Ιλαρίων και Πόπη - Point of view

Εν τάχει

Ιλαρίων και Πόπη




Ο μη αγιοποιημένος εισέτι και αυτόχειρ Ιλαρίων καταγόταν από κάπου που ούτε ο ίδιος, ενόσω ζούσε, αποκάλυψε. Πολλοί λέγαν ότι ήτο απ’ τα Φάρσαλα, άλλοι απ’ τη Θήβα και άλλοι απ’ τα παράλια της Μικράς Ασίας. Έδρασε όμως στην Αθήνα κατά τους χρόνους της βασιλείας του καλαμπουριού, της φάπας και της δωροδοκίας. Δηλαδή ήταν ένας σύγχρονός μας; Όχι ήταν, είναι. Απέκτησε πολλά πλούτη με διάφορους τρόπους, αλλά δεν ήτο ευγενής την καταγωγήν. Χωρίς βέβαια να έχει καμιά σημασία αυτό καθ’ αυτό το γεγονός, τον έκαμε να μην ξεχωρίζει από τον άλλο κόσμο που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους, ή καρφώνεται στις βιτρίνες των μόνιμων και νόμιμων εκπτώσεων. Κατόρθωσε μόνος του να μάθει ορισμένα πράγματα, και ασχολήθηκε συστηματικά με την τέχνη της πελατοποίησης των οπαδών διαφόρων τάσεων, χωρίς να το επιδιώξει κιόλας. Ήτο και μάγος ένα φεγγάρι, κι άλλο ένα φεγγάρι ήτο τσιρκολάνος και χαφιές και ευκολόπιστος, γι’ αυτό και εκπατρίστηκε και μετεστράφη προς την τέχνη του μάγου της πελατείας του. Τότε ακριβώς κυριεύτηκε από ένα φλογερό έρωτα προς μία πόρνη, την ονομαζόμενη Πόπη, υποκοριστικό πολυσύλλαβου ονόματος της γιαγιάς της, παρθένου το επάγγελμα, και προσπαθούσε συνεχώς με κάθε τρόπο να την κάνει δική του. Εκείνη μόλις τέλειωνε απ’ τη δουλειά της έπαιρνε ένα ταξί που την πήγαινε στην πόρτα του σπιτιού της. Ο Ιλαρίων καιροφυλακτούσε κάθε μέρα στο δρόμο απ’ όπου περνούσε, προσπαθώντας να την μεταπείθει με διάφορα γλυκόλογα, ή τάζοντας της πολλά δώρα. Τέλος, βλέποντας πως δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα, της υποσχέθηκε να την κάνει μόνιμη σύζυγό του. Εκείνη του αποκρίθηκε μέσα από το ταξί στα γρήγορα:






—Άδικα χάνεις τον καιρό σου άνθρωπέ μου και κοπιάζεις να με μεταπείθεις, γιατί εμένα νυμφίος μου είναι ο πάσα ένας που ’ρχεται στη δουλειά μου και γίνεται ο άντρας μου.
Πληγωμένος κατάκαρδα απ’ τα λόγια αυτά της Πόπης ο «κύριος» Ιλαρίων δοκιμάζει τη βοήθεια μερικών ανθρώπων δικών του, χωρίς να καταφέρει τίποτα. Καταφεύγει τότε σ’ έναν πελάτη του, δηλαδή σ’ ένα μάγο, και αφού του υποσχέθηκε πολλά δώρα και άφθονο χρυσάφι τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει με τη μαγική τέχνη του να αποχτήσει την Πόπη, γιατί χωρίς αυτήν, όπως είπε, δεν μπορεί να ζήσει. Πραγματικά ο πελάτης του, ονόματι Κώστας, του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει και του έδωσε μετά από μια μικρή διαπραγμάτευση ένα μπουκαλάκι με υγρό, συστήνοντάς του να ραντίσει μ’ αυτό το «σπίτι» της τύπισσας, και έτσι έγινε, στα κρυφά όμως. Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα που ’φεύγε η Πόπη απ’ τη δουλειά της όπως συνήθιζε, ένιωσε μια φλόγα να διαχύνεται σ’ όλο της το σώμα, και επειδή προαισθάνθηκε αμέσως άσχημα πράγματα άρχισε να παρακαλεί κάποιον με λόγια θεϊκά του στυλ:





—Πάναγνε έρωτά μου, σε παρακαλώ θερμά να συντρίψεις με την πύρινη ρομφαία σου όλους τους εχθρούς μου, γιατί εγώ έχω αφιερωθεί ολόψυχα σε σένα(;).
Βλέποντας ο άνθρωπος του Ιλαρίωνα ότι το μαντζούνι εκείνο δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα σκέφτηκε να της δώσει ένα ισχυρότερο και μετά έβλεπε τι θα ’κάνε. Αλλά και με το δεύτερο υγρό δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο από το προηγούμενο. (Αχ, ευκολόπιστε Ιλαρίωνα).
Τότε ο δυστυχής Ιλαρίων πήρε ένα μπιστόλι,, την «έστησε» στο δρόμο κοντά στο «σπίτι» της και μόλις βγήκε απ’ τη δουλειά της, φτάνοντας σε σημείο βολής, της έριξε δυο σφαίρες και την ξάπλωσε κάτω, μετά, και πριν το μετανιώσει, έριξε άλλες δυο μπαταριές στον εαυτό του κι έτσι τέλειωσε η υπόθεση.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΑΓΟΡΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
ΑΘΗΝΑ 1995
via

Pages