Κι αυτό επίσης θα μπορούσες να λες πότε πότε στον εαυτό σου: «Ακόμα κι ο καλός Άγκος άφησε το φως με κλειστά τα μάτια, αδιάντροπε, που ήταν πολύ καλύτερος από σένα σε πολλά. Μετά από αυτόν πολλοί άλλοι βασιλιάδες και ισχυροί του κόσμου, που κυβέρνησαν μεγάλα έθνη, πέθαναν.
Κι εκείνος ακόμα που κάποτε έστρωσε δρόμο στη μεγάλη θάλασσα και δίνοντας πέρασμα στις λεγεώνες του μεσ’ από το πέλαγο τους έμαθε να περνούν με στεγνά τα πόδια πάνω από τις αρμυρές αβύσσους και περνώντας τον πόντο με τ’ άλογά του χλεύασε τα μουγκρητά του, έχασε το φως κι έβγαλε την ψυχή από το σώμα του που πέθαινε.
Κι εκείνος ακόμα που κάποτε έστρωσε δρόμο στη μεγάλη θάλασσα και δίνοντας πέρασμα στις λεγεώνες του μεσ’ από το πέλαγο τους έμαθε να περνούν με στεγνά τα πόδια πάνω από τις αρμυρές αβύσσους και περνώντας τον πόντο με τ’ άλογά του χλεύασε τα μουγκρητά του, έχασε το φως κι έβγαλε την ψυχή από το σώμα του που πέθαινε.
Ο Σκιπίωνας, ο κεραυνός του πολέμου, ο τρόμος της Καρχηδόνας, έδωσε τα κόκαλά του στη γη σαν να ήταν ο τελευταίος δούλος. Πρόσθεσε αυτούς που βρήκαν τις επιστήμες και τις ωραίες τέχνες, πρόσθεσε τους ακολούθους των Μουσών του Ελικώνα- ανάμεσά τους ο μοναδικός Όμηρος, που, αφού κατάχτησε τα σκήπτρα, κοιμήθηκε τον ίδιο με τους άλλους ύπνο. Ο Δημόκριτος πάλι, όταν τα βαθιά γεράματα τον ειδοποίησαν πως χαλαρώνουν οι κινήσεις της μνήμης στο πνεύμα του, με τη θέλησή του στάθηκε μπροστά στο θάνατο και του πρόσφερε το κεφάλι του.
Κι ο Επίκουρος ακόμα πέθανε, αφού διέτρεξε το φωτεινό δρόμο της ζωής, αυτός που με τη διάνοιά του ξεπέρασε το ανθρώπινο γένος κι έριξε στο σκοτάδι όλους τους άλλους σοφούς, όπως ο ήλιος στον αιθέρα ανατέλλει και σβήνει τ’ αστέρια. Και τώρα εσύ θα διστάσεις και θ’ αγανακτήσεις, γιατί θα πεθάνεις; Εσύ που η ζωή σου είναι σχεδόν νεκρή, κι ας ζεις ακόμα κι ας βλέπεις τον κόσμο, που σπατάλησες τα περισσότερα χρόνια σου στον ύπνο, που ροχαλίζεις ξυπνητός και δε σταματάς να ονειρεύεσαι, που ο νους σου έχει ταραχτεί από ένα μάταιο φόβο και δεν μπορείς συχνά να βρεις την αιτία της δυστυχίας σου, όταν μες στο μεθύσι σου, δυστυχισμένε, τυραννιέσαι από παντού από πολλές φροντίδες και παραδέρνεις επιπλέοντος μες στην αβέβαιη πλάνη του μυαλού σου;»
Είναι φανερό πως οι άνθρωποι νιώθουν πως υπάρχει κάποιο βάρος στην ψυχή τους που τους κουράζει με την πίεσή του’ αν μπορούσαν να μάθουν επίσης από ποιες αιτίες προκαλείται αυτό και γιατί ο όγκος αυτός του κακού βρίσκεται μέσα στο στήθος, δε θα ζούσαν τη ζωή που ζουν τις περισσότερες φορές τώρα, χωρίς να ξέρει ο καθένας τι θέλει για τον εαυτό του και να ζητά πάντα ν’ αλλάζει τόπο, λες και θα μπορούσε να ρίξει έτσι κάτω το φορτιό του.
Αυτός που αηδίασε να μένει κλεισμένος μέσα, βγαίνει συχνά από το μεγάλο του σπίτι και ξαφνικά γυρίζει πίσω, γιατί δε νιώθει καθόλου καλύτερα έξω. Τρέχει οδηγώντας τ’ αλογάκια του βιαστικά στην έπαυλή του, σαν να τρέχει για βοήθεια σε σπίτι που έπιασε φωτιά. Μόλις πατήσει το κατώφλι της έπαυλής του, χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο ή ακόμα βιάζεται να γυρίσει πάλι στην πόλη.
Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του, όμως δεν το κατορθώνει, μένει δεμένος μαζί του, και τον μισεί, γιατί είναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του- γιατί αν την έβλεπε καλά, θ’ άφηνε κάθε άλλη ασχολία και θα φρόντιζε πριν απ’ όλα να κατανοήσει τη φύση των πραγμάτων, επειδή κρίνεται η αιωνιότητα, όχι μια ώρα. Μέσα σ’ αυτήν βρίσκεται ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων μετά το θάνατο.
Τέλος ποιος είναι αυτός ο κακός και τόσο μεγάλος πόθος για ζωή, που μας αναγκάζει να τρέμουμε τόσο πολύ μέσα στην αμφιβολία και στον κίνδυνο; Ένα καθορισμένο τέλος της ζωής στέκεται δίπλα στους θνητούς και δεν μπορούμε να γλιτώσουμε από το θάνατο, πρέπει να πεθάνουμε. Εκτός απ’ αυτό στριφογυρίζουμε και μένουμε στον ίδιο πάντα τόπο και δεν παρουσιάζεται καμιά καινούρια απόλαυση με την παράταση της ζωής.
Αλλά, όσο μας λείπει εκείνο που ποθούμε, μας φαίνεται πως είναι ανώτερο απ’ όλα’ κι όταν το αποκτήσουμε, ποθούμε ύστερα κάτι άλλο και μια δίψα για ζωή, πάντα ίδια, μας κρατάει με το στόμα ανοιχτό πάντα. Δεν ξέρουμε ποια τύχη θα μας φέρει το μέλλον, τι θα μας συμβεί και τι τέλος μας περιμένει. Ούτε με τη μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής αφαιρούμε κάτι ελάχιστο από τη διάρκεια του θανάτου ούτε μπορούμε να την ελαττώσουμε, ώστε να μπορέσουμε να λιγοστέψουμε ίσως το χρόνο του αφανισμού μας.
Έτσι λοιπόν μπορείς να ζεις όσους αιώνες θέλεις: όμως αυτός ο αιώνιος θάνατος δε θα πάψει να σε περιμένει και δε θα ’ναι λιγότερο νεκρός αυτός που τερμάτισε τη ζωή του τη σημερινή ημέρα από κείνον που πέθανε πριν από μήνες κι από χρόνια.
Λουκρήτιος – De rerum natura, Περί της φύσεως των πραγμάτων
Σημείωση
Από το έργο αυτό του Λουκρητίου γνώρισε ουσιαστικά η Ευρώπη την ατομική φυσική του Επίκουρου, όπου έχουν τη ρίζα τους πολλά θέματα που τελειοποίησε ή και καλείται ακόμη να τελειοποιήσει η νεότερη ατομική επιστήμη γιατί στην πραγματικότητα κρύβεται ένας ανάλογος προβληματισμός
Από το έργο αυτό του Λουκρητίου γνώρισε ουσιαστικά η Ευρώπη την ατομική φυσική του Επίκουρου, όπου έχουν τη ρίζα τους πολλά θέματα που τελειοποίησε ή και καλείται ακόμη να τελειοποιήσει η νεότερη ατομική επιστήμη γιατί στην πραγματικότητα κρύβεται ένας ανάλογος προβληματισμός