Δεν μπορώ να αντιληφθώ παρά σαν ένα είδος έλλειψης καθαριότητας αυτήν την αδρανή μονιμότητα μέσα στην οποία κείμαι την ίδια κι απαράλλακτη ζωή μου, εγκαταστημένη σαν τη σκόνη ή τη βρωμιά, στην επιφάνεια του αμετάβλητου. Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας, με αυτό που κατεξοχήν ονομάζουμε καθαριότητα.
Υπάρχουν πολλοί για τους οποίους η έλλειψη καθαριότητας δεν αποτελεί την έκφραση μιας επιθυμίας όσο ένα ανασήκωμα των ώμων της εξυπνάδας. Και επίσης υπάρχουν πολλοί που η σβησμένη και ισοπεδωμένη ζωή τους δεν σημαίνει πως την θέλησαν έτσι ούτε σημαίνει μια φυσική παραίτηση από μια ζωή που δεν την επιδίωξαν, αλλά μια αδυναμία κατανόησης του εαυτού τους, μια αυτόματη ειρωνεία της γνώσης.
Υπάρχουν γουρούνια που οι ακαθαρσίες τους τα απωθούν, μα δεν απομακρύνονται, γιατί τα συγκρατεί εκείνο το ίδιο συναίσθημα, που στην ακραία του εκδοχή κάνει τον τρομοκρατημένο να μην απομακρύνεται από τον κίνδυνο.
Υπάρχουν γουρούνια του πεπρωμένου, όπως εγώ, που δεν απομακρύνονται από την ισοπέδωση της καθημερινότητας εξαιτίας της έλξης που τους ασκεί η ίδια τους η αδυναμία.
Είναι πουλιά που γοητεύονται από την απουσία του φιδιού, μύγες που προσκολλώνται στον κορμό του δέντρου, χωρίς να βλέπουν τίποτα, μέχρις ότου αισθανθούν τη βλεννώδη γειτνίαση της γλώσσας του χαμαιλέοντα.
Έτσι περιφέρω αργά τη συνειδητή ασυνειδησία μου, στον κορμό του δέντρου της καθημερινότητάς μου. Έτσι περιφέρω το πεπρωμένο μου, που προχωρεί αφού εγώ δεν προχωρώ, το χρόνο μου που εξακολουθεί αφού εγώ δεν εξακολουθώ. Τίποτε άλλο δεν με σώζει από τη μονοτονία μου, εκτός από αυτά τα σύντομα σχόλια που κάνω γι’ αυτήν. Αρκούμαι στο κελί μου και στα τζάμια που έχει πίσω από τα κάγκελά του, όπου γράφω με τη σκόνη του αναγκαίου, το όνομά μου με κεφαλαία — καθημερινή υπογραφή των λογιστικών μου με το θάνατο.
Με το θάνατο; Όχι, ούτε και με το θάνατο. Όποιος ζει σαν κι εμένα δεν πεθαίνει, τελειώνει, μαραίνεται, ξεριζώνεται. Το μέρος όπου ήταν παραμένει χωρίς αυτός να είναι εκεί, ο δρόμος όπου πέρναγε μένει ίδιος χωρίς να τον βλέπουν να περνά, το σπίτι που κατοικούσε, κατοικείτε από έναν όχι-αυτόν. Αυτό είναι όλο. Το αποκαλούμε μη είναι’ μια τραγωδία της άρνησης στην οποία δεν μπορούμε να παίξουμε ούτε και να χειροκροτήσουμε, γιατί δεν έχουμε καν τη βεβαιότητα πως δεν είναι ένα τίποτα, εμείς τα φυτά της αλήθειας, τα φυτά της ζωής, σκόνη πάνω στα τζάμια, απέξω κι από μέσα, εμείς τα εγγόνια του Πεπρωμένου, τα θετά παιδιά του θεού, που παντρεύτηκε με την Αιώνια Νύχτα, όταν χήρεψε από το Χάος που μας έφερε στον κόσμο.
****
Από “Το Βιβλίο της Ανησυχίας” του Φερνάντο Πεσσόα