Όλοι έχουμε ακούσει τελευταία τον όρο Fake News ή Ψευδείς Ειδήσεις. Ο λόγος που τον έχουμε ακούσει τόσο έντονα το τελευταίο διάστημα είναι λόγο της στρατηγικής που χρησιμοποιήθηκε στην προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλτ Τραμπ στις Η.Π.Α. Οι γίγαντες της ενημέρωσης όπως το Facebook και η Google ήρθαν σε πολύ δύσκολη θέση αφού μέσα από τις πλατφόρμες τους διαδόθηκαν η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ψευδών ειδήσεων.
Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι ψευδείς ειδήσεις δεν είναι επινόηση του Ντόναλτ Τραμπ και των συνομωσιολογικών του μέσων. Επινοήθηκαν πάρα πολλά χρόνια πριν από δικτατορικά αλλά και δημοκρατικά καθεστώτα προκειμένου να προωθήσουν τις ατζέντες τους και πρωταγωνιστές ήταν πάντα τα λεγόμενα mainstream media, δηλαδή τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Η άποψή μας είναι απλά ότι αυτή τη φορά, το παιχνίδι δεν το έκαναν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης αλλά τα περιθωριοποιημένα. Και ως εκ τούτου ξαφνικά ανακαλύψαμε τις ψευδείς ειδήσεις. Βεβαίως, είναι γεγονός ότι το παιχνίδι της πληροφόρησης έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο από όταν αναπτύχθηκαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και όπως κάθε αλλαγή έχει θετικές αλλά και καταστροφικές συνέπειες. Για άλλη μια φορά, ο καθένας θα προβάλλει το περιεχόμενο του εαυτού του σε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο του διαδικτύου.
Στο παρακάτω ενδιαφέρον άρθρο, ο Emanuel Maidenberg, Ph. D., καθηγητής κλινικής ψυχιατρικής και βιοσυμπεριφορικών επιστημών στο Dave Geffern School of Medicine, UCLA, εξηγεί γιατί αποδεχόμαστε τόσο εύκολα τις ψευδείς ειδήσεις ως πραγματικές, από τη σκοπιά της ψυχολογίας.
«Ζούμε σε αρκετά ενδιαφέροντες καιρούς: τα πανταχού παρόντα κοινωνικά μέσα επιτρέπουν την ραγδαία πρόσβαση σε νέες πληροφορίες, που διαρκώς θρέφουν τις αντιλήψεις και τα συναισθήματά μας. Ορισμένες φορές, ωστόσο, τα κοινωνικά μέσα ψεύδονται. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αξιόπιστες και αναξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αποτελεί μια δύσκολη διεργασία που απαιτεί προσπάθεια και επαγρύπνηση. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι επιλέγουν αναξιόπιστες πηγές, οι οποίες οδηγούν σε εσφαλμένες πεποιθήσεις.
Η ερώτηση που απασχολεί τους κοινωνικούς επιστήμονες και τους ψυχολόγους είναι ποια είναι εκείνη η ψυχολογική διεργασία που κρύβεται πίσω από το πόσο ευάλωτοι γινόμαστε σε αυθαίρετες και ψευδείς πληροφορίες. Παρόλο που δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις, η μέχρι τώρα κατανόηση του πώς οι άνθρωποι αναζητούν και επεξεργάζονται πληροφορίες μας επιτρέπει να κάνουμε τις ακόλουθες θεωρήσεις:
Γνωρίζουμε ότι οι πληροφορίες μεταδίδονται μέσω παρατήρησης και εμπειρίας. Ως παιδιά, μαθαίνουμε μέσα από τους γονείς και τους συνομηλίκους μας. Αυτές οι πρώιμες εμπειρίες, μαζί με τη γενετική μας προδιάθεση, οδηγούν σε συγκεκριμένες προτιμήσεις αξιών: είτε αυτό είναι κοινωνική δικαιοσύνη ή η σημασία της επιτυχίας κλπ.
Οι αφηγήσεις, στις οποίες εκτιθέμεθα, διαμορφώνουν την ερμηνεία μας της πραγματικότητας και των πεποιθήσεων μας. Αυτές οι κεντρικές, θεμελιώδεις πεποιθήσεις, που εξελίσσονται όσο ωριμάζουμε, είναι πιθανό να συνάδουν με τις αξίες και την ιδεολογία- θρησκευτική, πολιτική, πολιτισμική- του άμεσου περιβάλλοντός μας, είτε αυτό βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, είτε σε ένα μικρό χωριό στην Ελλάδα.
Μόλις οι πεποιθήσεις μας εσωτερικευθούν πλήρως πια, διατηρούνται εκεί από μια ποικιλία γνωστικών προκαταλήψεων ή αλλιώς «συντομεύσεις της σκέψης μας». Ο κύριος σκοπός αυτών των συντομεύσεων είναι η εξοικονόμηση ενέργειας και η διατήρηση μιας αντίληψης βεβαιότητας. Πυροδοτούμαστε από μια διάχυτη ανάγκη διατήρησης μιας συναισθηματικής και σωματικής ισορροπίας.
Από την πλευρά των μέσων, εκείνοι που επενδύουν στην προώθηση μιας συγκεκριμένης άποψης, έχουν την ικανότητα να βρίσκουν άφθονες ευκαιρίες και έτσι καταλήγουν να πείθουν το κοινό τους.
Αρχικά, χρησιμοποιούν αφηγήσεις και ιστορίες, που περιλαμβάνουν τόσα ακριβώς δεδομένα που να κάνουν ένα γεγονός πιστευτό.
Κατά δεύτερον, χρησιμοποιούν γλώσσα (συγκεκριμένες λέξεις- κλειδιά στον τίτλο για παράδειγμα) που αποκαλύπτει μια επιθυμητή συναισθηματική κατάσταση (συχνά ένα αρνητικό συναίσθημα θυμού, σύγχυσης ή πικρίας). Οι συναισθηματικές καταστάσεις συνδέονται πολύ με το είδος των είδος των σκέψεων που έχουμε και υπαγορεύουν τις επιλογές που κάνουμε συμπεριφορικά.
Τέλος, εμείς κάνουμε το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς για εκείνους. Το υπόλοιπο μέρος της πειθούς ανατίθεται στο ίδιο το άτομο και στα μοτίβα σκέψεων του. Η προσοχή μας θα εστιαστεί σε πληροφορίες που είναι συναφείς με τις ήδη εσωτερικευμένες απόψεις μας. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μια περαιτέρω ενίσχυση και περιορισμό των μελλοντικών μας επιλογών.
Σύμφωνα με αυτή την οπτική, είναι ευκολότερο για τους περισσότερους από εμάς να «προεπιλέξουμε» εκείνα τα γεγονότα και τις απόψεις που μειώνουν τα άγχη μας και ενισχύουν την άποψη μας για τον κόσμο. Ωστόσο, οι καιροί στους οποίους ζούμε είναι επίσης και επικίνδυνοι· έτσι, υπάρχει επιτακτική ανάγκη να παραμείνουμε σε επαγρύπνηση και με κριτική διάθεση απέναντι στα δήθεν αξιόπιστα δεδομένα, που στην πραγματικότητα ούτε να μας ενημερώσουν, αλλά ούτε και να μας εξελίξουν θέλουν. Αλλά μόνο να μας κατευθύνουν.»