Σ’ έχασα μέσα από τα χέρια μου.
Σαν άμμος γλίστρησες ανάμεσα από δάχτυλα που τη λατρεία τους αποτύπωναν σε κάθε σου γωνιά.
Σ’ έχασα τόσο αιφνιδιαστικά, όπως ένα σύννεφο κρύβει τον ήλιο.
Κάθε που με πονούσες μαραίνονταν και ένα λουλούδι από τον κήπο, που στην ψυχή μου είχα φτιάξει σαν ήρθες.
Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί με πονάς, αφού στα χέρια μου γεννιόσουνα ξανά και ξανά.
Έγινε ο πόνος αβάσταχτος.
Πελέκιζε σιγά σιγά αυτόν τον έρωτα.
Δε σταμάτησες να με πονάς, κι ένα πρωί δεν υπήρχε λουλούδι ζωντανό στον κήπο.
Σ’ έχασα, μ’ έχασες.
Κι ήθελα μόνο να μ’ αγαπάς.
Εγώ, και την ανάσα μου σου χάριζα.
Σε καλωσόρισα σαν τόξο ουράνιο μετά από μπόρα καλοκαιρινή.
Σαν ανοιξιά μετά από βαρύ χειμώνα, που ούτε τις αμυγδαλιές δεν αγάπησε.
Μ’ έχασες.
Μόνο στα όνειρά σου πια θα σεργιανάω με μια αγκαλιά λουλούδια, να σου θυμίζουν τον κήπο μου.
Μόνο σαν κλείνεις τα μάτια μπροστά σου θα με θωρείς στα ολόλευκα ντυμένη και τα χείλη μου άβαφα σαν οπτασία.
Σ’ έχασα χωρίς να θέλω, μα δε με κράτησες.
Κράτα όλα όσα σου έδωσα από τα μύχια της ψυχής μου.
Κράτησέ τα γιατί θα σου χρειαστούν.
Όσο για μένα, θα ξαναγεννηθώ από τις στάχτες μου, σαν άλλος Φοίνικας.