Η βιτρίνα είχε ένα μπλε μεγάλο βελούδο και μόνον ένα ζευγάρι μαύρα λουστρίνια παπούτσια, στο κέντρο. Η μικρή πόρνη τα έβλεπε.
Μέτρησε τα λεφτά της. Μπήκε μέσα και ρώτησε την τιμή. Τα λεφτά της δεν έφταναν. Βγήκε έξω... Σκέφτηκε πως τέτοια ωραία παπούτσια δεν είχε ξαναδεί, ούτε είχε φορέσει. Δάκρυσε. Πήγε στο σταθμό των τρένων και περίμενε κανέναν πλούσιο ξένο... Είχε βάλει σκοπό να αγοράσει τα παπούτσια. Έβαψε τα χείλη της και τα μάτια της. Και περίμενε. «Θα τα φορέσω με το μαύρο μου βραδινό φόρεμα» μονολόγησε. Το μεγάφωνο του σταθμού ανήγγειλε: «Σε 5' το τρένο από το Παρίσι εισέρχεται εις την 5η γραμμή». Χάρηκε... Σε λίγο, κόσμος πολύς περνούσε από μπροστά της και εκείνη χαμογελούσε. Όμως πέρασαν όλοι αδιάφοροι και πάλι έμεινε μόνη. Κάπνισε ένα τσιγάρο, αφού έφαγε ένα σάντουιτς στο ρεστωράν του σταθμού. Ήταν η ώρα 2 νύχτα. «Εις την 4η γραμμή εισέρχεται το τρένο των Αθηνών».
Μέτρησε τα λεφτά της. Μπήκε μέσα και ρώτησε την τιμή. Τα λεφτά της δεν έφταναν. Βγήκε έξω... Σκέφτηκε πως τέτοια ωραία παπούτσια δεν είχε ξαναδεί, ούτε είχε φορέσει. Δάκρυσε. Πήγε στο σταθμό των τρένων και περίμενε κανέναν πλούσιο ξένο... Είχε βάλει σκοπό να αγοράσει τα παπούτσια. Έβαψε τα χείλη της και τα μάτια της. Και περίμενε. «Θα τα φορέσω με το μαύρο μου βραδινό φόρεμα» μονολόγησε. Το μεγάφωνο του σταθμού ανήγγειλε: «Σε 5' το τρένο από το Παρίσι εισέρχεται εις την 5η γραμμή». Χάρηκε... Σε λίγο, κόσμος πολύς περνούσε από μπροστά της και εκείνη χαμογελούσε. Όμως πέρασαν όλοι αδιάφοροι και πάλι έμεινε μόνη. Κάπνισε ένα τσιγάρο, αφού έφαγε ένα σάντουιτς στο ρεστωράν του σταθμού. Ήταν η ώρα 2 νύχτα. «Εις την 4η γραμμή εισέρχεται το τρένο των Αθηνών».
Ξαναστάθηκε χαμογελαστή. Είχε αποφασίσει το πρωί να αγοράσει τα παπούτσια. Πάλι τα ίδια. Πέρασαν όλοι μπροστά της αδιάφοροι.
«Ποιο τρένο έρχεται στις 7 το πρωί;» ρώτησε.
«Από την Οστάνδη» της είπαν.
«Έχει πλούσιους;»
Γέλασαν και την άφησαν μόνη. Περίμενε καθισμένη στο ρεστωράν και κάπνιζε. Ύστερα την πήρε ο ύπνος. Ακούμπησε τα χέρια της επάνω στο τραπέζι και έκλαψε. Στις 7 παρά 10' το μεγάφωνο ανήγγειλε: «Εισέρχεται εις την 1η γραμμή το τρένο από την Οστάνδη». Πλύθηκε αστραπιαία και βάφτηκε. Είχε πολύ κόσμο. Περνούσαν μπρος της αδιάφοροι. Τότε το απεφάσισε. Σταμάτησε έναν ξένο 50 ετών.
«Χρειάζομαι 9 χιλιάδες. Έλα μαζί μου, θα σε πάω στον παράδεισο» είπε.
Ο ξένος χαμογέλασε.
ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΑΓΟΡΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
ΑΘΗΝΑ 1995