Αφιέρωμα Στον Ιησούν
- Αφιέρωμα στον Ιησούν Χριστόν
- Ιησούς ο Μέγας διδάσκαλος - Ο Θεός της αγάπης
- Θεοπατερικές - Δεσποτικές εορτές
- Τα θαύματα του Ιησού Χριστού
- Επιτάφιος Θρήνος - Εγκώμια
Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Επειδή ο πεπερασμένος άνθρωπος πλάσθηκε μεν «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» του Δημιουργού του, δεν μπορούσε όμως να διαθέτει την άπειρον τελειότητα εκείνου, αλλ’ υπενδύθηκε την αέναη προσπάθεια προσομοιώσεώς του με αυτόν και κατατρύχεται από τις υλικές του αδυναμίες με τον φόβο της φθοράς, περιπλανώμενος σε δύσβατες ατραπούς του βίου του.
Ώσπου ο πανάγαθος Δημιουργός απέστειλε τον θεάνθρωπον Υιόν του Ιησούν, για να φανερώσει στους ανθρώπους την οδόν της απολυτρώσεως. Αυτός στην σύντομη επίγεια παραμονή του ολοκλήρωσε την ένθεη διδαχή του για την σωτηρία των ανθρώπων και την καταστολή των αδυναμιών τους, με την δύναμη της αγάπης και τις συναφείς με αυτήν ελεημοσύνη, μετάνοια και συγχώρεση, ώστε να ευδοκιμήσει η Βασιλεία των Ουρανών επί της γης.
Στην διδασκαλία του ο Ιησούς περιέλαβε γλαφυρούς αφορισμούς, παραστατικές παραβολές, αλλά και παράδοξα θαύματα, επισφράγισε δε αυτήν με την αυτοθυσίαν του επί του Σταυρού υπό την ανθρώπινη υπόστασή του για χάρη των ανθρώπων, αλλά και με την ένδοξη Ανάστασή του υπό την θεϊκή του υπόσταση. Κατωτέρω αναφέρονται επιλεκτικώς συναφείς αφορισμοί και παραβολές με παράθεση αντίστοιχων ευαγγελικών περικοπών και παράλληλη μεταγλώττιση Σπύρου Καραλή.
Η αγάπη για τον πλησίον (Λουκ. στ΄ 27-36)
| |
27 ᾿Αλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν· ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς,
28 εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς.
29 τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς.
30 παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει.
31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.
32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι.
33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι.
34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα.
35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς.
36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.
|
27 «Αλλά σ’ εσάς λέω που ακούτε: αγαπάτε τους εχθρούς σας, κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας μισούν,
28 ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται, προσεύχεστε
γι’ αυτούς που σας βλάπτουν.
29 Σ’ όποιον σε χτυπά στη μια πλευρά του σαγονιού σου πάρεχε και την άλλη, και από αυτόν που σου παίρνει το πανωφόρι μην τον εμποδίσεις να πάρει και το πουκάμισο.
30 Σε καθέναν που σου ζητάει δίνε, και από όποιον παίρνει τα δικά σου, πίσω μην τα ζητάς.
31 Και καθώς θέλετε να κάνουν
σ’ εσάς οι άνθρωποι, κάνετε
σ’ αυτούς ομοίως.
32 Και αν αγαπάτε όσους σας αγαπούν, ποια χάρη έχετε; Γιατί και οι αμαρτωλοί αγαπούν όσους τους αγαπούν.
33 Και βέβαια, αν αγαθοποιείτε όσους σας αγαθοποιούν, ποια χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν.
34 Και αν δανείσετε σ’ εκείνους από τους οποίους ελπίζετε να τα λάβετε, ποια χάρη έχετε; Και αμαρτωλοί σε αμαρτωλούς δανείζουν, για να λάβουν πίσω τα ίσα.
35 Αλλά όμως αγαπάτε τους εχθρούς σας και αγαθοποιείτε και δανείζετε μην ελπίζοντας πίσω τίποτα. και θα είναι ο μισθός σας πολύς, και θα είστε γιοι του Υψίστου, γιατί αυτός είναι ευεργετικός στους αχάριστους και κακούς.
36 Γίνεστε οικτίρμονες καθώς και ο Πατέρας σας είναι οικτίρμονας».
|
Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη (Λουκ. ι΄ 25-37
| |
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;
27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·
28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
30 ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.
33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,
34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ·
35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
|
25 Και ιδού, κάποιος νομικός σηκώθηκε, για να τον πειράζει, λέγοντας: «Δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;»
26 Εκείνος είπε προς αυτόν: «Μέσα στο νόμο τι είναι γραμμένο; Πώς διαβάζεις;»
27 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την ισχύ σου και με όλη τη διάνοιά σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου».
28 Του είπε τότε: «Ορθά αποκρίθηκες. αυτό κάνε και θα ζήσεις».
29 Εκείνος, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε προς τον Ιησού: «Και ποιος είναι πλησίον μου;»
30 Έλαβε το λόγο ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και περιέπεσε σε ληστές, οι οποίοι και τον έγδυσαν και τον πλήγωσαν και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο.
31 Κατά σύμπτωση, τότε, κάποιος ιερέας κατέβαινε στην οδό εκείνη, αλλά, όταν τον είδε, πέρασε απέναντι.
32 Όμοια τότε κι ένας Λευίτης, όταν ήρθε στον τόπο εκείνο και είδε, πέρασε απέναντι.
33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης που οδοιπορούσε ήρθε προς αυτόν και, όταν τον είδε, τον σπλαχνίστηκε.
34 Και αφού τον πλησίασε, περιέδεσε τα τραύματά του, χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί και, αφού τον ανέβασε πάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε σε πανδοχείο και τον φρόντισε.
35 Και την αυριανή ημέρα έβγαλε και έδωσε δύο δηνάρια στον πανδοχέα και του είπε: “Φρόντισέ τον, και ό,τι δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, μόλις ξανάρθω, θα σου το αποδώσω”.
36 Ποιος από αυτούς τους τρεις νομίζεις ότι έχει γίνει πλησίον σ’ αυτόν που έπεσε μέσα στους ληστές;»
37 Αυτός είπε: «Εκείνος που έκανε το έλεος σ’ αυτόν». Του είπε τότε ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ ομοίως».
|
Η παραβολή του Ασώτου Υϊού (Λουκ. ιε΄ 11-32)
| |
11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.
12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,
23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,
26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·
30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·
32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
|
11 Είπε τότε: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.
12 Και ο νεότερος από αυτούς είπε στον πατέρα του: “Πατέρα, δώσε μου το μέρος της περιουσίας που μου ανήκει”. Εκείνος διαίρεσε σ’ αυτούς την περιουσία.
13 Και μετά από λίγες ημέρες, αφού τα σύναξε όλα ο νεότερος γιος, αποδήμησε σε χώρα μακρινή και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας άσωτα.
14 Και όταν αυτός τα δαπάνησε όλα, έγινε ισχυρός λιμός στη χώρα εκείνη, και αυτός άρχισε να στερείται.
15 Και τότε πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, και τον έστειλε στους αγρούς του να βόσκει χοίρους.
16 Και αυτός επιθυμούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, και κανείς δεν του έδινε.
17 Τότε συνήλθε και είπε: “Σε πόσους μισθωτούς του πατέρα μου περισσεύουν άρτοι, ενώ εδώ εγώ χάνομαι από λιμό.
18 Αφού σηκωθώ, θα πορευτώ προς τον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου,
19 δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου. κάνε με όπως έναν από τους μισθωτούς σου”.
20 Και σηκώθηκε και ήρθε προς τον δικό του πατέρα. Ενώ λοιπόν αυτός απείχε ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε και, αφού έτρεξε, έπεσε πάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
21 Του είπε τότε ο γιος: “Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου”.
22 Είπε όμως ο πατέρας προς τους δούλους του: “Γρήγορα, φέρτε έξω την πρώτη στολή και ντύστε τον, και δώστε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια,
23 και φέρτε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, σφάξτε το, και να φάμε να ευφρανθούμε,
24 γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και ξανάζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25 Ο γιος του ο πρεσβύτερος ήταν τότε στον αγρό. Και καθώς ερχόταν και πλησίασε στην οικία, άκουσε συμφωνίες οργάνων και χορούς
26 και, αφού προσκάλεσε έναν από τους δούλους, ζητούσε να μάθει τι σήμαιναν αυτά.
27 Εκείνος του είπε: “Ο αδελφός σου έχει έρθει, και έσφαξε ο πατέρας σου το μοσχάρι το καλοθρεμμένο, γιατί τον έλαβε πίσω υγιή”.
28 Αυτός τότε οργίστηκε και δεν ήθελε να εισέλθει, αλλά ο πατέρας του εξήλθε και τον παρακαλούσε να μπει μέσα.
29 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα του: “Ιδού, τόσα έτη σε υπηρετώ σαν δούλος και ποτέ δεν παράβηκα εντολή σου, αλλά σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα κατσίκι, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου.
30 Όταν όμως αυτός ο γιος σου ήρθε, που σου κατάφαγε το βιος μαζί με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το καλοθρεμμένο μοσχάρι”!
31 Εκείνος του είπε: “Παιδί μου, εσύ πάντοτε είσαι μαζί μου, και όλα τα δικά μου είναι δικά σου.
32 Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και έζησε, και χαμένος και βρέθηκε”».
|
Η παραβολή του χαμένου προβάτου (Λουκ. ιε΄ 1-7)
| |
1 Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ.
2 καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς.
3 εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων·
4 τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό;
5 καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων,
6 καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός.
7 λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας.
|
1 Τον πλησίαζαν λοιπόν συνεχώς όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, για να τον ακούνε.
2 Και οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς γόγγυζαν πολύ, λέγοντας ότι αυτός δέχεται κοντά του αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους.
3 Είπε τότε προς αυτούς αυτήν την παραβολή:
4 «Ποιος άνθρωπος από εσάς, που έχει εκατό πρόβατα και χάσει ένα από αυτά, δεν εγκαταλείπει τα ενενήντα εννιά στην έρημο και δεν πηγαίνει προς το χαμένο, ωσότου να το βρει;
5 Και όταν το βρει, το θέτει πάνω στους ώμους του χαίροντας
6 και, αφού έρθει στον οίκο του, συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονες, λέγοντάς τους: “Συγχαρείτε με, γιατί βρήκα το πρόβατό μου το χαμένο”.
7 Σας λέω ότι έτσι θα γίνει χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί παρά για ενενήντα εννιά δίκαιους οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας».
|
Ο Ιησούς συγχωρεί την μοιχαλίδα γυναίκα (Ιω. η΄ 1-11)
| |
1 Ἰησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ὄρθρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν,
2 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς.
3 ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ κατειλημμένην, καὶ στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ
4 λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ’ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη·
5 καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθάζειν.
6 σὺ οὖν τί λέγεις; τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα σχῶσι κατηγορίαν κατ’ αὐτοῦ. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.
7 ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν.
8 καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.
9 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ’ εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα.
10 ἀνακύψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ποῦ εἰσιν; οὐδείς σε κατέκρινεν;
11 ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε. εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε.
|
1 Ο Ιησούς όμως πορεύτηκε στο όρος των Ελαιών.
2 Αλλά με τον όρθρο, πάλι παρουσιάστηκε στο ναό και όλος ο λαός ερχόταν προς αυτόν και, αφού κάθισε, τους δίδασκε.
3 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρνουν τότε μια γυναίκα που είχαν συλλάβει για μοιχεία και, αφού την έστησαν στο μέσο,
4 του λένε: «Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να μοιχεύεται.
5 Και στο νόμο ο Μωυσής μάς έδωσε εντολή τέτοιες να τις λιθοβολούμε. Εσύ λοιπόν τι λες;»
6 Και αυτό το έλεγαν για να τον πειράξουν, για να έχουν να τον κατηγορούν. Αλλά ο Ιησούς, αφού έσκυψε κάτω, έγραφε με το δάχτυλο κάτω στη γη.
7 Επειδή όμως επέμεναν να τον ρωτούν, σήκωσε πάνω το κεφάλι, και τους είπε: «Ο αναμάρτητος από εσάς, πρώτος ας ρίξει λίθο πάνω της»
8 Και πάλι, αφού έσκυψε κάτω, έγραφε στη γη.
9 Εκείνοι, όταν το άκουσαν, εξέρχονταν ένας ένας, αφού άρχισαν από τους πρεσβύτερους στην ηλικία, και εγκαταλείφτηκε μόνος ο Ιησούς και η γυναίκα που ήταν στο μέσο.
10 Τότε ο Ιησούς σηκώθηκε και της είπε: «Γυναίκα, πού είναι; Κανείς δε σε κατέκρινε;»
11 Εκείνη απάντησε: «Κανείς, Κύριε». Είπε τότε ο Ιησούς: «Ούτε εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε, και από τώρα μην αμαρτάνεις πλέον».
|
Η παραβολή του αχάριστου δούλου (Ματθ. ιη΄ 23-35)
| |
23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ.
24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.
25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω.
27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ.
28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις.
29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι.
30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον.
31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.
32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;
34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ.
35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
|
23 Γι’ αυτό ομοιώθηκε η βασιλεία των ουρανών με έναν άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του.
24 Και όταν αυτός άρχισε να το κάνει, έφεραν προς αυτόν έναν οφειλέτη δέκα χιλιάδων ταλάντων.
25 Μην έχοντας όμως αυτός να τα αποδώσει, διέταξε ο κύριος να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα έχει, και να αποδοθούν τα χρήματα.
26 Έπεσε λοιπόν ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: “Μακροθύμησε προς εμένα, και όλα θα σου τα αποδώσω”.
27 Τον σπλαχνίστηκε τότε ο κύριος εκείνου του δούλου και τον απόλυσε και του άφησε το δάνειο.
28 Όταν όμως εξήλθε εκείνος ο δούλος, βρήκε έναν από τους σύνδουλούς του που του όφειλε εκατό δηνάρια και, αφού τον κράτησε, τον έπνιγε λέγοντας: “Απόδωσε ό,τι μου οφείλεις”.
29 Έπεσε, λοιπόν, στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: “Μακροθύμησε προς εμένα, και θα σου τα αποδώσω”.
30 Εκείνος δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έριξε στη φυλακή, ωσότου αποδώσει το οφειλόμενο.
31 Όταν είδαν λοιπόν οι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πάρα πολύ και ήρθαν και εξήγησαν λεπτομερώς στον κύριό τους όλα όσα έγιναν.
32 Τότε, τον προσκάλεσε ο κύριός του και του λέει: “Δούλε κακέ, όλη την οφειλή εκείνη σου άφησα, επειδή με παρακάλεσες.
33 Δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις το σύνδουλό σου όπως κι εγώ σε ελέησα”;
34 Και οργίστηκε ο κύριός του και τον παράδωσε στους βασανιστές, ωσότου αποδώσει όλο το οφειλόμενο χρέος.
35 Έτσι και ο Πατέρας μου ο ουράνιος θα κάνει σ’ εσάς, αν δεν αφήσετε τις αμαρτίες καθένας σας στον αδελφό του μέσα από τις καρδιές σας».
|
Ο πλούτος και η αιώνια ζωή (Λουκ. ιη΄ 18-25)
| |
18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.
20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.
24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
|
18 Και κάποιος άρχοντας τον επερώτησε λέγοντας: «Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω, για να κληρονομήσω ζωή αιώνια;»
19 Του είπε τότε ο Ιησούς: «Τι με λες αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός.
20 Τις εντολές τις ξέρεις: Μη μοιχέψεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου».
21 Εκείνος είπε: «Αυτά όλα τα φύλαξα από τη νεότητά μου».
22 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, του είπε: «Ακόμα ένα σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και διαμοίρασέ τα σε φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς, και έλα ακολούθα με».
23 Εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έγινε περίλυπος. γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος.
24 Όταν ο Ιησούς τότε τον είδε, που έγινε περίλυπος, είπε: «Πόσο δύσκολα εκείνοι που έχουν τα χρήματα μπαίνουν στη βασιλεία του Θεού!
25 Γιατί είναι ευκολότερο μια καμήλα να περάσει από τρύπα βελόνας παρά πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού».
|
Η παραβολή του άφρονα πλουσίου (Λουκ. ιβ΄ 16-21)
| |
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα·
17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,
19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
|
16 Είπε μάλιστα μια παραβολή προς αυτούς, λέγοντας: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου κάρπισαν τα χωράφια με ευφορία.
17 Και διαλογιζόταν μέσα του, λέγοντας: “Τι να κάνω, επειδή δεν έχω πού να συνάξω τους καρπούς μου”;
18 Και είπε: “Αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες και θα συνάξω εκεί όλο το σιτάρι και τα αγαθά μου,
19 και θα πω στην ψυχή μου: ‘ Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που κείτονται για έτη πολλά. αναπαύου, φάγε, πιες, ευφραίνου’.”
20 Είπε τότε σ’ αυτόν ο Θεός: “Άφρονα, αυτήν τη νύκτα απαιτούν την ψυχή σου από εσένα. και αυτά που ετοίμασες ποιανού θα είναι”;
21 Έτσι γίνεται σ’ όποιον θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει για το Θεό».
|
Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος (Λουκ. ιστ΄ 19-31)
| |
19 ῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.
20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος
21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.
24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
25 εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι·
26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·
28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
29 λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.
30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν.
31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
|
19 «Κάποιος άνθρωπος, λοιπόν, ήταν πλούσιος, και ντυνόταν με πορφύρα και εκλεκτό λινό και ευφραινόταν κάθε ημέρα λαμπρά.
20 Ενώ κάποιος φτωχός με το όνομα Λάζαρος ήταν ριγμένος μπροστά στην πύλη του, έχοντας έλκη,
21 και επιθυμούσε να χορτάσει από αυτά που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Αλλά και τα σκυλιά έρχονταν και έγλειφαν πάνω στα έλκη του.
22 Συνέβηκε λοιπόν να πεθάνει ο φτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ. Πέθανε κατόπιν και ο πλούσιος και τάφηκε.
23 Και μέσα στον άδη σήκωσε τα μάτια του, ενώ βρισκόταν σε βάσανα, και βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και το Λάζαρο μέσα στην αγκαλιά του.
24 Και τότε αυτός φώναξε και είπε: “Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει το άκρο του δαχτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί πονώ υπερβολικά μέσα στη φλόγα αυτή”.
25 Είπε τότε ο Αβραάμ: “Τέκνο μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά. τώρα όμως εδώ παρηγοριέται, ενώ εσύ πονάς υπερβολικά.
26 Και επιπλέον σε όλα αυτά, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς είναι στηριγμένο μεγάλο χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να διαβούν από εδώ προς εσάς να μη δύνανται να το κάνουν, μήτε από εκεί προς εμάς να διαπερνούν”.
27 Είπε τότε: “Σε παρακαλώ, λοιπόν, πατέρα, να τον στείλεις στον οίκο του πατέρα μου,
28 γιατί έχω πέντε αδελφούς, για να τα διαβεβαιώνει σ’ αυτούς, ώστε να μην έρθουν και αυτοί στον τόπο τούτο του βασάνου”.
29 Λέει λοιπόν ο Αβραάμ: “Έχουν το Μωυσή και τους προφήτες. ας ακούσουν αυτούς”.
30 Εκείνος είπε: “ Όχι, πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πορευτεί προς αυτούς, θα μετανοήσουν”.
31 Είπε όμως σ’ αυτόν: “Αν δεν ακούν το Μωυσή και τους προφήτες, ούτε αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί θα πειστούν”».
|
Η παραβολή του τελώνη και Φαρισαίου (Λουκ. ιη΄ 9-14)
| |
9 Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην·
10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·
12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.
13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
|
9 Και αυτήν την παραβολή είπε τότε προς μερικούς, που είχαν πεποίθηση για τους εαυτούς τους ότι είναι δίκαιοι και που εξουθένωναν τους υπόλοιπους:
10 «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν: ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.
11 Ο Φαρισαίος στάθηκε και προσευχόταν ως προς τον εαυτό του αυτά: “Θεέ, σ’ ευχαριστώ, γιατί δεν είμαι όπως ακριβώς οι υπόλοιποι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και όπως αυτός ο τελώνης.
12 Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, αποδεκατίζω όλα όσα αποχτώ”.
13 Ο τελώνης, όμως, είχε σταθεί από μακριά και δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει πάνω στον ουρανό, αλλά χτυπούσε το στήθος του, λέγοντας: «Θεέ, ας είσαι ευμενής σ’ εμένα τον αμαρτωλό».
14 Σας λέω, αυτός ο τελευταίος κατέβηκε δικαιωμένος στον οίκο του παρά εκείνος. Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, όποιος όμως ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».
|
Ιησούς ελέγχει γραμματείς και Φαρισαίους (Ματ.κγ΄ 1-36)
| |
1 Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ
2 λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.
3 πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι.
4 δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά.
5 πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν,
6 φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς
7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββὶ ραββί.
8 ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε.
9 καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
10 μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός.
11 ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος.
12 ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
13 Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα.
14 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν.
15 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν.
16 Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ λέγοντες ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει.
17 μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσός ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν;
18 καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει.
19 μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον;
20 ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ·
21 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν·
22 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ.
23 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι.
24 ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!
25 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας.
26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν.
27 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας.
28 οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας.
29 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων,
30 καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν.
31 ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας.
32 καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν.
33 ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;
34 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν,
35 ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου.
36 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην.
|
1 Τότε ο Ιησούς μίλησε στα πλήθη και στους μαθητές του,
2 λέγοντας: «Πάνω στην καθέδρα του Μωυσή κάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι.
3 Όλα όσα σας πουν, λοιπόν, κάντε και τηρείτε, αλλά κατά τα έργα τους μην κάνετε. γιατί λένε και δεν κάνουν.
4 Δένουν, μάλιστα, βαριά και δυσβάστακτα φορτία, και τα θέτουν πάνω στους ώμους των ανθρώπων, αλλά αυτοί με το δάχτυλό τους δε θέλουν να τα κουνήσουν.
5 Και όλα τα έργα τους τα κάνουν, για να τους δουν με θαυμασμό οι άνθρωποι. Γιατί πλαταίνουν τα φυλαχτά τους και μεγαλώνουν τα κράσπεδα των ενδυμάτων τους,
6 αγαπούν δε το πρώτο κάθισμα στα δείπνα και τις πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές
7 και τους χαιρετισμούς στις αγορές και να καλούνται από τους ανθρώπους: “Ραβί”.
8 Εσείς όμως μην κληθείτε “Ραβί” – γιατί ένας είναι ο δικός σας δάσκαλος, ενώ εσείς όλοι είστε αδελφοί.
9 Και “πατέρα” σας μην καλέσετε κάποιον πάνω στη γη, γιατί ένας είναι ο δικός σας ο Πατέρας,
ο ουράνιος.
10 Μήτε κληθείτε “καθοδηγητές”, γιατί καθοδηγητής σας είναι ένας,
ο Χριστός.
11 Αλλά ο μεγαλύτερός σας να είναι διάκονός σας.
12 Όποιος, λοιπόν, υψώσει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και όποιος ταπεινώσει τον εαυτό του θα υψωθεί.
13 Αλίμονο όμως σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί κατατρώτε τις οικίες των χηρών και για πρόφαση κάνετε μακριές προσευχές. γι’ αυτό θα λάβετε περισσότερη καταδίκη.
14 Και αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί κλείνετε τη βασιλεία των ουρανών μπροστά στους ανθρώπους. Γιατί εσείς δεν εισέρχεστε ούτε εκείνους που θέλουν να εισέλθουν τους αφήνετε να εισέλθουν.
15 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί γυρνάτε τη θάλασσα και την ξηρά για να κάνετε έναν προσήλυτο και, όταν γίνει, τον κάνετε γιο της γέεννας διπλά από εσάς.
16 Αλίμονο σ’ εσάς, οδηγοί τυφλοί, που λέτε: “Όποιος ορκιστεί στο ναό δεν είναι τίποτα. Όποιος όμως ορκιστεί στον χρυσό του ναού οφείλει να πράξει”.
17 Μωροί και τυφλοί, γιατί ποιος είναι μεγαλύτερος, ο χρυσός ή ο ναός που αγίασε τον χρυσό;
18 Και λέτε επίσης: “Όποιος ορκιστεί στο θυσιαστήριο δεν είναι τίποτα. Όποιος όμως ορκιστεί στο δώρο που είναι πάνω σ’ αυτό οφείλει να πράξει”.
19 Τυφλοί, γιατί ποιο είναι μεγαλύτερο, το δώρο ή το θυσιαστήριο που αγιάζει το δώρο;
20 Όποιος λοιπόν ορκίστηκε στο θυσιαστήριο ορκίζεται σ’ αυτό και σε όλα όσα είναι πάνω του.
21 Και όποιος ορκίστηκε στο ναό ορκίζεται σ’ αυτόν και σ’ Εκείνον που τον κατοικεί.
22 Και όποιος ορκίστηκε στον ουρανό ορκίζεται στο θρόνο του Θεού και σ’ Εκείνον που κάθεται πάνω του.
23 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί αποδεκατίζετε το δυόσμο και τον άνηθο και το κύμινο και αφήσατε τα σπουδαιότερα του νόμου: τη δίκαιη κρίση και το έλεος και την πίστη. Αυτά λοιπόν έπρεπε να κάνετε, κι εκείνα να μην αφήνετε.
24 Οδηγοί τυφλοί, που διυλίζετε το κουνούπι, αλλά καταπίνετε την καμήλα.
25 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί καθαρίζετε το απέξω του ποτηριού και του πιάτου, ενώ από μέσα είναι γεμάτα από αρπαγή και ακράτεια.
26 Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα το εντός του ποτηριού, για να γίνει και το έξω του καθαρό.
27 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, οι οποίοι απέξω βέβαια φαίνονται ωραίοι, αλλά από μέσα είναι γεμάτοι από οστά νεκρών και από κάθε ακαθαρσία.
28 Έτσι κι εσείς απέξω βέβαια φαίνεστε στους ανθρώπους δίκαιοι, αλλά από μέσα είστε γεμάτοι υποκρισία και ανομία.
29 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί οικοδομείτε τους τάφους των προφητών και κοσμείτε τα μνήματα των δικαίων,
30 και λέτε: “Αν ήμασταν στις ημέρες των πατέρων μας, δε θα ήμασταν με αυτούς συμμέτοχοι στο αίμα των προφητών που έχυσαν”.
31 Ώστε μαρτυρείτε για τους εαυτούς σας ότι είστε γιοι εκείνων που φόνευσαν τους προφήτες.
32 Και εσείς συμπληρώστε το μέτρο της ανομίας των πατέρων σας.
33 Φίδια, γεννήματα εχιδνών, πώς θα αποφύγετε την κρίση της γέεννας;
34 Γι’ αυτό, ιδού, εγώ αποστέλλω προς εσάς προφήτες και σοφούς και γραμματείς. Από αυτούς άλλους θα σκοτώσετε και θα σταυρώσετε, και από αυτούς άλλους θα μαστιγώσετε στις συναγωγές σας και θα καταδιώξετε από πόλη σε πόλη.
35 για να έρθει πάνω σας κάθε αίμα δίκαιο που χύνεται πάνω στη γη, από το αίμα του Άβελ του δίκαιου ως το αίμα του Ζαχαρία, του γιου του Βαραχία, που φονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου.
36 Αλήθεια σας λέω, θα έρθουν όλα αυτά πάνω στη γενιά αυτή».
|
Η επί του Όρους Ομιλία: Οι Μακαρισμοί (Ματθ. ε΄1-12)
| |
1 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
2 καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων·
3 μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
4 μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.
5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.
6 μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.
7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
8 μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.
9 μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.
10 μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
11 μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ.
12 χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν.
|
1 Και όταν είδε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος και, αφού κάθισε, τον πλησίασαν οι μαθητές του.
2 Και τότε άνοιξε το στόμα του και τους δίδασκε λέγοντας:
3 «Μακάριοι οι φτωχοί στο πνεύμα, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών.
4 Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν.
5 Μακάριοι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη.
6 Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορταστούν.
7 Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν.
8 Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό.
9 Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα κληθούν γιοι Θεού.
10 Μακάριοι οι καταδιωγμένοι εξαιτίας δικαιοσύνης, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών.
11 Μακάριοι είστε, όταν σας βρίσουν και σας καταδιώξουν και πούνε κάθε κακό πράγμα εναντίον σας, λέγοντας ψέματα εξαιτίας μου.
12 Χαίρετε και αγαλλιάζετε, γιατί ο μισθός σας είναι πολύς στους ουρανούς. Γιατί έτσι καταδίωξαν τους προφήτες που ήταν πριν από εσάς».
|
Η παραβολή του μεγάλου δείπνου (Λουκ. ιδ΄ 15-24)
| |
15 ᾿Ακούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς·
17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.
22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.
23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου.
24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
|
15 Όταν, λοιπόν, κάποιος από αυτούς που κάθονταν μαζί του για να φάνε άκουσε αυτά, του είπε: «Μακάριος όποιος φάει άρτο μέσα στη βασιλεία του Θεού».
16 Εκείνος του είπε: «Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο δείπνο, και κάλεσε πολλούς
17 και απέστειλε το δούλο του την ώρα του δείπνου να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε, γιατί ήδη είναι όλα έτοιμα”.
18 Και άρχισαν με μια γνώμη όλοι να αποποιούνται την πρόσκληση με δικαιολογίες. Ο πρώτος τού είπε: “Αγόρασα ένα αγρό και έχω ανάγκη να εξέλθω να τον δω. σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”.
19 Και άλλος είπε: “Αγόρασα πέντε ζεύγη βοδιών και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”.
20 Και άλλος είπε: “Γυναίκα νυμφεύτηκα και γι’ αυτό δε δύναμαι να έρθω”.
21 Και παρουσιάστηκε ο δούλος και ανάγγειλε αυτά στον κύριό του. Τότε οργίστηκε ο οικοδεσπότης και είπε στο δούλο του: “Έξελθε γρήγορα στις πλατείες και στα δρομάκια της πόλης και εισάγαγε εδώ τους φτωχούς και τους ανάπηρους και τους τυφλούς και τους χωλούς”.
22 Και είπε ο δούλος: “Κύριε, έχει γίνει αυτό που διέταξες, και ακόμα υπάρχει τόπος αδειανός”.
23 Και ο Κύριος είπε προς το δούλο: “Έξελθε στις οδούς και στους φράχτες και ανάγκασέ τους να εισέλθουν, για να γεμίσει ο οίκος μου.
24 Γιατί σας λέω ότι κανείς από εκείνους τους άντρες που ήταν καλεσμένοι δε θα γευτεί το δείπνο μου”».
|
Η μεγαλύτερη εντολή (Ματθ. κβ΄ 34-40)
| |
34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό,
35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων·
36 διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;
37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου.
38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.
39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.
|
34 Όταν λοιπόν οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι αποστόμωσε τους Σαδουκκαίους, συνάχτηκαν στο ίδιο μέρος,
35 και τον επερώτησε ένας από αυτούς, νομικός, για να τον πειράξει:
36 «Δάσκαλε, ποια εντολή είναι μεγάλη μέσα στο νόμο;»
37 Εκείνος του είπε: «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου.
38 Αυτή είναι η μεγάλη και πρώτη εντολή.
39 Και δεύτερη, όμοια με αυτή: Να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου.
40 Σε αυτές τις δύο εντολές κρέμεται όλος ο νόμος και οι προφήτες».
|
Ο Παύλος εξυμνεί την αγάπη (Κορινθ. Α΄ ιγ΄ 1-13)
| |
1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
2 καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι.
3 καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι.
4 ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται,
5 οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν,
6 οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ·
7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.
8 ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται.
9 ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν·
10 ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται.
11 ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου.
12 βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην.
13 νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.
|
1 Αν τις γλώσσες των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αλλά αγάπη δεν έχω, έχω γίνει χαλκός που ηχεί ή κύμβαλο που αλαλάζει.
2 Και αν έχω προφητεία και ξέρω τα μυστήρια όλα και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε όρη να μετακινώ, αλλά αγάπη δεν έχω, τίποτα δεν είμαι.
3 Και αν δώσω για τροφή όλα τα υπάρχοντά μου και αν παραδώσω το σώμα μου, για να καώ, αλλά αγάπη δεν έχω, τίποτα δεν ωφελούμαι.
4 Η αγάπη μακροθυμεί, συμπεριφέρεται με χρηστότητα η αγάπη, δε ζηλεύει, η αγάπη δε μεγαλοκαυχιέται, δε φουσκώνει από υπερηφάνεια,
5 δε συμπεριφέρεται άσχημα, δε ζητά τα δικά της, δεν παροξύνεται, δε λογίζεται το κακό,
6 δε χαίρει για την αδικία, συγχαίρει όμως στην αλήθεια.
7 Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.
8 Η αγάπη ποτέ δεν πέφτει. Είτε όμως προφητείες, θα καταργηθούν. είτε γλώσσες, θα πάψουν. είτε γνώση, θα καταργηθεί.
9 Γιατί μερικώς γνωρίζουμε και μερικώς προφητεύουμε.
10 Όταν όμως έρθει το τέλειο, το μερικό θα καταργηθεί.
11 Όταν ήμουν νήπιο, λαλούσα σαν νήπιο, φρονούσα σαν νήπιο, λογιζόμουν σαν νήπιο. όταν έγινα άντρας, κατάργησα τα νηπιακά πράγματα.
12 Γιατί βλέπουμε τώρα μέσα από κάτοπτρο αινιγματικά, τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο. τώρα γνωρίζω μερικώς, τότε όμως θα γνωρίσω καλά καθώς και γνωρίστηκα καλά.
13 Τώρα λοιπόν μένουν: πίστη, ελπίδα, αγάπη. τα τρία αυτά. Μεγαλύτερη όμως από αυτά είναι η αγάπη.
|
Η ημέρα της μελλούσης κρίσεως (Ματθ. κε΄ 31-46)
| |
31 ῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων,
33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
35 ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με,
36 γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.
37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν;
38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν;
39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;
40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
42 ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με,
43 ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.
44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;
45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
|
31 «Όταν λοιπόν έρθει ο Υιός του ανθρώπου μέσα στη δόξα του και όλοι οι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθίσει πάνω στο θρόνο της δόξας του.
32 Και όλα τα έθνη θα συναχτούν μπροστά του, και θα τους ξεχωρίσει μεταξύ τους όπως ακριβώς ο ποιμένας ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια.
33 Και θα στήσει αφενός τα πρόβατα από τα δεξιά του, αφετέρου τα κατσικάκια από τα αριστερά του.
34 Τότε θα πει ο βασιλιάς σ’ αυτούς που είναι από τα δεξιά του: “Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε την ετοιμασμένη για σας βασιλεία από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου.
35 Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε,
36 γυμνός και με ντύσατε, ασθένησα και με επισκεφτήκατε, ήμουν σε φυλακή και ήρθατε προς εμένα”.
37 Τότε θα του αποκριθούν οι δίκαιοι λέγοντας: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε, ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις;
38 Και πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε, ή γυμνό και σε ντύσαμε;
39 Και πότε σε είδαμε να είσαι ασθενής ή σε φυλακή και ήρθαμε προς εσένα”;
40 Και αφού αποκριθεί ο βασιλιάς, θα τους πει: “Αλήθεια σας λέω, εφόσον το κάνατε σ’ έναν από αυτούς τους αδελφούς μου τους ασήμαντους, σ’ εμένα το κάνατε”.
41 Τότε θα πει και σ’ αυτούς που θα είναι από τα αριστερά του: “Φύγετε από εμένα οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, την ετοιμασμένη για το Διάβολο και τους αγγέλους του.
42 Γιατί πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω,
43 ήμουν ξένος και δε με περιμαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, ασθενής και σε φυλακή και δε μ’ επισκεφτήκατε”.
44 Τότε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντας: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή ασθενή ή σε φυλακή και δε σε διακονήσαμε”;
45 Τότε θα αποκριθεί σ’ αυτούς λέγοντας: “Αλήθεια σας λέω, εφόσον δεν το κάνατε σ’ έναν από αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σ’ εμένα το κάνατε”.
46 Και θα πάνε αυτοί σε κόλαση αιώνια, ενώ οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».
|
Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ,
κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ο ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ
οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.