Γιατί θα πρέπει να σκεφτώ ότι πρόκειται να αποχωριστώ κάποια πράγματα; - Point of view

Εν τάχει

Γιατί θα πρέπει να σκεφτώ ότι πρόκειται να αποχωριστώ κάποια πράγματα;




Αποστασιοποίηση…..δύσβατη οδός…… αλλά διαβατήριο για ν’ απολαμβάνουμε ό,τι έχουμε, όχι μόνο γιατί κάποια στιγμή μπορεί να μην το έχουμε, αλλά παρά το γεγονός ότι κάποια στιγμή δεν θα το έχουμε…….


«Η αποστασιοποίηση αρχίζει όταν συνειδητοποιήσουμε και αποδεχτούμε ότι — όπως το τριαντάφυλλο στον Μικρό Πρίγκιπα — όλα είναι εφήμερα, ανάμεσα σ' αυτά κι εμείς.
Αλλά δεν τελειώνει εκεί.

Δεν πρόκειται να παραιτηθώ, ούτε να πάψω ν' απολαμβάνω ό,τι έχω, ούτε και ν' αποφύγω τις επαφές.

Το θέμα είναι ν' αποδεχτώ ειλικρινά και σε βάθος ότι —οποιαδήποτε στιγμή— θα μπορούσα ν' απομακρυνθώ απ' όσα κατέχω, να πάψω να κάνω όσα κάνω, να χάσω αυτόν που αγαπάω, ή εκείνος να χάσει εμένα.

Και τι σημαίνει άραγε «να το αποδεχτώ σε βάθος»;


  • Να μη συγκρούομαι με αυτό μέσα μου.
  • Να μη σκέφτομαι: «Αυτό θα ήταν αδύνατον να συμβεί».
  • Να μη θεωρώ πως αν συνέβαινε «δεν θα μπορούσα να το αντέξω».
  • Σημαίνει να καταλάβω — και δεν ξέρω αν θα το κάνω με χαμόγελο, αλλά τουλάχιστον χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου — πως η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο: οι απώλειες θα συμβούν ό,τι και να κάνω - η ζωή μου θα συνεχιστεί χωρίς αυτά τα πράγματα∙ τα πράγματα και οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και χωρίς εμένα.




Όλοι πρέπει ν' αντέξουμε τις απώλειες• μεγάλες ή μικρές, δίκαιες ή άδικες, αναγκαίες ή ανώφελες, όλοι θα πρέπει να περάσουμε απ' αυτές.


  • Αποστασιοποιούμαι, σημαίνει ότι μαθαίνω να ζω και ν' απολαμβάνω αποδεχόμενος πως μπορεί να μην έχω κοντά μου τα πράγματα που αγαπώ.
  • Αποστασιοποίηση είναι η ικανότητα ν' αφήνω να φύγει αυτός που αγαπώ, κυρίως χωρίς να πάψω να τον αγαπώ.
  • Αποστασιοποίηση σημαίνει ότι αφήνω κάτι να φύγει χωρίς να το μισήσω.
  • Αποστασιοποίηση είναι να καταλάβουμε ότι, αργά ή γρήγορα, «το άλλο» θα μας αφήσει, ή θα πρέπει να το αφήσουμε εμείς (τουλάχιστον, με τον τρόπο που το γνωρίσαμε ως εκείνη τη στιγμή).
Όταν το καταφέρνω αυτό, συμβαίνει κάτι υπέροχο.


Συμβαίνει ότι τότε... μπορώ και να έχω, και να επιθυμώ, και να κατέχω πράγματα, και να δημιουργώ σχέσεις, χωρίς όμως να εξαρτώμαι από τίποτ' απ' όλ' αυτά.





Η αποστασιοποίηση —όπως εγώ την καταλαβαίνω— καθόλου δεν σημαίνει ότι απομακρύνομαι από τον κόσμο. Τουναντίον, η αποστασιοποίηση είναι που μου επιτρέπει να σχετίζομαι μαζί του χωρίς να τον βιώνω ως απειλή.

Για να δεχτώ, λοιπόν, αυτές τις δυνατότητες που μου παρέχει η αποστασιοποίηση, πρέπει να καταλάβω πως η ζωή μου δεν εξαρτάται απ' το τι έχω, και πρέπει να καταλάβω πως αυτός που αγαπώ ή ποθώ δε μου έχει γίνει αναγκαίος ή απαραίτητος για να συνεχίσω να ζω. Πρέπει να μεταβάλλω την πεποίθηση μου (απόρροια μιας εσφαλμένης προκατάληψης) ότι αν χάσω τούτο ή τ' άλλο, ο πόνος θα με εκμηδενίσει.


  • Αν πιστεύω πως δεν μπορώ «να ζήσω χωρίς εσένα», τότε θα κάνω οτιδήποτε για να σε κρατήσω: θα γίνω κάποιος άλλος απ' αυτόν που είμαι για να σου αρέσω, θα καταφύγω στα παράπονα, τα ψέματα ή και στη βία ακόμη.
  • Αν θεωρώ πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη δουλειά μου, θα κάνω οτιδήποτε για να την κρατήσω: θα ανεχτώ οποιαδήποτε προσβολή, θα εγκαταλείψω κάθε άλλη δραστηριότητα.


«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα... Απλώς, δεν θα το αντέξω...» Όλοι ξέρουμε πόσο ψευδής είναι αυτή η θέση, έχοντας δει τόσες φορές να συνεχίζουν τη ζωή τους με αυτοσυγκράτηση και αξιοπρέπεια άντρες και γυναίκες που βίωσαν την απόλυτη ανατροπή: στρατιώτες που γυρίζουν από το μέτωπο ακρωτηριασμένοι, μάνες που έχουν χάσει τα παιδιά τους, συγγενείς χιλιάδων νέων που έχουν πάρει χωρίς γυρισμό το δρόμο των σκληρών ναρκωτικών.






Βέβαια, η αποστασιοποίηση, όπως είπαμε, δεν είναι ένα τέχνασμα για ν' αποφύγουμε τα περίπλοκα πένθη. Κατά τη γνώμη μου, το θέμα έγκειται, ακριβώς, στη διάκριση μεταξύ δύο αντιθέτων: του έρωτα και του φόβου. Να διακρίνουμε την υγιή αίσθηση της χαράς που μοιραζόμαστε, από το μισητό και τοξικό βίωμα της απειλητικής ανάγκης.

Οι ιδέες αυτές είναι «ψιλά γράμματα και λειτουργούν σαν ψεύτικες δικαιολογίες για τις προσκολλήσεις, τις εξαρτήσεις και την —συνειδητή ή όχι— απόφαση μας να κρεμαστούμε από έναν άλλο άνθρωπο ή ένα άλλο πράγμα. Γιατί αυτό συμβαίνει με τους δεσμούς εξάρτησης: καταφεύγουμε σε κάποια πράγματα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας —στήριξη, παρέα, τρυφερότητα, ασφάλεια, ακόμη και το βλέμμα κάποιου—, πρέπει όμως να καταλάβουμε πως όλα αυτά δεν βρίσκονται συγκεντρωμένα σ' έναν μόνο άνθρωπο, σε μία μόνο σχέση, σ' ένα και μόνο μέρος.»






Ο πόνος του κλειστού χεριού

Παρόλο που όλα έρχονται και παρέρχονται φυσικά, χωρίς πίεση, χωρίς να το επιδιώκουμε, η επεξεργασία αντίθετα του πένθους συνεπάγεται μια ελάχιστη έστω συναίσθηση, και κάποια διάθεση για δράση (συνειδητοποιώ, δηλαδή, τι έγινε και κάνω αυτό που πρέπει).

Είναι ένας δρόμος που είναι οδυνηρός, δεν είναι επιλογή μας, και δεν είναι ποτέ ευχάριστος.

Πολύ ωραία, θα μου πείτε, δεν χρειάζεται όμως να είναι και δραματικός. Γιατί θα πρέπει να σκεφτώ ότι πρόκειται να αποχωριστώ κάποια πράγματα; Μπορεί να υπάρχουν — και υπάρχουν στ' αλήθεια —, ένα σωρό πράγματα που απολαμβάνω στη ζωή μου. Απ' αυτά μπορώ να κρατηθώ και να είμαι ήσυχος ότι θα είναι δίπλα μου ως την τελευταία μου στιγμή, γιατί εγώ το αποφάσισα να είναι μαζί μου για πάντα...

Κι εγώ απαντώ: αυτό δεν γίνεται.
Αυτό είναι το πρώτο που μαθαίνει κανείς όταν ενηλικιώνεται.

Είτε μου αρέσει είτε όχι, θα έρθει κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα — πάντως αναπόφευκτα—, που θα με έχουν εγκαταλείψει όλοι και όλα. Θα έχω χάσει πρόσωπα και πράγματα, θα έχουν αλλάξει καταστάσεις, θα έχω ξεπεράσει κάποιες φάσεις ζωής και θα έχω αλλάξει ιδέες.

Αλλά ακόμη κι αν δεν γίνει έτσι — ακόμη κι αν εγώ πεθάνω πριν με εγκαταλείψουν και αρνούμαι να αποδεχτώ πως όλα θα συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο χωρίς εμένα —, θα πρέπει τότε να αποδεχτώ πως εγώ θα είμαι αυτός που θα φύγει. Και θα ήταν ανέντιμο να μη βρίσκομαι σε επιφυλακή, για να αποφύγω να δεσμεύσω κάποιον, να μην τον κρατάω παγιδευμένο, προσκολλημένο, δημιουργώντας του ψεύτικες, απραγματοποίητες ελπίδες ότι κάτι θα κρατήσει για πάντα.






Πώς γίνεται, όμως, να απολαύσω κάτι, αν πρέπει συνεχώς να προσέχω μην το χάσω, ή μήπως κάποιος μου το αρπάξει;


  • Ας υποθέσουμε ότι το αγαλματίδιο πάνω στο γραφείο σας, αυτό το διακοσμητικό αντικείμενο ή εκείνο το σταχτοδοχείο είναι όλα φτιαγμένα από ένα υλικό ζεστό και απαλό στην αφή.
  • Ας υποθέσουμε τώρα ότι παίρνω αυτό το πράγμα στα χέρια μου και το κρατάω γερά, γιατί μου φαίνεται πως κάποιος θέλει να μου το πάρει. Το σφίγγω δυνατά για να μη μου το κλέψουν. 


Τι θα συμβεί αν ο κίνδυνος εξακολουθεί να υπάρχει (έστω κι αν είναι φανταστικός) κι εγώ συνεχίζω να έχω το αντικείμενο στην κατοχή μου; Θα συμβούν δύο πράγματα.


  • Το πρώτο είναι ότι θα συνειδητοποιήσω πως δεν υπάρχει πια ευχαρίστηση. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να χαρώ αγγίζοντας αυτό που σφίγγω με τα χέρια μου. (Μπορείτε να το δοκιμάσετε. Πάρτε κάτι στα χέρια σας και κρατείστε το σφιχτά. Προσπαθήστε να καταλάβετε πώς είναι στην αφή. Δεν θα τα καταφέρετε. Το μόνο που καταλαβαίνετε είναι ότι το κρατάτε γερά προσπαθώντας να μην το χάσετε.)
  • Το δεύτερο που πρόκειται να συμβεί, καθώς το σφίγγω με πείσμα, είναι ότι θα εμφανιστεί ο πόνος. (Συνεχίστε να κρατάτε το αντικείμενο με δύναμη για να μη μπορεί κανείς να σας το πάρει και δείτε τι γίνεται.) Αυτό που ακολουθεί πάντοτε το σφίξιμο, είναι ο πόνος. Ο πόνος του κλειστού χεριού. Ο πόνος ενός χεριού που, σφιγμένο, μία μόνο ευχαρίστηση μπορεί να πάρει: τη χαρά ότι δεν έχασε. Τη μοναδική ευχαρίστηση που προσφέρει η ματαιοδοξία, ότι κέρδισα, δηλαδή, εκείνον που ήθελε να μου το πάρει. Τη χαρά της «νίκης»...Καμία όμως ευχαρίστηση που να προέρχεται από τη σχέση μου με το ίδιο το αντικείμενο.




  • Αυτό συμβαίνει με τη βλακώδη ανάγκη να κατέχουμε άχρηστα πράγματα. 
  • Αυτό γίνεται όταν υπερασπιζόμαστε μια ιδέα σαν προμαχώνα. 
  • Αυτό επίσης γίνεται όταν είμαστε κτητικοί στις σχέσεις μας, ιδιαίτερα τις πιο τρυφερές, (όπως εκείνες ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, ή ανάμεσα σ' ένα ζευγάρι). 

Πράγματι, στις σχέσεις μου, κυρίως τις πιο στενές, δημιουργείται ανάμεσα σ' εμένα και το αγαπημένο μου πρόσωπο ένα ευχάριστο κενό, όταν ανοίγω το χέρι για να μάθουμε να συνδεόμαστε χωρίς καταπίεση, έλεγχο ή περιορισμό. Έτσι δημιουργείται μια κατάσταση αληθινής συνάντησης με τον άλλον  και η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι ευχάριστη μόνο όταν είναι κανείς ελεύθερος.




Χόρχε Μπουκάι, Ο δρόμος των δακρύων, εκδόσεις opera


via

Pages