος μονωτικός -όχι άνθρωπος της πνευματικής μονώσεως, αλλά της κοινωνικής και της ψυχικής μονώσεως- είναι ανίκανος να κάνει νήψιν.
3. Νήψιν έχουν τρόπον τινά πάντες οι άνθρωποι, την δικήν τους νήψιν. ῞Ολοι κάτι κυνηγάνε. Γι αυτό εμείς θα βάλωμε την “νήψιν” του κόσμου, το τρεχαλητό του, το κυνηγητό το οποίον κάνει και την εγρήγορση που έχει, μέσα σε εισαγωγικά. Διότι κυνηγάει τα φθαρτά, κυνηγάει τα επίκαιρα, τα μάταια. Κυνηγάει την καθημερινότητα, η οποία απόλλυται μόλις περάσει το σήμερα. Επομένως, κατά κάποιον τρόπον, ο κόσμος προ-πορεύεται εκείνου το οποίον νοεί, και γι αυτό ο κόσμος παρέρχεται, χάνεται, είναι φευγαλέα η πορεία του. Ενώ η κατά Χριστόν νήψις είναι μία ακολούθησις ενός προσώπου. Είναι ο τρόπος εκζητήσεως, το κυνηγητό που κάνωμε, του Αγίου Πνεύματος.
Η εγρήγορσις του νοός είναι λοιπόν η αδιάλειπτος πνευματική μας λειτουργία. Είναι μία μέθοδος, ένα κυνηγητό, μία παρακολούθησις, που κάνει ό,τι ανώτερο έχει δώσει ο Θεός εις την ανθρωπίνη προσωπικότητα: ο νους μας, το νοερόν συστατικόν μας, το πνεύμα μας, το οποίον είναι κατά κάποιον τρόπον το αγγελικόν συστατικόν, το οποίον μάς εγγίζει προς τον Θεόν για να συναφθώμεν μετά του Θεού.
Επομένως, νήψις σημαίνει συνεργασία του πνεύματός μου με το Πνεύμα το ῞Αγιον. Σημαίνει ότι το βαθύτερον είναι της υπάρξεώς μου είναι απησχολημένο με κάποιον και δεν είναι δυνατόν να μετέχει άλλων ενεργειών, διότι τότε δεν θα είναι μία νήψις, δεν θα είναι μία αποχή οίνου. Η νήψις μάς βάζει κατενώπιον μιάς ζωής, της ζωής του Θεού, την οποίαν παρακολουθεί η δική μας η ζωή.
Διά της νήψεως ο χούς της γής γίνεται μία σπινθηροβόλος πλέον ζωή. Διότι έχει μέσα της την ζωήν των απάντων, έχει το ῞Αγιον Πνεύμα, και γι αυτό δεν γίνεται απλώς ζωή, αλλά σπινθηροβόλος ζωή. Σπινθηροβολείται, βάλλεται από το Πνεύμα το ῞Αγιον αδιαλείπτως έσωθεν ο άνθρωπος, και εκβάλλει αφ εαυτού του τους σπινθήρας της θεότητος, το φως της θεότητος.
Είναι λοιπόν η σφράγισις του ανθρώπου διά του αγίου Πνεύματος η νήψις. Με αυτήν την πρακτικήν μέθοδον ο άνθρωπος κατορθοί τον Θεόν και γίνεται μεθεκτικός της θεότητος. Είναι μια εσωτερική κοινωνία που έχομε. ῞Ενας εσωτερικός οργασμός με τον Θεόν. Και αυτά τα μυστήρια γίνονται κάθε μέρα μέσα μας. Το Πνεύμα το ῞Αγιον ως ζωοποιόν σπέρμα, με αδιαλείπτους κινήσεις εισέρχεται μέσα εις τα σπλάγχνα, μέσα εις την μήτραν της καρδίας μας, και εκεί τίκτεται το «πνεύμα της σωτηρίας» που λέγει ο Προφήτης.
4. Δεν υπάρχει όμως μόνον το ῞Αγιον Πνεύμα, αλλά υπάρχει και το πονηρόν πνεύμα. Υπάρχει το πνεύμα το δικό μας, το οποίον γίνεται αιώνιον διά της μετοχής του Πνεύματος του Αγίου, υπάρχει και το πονηρόν πνεύμα το οποίον άπαξ διαπαντός απέθανε τώ όντι την στιγμήν εκείνην που απέστη του Θεού. Υπάρχει το νεκρόν πνεύμα, το οποίον γεννά και προσφέρει θάνατον εις τάς ψυχάς.
Αλλά το πονηρόν πνεύμα απλώς ενεδρεύει. Δεν μπορεί να κινήται, δεν έχει δικαιώματα. Το μόνο δικαίωμα το οποίον έχει είναι να καραδοκεί, όταν του επιτρέψη ο Θεός, να κάνη κάτι. Αλλά δεν είναι μόνον ο Θεός που επιτρέπει, που δίνει την άδεια στο πονηρόν πνεύμα, όπως έκανε με τον Ιώβ. Είναι και το δικό μας το πνεύμα, το οποίον προσκαλεί το πονηρόν πνεύμα. Η ζωή της αδιαφορίας, η ζωή του “δέ βαριέσαι”, η ζωή που είναι κατρακύλισμα μέσα στην καθημερινότητα, η ζωή πολύ περισσότερο της αμαρτίας, της ανομίας, είναι μία πρόσκλησις του πονηρού πνεύματος.
Αλλά και πάλι, δεν εμβιοί μέσα εις το βάθος της καρδίας το πονηρόν πνεύμα. Το πονηρόν πνεύμα παρακολουθεί τον Θεόν πότε θα του δώση άδεια, και ημάς πότε αδρανούντες θα γίνωμε ελκυστικοί της πονηρίας. Οπότε εις την νήψιν υπάρχει κατ εξοχήν η ενέργεια του πονηρού πνεύματος, του ενεδρεύοντος. Ενεδρεύοντος διότι δύναται να μπαίνη και να βγαίνη, ουχί όμως εις το βάθος του πνεύματος του ανθρώπου. Κάθεται εκεί και προσδοκά. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε, εάν δεν του δίνωμε το δικαίωμα εμείς.
Επομένως, όσο λεπτή είναι η μέθοδος της νήψεως, τόσο κι επικίνδυνη είναι, διότι είναι ένας ολόκληρος αόρατος πόλεμος. Γι αυτό και πρέπει να γίνεται υπό την καθοδήγηση ενός Γέροντος, όπως συνέβαινε πάντοτε στην πνευματική μας παράδοση. Ο αγών ο εν ημίν είναι μυστικός, και παίζεται ή από τον πονηρόν ή από τον πανάγαθον Θεόν. ῞Οταν αγόμεθα υπό Πνεύματος Αγίου, είναι το Πνεύμα το ῞Αγιον που πηδαλιουχεί και οδηγεί την ζωήν μας. Εάν δεν είναι το Πνεύμα το ῞Αγιον είναι πονηρόν πνεύμα, το οποίον μάς άγει και μάς περιφέρει από δώ και από κεί.
5. Με την νήψιν μία κατάστασις δημιουργείται στον άνθρωπον, που είναι μόνιμος κατάστασις. Δεν είναι αυτό, που συνήθως ζούμε: τώρα βαριέμαι και αύριο χαίρομαι. Σήμερα αγαπώ τον Χριστόν και αύριο δεν αγαπώ· σήμερα πανηγυρίζω, αύριο κλαίω. Σήμερα προσεύχομαι στον Θεόν και τον παρακαλώ να δεχθή την προσφορά μου και αύριο κουβεντολογώ, βρίζω, δεν υπολογίζω κανέναν.
Η μεταβλητότης των καταστάσεών μας, των ψυχικών και των πνευματικών, οι μεταπτώσεις μας, δείχνουνε πώς δεν έχομε ισορροπήσει στις σχέσεις μας με τον Θεόν. Αλλά όταν έχει κανείς την νήψιν και την προσευχήν, έχει όπως λένε στο ῞Αγιον Ορος “κατάσταση”, δηλαδή πνευματική σταθερότητα, που μόνο κάτι το τρανταχτό μπορεί να την αλλάξη. Και ιδιαίτερα η υπερηφάνεια του ανθρώπου ή το άφημα εις την ακηδίαν.
Απόκρυφος και κεκρυμμένη είναι η ζωή μας η εν ημίν. ῞Οταν νήφω καταλαβαίνω ότι κάτι τελεσιουργείται εν εμοί. Καταλαβαίνω τον Θεόν εν τη τοιαύτη κοινωνία των δύο προσώπων. Είναι ο γάμος μας ο μυστικός. Γιατί κοινωνία σημαίνει γάμος, γάμος σημαίνει κοινωνία, και αυτό είναι η νήψις: η κοινωνία με το παρακολουθούμενον Πνεύμα ῞Αγιον. Και σ αυτήν την κατάσταση, αντί να προβληματίζωμαι, αντί να κουράζωμαι, αντί να αγωνιώ για το μέλλον μου, αντί να βρυχώμαι, αντί να κατσουφιάζω, τότε ψάλλω το αλληλούϊα, το γαμήλιον αλληλούϊα της Αποκαλύψεως εις την προσωπικήν μου πλέον ζωήν.
Πηγή: «Πεμπτουσία», τχ. 14, σ. 115-118.