Τα τελευταία χρόνια μια σειρά πειραμάτων έχει καταδείξει ότι πολλές από τις θεωρούμενες ως «υπερφυσικές» εμπειρίες των ανθρώπων σχετίζονται άμεσα με υπολειτουργία ή δυσλειτουργία συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Η ερευνητική και ερμηνευτική αυτή απόπειρα ονομάζεται συμβατικά «Νευροθεολογία» (Neurotheology) ή «Βιοθεολογία» (Biotheology) και εύλογα θεωρείται ότι δυναμιτίζει μια από τις σημαντικότερες θεωρούμενες ως αποδείξεις για την ύπαρξη του θεϊκού κόσμου: την πνευματική εμπειρία.
Έτσι, για παράδειγμα, έχει γίνει υποβολή οραμάτων σε εθελοντές με τον ερεθισμό συγκεκριμένων εγκεφαλικών κέντρων, όπως οι κροταφικοί λοβοί.
Ομοίως, ο νευρολόγος Olaf Blanke και οι συνάδελφοι από τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία της Γενεύης και της Λωζάνης ανακάλυψαν ότι η ηλεκτρική διέγερση της γωνιακής έλικας (angular gyrus) μπορεί να προκαλέσει την ψευδαίσθηση της εξωσωματικής εμπειρίας.
Εξάλλου, στο βιβλίο του Μάθιου Άλπερ «Ο Θεός στον εγκέφαλο» (μια αθεϊστική μελέτη με δαρβινικές αναφορές) βρίσκουμε μια σύνοψη σχετικών παρατηρήσεων:
Το 1997 Ιάπωνες ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι επαναλαμβανόμενοι ρυθμοί διεγείρουν τον υποθάλαμο του εγκεφάλου προκαλώντας συναισθήματα γαλήνης ή διέγερσης. Έτσι ίσως εξηγείται γιατί ο χορός και οι ψαλμοί χρησιμοποιούνται ως πρόξενοι τέτοιων υπερβατικών συναισθημάτων σε πολλές θρησκείες και αιρέσεις (όχι στον αρχαίο και στον ορθόδοξο χριστιανισμό).
Επίσης, χρησιμοποιώντας υπολογιστική τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων σε βουδιστές μοναχούς που διαλογίζονταν, οι Άντριου Νιούμπεργκ και Γιουτζίν Ντ’ Ακουίλι του πανεπιστημίου της Πενσιλβανίας διαπίστωσαν ότι κατά τη διάρκεια του διαλογισμού και των υπερβατικών εμπειριών που τον συνόδευαν, υπήρξε σημαντική αλλαγή στη νευρική δραστηριότητα του μετωπιαίου και του βρεγματικού λοβού, πτώση της ροής αίματος στην αμυγδαλή κ.λ.π., πράγματα που έχουν ως συνέπειες ψευδή «πνευματικά» αισθήματα, όπως η γαλήνη, η αίσθηση της υπέρβασης του χώρου και του χρόνου, η αίσθηση της ένωσης με «όλα τα όντα», της εμπειρίας που δεν περιγράφεται επαρκώς κ.τ.λ.
Πειράματα του δρος Β. Σ. Ραματσάντραν του πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο με ασθενείς που πάσχουν από επιληψίας που περιλαμβάνει δραστηριότητα στους κροταφικούς λοβούς απέδειξαν ότι βιώνουν μια «θρησκευτική παραφορά» πριν από κάθε κρίση, ανάλογη με αυτήν που περιγράφει ο Φ. Ντοστογιέφσκι στον «Ηλίθιο».
Μερικά πρώτα σχόλια
Η εξωσωματική εμπειρία και η χρήση του ρυθμού και άλλων μέσων πρόκλησης «πνευματικού βιώματος» δεν περιλαμβάνονται στα ενδιαφέροντα του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού. Αντίθετα, απορρίπτονται ως φαινόμενα και πρακτικές ύποπτης εγκυρότητας και συνεπώς επικίνδυνες για την αληθινή πνευματική πρόοδο του ανθρώπου, δηλαδή την ένωσή του με το Θεό. Στο χριστιανισμό σκοπός δεν είναι η βίωση εμπειριών, αλλά η πρόοδος σε μια πορεία αγάπης, που αρχίζει από την «κάθαρση της καρδιάς» και προχωρεί στο «φωτισμό του νου» και τη «θέωση» (ένωση με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού).
Η «κάθαρση της καρδιάς» είναι η κατάσταση, που επιτρέπει στον άνθρωπο να αγαπά όλο τον κόσμο, ακόμη και τους εχθρούς του. «Αγαπά» σημαίνει να χαίρεται όταν χαίρονται ή προοδεύουν και να λυπάται όταν πονούν ή παρακμάζουν. Η αγάπη αυτή δεν είναι συναισθηματική αντίδραση, αλλά συνειδητά αποφασισμένη δεξίωση του άλλου ως αδελφού στο πνευματικό κέντρο του ανθρώπου (το οποίο αγνοεί η δυτική ψυχολογία), που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «καρδία» και ακριβέστερα «βαθεία» ή «νοερά» καρδία. Ολόκληρη η εκκλησιαστική ζωή και η ασκητική προσπάθεια των χριστιανών, λαϊκών και κληρικών ή μοναχών, όπως τη διδάσκει η αρχαία και η ορθόδοξη παράδοση (νηπτική παράδοση), δεν αποσκοπεί σε μια αυτόματη ηθικιστική σωτηρία ως εύνοια του Θεού, στα πρότυπα της εύνοιας των μεσαιωνικών βασιλέων, αλλά στην προσέλκυση της θείας χάριτος, που θα ενισχύσει τον άνθρωπο, ανάλογα με την πρόθεσή του (όχι με την πίστη του), στην υπεράνθρωπη προσπάθειά του για επίτευξη αυτής της «υπερφυσικής» σχέσης με τους άλλους. Αυτή είναι και μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «μυστικισμό» του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού και στο μυστικισμό των διαφόρων θρησκειών ή αιρέσεων.
Κατά τους αρχαίους και τους ορθόδοξους Πατέρες της Εκκλησίας, ο άνθρωπος, από την αρχή της δημιουργίας του, έχει εγγενή προδιάθεση στροφής προς το Θεό και τάσης για ένωση με Αυτόν. Εκτροπή αυτής της τάσης προς «αυτοθέωση» (θέωση διά των δικών του δυνάμεων, αντί για το σωστό τρόπο, την κάθαρση της καρδιάς) αποτέλεσε και το προπατορικό αμάρτημα, που επαναλαμβάνεται σε κάθε γενιά (η σεξουαλική ερμηνεία του είναι άγνωστη στην αρχαία Εκκλησία –τουλάχιστον της ανατολής– καθώς και στην ορθόδοξη).
Οι παλαιοί Πατέρες φυσικά δεν είχαν τις δικές μας γνώσεις νευροφυσιολογίας ή γενετικής, γνώριζαν όμως την αλληλεξάρτηση ψυχής και σώματος και δε θα τους προκαλούσε έκπληξη η διαπίστωση ότι ψευδείς πνευματικές εμπειρίες προκαλούνται από συγκεκριμένα «πάθη» εγκεφαλικών περιοχών. Θα παρατηρούσαν όμως ότι:
α) Η ύπαρξη ψευδών πνευματικών εμπειριών είναι κάτι γνωστό στο χριστιανισμό ήδη από την αρχή της ύπαρξής του, καθώς οι πρώτοι χριστιανοί ζούσαν ανάμεσα σε πολλές ομάδες «ενθουσιαστών» (που «ενθουσιάζονταν», δηλαδή «γίνονταν ένθεοι», με τεχνητούς τρόπους), ενώ συχνά ξεπηδούσαν καινούργιες, όπως οι μεσσαλιανοί (= προσευχόμενοι). Όμως η ύπαρξη ψευδών πνευματικών εμπειριών δεν αποκλείει εξορισμού να υπάρχουν και αληθινές πνευματικές εμπειρίες.
β) Η χριστιανική προσευχή δεν είναι διαλογισμός, εκτός από περιθωριακές καταστάσεις εκτροπής, που διαμορφώθηκαν στη δύση κατά τα νεώτερα χρόνια. Συνεπώς, τα συμπεράσματα, στα οποία οδηγεί η έρευνα και ο πειραματισμός σε ανθρώπους που διαλογίζονται, δεν είναι επιστημονικά σωστό να επεκτείνονται αυτονόητα στις πνευματικές εμπειρίες των χριστιανών. Θα πρέπει να γίνουν έρευνες σε χριστιανούς, που βιώνουν πνευματικές εμπειρίες, και μάλιστα σε έμπειρους ησυχαστές μοναχούς, όχι σε οποιονδήποτε μέσο πιστό που επιχειρεί να προσευχηθεί.
Επίσης, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στον ορθόδοξο χώρο τα αποτελέσματα της «Νευροθεολογίας» έχουν γίνει αποδεκτά χωρίς πρόβλημα. Μια συνοπτική αποτίμησή τους από ορθόδοξη σκοπιά βλ. π.χ. στην εισήγηση του παιδοψυχολόγου και παιδοψυχίατρου π. Βασιλείου Θερμού «Εμπειρίες σε αιρέσεις και σέκτες – ψυχολογική θεώρηση»,
την οποία βλ. και στο:
Χαρακτηριστικά του ορθόδοξου πνευματικού βιώματος
Ας έρθουμε τώρα στο βασικό ζήτημα που μας απασχολεί. Οι ερευνητές της «Νευροθεολογίας» αγνοούν εντελώς το πνευματικό βίωμα στο χώρο του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού. Γνωρίζουν μόνο διάφορες εκδοχές του δυτικού χριστιανισμού, τη γνησιότητα των οποίων απορρίπτουν, αλλά οι οποίες έχουν μελετηθεί και αξιολογηθεί και στον ορθόδοξο χώρο προ πολλού.
Φυσικά, πρέπει να πω ότι και στο χώρο του μυστικισμού της άπω ανατολής υπάρχουν καταγραφές πνευματικών εμπειριών που δεν ερμηνεύονται επαρκώς με τα νευρολογικά πειράματα, π.χ. αστρικά ταξίδια ή αναμνήσεις «προηγούμενων ζωών». Οι ερευνητές μας δεν φαίνεται να έχουν ασχοληθεί σοβαρά με αυτές, επαναπαυόμενοι στα συμπεράσματα μελετών που έγιναν σε συνθήκες εργαστηρίου. Ταξίδεψαν όμως στο Θιβέτ; Επισκέφτηκαν κανένα άσραμ; Προσωπικά, ομολογώ ότι θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να γνώριζα αν κάποιος έχει μελετήσει στα σοβαρά (δηλ. επιτόπου) την αξιοπιστία των μυστικιστών της άπω ανατολής και με ποιο τρόπο την αναίρεσε. Αν όμως δεν την έχει μελετήσει καθόλου, τότε φοβούμαι πως οποιοσδήποτε σοβαρός βουδιστής ή ινδουιστής θα μπορούσε να γράψει ανάλογα σχόλια με τα δικά μου.
Στην ορθόδοξη βιβλιογραφία (αναφέρω παρεμπιπτόντως) υπάρχουν συγκεκριμένες επιτόπιες μελέτες του μυστικισμού της άπω ανατολής. Αναφέρω από μνήμης το «Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος» του π. Σεραφείμ Ρόουζ (όπου δημοσιεύονται και μελέτες τρίτων, μεταξύ των οποίων και πρώην ινδουιστών) και το «Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος» του Διονυσίου Φαρασιώτη, όπου (παρά τον «αδόκιμο» επιστημονικά τίτλο) δημοσιεύονται οι μακροχρόνιες έρευνες του συγγραφέα, ο οποίος πίστεψε στον ινδουισμό, μυήθηκε σ’ αυτόν και ταξίδεψε στις πηγές του.
Ωστόσο, η περίπτωση αυτή δεν με αφορά. Στο παρόν σημείωμα θα επιχειρήσουμε να αναφέρουμε εντελώς περιληπτικά κάποια χαρακτηριστικά του ορθόδοξου πνευματικού βιώματος, που φαίνεται να αντιβαίνουν στις ερμηνείες της «Νευροθεολογίας».
1. Η ορθόδοξη πνευματική εμπειρία βιώνεται όχι μόνο κατά την ώρα της προσευχής, αλλά και κατά τη διάρκεια της κοινής καθημερινότητας. Μπορεί δε να διαρκεί μέρες, κατά τις οποίες ο άνθρωπος έχει πλήρη διαύγεια και ασχολείται με τις συνηθισμένες του ασχολίες, ευρισκόμενος συγχρόνως εντός της θείας χάριτος. Τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται π.χ. στους βίους αγίων όπως οι Αντώνιος του Βορόνεζ, Σεραφείμ του Σάρωφ, Παΐσιος ο Αγιορείτης, Σωφρόνιος του Έσσεξ (πολύμηνο βίωμα) κ.π.ά.
Μπορεί επίσης να συμβεί σε άνθρωπο που δε γνωρίζει καθόλου την ορθοδοξία, όπως ο Αμερικανός βουδιστής ιερέας Νείλος Στράικερ, που, μετά από ένα πολυήμερο ορθόδοξο πνευματικό βίωμα, ερεύνησε την ορθοδοξία και έγινε ορθόδοξος
(βλ. την περίπτωσή του στο:
2. Πάρα πολλές φορές ανύποπτοι τρίτοι έχουν γίνει μάρτυρες και κοινωνοί του πνευματικού βιώματος ενός αγίου. Τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται από την αρχαιότητα, στους βίους αγίων όπως ο μέγας Αρσένιος, ο μέγας Βασίλειος, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αλλά και ο Παύλος της Ομπνόρα, ο Σεραφείμ του Σάρωφ, ο Αντώνιος του Βορόνεζ, ο Παΐσιος ο Αγιορείτης κ.π.ά. Τέτοιες εμπειρίες καταγράφονται και στο βιβλίο του καθηγητή του παν/μίου του Μέιν (και μελετητή της ορθόδοξης πνευματικότητας) Κυριάκου Μαρκίδη «The Mountain of Silence» («Το όρος της σιωπής», εκδ. Δορκάς).
Φυσικά τα παραπάνω, όπως και τα επόμενα, δεν «αποδεικνύουν» τίποτε. Όποιος θέλει μπορεί εύκολα να τα αρνηθεί, χαρακτηρίζοντάς τα ψεύδη και μύθους. Από καθαρά επιστημονική σκοπιά όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι συνετό. Το επιστημονικά σωστό είναι η διερεύνηση των μαρτυριών και μάλιστα με συμμετοχική παρατήρηση.
Η σχετική έρευνα θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε (άνθρωποι με υψηλά βιώματα ορθόδοξης πνευματικότητας μπορεί να ζουν και στη γειτονιά σας), όμως τα πιο κατάλληλα μέρη ασφαλώς είναι οι χώροι όπου κατά τεκμήριο παρατηρείται εντονότερη πνευματική αναζήτηση, δηλαδή τα μεγάλα ορθόδοξα μοναστικά κέντρα, όπως ο Άθως, το Σινά, τα μεγάλα ρωσικά μοναστικά κέντρα του Κιέβου, της Όπτινα, του Ντιβέγεβο κ.λ.π. Για τον ερευνητή που δραστηριοποιείται στην αγγλόφωνη δύση, κατάλληλη αφετηρία νομίζω πως θα ήταν η μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας (Stavropegic Monastery to St John thw Baptist, Essex), η μονή του αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα (St Anthony’s Greek Orthodox Monastery), η Αδελφότητα του αγίου Γερμανού της Αλάσκας στην Καλιφόρνια (St. Herman of Alaska Bratherhood, Platina, California), ενώ ίσως θα ήταν χρήσιμη μια επαφή με τον π. Πήτερ Γκίλκουιστ (fr Peter Gillquist) και τους συντρόφους του της «Ευαγγελικής Ορθόδοξης Ιεραποστολής της Αρχιεπισκοπής Αντιοχείας», στις ΗΠΑ, που προσήλθαν στην ορθοδοξία από τον προτεσταντισμό μετά από οργανωμένη και ενδελεχή έρευνα.
Στους χώρους αυτούς (όπου ποτέ, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει γίνει τέτοιου είδους έρευνα) δεν θα βρει «καταρράκτες θετικής ενέργειας», αλλά μπορεί να καθοδηγηθεί σε άμεση επικοινωνία και παρατήρηση σημερινών ορθόδοξων αγίων, που διαμένουν είτε στα μοναστήρια είτε στις γύρω δασικές ή ερημικές εκτάσεις, ευρισκόμενων στα ανώτερα στάδια πνευματικής προόδου που ονομάζονται στην παράδοσή μας «φωτισμός» και «θέωση». Οι άγιοι αυτοί δεν περιμένουν επισκέπτες ούτε και θα είναι εύκολο να κάνουν κάποιον κοινωνό των βιωμάτων τους, όμως και μια στοιχειώδης ανθρωπολογική έρευνα της κουλτούρας τους θα συνιστούσε πρόοδο στο ζήτημα που μας απασχολεί. Σύμφωνα με τις καταγραφές αιώνων (που υπάρχει λόγος να αμφισβητηθούν από τους σύγχρονους δυτικούς επιστήμονες, όχι όμως να αγνοηθούν) η περίπτωσή τους δεν εμπίπτει στα συμπεράσματα των νευροφυσιολογικών ερευνών.
3. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανικού πνευματικού βιώματος είναι οι παράξενες εμπειρίες που ονομάζονται «πλάνες» και απορρίπτονται ως δαιμονικές. Δεν αναφέρομαι σε εφιαλτικές εμπειρίες, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόντα φόβου, αλλά σε φωτεινά βιώματα, εντελώς όμοια με τα θεϊκά, που όμως απορρίπτονται ως απομιμήσεις.
Η ύπαρξη τέτοιων εμπειριών ώθησε τους χριστιανούς, ήδη από τα χρόνια της Καινής Διαθήκης (βλ. π.χ. Β΄ προς Κορινθίους 11, 14, Α΄ Ιωάννου, 4, 1-6), στην ανάπτυξη της λεγόμενης «διάκρισης των πνευμάτων», δηλαδή της δοκιμασίας που θα τους επέτρεπε να αποφεύγουν τις παγίδες αυτού του είδους. Ένα πρώτο κριτήριο, που μπορεί να βρει κάποιος στα κείμενα των ορθόδοξων ασκητών (π.χ. σε πολλά έργα αγίων που περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή «Φιλοκαλία», καθώς και στη διδασκαλία του σύγχρονου αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη), είναι ότι το γνήσιο θεϊκό βίωμα προκαλεί στον άνθρωπο γαλήνη και αγάπη προς τους εχθρούς, ενώ το ψευδοβίωμα προκαλεί αποστροφή ή ταραχή, έστω κι αν συνοδεύεται με κάποιο αίσθημα ενθουσιασμού ή «χαράς». Αυτό το κριτήριο όμως δεν είναι απόλυτα ασφαλές, γιατί ένας αρχάριος μπορεί να νομίζει ότι αισθάνεται γαλήνη ακόμη και σε κατάσταση πλάνης, γι’ αυτό όλοι οι δάσκαλοι της ορθόδοξης πνευματικότητας συνιστούν επίμονα να μην επιθυμούμε ούτε να επιδιώκουμε, αλλά αντιθέτως να αποφεύγουμε τις «υπερφυσικές» εμπειρίες (και να τις αγνοούμε νηφάλια, αν εμφανιστούν), δίνοντας έμφαση μόνο στην προσπάθειά μας για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν της παγκόσμιας εν Χριστώ αγάπης.
Η ύπαρξη των «πλανών» α) δεν είναι κάτι πανθρησκειακό, ούτε καν παγχριστιανικό, αλλά χαρακτηρίζει τον αρχαίο και τον ορθόδοξο χριστιανισμό, β) φανερώνει ότι τα πνευματικά βιώματα διαφοροποιούνται ως προς τα χαρακτηριστικά τους, πράγμα που έχουν μελετήσει οι αληθινοί χριστιανοί διδάσκαλοι, γ) δε συμβάλλει στην ψυχική μας ισορροπία (αντίθετα, την υπονομεύει) κι έτσι, τουλάχιστον κατ’ αρχάς, αναιρεί την υπόθεση ότι «η φύση» μάς προίκισε με το πνευματικό βίωμα, δ) συνιστά ένα ισχυρό αντικίνητρο για τους χριστιανούς, μια άμυνα απέναντι στα πνευματικά βιώματα, τα οποία όμως, εφόσον επιμένουν, και πάλι εμφανίζονται ως ανεξάρτητα από κάθε «φυσική» ερμηνεία τους.
«Μην παρασύρεστε τόσο γρήγορα από αυτό που βλέπετε, αλλά να έχετε βαρύτητα και, δοκιμάζοντας τα πάντα με προσοχή, δεχτείτε το καλό και απορρίψτε το κακό. Πάντα πρέπει να δοκιμάζετε και να εξετάζετε και μονάχα μετά να πιστεύετε» (άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, 14ος αι.). «Ένα κατάλαβα: μην επιθυμείτε οράματα, ακόμη και την ώρα των οραμάτων» (π. Σωφρόνιος του Έσσεξ, 1896-1993).
«Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανικού αγώνα ζητούν από τους ευσεβείς αγωνιστές να μην εμπιστεύονται κανενός είδους εικόνα ή οπτασία που θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά τους, ούτε ν’ αρχίζουν κουβέντα μαζί της ούτε να της δίνουν καμιά προσοχή. Επίσης τους ζητούν να προφυλάσσουν τον εαυτό τους κατά τη διάρκεια αυτών των εμφανίσεων κάνοντας το σημείο του σταυρού, να κλείνουν τα μάτια τους και, με ακλόνητη επίγνωση της αναξιότητας και της ακαταλληλότητάς τους να βλέπουν άγια πνεύματα, να ικετεύουν το Θεό ζητώντας Του να τους προστατεύει απ’ όλες τις παγίδες και τις πλάνες που με πανουργία επινοούν εναντίον των ανθρώπων τα μοχθηρά πνεύματα…», άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, 19ος αι. (η παραπομπή από το π. Σεραφείμ Ρόουζ, «Η ψυχή μετά το θάνατο…»).
Εκτός αυτού, πάμπολλες αναφορές υπάρχουν στο «Γεροντικό» και στα άλλα ασκητικά συγγράμματα όλων των εποχών, αλλά και στους λόγους γ΄, ζ΄ κ.ά. της «Κλίμακας» του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη (6ος αι.).
4. Ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο του θέματος που μας ενδιαφέρει είναι η κατάσταση, που οι χριστιανοί διδάσκαλοι ονομάζουν «θεοεγκατάλειψη». Μετά από ένα δείγμα ή μερικά δείγματα της χάριτος του Θεού στη ζωή μας, ο Θεός αποσύρεται. Ο χριστιανός Τον αποζητά και προσπαθεί να Τον φέρει πίσω, ώστε να νιώσει ξανά την ευφορία της παρουσίας Του. Προσεύχεται, αγρυπνά, νηστεύει, θρηνεί, όμως ο Θεός φαίνεται να κωφεύει. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, ακόμη κι αν αγωνίζεται χρόνια, αισθάνεται πνευματικά ξηρός. Και ξαφνικά ο Θεός, όταν θέλει, επανέρχεται και ίσως δεν ξαναφεύγει ποτέ (βλ. π.χ. π. Σωφρονίου του Έσσεξ «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης» και «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί»).
Η θεοεγκατάλειψη είναι μία «απόδειξη» ότι το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα δεν είναι προϊόν μηχανισμού, καθώς και ότι ο χριστιανισμός δεν χρησιμοποιεί τεχνικές αντίστοιχες με τον ανατολικό διαλογισμό, γιατί τότε η σωστή εφαρμογή της «μεθόδου» θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντίθετα, εδώ καμία μέθοδος δεν είναι αποτελεσματική – όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται για ενεργοποίηση μηχανισμών, αλλά για ελεύθερη επικοινωνία προσώπων.
5. Το οφθαλμοφανέστερο από τα στοιχεία που μας ενδιαφέρουν είναι ότι το ορθόδοξο πνευματικό βίωμα, μετά από ένα στάδιο πνευματικής προόδου, συνοδεύεται από τα «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος», που εξαιτίας τους ένας άνθρωπος γίνεται διορατικός, προορατικός, ιαματικός κ.τ.λ. – ένα τμήμα της ευρύτερης πραγματικότητας, που ο μέσος άνθρωπος ονομάζει γενικώς «θαύματα».
Πολλοί άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχουν θαύματα, αφού δεν έζησαν ή δεν αντιλήφθηκαν κανένα απ’ αυτά, ούτε και γνωρίζουν κανένα θαύμα «επιστημονικά επιβεβαιωμένο».
Το ότι δεν υπάρχουν θαύματα επιστημονικά επιβεβαιωμένα είναι θεολογικά εύλογο (ο Θεός δεν θέλει να «εξαναγκαστούμε» να Τον πιστέψουμε επηρεασμένοι από μια «επίδειξη» της παρουσίας Του), είναι όμως κάπως σχετικό. Υπάρχουν θαύματα πολύ καλά μαρτυρημένα, όπως η αποτροπή της καταστροφής του Ορχομενού Βοιωτίας από τους ναζί το 1943, με παρέμβαση της Παναγίας, όπου την εικόνα με τη σχετική παράσταση φιλοτέχνησε με έξοδά του ο ίδιος ο Γερμανός διοικητής Όφμαν (εορτάζεται στις 10 Σεπτεμβρίου).
Υπάρχουν όμως και θαύματα πιο τεκμηριωμένα, όπως η μετατροπή του άρτου και του οίνου της θείας Ευχαριστίας σε σάρκα και αίμα στο Λαντσιάνο της Ιταλίας τον 8ο αι. μ.Χ., που εξετάστηκε επιστημονικά στην εποχή μας πολλές φορές
–βλ. σχετικά στο:
Κάθε γεγονός που φαίνεται θαύμα δεν είναι όντως θαύμα, όμως είναι καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες για τα αγιοπνευματικά χαρίσματα σύγχρονων αγίων, όπως ο Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (1906-1991), ο Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924-1994), ο Γεώργιος Καρσλίδης της Δράμας (1901-1959), ο Ευμένιος του Ρεθύμνου (1912-2005) κ.π.ά. ή, για να αναφερθώ σε κάπως παλαιότερους, ο άγιος Αγαπητός ο Ιαματικός (11ος αι.), ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833), ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης (1829-1908), ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924), ο άγιος Νεκτάριος της Όπτινα (1853-1928), ο άγιος Σεραφείμ της Βίριτσα (1866-1949), η αγία Ματρώνα της Μόσχας (1882-1952), ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (1896-1966) κ.π.ά.
Οι άνθρωποι αυτοί, εκτός π.χ. από κάμψεις χώρου και χρόνου που τους συνέβαιναν [προσέξτε: σα να ζούσαν σε κβαντικό σύμπαν (τέτοια περιστατικά καταγράφει ο Μαρκίδης στα βιβλία του «Riding with the Lion», «The Mountain of Silence» και «Gifts of the Desert»)], δεν «αισθάνονταν» απλώς ενωμένοι με όλα τα όντα (πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί συνέπεια της εγκεφαλικής λειτουργίας), αλλά ένιωθαν, σύμφωνα με δημοσιευμένες μαρτυρίες, τη χαρά και τον πόνο των άλλων ως δικά τους.
Ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Γεώργιος Παπαζάχος είχε καταθέσει ότι ο γέροντας Πορφύριος κινδύνεψε να πεθάνει, νιώθοντας τον πόνο των ανθρώπων, που σκοτώνονταν στις οδομαχίες κατά την πτώση του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία. Ο γέροντας Γεννάδιος (1983), που ασκήτευε στα νότια του νομού Ρεθύμνης, «άκουγε» από το κελί του τις μάχες στο Λίβανο και την Περσία, ενώ μια φορά μεταφέρθηκε αιφνιδίως σε μια μάχη στο Λίβανο (σημειωτέον ότι «γέροντας» λέγεται ο ορθόδοξος πνευματικός διδάσκαλος, άσχετα από την ηλικία του –αν και συνήθως είναι και ηλικιωμένος). Ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, το 1932, έγραφε στο Δαβίδ Μπάλφουρ (έναν Άγγλο με πολυτάραχη ζωή και πολυκύμαντη σχέση με την ορθοδοξία) λεπτομέρειες για την πνευματική του κατάσταση –του Μπάλφουρ– τις οποίες βίωνε κατά την ώρα της προσευχής του. Ο ίδιος έγραφε ότι «κατά την υπέρ του κόσμου προσευχήν» η ψυχή «ταχέως αντιλαμβάνεται ότι βαρύ νέφος αντιπαθείας, ως και πρότερον, κρέμαται επάνω της γης», από τη συσσώρευση της κακίας των ανθρώπων που «αγαπούν περισσότερο το σκότος του μίσους από το φως της αγάπης του Θεού» (Περί προσευχής, σελ. 93-94). Προσθέτει όμως ότι, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που προσεύχονται με ένταση υπέρ του κόσμου, η «εξουσία του σκότους» θα ισχυροποιούσε την κυριαρχία της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σήμερα.
Η απλή άρνηση της αξιοπιστίας των χιλιάδων μαρτυριών για τα ξεχωριστά χαρίσματα αυτών των μεγάλων ορθόδοξων διδασκάλων, χωρίς έστω μια στοιχειώδη διερεύνηση, είναι επιστημονικά άτοπη. Ομοίως και η υπόθεση ότι, εφόσον ερευνήθηκαν και διαψεύστηκαν περιπτώσεις μάγων, μάντεων, θαυματοποιών, θεραπευτών κ.λ.π., μπορούμε να επεκτείνουμε τα συμπεράσματά μας και στους αγίους της ορθοδοξίας. Μπορεί η αλήθεια να απουσιάζει από κάπου, αλλά να εμφιλοχωρεί κάπου αλλού. Οι κομπογιαννίτες δεν εξουδετερώνουν αυτονόητα την αξιοπιστία της ιατρικής (ούτε καν συλλήβδην της εμπειρικής ιατρικής).
Θα κλείσω παραπέμποντας σε μια ανθρωπολογική μελέτη από το χώρο της ορθόδοξης πνευματικότητας, γραμμένη από έναν άνθρωπο που δεν έχει ακαδημαϊκές περγαμηνές, αλλά ήταν μέλος της κοινωνίας την οποία περιγράφει. Πρόκειται για το βιβλίο του γέροντα Παΐσιου του Αγιορείτη «Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα», έκδ. ιερού ησυχαστηρίου Σουρωτής Θεσσαλονίκης, 1993 (πρόσφατη ανατύπωση 2007). Στη μελέτη αυτή ο π. Παΐσιος καταγράφει απλά και φυσικά διάφορες περιπτώσεις χαρισματούχων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, τους περισσότερους από τους οποίους γνώρισε προσωπικά. Είναι μια άμεση μαρτυρία, ανάλογη με τη μαρτυρία κάθε ανθρώπου που έζησε για δεκαετίες ανάμεσα στα μέλη μιας τοπικής κοινωνίας. Παραπέμπω ταπεινά σε αυτήν κάθε ειλικρινή ερευνητή της ορθόδοξης πνευματικότητας και περιμένω την αξιοποίησή της από τον επόμενο σοβαρό ερευνητή.