Η κοινωνική θεωρία της συνωμοσίας… είναι συνέπεια της ανεπάρκειας των αναφορών στο Θεό και της παρεπόμενης ερώτησης: «Ποιος βρίσκεται στη θέση του;» (Καρλ Πόπερ, Conjectures and refutations, Λονδίνο, Routledge, 1969,1,4)
Στο «Εκκρεμές του Φουκώ» του Ουμπέρτο Έκο, ο επιμελητής εκδόσεων Τζιάκοπο Μπέλμπο και η παρέα του αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν την ανερχόμενη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 δυναμική των θεωριών συνωμοσίας — και, μαζί με αυτήν, εκμεταλλεύονται και διάφορα ψώνια που αναζητούν εκδότη: ο εκδοτικός τους οίκος στο Μιλάνο θησαυρίζει χάρη στους Ναΐτες· τα κορόιδα, αναγνώστες και «ιδίοις αναλώμασιν» συγγραφείς, αυξάνουν με ταχείς ρυθμούς, μέχρι που… κατά λάθος αποκαλύπτουν το πραγματικό «Σχέδιο». Και εκεί αρχίζουν τα ολέθρια προβλήματα…
Το ταξίδι μου έκανε καλό. Άφησα όχι μόνο το Παρίσι αλλά και το υπέδαφος, ή μάλλον το έδαφος, το φλοιό γης γης. Ουρανός και βουνά σκεπασμένα ακόμη από χιόνια. Η μοναξιά στα δέκα χιλιάδες μέτρα, και κείνη η αίσθηση μέθης που σου δίνει η πτήση, η πίεση, η ελαφριά αναταραχή. Σκεφτόμουν ότι μόνο εκεί ψηλά πατούσα γερά στη γη. Και αποφάσισα να αποσαφηνίσω τα πράγματα, στην αρχή ταξινομώντας τα, σημείο προς σημείο, στο μπλοκάκι μου, κι έπειτα κλείνοντας τα μάτια κι αφήνοντας τον εαυτό μου να τα σκεφτεί.
Αποφάσισα κατ’ αρχήν να καταγράψω τα αναμφισβήτητα στοιχεία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ντισταλέβι είναι νεκρός. Μου το είπε η Γκούντρουν. Η Γκούντρουν είχε παραμείνει διαρκώς έξω από την ιστορία μας, δε θα μπορούσε να την καταλάβει, κι επομένως είναι η μόνη που θα μπορούσε να πει την αλήθεια. Έπειτα, είναι αλήθεια ότι ο Γκάραμοντ έλειπε από το Μιλάνο. Φυσικά, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, όμως το γεγονός ότι έλειπε τις προηγούμενες ημέρες μου επιτρέπει να πιστέψω ότι ήταν στο Παρίσι, εκεί όπου τον είδα.
Επίσης, λείπει κι ο Μπέλμπο.
Τώρα ας δοκιμάσουμε να υποθέσουμε ότι τα όσα είδα το Σάββατο το βράδυ στον Άγιο Μαρτίνο των Αγρών συνέβησαν πραγματικά. Ίσως όχι όπως τα είδα εγώ, μαγεμένος από τη μουσική και τα θυμιάματα, αλλά οπωσδήποτε κάτι συνέβη. Έμοιαζε με την ιστορία της Αμπάρο. Όταν γύρισε στο σπίτι δεν ήταν σίγουρη αν είχε πράγματι καταληφθεί από την Πόμπα Τζίρα, όμως ήταν σίγουρη ότι είχε πάει στην τέντα της ουμπάντα, και είχε πιστέψει ότι καταλήφθηκε -ή ότι συμπεριφέρθηκε σαν να καταλήφθηκε- από την Πόμπα Τζίρα.
Τέλος, είναι αλήθεια αυτό που μου είχε πει η Αία στο βουνό, η ερμηνεία της ήταν απόλυτα πειστική, το μήνυμα της Προβέν ήταν ένας κατάλογος του μπακάλη. Δεν έγιναν ποτέ συναντήσεις των Ναΐτών στο Γκρανζ-ο-Ντιμ. Δεν υπήρχε Σχέδιο, ούτε μήνυμα.
Το σημείωμα του μπακάλη έγινε για μας ένα σταυρόλεξο με λευκά ακόμη τετραγωνάκια, αλλά χωρίς ορισμούς. Επομένως έπρεπε να γεμίσουμε τα τετραγωνάκια με τρόπο ώστε όλα να διασταυρώνονται σωστά. Ίσως όμως το παράδειγμά μου να είναι ασαφές. Στα σταυρόλεξα διασταυρώνονται λέξεις, και οι λέξεις πρέπει να διασταυρωθούν σ’ ένα κοινό γράμμα. Στο δικό μας παιχνίδι δε διασταυρώναμε λέξεις αλλά έννοιες και γεγονότα, επομένως οι κανόνες ήταν διαφορετικοί, και κατ’ ουσίαν ήταν τρεις.
Πρώτος κανόνας, οι έννοιες συνδέονται κατ’ αναλογίαν. Δεν υπάρχουν κανόνες για ν’ αποφασίσεις κατ’ αρχήν αν μία αναλογία είναι καλή ή κακή, διότι οποιοδήποτε πράγμα μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο υπό ορισμένες συνθήκες. Παράδειγμα. Η πατάτα διασταυρώνεται με το μήλο, διότι και τα δύο είναι καρποί και στρογγυλά. Από το μήλο στο ερπετό, λόγω βιβλικού συνειρμού. Από το ερπετό στην κουλούρα, λόγω της ομοιότητας στη μορφή, από την κουλούρα στο σωσίβιο, από το σωσίβιο στο μαγιό, στο κολύμπι και στο ναυτικό χάρτη, από το χάρτη στο χαρτί υγείας, από την υγεία στο αλκοόλ, από το αλκοόλ στα ναρκωτικά, από τα ναρκωτικά στη σύριγγα, από τη σύριγγα στην τρύπα, από την τρύπα στο υπέδαφος, από το υπέδαφος στην πατάτα.
Τέλειο. Πράγματι, ο δεύτερος κανόνας λέει ότι tout se tient, το παιχνίδι ισχύει. Από την πατάτα στην πατάτα, tout se tient. Επομένως είναι σωστό.
Τρίτος κανόνας: οι συσχετισμοί δε θα πρέπει να είναι πρωτότυποι, θα πρέπει δηλαδή να έχουν τεθεί τουλάχιστον μία φορά από τους άλλους, κι ακόμη καλύτερα αν είναι περισσότερες. Μόνο όταν οι διασταυρώσεις είναι προφανείς φαίνονται αληθείς.
Εξάλλου υπήρχε και η άποψη του κυρίου Γκάραμοντ: τα βιβλία των διαβολικών δεν πρέπει να καινοτομούν, πρέπει να επαναλαμβάνουν τα ήδη γνωστά, αλλιώς τι θ’ απογίνει η δύναμη της Παράδοσης;
Αυτό κάναμε εμείς. Δεν επινοήσαμε τίποτα εκτός από τη διάταξη των τμημάτων. Αυτό έκανε κι ο Αρντέντι, δεν επινόησε τίποτα, απλώς διευθέτησε τα κομμάτια με αδέξιο τρόπο, και επιπλέον είχε λιγότερες γνώσεις από μας, δεν είχε όλα τα κομμάτια.
Εκείνοι είχαν τα κομμάτια, αλλά δεν είχαν το σχήμα του σταυρόλεξου. Κι εμείς -για άλλη μια φορά- σταθήκαμε πιο έξυπνοι.
«Ο κόσμος διψάει για σχέδια, όταν του προσφέρεις ένα, ρίχνεται πάνω του σαν αγέλη λύκων. Εσύ επινοείς κι αυτοί πιστεύουν. Δε χρειάζεται να υποκινείς περισσότερες φαντασίες απ’ όσες υπάρχουν».
Κατά βάθος, πάντα το ίδιο συμβαίνει. Ένας νεαρός Ηρόστρατος τυραννιέται γιατί δεν ξέρει πώς ν’ αποκτήσει φήμη. Έπειτα βλέπει μια ταινία όπου ένας λεπτεπίλεπτος νεαρός πυροβολεί τη σταρ της μουσικής κάντρι και δημιουργεί το γεγονός της ημέρας. Βρήκε τον τρόπο, πάει και πυροβολεί τον Τζον Λένον.
Το ίδιο ισχύει και για τους ΣΙΑ. Πώς θα καταφέρω να γίνω ένας γνωστός ποιητής που θα μπει στις εγκυκλοπαίδειες; Και ο Γκάραμοντ τους εξηγεί: απλό, θα πληρώσετε. Ο ΣΙΑ δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα, αλλά εφόσον υπάρχει το σχέδιο του Μανούτιου, εντάσσεται. Ο ΣΙΑ είναι σίγουρος ότι από παιδί περίμενε τον Μανούτιο, μόνο που δεν ήξερε την ύπαρξή του.
Συνεπώς, εμείς είχαμε επινοήσει ένα ανύπαρκτο Σχέδιο κι Εκείνοι όχι μόνο το θεώρησαν σωστό αλλά ήταν σίγουροι ότι εντάσσονταν σ’ αυτό το Σχέδιο από καιρό, ή μάλλον ταύτισαν τα θραύσματα των άτακτων και συγκεχυμένων τους σχεδίων με τις στιγμές του δικού μας Σχεδίου, που καταστρώθηκε σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη λογική της αναλογίας, της ομοιότητας, της υποψίας.
Όμως, αν επινοείς ένα σχέδιο και οι άλλοι το πραγματοποιούν, το Σχέδιο είναι σαν να υπήρξε, ή μάλλον, τώρα πια υπάρχει.
Από τη στιγμή αυτή, ορδές διαβολικών θα τριγυρίζουν στον κόσμο αναζητώντας το χάρτη.
Είχαμε προσφέρει ένα χάρτη σε άτομα που προσπαθούσαν να κατανικήσουν μια σκοτεινή τους απογοήτευση. Ποια; Μου το είχε πει το τελευταίο file του Μπέλμπο: αν πράγματι υπήρχε Σχέδιο, δε θα υπήρχε αποτυχία. Ήττα ναι, αλλά δε θα ’φταιγες εσύ. Δεν είναι ντροπή να υποκύπτεις μπροστά σε μια κοσμική συνωμοσία. Δεν είσαι δειλός, είσαι μάρτυρας.
Δε χρειάζεται να θρηνείς που είσαι θνητός, λεία χιλιάδων μικροοργανισμών που δεν υπόκεινται στην εξουσία σου, δεν είσαι εσύ υπεύθυνος για τα πόδια σου που έπαψαν πια να λειτουργούν και σαν χέρια, για την εξαφάνιση της ουράς, του τριχώματος, για τα δόντια που δεν ξαναφυτρώνουν, για τα κύτταρα που χάνεις καθ’ οδόν, για τις αρτηρίες που σκληραίνουν. Υπεύθυνοι είναι οι Μοχθηροί Άγγελοι.
Και το ίδιο ισχύει για την καθημερινή μας ζωή. Όπως τα κραχ στο χρηματιστήριο. Συμβαίνουν επειδή όλοι κάνουν από μία λανθασμένη κίνηση, και όλες οι λανθασμένες κινήσεις μαζί δημιουργούν πανικό. Κι έπειτα, όποιος δεν έχει γερά νεύρα αναρωτιέται: μα ποιος οργάνωσε αυτήν τη συνωμοσία, ποιον ωφελεί; Και αλίμονο αν δε βρεις έναν εχθρό που συνωμότησε, θα νιώσεις ένοχος. Ή μάλλον, επειδή νιώθεις ένοχος, επινοείς μια συνωμοσία ή πολλές. Και για να τις νικήσεις πρέπει να οργανώσεις τη δική σου συνωμοσία.
Και όσο περισσότερο επινοείς τις συνωμοσίες των άλλων για να δικαιολογήσεις τη δική σου ανικανότητα να κατανοήσεις, τόσο περισσότερο τις ερωτεύεσαι και συλλαμβάνεις τη δική σου συνωμοσία στα μέτρα των άλλων. Αυτό συνέβη μεταξύ Ιησουιτών και μπεϊκονικών, Παυλικιανών και νεοναϊτών, ο καθένας κατηγορούσε τους άλλους για το δικό του σχέδιο. Τότε ο Ντιοταλέβι είχε παρατηρήσει: «Βέβαια, αποδίδεις στους άλλους αυτό που κάνεις εσύ, και επειδή εσύ κάνεις κάτι απεχθές, οι άλλοι γίνονται απεχθείς. Επειδή όμως οι άλλοι θα ήθελαν, κατά κανόνα, να κάνουν το απεχθές πράγμα που κάνεις εσύ, συνεργάζονται μαζί σου αφήνοντάς σε να πιστέψεις ότι -ναι- αυτό που τους αποδίδεις είναι στην πραγματικότητα αυτό που πάντοτε επιθυμούσαν. Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι, αρκεί να Τον βοηθήσουμε».
Μια συνωμοσία, για να είναι συνωμοσία, οφείλει να είναι μυστική. Είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε πως υπάρχει κάποιο μυστικό για να μη νιώθουμε πια απογοητευμένοι, διότι είτε θα πρόκειται για ένα μυστικό που μας φέρνει τη σωτηρία, είτε η γνώση του μυστικού ταυτίζεται με τη σωτηρία. Υπάρχει άραγε κάποιο μυστικό τόσο ακτινοβόλο;
Βεβαίως, αρκεί να μην το γνωρίσεις ποτέ. Αν αποκαλυφθεί, δεν μπορεί παρά να μας απογοητεύσει. Μήπως δε μου είχε μιλήσει ο Αλιέ για τη ροπή προς το μυστήριο που επικρατούσε την εποχή των Αντωνίνων; Κι όμως, μόλις είχε εμφανιστεί κάποιος που είχε δηλώσει Υιός του Θεού, Υιός του Θεού που έγινε σάρκα και αίρει τις αμαρτίες του κόσμου. Μικρό μυστήριο ήταν αυτό; Και έταζε σε όλους τη σωτηρία, αρκεί να αγαπούσαν τον πλησίον τους. Ασήμαντο μυστικό ήταν αυτό; Και άφηνε ως κληροδότημα το ότι όποιος πρόφερε τα κατάλληλα λόγια την κατάλληλη στιγμή θα μπορούσε να μεταμορφώσει ένα κομμάτι ψωμί και μισό ποτήρι κρασί σε σάρκα και αίμα του Υιού του Θεού και να τραφεί.
Τιποτένιο αίνιγμα ήταν αυτό; Και παρακινούσε τους πατέρες της εκκλησίας να συναγάγουν και ύστερα να δηλώσουν ότι ο Θεός είναι Ένας και Τριαδικός και ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, όμως ο Υιός δεν εκπορεύεται από τον Πατέρα και από το Άγιο Πνεύμα. Ήταν μια δοξασιούλα για Υλικούς αυτή; Κι όμως εκείνοι, που είχαν ήδη τη σωτηρία μπροστά στα μάτια τους -do it youself-, δεν έκαναν τίποτα. Αυτή εδώ είναι η αποκάλυψη; Τι κοινοτοπία: και άρχισαν να τριγυρίζουν υστερικοί με τις βαρκούλες τους σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο αναζητώντας μια άλλη χαμένη γνώση, της οποίας το δόγμα των τριάκοντα αργυρίων ήταν απλώς το επιφανειακό πέπλο, η παραβολή για τους πτωχούς τω πνεύματι, το συμβολικό ιερογλυφικό, το κλείσιμο του ματιού στους Πνευματικούς. Τριαδικό μυστήριο; Πανεύκολο, κάτι άλλο θα πρέπει να κρύβεται από κάτω.
Υπήρχε κάποιος, ίσως ο Ρουμπινστάιν, που όταν τον ρώτησαν αν πιστεύει στο Θεό είχε απαντήσει: «Ω, όχι, εγώ πιστεύω… σε κάτι πολύ μεγαλύτερο…» Όμως υπήρχε άλλος ένας (ο Τσέστερτον, ίσως;) που είπε: το ότι οι άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν στο Θεό δε σημαίνει ότι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα, αλλά ότι πιστεύουν στα πάντα.
Τα πάντα δεν είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο μυστικό. Δεν υπάρχουν μεγαλύτερα μυστικά, διότι μόλις αποκαλυφθούν γίνονται μικρά. Υπάρχει μόνον ένα κενό μυστικό. Ένα μυστικό που ξεγλιστράει. Το μυστικό του φυτού όρχις είναι ότι σημαίνει και επηρεάζει τους άρχεις, αλλά οι άρχεις συμβολίζουν ένα ζώδιο, αυτό μια ιεραρχία αγγέλων, αυτή μια μουσική γκάμα, η γκάμα μια σχέση χυμών του σώματος, και ούτω καθ’ εξής, η μύηση είναι να μάθεις να μη σταματάς ποτέ, ξεφλουδίζεις το σύμπαν σαν κρεμμύδι, κι ένα κρεμμύδι είναι όλο φλούδες, ας φανταστούμε ένα απέραντο κρεμμύδι που έχει το κέντρο του παντού και την περιφέρειά του πουθενά, ή που είναι φτιαγμένο σαν το δακτύλιο του Μέμπιους.
Ο αληθινός μυημένος είναι αυτός που ξέρει ότι το ισχυρότερο μυστικό είναι ένα μυστικό χωρίς περιεχόμενο, διότι κανένας εχθρός δε θα καταφέρει να τον κάνει να το ομολογήσει και κανένας πιστός δε θα καταφέρει να του το αποσπάσει.
Τώρα η δυναμική της νυχτερινής τελετής μπροστά στο Εκκρεμές μού φαινόταν πιο εύλογη, πιο βάσιμη. Ο Μπέλμπο ισχυριζόταν ότι κατείχε ένα μυστικό, κι έτσι απέκτησε δύναμη επάνω σ’ Εκείνους. Η δική τους παρόρμηση, ακόμη κι ενός ανθρώπου έξυπνου όπως ο Αλιέ, ο οποίος χτύπησε αμέσως τα ταμ-ταμ για να τους συγκαλέσει, ήταν να το αποσπάσουν από το Μπέλμπο. Και όσο ο Μπέλμπο αρνιόταν να τους το αποκαλύψει τόσο Εκείνοι πείθονταν ότι το μυστικό ήταν μεγάλο, και όσο περισσότερο ορκιζόταν ότι δεν το ήξερε τόσο πιο σίγουροι ήταν ότι το κατείχε και ότι επρόκειτο για ένα πραγματικό μυστικό, διότι αν ήταν ψεύτικο θα τους το αποκάλυπτε.
Αιώνες ολόκληρους η αναζήτηση αυτού του μυστικού ήταν το κονίαμα που τους κράτησε ενωμένους, παρά τους αφορισμούς, τις εσωτερικές διαμάχες, τους αιφνιδιασμούς. Τώρα βρίσκονταν κοντά στη γνώση του. Και τους κατέλαβε ένας διπλός τρόμος: ότι το μυστικό θα τους απογοήτευε, και ότι -καθώς θα γινόταν σε όλους γνωστό- δε θα υπήρχε πια μυστικό. Αυτό θα ήταν το τέλος τους.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Αλιέ θα διαισθάνθηκε ότι αν ο Μπέλμπο μιλούσε, όλοι θα μάθαιναν, κι αυτός, ο Αλιέ, θα έχανε την ακαθόριστη αύρα που του προσέδιδε χάρισμα και εξουσία. Αν ο Μπέλμπο το εμπιστευόταν μόνο σ’ εκείνον, ο Αλιέ θα συνέχιζε να είναι ο Σεν Ζερμέν, ο αθάνατος – η αναβολή του θανάτου του συνέπιπτε με την αναβολή του μυστικού. Προσπάθησε να πείσει τον Μπέλμπο να του μιλήσει στο αυτί, και όταν κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, τον προκάλεσε διακηρύσσοντας την παραίτησή του, κι ακόμη περισσότερο, προσφέροντάς του το θέαμα της κενοδοξίας του. Α, το ήξερε καλά ο γερο-κόμης, ήξερε καλά ότι σε ανθρώπους από τα μέρη του Μπέλμπο η ξεροκεφαλιά και η αίσθηση του γελοίου υπερνικούν ακόμη και το φόβο. Τον υποχρέωσε να υψώσει τον τόνο της πρόκλησης και να πει όχι οριστικά και αμετάκλητα.
Και οι άλλοι, εξαιτίας του ίδιου φόβου, προτίμησαν να τον σκοτώσουν. Έχαναν το χάρτη -είχαν αιώνες ολόκληρους στη διάθεσή τους για να συνεχίσουν να τον αναζητούν-, έσωζαν όμως τη φρεσκάδα του γηραλέου και σαλιάρη πόθου τους.
Θυμόμουν μια ιστορία που μου είχε πει η Αμπάρο. Προτού ακόμα να έρθει στην Ιταλία είχε μείνει λίγους μήνες στη Νέα Υόρκη, και ζούσε σε μια συνοικία από κείνες όπου γυρίζονται τηλεταινίες με αστυνομικούς του τμήματος ανθρωποκτονιών. Γύριζε στο σπίτι μόνη στις δύο το βράδυ. Και όταν τη ρώτησα αν δε φοβόταν τους μανιακούς, μου περιέγραψε τη μέθοδό της. Μόλις ο μανιακός την πλησίαζε και καταλάβαινε το ποιόν του, τον έπαιρνε αγκαζέ και του έλεγε: «Έλα, πάμε στο κρεβάτι». Κι εκείνος το ’βάζε στα πόδια συγχυσμένος.
Όταν είσαι μανιακός του σεξ δεν επιζητάς το σεξ, θέλεις να το ποθείς, στην καλύτερη περίπτωση να το κλέψεις, αλλά πρέπει να γίνει εν αγνοία του θύματός σου. Αν σε βάλουν μπροστά στο σεξ και σου πουν ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, φυσικά θα το βάλεις στα πόδια, αλλιώς τι μανιακός θα ήσουν.
**********
Ουμπέρτο Έκο – Το εκκρεμές του Φουκώ