Τις προάλλες δημοσιεύσαμε ένα μη λεξιλογικό άρθρο με τίτλο «Η σάτιρα και τα όριά της«, με θέμα ένα σατιρικό σκίτσο του Σαρλί Εμπντό που προκάλεσε πολλές συζητήσεις -οι οποίες ακόμα συνεχίζονται, τόσο στα σχόλια του άρθρου όσο και στη μπλογκόσφαιρα.
Όμως εμείς εδώ λεξιλογούμε. Και στα σχόλια του άρθρου ο φίλος Avonidas γκρίνιαξε που πολλοί γράφουν «σάτυρα», ενώ άλλο είναι ο σατυρικός και άλλο ο σατιρικός, ενώ πιο κάτω άλλος φίλος ρώτησε αν η λέξη «σάτιρα» είναι δάνειο. Και στους δυο απάντησα ότι «αξίζει ειδικό άρθρο», κάτι που το λέω αρκετά συχνά -και θεωρείται έμμεση υπόσχεση, παρόλο που δεν υπόσχομαι ρητά ότι (κάποτε) θα ασχοληθώ με το θέμα.
Έτσι για αλλαγή, αυτή την έμμεση υπόσχεση λέω να την εκπληρώσω αμέσως, να μην τρέχουν και οι τόκοι.
Λοιπόν, στα ελληνικά υπάρχουν δύο λέξεις, σατιρικός και σατυρικός, ομόηχες. Η πρώτη είναι δάνειο από τα γαλλικά, η δεύτερη είναι αρχαία. Αντίθετα, υπάρχει μόνο μία λέξη, σάτιρα. Λέξη *σάτυρα δεν υπάρχει, παρόλο που τη βλέπουμε αρκετά συχνά. Και επίσης, ενώ πολλές φορές βλέπουμε τον όρο «σατυρικό ποίημα» ή «σατυρικοί στίχοι», κατά πάσα πιθανότητα εννοείται «σατιρικό ποίημα» και «σατιρικοί στίχοι». Ο Σουρής ήταν σατιρικός ποιητής, ο Κύκλωψ του Ευριπίδη είναι (θαρρώ) το μοναδικό σατυρικό δράμα που έχει σωθεί ολόκληρο.
Οι Σάτυροι ήταν οι τραγοπόδαροι και κερασφόροι ακόλουθοι του Διονύσου, που είχαν έντονη σεξουαλική δραστηριότητα και γι’ αυτό σε αρχαία αγαλματίδια, που τα διαφημίζουν πολύ οι νεοέλληνες πιστεύοντας ότι ισχύει κάποια περίεργη μεταβατική ιδιότητα, τους βλέπουμε να απεικονίζονται με ένα ευμέγεθες μαραφέτι σε στύση.
Η λέξη σάτυρος είναι πιθανό δάνειο, πάντως χωρίς σίγουρη ετυμολογία. Στη δωρική διάλεκτο ήταν Τίτυρος -απλή σύμπτωση με τον καζαντζακικό ήρωα (θαρρώ υπαρκτό πρόσωπο), που πήρε αυτό το παρατσούκλι επειδή ρωτούσε «τι τυρός είναι αυτός».
Το σατυρικό δράμα ήταν είδος του αρχαίου ελληνικού δράματος, στο οποίο ο χορός αποτελιόταν από ηθοποιούς μεταμφιεσμένους σε Σατύρους. Είχε κωμική πλοκή, και παιζόταν ύστερα από τρεις τραγωδίες, για να εκτονωθεί η φόρτιση των θεατών. Ήταν άλλωστε μικρότερο σε διάρκεια από την τραγωδία.
Στα νεότερα χρόνια, η λέξη σάτυρος έχει πάρει κακή μεταφορική σημασία, και χρησιμοποιείται για άντρες ακόλαστους, ιδίως κάποιας ηλικίας, που προσπαθούν να ασελγήσουν ή ασελγούν σε νεαρά άτομα. Συχνός τίτλος σε εφημερίδες, όταν συλλαμβάνονται παιδεραστές, είναι «Αυτός είναι ο σάτυρος της …» (αναφέροντας μετά το μέρος όπου έδρασε ο λεγάμενος), συχνά με τη λέξη ‘σάτυρος’ σε εισαγωγικά.
Η σάτιρα, τώρα, προέρχεται από το λατινικό satura, που δήλωνε ένα φαγητό, και συγκεκριμένα ένα είδος τουρλού, με ανάμικτα λαχανικά. Είναι το (ουσιαστικοποιημένο) θηλυκό του επιθέτου satur, που σημαίνει κορεσμένος αλλά και άφθονος (απ’ όπου και το σημερινό αγγλικό-γαλλικό saturation, κορεσμός). Αρχικά δηλαδή υπήρχε ή εννοείτο και η λέξη lanx, πιάτο: satura lanx. Η λέξη satura είχε και άλλο τύπο, τον τ. satira, ο οποίος επικράτησε από την αυτοκρατορική εποχή και μετά, και πήρε τη μεταφορική σημασία των στίχων με ποικίλο θέμα, και μετά με περιπαικτικό θέμα και με αυτή τη σημασία ονομάστηκαν satirae οι σάτιρες του Οράτιου και του Γιουβενάλη.
Η παρομοίωση ενός φαγητού με ένα λογοτεχνικό είδος έχει συμβεί και σε άλλες γλώσσες, όπως στα γαλλικά με τη φάρσα/farce (βλ. εδώ) και στα ιταλικά με το παστίτσιο/pasticcio (βλ. εδώ), είναι δηλαδή κάτι μάλλον εύλογο. Άλλωστε, ίσως ξέρετε ότι και κάποιο ιστολόγιο συνηθίζει να αποκαλεί «μεζεδάκια» τα άρθρα με γλωσσικά μαργαριτάρια που παρουσιάζει, με αποτέλεσμα αρκετοί φίλοι του να λένε «να ένα μεζεδάκι» εννοώντας «ένα μαργαριτάρι».
Από τα ιταλικά πήραμε κι εμείς τη σάτιρα, και από το γαλλ. satirique πήραμε το «σατιρικός». Ωστόσο, στον 19ο αιώνα και στο πρώτο μισό του εικοστού, η ομοηχία του σατιρικού με το σατυρικό (δράμα) που δεν είναι και απλή ομοηχία αφού και οι σημασίες είναι παραπλήσιες, συνέβαλε ώστε πολύς κόσμος να γράφει «σάτυρα» και «σατυρικός» αντί για «σάτιρα» και «σατιρικός».
Δεν έχω τόση εποπτεία των παλαιών κειμένων για να μπορώ να πω ποιος τύπος ήταν ο συχνότερος, με Ι ή με Υ, αλλά ο τ. σάτυρα/σατυρικός ήταν πολύ συχνός και αυτό κράτησε τουλάχιστον μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Νομίζω ότι στα τελευταία χρόνια, η χρήση των γραφών «σάτυρα» και «σατυρικός» (όταν δεν εννοούν βέβαια το σατυρικό δράμα ή κάτι άλλο που να έχει σχέση με Σάτυρους) έχει υποχωρήσει κάπως αλλά εξακολουθεί να εμφανίζεται σε αρκετό ποσοστό.
Αλλά δεν τελειώσαμε με τα ομόηχα ή τα περίπου. Διότι, εκτός από τη σάτιρα υπάρχει και το σατίρι. Τι είναι το σατίρι, θα ρωτήσετε.
Σατίρι είναι το μεγάλο, βαρύ μαχαίρι με την πλατιά λεπίδα, σαν μπαλτάς, που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του κρέατος, ιδίως στα κρεοπωλεία. Δάνειο από τα τουρκικά (satιr).
Τη λέξη δεν την έχουν τα σύγχρονα μεγάλα λεξικά μας, εκτός από το ηλεκτρονικό της Live-pedia.gr. Πάντως, η λέξη είναι ζωντανή και σήμερα, χρησιμοποιείται στην πιάτσα, αν και μερικές φορές στα χασάπικα χρησιμοποιείται και για το μηχάνημα, την κρεατομηχανή που κόβει το κρέας. (Εδώ βλέπουμε μια φωτογραφία ενός μάλλον μικρού σατιριού).
Στο Λουλούδι της φωτιάς, ένα πολεμικό διήγημα του Μυριβήλη, περιγράφονται σφαγές για αντίποινα «με το σατίρι του κρέατος». Η έκφραση «τους πέρασαν στο σατίρι» σημαίνει την εξόντωση των αντιπάλων με μαζικές εκτελέσεις.
Σε λιγότερο αιματηρά συμφραζόμενα, ο Ηλίας Τανταλίδης ξεκινάει το ποίημά του «Ποιητής» με ένα θαυμάσιο λογοπαίγνιο:
Αυτόν εδώ τον βλέπετε με φρύδι’ ανασυρμένα,
Με σουφρωμένο μέτωπον, με μάτια βουληγμένα;
Σωπάτε κι είναι Ποιητής!…
Με της πικρίας το ραβδί τα σύμπαντα θα δείρει·
Γιανίτσαρος τών Ποιητών, αρπάζει το σατίρι,
Και θα φανεί Σατυριστής.
Με τη σημερινή ορθογραφία, το λογοπαίγνιο έχει γίνει τέλειο και οπτικά: ο σατιριστής κραδαίνει το σατίρι! Κι αν τυχαίνει να είναι και λιγάκι λάγνος, αντί για τον σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι έχουμε τον σατιριστή Σάτυρο με το σατίρι -κι έτσι εξηγήσαμε τον τίτλο του άρθρου και ξοφλήσαμε το χρέος μας!