Aπό τη στιγμή εκείνη πού η διαφθορά μπαίνει κάπου, βλέπεις να κυριαρχεί μια ποικιλόμορφη δεισιδαιμονία που απέναντί της ή πίστη πού έχει υιοθετήσει ο λαός, εξασθενίζει και γίνεται ανίκανη, γιατί η δεισιδαιμονία είναι ένας δεύτερης τάξης στοχασμός.
Όποιος παραδίνεται, στο στοχασμό αυτό, διαλέγει ορισμένα σχήματα, ορισμένα καλούπια πού του αρέσουν. Παρέχει στον εαυτό του το δικαίωμα να διαλέγει. Ο προληπτικός έχει κάτι το πιο «προσωπικό» από’ τον πιστό. Προληπτική θα είναι η κοινωνία εκείνη πού θα συναντούμε κιόλας πάρα πολλά άτομα και πολλή ευχαρίστηση για κάθε τι το ατομικό. Από την πλευρά αυτή η δεισιδαιμονία δείχνει πάντα μια πρόοδο απέναντι στην πίστη, εκδηλώνει πώς η νόηση απελευθερώνεται και απαιτεί τα δικαιώματά της.
Τότε λοιπόν, οι οπαδοί της παλιάς θρησκείας κάνουν παράπονα και ισχυρίζονται ότι υπάρχει διαφθορά — αλλά αυτοί ακριβώς προσδιόριζαν μέχρι τώρα τη χρήση της στον τρόπο πού εκφράζονται και πού έδωσαν στη δεισιδαιμονία τη χειρότερή της φήμη, και σ’ αυτούς ακόμα τούς κύκλους των πιο ελεύθερων πνευμάτων.
Ας βάλουμε, λοιπόν, καλά στο μυαλό μας πώς η δεισιδαιμονία είναι σύμπτωμα της χειραφέτησης. Αυτό είναι το πρώτο.
Ας δούμε το δεύτερο: Πολλοί πάλι κατηγορούν και ισχυρίζονται πώς υπάρχει μια χαλάρωση στην κοινωνία εκείνη όπου έχει εγκατασταθεί η διαφθορά. Και είναι αλήθεια, το κύρος του πολέμου και του πολεμικού ενθουσιασμού παθαίνουν ολοφάνερη πτώση.
Σ’ αυτή την κοινωνία ποθούν τις διασκεδάσεις τής ζωής με τον ίδιο σκοπό πού επιδίωκαν παλιότερα τις γυμναστικές και στρατιωτικές τιμές. Αλλά οι παρατηρητές αυτοί αδιαφορούν γενικά να παρατηρήσουν πώς εκείνη η παλιά δραστηριότητα, το παλιό εκείνο πάθος του έθνους πού εκδήλωναν με τόσο πομπώδη τρόπο, διαμοιράστηκε σέ άπειρα ιδιωτικά πάθη και το γεγονός αυτό το έκανε να φαίνεται πολύ λιγότερο.
Να τι λέω με πιο απλά λόγια: Είναι πιθανό, μάλιστα, στην κατάσταση τής «διαφθοράς», πώς το έθνος σπαταλά μια δύναμη, μια ενέργεια πολύ πιο μεγάλη από κάθε άλλη περίσταση, και πώς το άτομο ξοδεύει την ενέργεια αυτή πολύ πιο σπάταλα απ’ όσο ξόδευε νωρίτερα, τότε δηλαδή πού ακόμα δεν ήταν αρκετά πλούσιο.
Στις εποχές, λοιπόν, της χαλάρωσης, τρέχει η τραγωδία σ όλους τούς δρόμους και σέ όλα τα σπίτια, και βλέπουμε να γεννιούνται ο μεγάλος έρωτας και το μεγάλο μίσος και να αναπήδα πυρακτωμένη προς τούς ουρανούς ή φλόγα τής γνώσης.
Ένα τρίτο θέμα πού τούς απασχολεί τούς οπαδούς είναι το ακόλουθο. Οι οπαδοί, λοιπόν, αυτοί ισχυρίζονται πώς, επειδή με κάποιο τρόπο συμψηφίζουν την κατηγορία της δεισιδαιμονίας και τής χαλάρωσης πού μπορούν να προξενήσουν στις εποχές τής διαφθοράς, τα ήθη γίνονται πραότερα σ’ αυτές τις περιόδους, πού ακόμα ισχυρίζονται πώς η σκληρότητα μειώνεται αρκετά σέ σχέση πάντα με τις προηγούμενες εποχές, πού είχαν λιγότερη πίστη και δύναμη.
Δεν θα μπορούσα να βάλω την υπογραφή μου στο εγκώμιο αυτό, όπως δεν υπέγραψα και τον προηγούμενο ψόγο. Στο μόνο πού συμφωνώ είναι πώς η σκληρότητα σταθεροποιείται και πώς το νέο γούστο αντιπαθεί τις παλιές της μορφές, άλλα η τέχνη του να πληγώνουμε, να κάνουμε να υποφέρουν με τα λόγια μας ή με τη ματιά μας, από την άλλη μεριά στις εποχές της διαφθοράς φθάνουν στην ανώτατη τελειοποίησή τους, τότε μονάχα γεννιούνται ή πονηριά και η ευχαρίστηση του να είμαστε κακοί. Είναι αρκετά πνευματώδεις οι άνθρωποι των διεφθαρμένων εποχών. Γνωρίζουν καλά, πώς κάτι που είναι καλά ειπωμένο γίνεται αμέσως πιστευτό.
Kι έρχεται η σειρά ενός άλλου, τετάρτου, σημείου που πρέπει να δούμε από κοντά. ‘Όταν «τα ήθη διαφθείρονται», είναι η ιδανική στιγμή του ξεφυτρώματος των «τυράννων», είναι, ας πούμε οι προάγγελοι, οι πρώιμοι προπομποί του ατόμου. Λίγη ακόμα υπομονή, και το φρούτο αυτό, επιτέλους, θα κρεμαστεί, ώριμο και χρυσαφένιο, στο δέντρο ενός λαού. Το δέντρο αυτό υπάρχει μονάχα γι’ αυτόν.
Σαν φτάνει στο ζενίθ ή αποσύνθεση, όπως και ό αγώνας των κάθε λογής τυράννων, βλέπουμε πάντα να καταφτάνει ο Καίσαρας, ο τελειωτικός τύραννος πού δίνει τη χαριστική βολή στον εξασθενισμένο αγώνα εκείνων πού μάχονται για την υπεροχή, βάζοντας την κούραση να δουλέψει για λογαριασμό του. Και σαν έρχεται, το άτομο, γενικώς, βρίσκεται στη στιγμή τής τέλειας ωριμότητάς του, και ο «πολιτισμός», συνεπώς, βρίσκεται στο απόγειο τής γονιμότητάς του,.. Αλλά αυτό δεν γίνεται χάρη του τυράννου, — παρ’ όλο πού στα αρκετά καλλιεργημένα άτομα αρέσει να κολακεύουν τον Καίσαρα, λέγοντάς του, πώς αυτό είναι δημιούργημα δικό του, πώς είναι δηλαδή έργο του. Η αλήθεια είναι πώς έχουν ανάγκη εξωτερικής γαλήνης γιατί έχουν μέσα τους την ανησυχία τους, γιατί ή δουλειά τους είναι εσωτερικό πράγμα.
Είναι η μεγάλη στιγμή της προδοσίας του καλά διεφθαρμένου: Γιατί η αγάπη με το φρεσκοξεσκεπασμένο ΕΓΩ είναι πολύ πιο δυνατή απ’ την αγάπη για την «πατρίδα», πού σαν έννοια είναι παλιά και αλλοιωμένη, θαμμένη κάτω από λέξεις και λόγια γεμάτα υπερβολές, και η ανάγκη να κατοχυρωθούν απέναντι στις φοβερές ιδιοτροπίες της τύχης, ανοίγει διάπλατα και τα πιο ευγενικά χέρια άπ’ τη στιγμή πού βρίσκεται ένα πλούσιο και δυνατό άτομο έτοιμο να ρίξει μέσα αμέτρητο χρυσάφι.
Είναι τόσο αβέβαιο το μέλλον, πού οι άνθρωποι ζούνε κάθε μέρα με την αγωνία στην ψυχή, και η ψυχική αυτή κατάσταση παρέχει θαυμάσιες ευκαιρίες στους κάθε είδους πειρατές.
Γιατί, κι όταν αποπλανιώμαστε και διαφθειρόμαστε, το κάνουμε μόνο και μόνο «για μια μέρα», και φυλάμε την αρετή για το μέλλον. Γνωρίζουμε πώς το άτομο, αυτός ο πραγματικός «καθαυτό» άνθρωπος, σκέφτεται τα πράγματα της στιγμής πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο τής αγέλης, γιατί δεν πιστεύει πώς μπορεί να στηρίζεται στον εαυτό του περισσότερο απ’ όσο στηρίζεται στο μέλλον.
Όμοια αφοσιώνεται στους τυράννους, γιατί πιστεύει πώς είναι άξιος για πράξεις και για έρευνες, πού δεν μπορούν να υπολογίζουν ούτε στην νοημοσύνη, ούτε στη συγγνώμη τού πλήθους… Ενώ ό τύραννος η ο Καίσαρας κατανοεί το ατομικό δίκαιο, ακόμα μέχρι και τις φρικαλεότητές του, γιατί αυτός, έχει συμφέρον να επιτρέπει μια πιο τολμηρή προσωπική ηθική, και να την συγχαίρει μάλιστα.
Γιατί πιστεύει για τον εαυτό του, και θέλει να πιστεύουν και οι άλλος εκείνο πού είχε πει κάποια μέρα ο Ναπολέοντας:
«Έχω το δικαίωμα να απαντήσω σε όλα σας τα παράπονα μονάχα με ένα ΕΓΩ. Είμαι ξεχωριστός απ’ όλο τον κόσμο και δεν δέχομαι όρους από κανέναν. Πρέπει να υποταχτείτε σ’ όλες μου τις ιδιοτροπίες και να θεωρείτε απλό και λογικό το ότι διασκεδάζω με αυτόν τον τρόπο».
Τα λόγια αυτά ό Ναπολέοντας τα είπε στη γυναίκα του μια μέρα πού εκείνη αμφέβαλλε για την πίστη του.
Εποχές διαφθοράς, είναι οι εποχές εκείνες πού τα μήλα αρχίζουν να πέφτουν από τα δέντρα. Δηλαδή οι άνθρωποι εκείνοι, πού φέρνουν μέσα τους το σπέρμα του μέλλοντος, οι πρωτεργάτες του πνευματικού αποικισμού, εκείνοι πού επιθυμούν να αλλάζουν τούς δεσμούς τής κοινωνίας και του κράτους.
Η διαφθορά, η λέξη αυτή, δεν είναι τίποτα’ άλλο παρά ένας υβριστικός όρος των ΦΘΙΝΟΠΩΡΩΝ ενός λαού.
*****
Friedrich Nietzsche – Η θεωρία του σκοπού της ζωής