“Την πήρα την απόφαση, ό,τι κι αν γίνει, θα πάω στο Όρος!” , είπε ο Βασίλης.
Δεν κατάλαβε πως, βυθισμένος στο συλλογισμό του, τα τελευταία λόγια τα είπε δυνατά.
Συνέχισε την απασχόληση της στον καθρέφτη, γιατί και απόψε πάλι θα 'βγαινε...
Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ.
Μόλις έπαιρνε να σουρωπώνει, η μάνα του έφευγε.
Την όμορφη νέα χήρα, βλέπεις, την προτιμούσαν για παρέα όλοι οι “ελεύθεροι” στην πόλη.
Έφτανε μια φευγαλέα ματιά να της ρίξει κανείς και να μείνει μαγνητισμένος απ’ τα “φαινόμενα κάλλη” της.
Κι εκείνη, άλλωστε, δεν άντεχε πια με τη σκέψη του εδώ και δυο χρόνια “φευγάτου” άντρα της.
Εκείνου η καρδιά, ξαφνικά μια νύχτα, σταμάτησε και πήγε για το “απάνω ταξίδι”, όπως έλεγε κι ένας θείος του ορφανού πια δεκαεννιάχρονου Βασίλη.
Το άλλο πρωί, ο ήρεμος, αποφασισμένος πια, έφηβος, άφησε ένα σημείωμα στη μητέρα του, που κοιμόταν, φορτώθηκε ένα σακίδιο και κατηφόρισε για το σταθμό λεωφορείων.
Ο μεσήλικας ξερακιανός μοναχός μπήκε τελευταίος στην τράπεζα της Μονής.
Κάθισε στην άκρη του πάγκου, απέναντι από δυο-τρεις επισκέπτες, δίπλα στον αρχοντάρη, τον γέροντα Αντώνιο.
Οι φιλοξενούμενοι τον κοίταξαν περίεργα.
Ο λόγος ήταν ότι το δεξί του χέρι ήταν μπανταρισμένο με γάζες, ενώ από πάνω ήταν δεμένο με ένα κομμάτι τριμμένου, πολυκαιρισμένου ράσου.
Ο μοναχός αυτός τελείωσε το λιτό του γεύμα ταυτόχρονα με το τέλος της ανάγνωσης του ιερού κειμένου από τον αναγνώστη.
Έπειτα αποσύρθηκε αθόρυβα.
Οι επισκέπτες, σαν απόφαγαν, όλο περιέργεια, πήραν να ρωτάν τον αρχοντάρη για τον μοναχό αυτό.
Ο αρχοντάρης, αφού τους είπε ότι αυτός ο μοναχός ονομαζόταν Βησσαρίων, τους υποσχέθηκε ότι μετά τον εσπερινό θα τους έλυνε τις απορίες.
Καθισμένοι οι τρεις φίλοι σε ένα πεζούλι στο προαύλιο της Μονής, κοιτάζοντας στο πέλαγος κι ενώ συζητούσαν για θέματα που τους εντυπωσίασαν στο μοναστήρι, είδαν χαρούμενοι τον μοναχό Αντώνιο να έρχεται κοντά τους.
Ακόμη τους “έτρωγε” η περιέργεια για το γέροντα Βησσαρίωνα.
“Τον πατέρα Βησσαρίωνα, παιδιά μου τον γνώρισα πριν από τριάντα περίπου χρόνια”, άρχισε να διηγείται ο αρχοντάρης.
“Ήλθαμε στη Μονή την ίδια χρονιά.
Το κοσμικό όνομά του ήταν Βασίλης.
Αφού περάσαμε κι οι δυο το δοκιμαστικό στάδιο και δεχθήκαμε την κουρά της αγγελικής ζωής, εκείνος πήρε ευχή και έζησε υποτακτικός σ’ εναν άγιο γέροντα στα τρομερά “Καραούλια”.
Επέστρεψε έξι χρόνια αργότερα, μετά την κοίμηση του γέροντά του, αλλά με δεμένο το χέρι του! Κάποτε τον ρώτησα γι’ αυτό και εκείνος μου είπε την φοβερή του ιστορία.
Όταν πήγε στην Έρημο του Όρους, πληροφορήθηκε πως η χήρα μητέρα του αποδήμησε εις Κύριον.
Εκείνος φοβόταν για την κατάληξή της, επειδή είχε ζωή άστατη.
Άρχισε λοιπόν να έχει αγωνία κι ερωτήματα.
Πάντως, συνεχώς τη μνημόνευε, της έκανε μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές και δεήσεις για την ανάπαυσή της, μα ακόμη βασανιστικά ερωτήματα τον απασχολούσαν: Σώθηκε η μητέρα του; Αν δεν σώθηκε, τι μπορούσε να κάνει; Με τέτοιους λογισμούς απευθύνθηκε στον γέροντά του για να τον ρωτήσει.
Έπεσε λοιπόν στα πόδια του και, με δάκρυα στα μάτια, τού μίλησε για τον επίγειο βίο της μητέρας του και ποιες ήταν μέχρι τότε οι ενέργειες του για τη σωτηρία της ψυχής της.
Εκείνος του απάντησε πως αυτό που ζητούσε να μάθει, ήταν αδύνατο για τα ανθρώπινα μέτρα.
Αλλά, του είπε εν τέλει, ότι θα παρακαλούσαν το Θεό, κι οι δύο μαζί, να τους πει πού βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας του.
Έπειτα, ο γέροντας έβγαλε τον Βησαρίωνα έξω από την καλύβη τους και του είπε να μείνει εκεί όρθιος, επτά ολόκληρες ήμερες προσευχόμενος, χωρίς να φάει τίποτε και ούτε να κινηθεί ή να καθίσει.
Κι ο Βησαρίων έμεινε εκεί επτά μέρες και νύχτες, όρθιος, ακίνητος, διαρκώς ένδακρυς, προσευχόμενος να ελεήσει ό Θεός φωτίζοντάς τον με την αποκάλυψη της κατάστασης της ψυχής εκείνης.
Ο γέροντάς του, έκανε ακριβώς το ίδιο μέσα στην καλύβη.
Όταν έφθασε η νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ο νους του Βησαρίωνα στον ουρανό και σε έκσταση είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού.
Είδε ότι πραγματικά οι ψυχές στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν! Είδε στα αριστερά του, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο ακαθαρσίας, λάσπης, ανυπόφορης δυσωδίας, που έβραζε κοχλάζοντας.
Μέσα σ’ αυτή τη λίμνη την “καιομένη του πυρός”, είδε να ξεχωρίζουν ανθρώπινες ψυχές.
Πότε βυθίζονταν και πότε ανέβαιναν ψηλά, σαν να παίρνουν μια ανάσα και ξανά πάλι μέσα και ξανά έξω, αδιάκοπα.
Κάποτε, μέσα στις τόσες δύστυχες ψυχές, αναγνώρισε και τη μάνα του.
Ναι, την έβλεπε για λίγο από τους ώμους και πάνω κι αναρρίγησε.
Κι εκείνη αναγνωρίζοντας το γιό της στην όχθη αυτής της “Γέεννας”, του φώναξε ξέπνοα: “Παιδί μου! Βοήθησέ με!”, και ξαναβυθίστηκε.
Έπειτα ξαναφάνηκε για να φωνάξει ξανά: “έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”.
Πριν βυθιστεί πάλι στο βόρβορο, φώναξε στο γιο της: “Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!”.
Ήταν τόση η θλίψη του Βησσαριώνα, όταν έβλεπε κι άκουγε αυτά, βούτηξε το χέρι του μέσα, την άρπαξε από τα μαλλιά και με δυσκολία την τράβηξε έξω! Έξω από τη λίμνη ο Βησσαρίων είδε κάτι σαν χρυσή κολυμβήθρα.
Από κάποιο σημείο της, δίπλα σε βράχο, έτρεχε γάργαρο νερό μέσα στην κολυμβήθρα, χωρίς όμως ποτέ να γεμίζει.
Πήρε τότε τη μάνα του αγκαλιά στα δυο του χέρια και την έβαλε σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, όπου πλύθηκε, καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν χιόνι.
Έπειτα, κάποιοι λευκοντυμένοι νέοι, που δεν τους είχε προσέξει νωρίτερα, της έδωσαν λευκό φόρεμα.
Εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και έφυγε μαζί τους.
Καθώς απομακρυνόταν ανάμεσά τους, στην αντίθετη από τη λίμνη κατεύθυνση, είδε να του γνέφει χαιρετώντας χαρούμενη.
Αμέσως, μετά ο Βησσαρίων επανήλθε στα γήινα.
Το χάραμα, μετά το τέλος της έβδομης νύχτας, ήταν εκεί, ορθός, έξω από την καλύβη, παρακαλώντας ακόμη το Θεό για τη σωτηρία της μητέρας του, ευγνωμονώντας ταυτόχρονα Εκείνον για την οπτασία.
Λίγο μετά, ο γέροντάς του βγήκε από την καλύβη και τον ρώτησε τι είχε δει.
Εκείνος ξέσπασε με λυγμούς σε ευχαριστίες στο Θεό για την ευσπλαχνία Του που έβγαλε τη μάνα του από τον Άδη.
Το χέρι του όμως που βούτηξε στη φοβερή λίμνη του πυρός, μέχρι τον αγκώνα, ήταν καμένο και βρωμούσε απαίσια.
Ο Βησσαρίων μου είπε ότι παρακάλεσε το γέροντά του, μετά απ’ αυτά, να του θεραπεύσει το χέρι του, όμως εκείνος αρνήθηκε να σβήσει εκείνο το “σημείον μέγα”, που αποτελούσε σημάδι του θαύματος!
Ο γέροντας τού τόνισε πως το “σημείον” εκείνο ήταν η απόδειξη για το πόση δύναμη έχουν Θεία Λειτουργία, μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές με κομποσκοίνι και ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο.
Έπειτα, ο άγιος Γέρων ασκητής έσκισε ένα κομμάτι από το ράσο του και του είπε: “Τύλιξε το χέρι σου μ’ αυτό.
Ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει.
Και σε όσους αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας”.
Εγώ, όταν μου τα έλεγε αυτά ο αδελφός μου, είχα λογισμούς δυσπιστίας.
Εκείνος με κατάλαβε και τράβηξε λίγο τη μια άκρη του ράσου.
Παιδιά μου!”, έκανε κοιτώντας κατάματα τους ακροατές του ο αρχοντάρης, “δεν άντεξα την “βρώμα” εκείνη κι έφυγα μακριά.
Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία.
Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντα ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό κι ευωδίαζε!”.
Σημ.: Στηρίζεται σε αληθινό γεγονός [Θεωδώρητος, 6ος αι. μ.Χ.]
Έως την Κόλαση
-Διήγημα-
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
[στους ασυρματιστές του Θεού!]