Η Χουλιάνα τους γύρισε την πλάτη και περπάτησε μέσα στο παρεκκλήσι. Υπήρχαν εικόνες με επεισόδια από τα ευαγγέλια, κι άλλες από τις απόκρυφες Πράξεις Ανδρέου που έφταναν τη διήγησή τους ώς το μαρτύριο. Προχώρησε στο βάθος και στάθηκε μπροστά στην τοιχογραφία που έδειχνε τη σταύρωση του αγίου Ανδρέα. Μια ανταύγεια τη φώτιζε από το παράθυρο, καθώς ξεψυχούσε το φως της μέρας.
Κοίταξε την εικόνα. Ο άγιος ήταν καρφωμένος ανάποδα σ’ ένα σταυρό από δυο κορμούς δέντρων που είχε σχήμα Χ. Το κορμί του ήταν απίστευτα τεντωμένο, όσο μπορεί να τεντωθεί ανθρώπινο σώμα χωρίς να σπάσει, και κρατιόταν πάνω στο σταυρό με τέσσερα μεγάλα καρφιά, μπηγμένα στους καρπούς των χεριών και στο κέντρο των πελμάτων. Έτρεχαν αίματα, όχι πάρα πολλά, γιατί τα καρφιά σφράγιζαν την πληγή, ο σταυρωμένος πεθαίνει από ασφυξία, καθώς από το τέντωμα και την προσπάθεια ν’ ανασάνει σπάνε οι κυψέλες των πνευμόνων –μπορεί να κρατήσει ζωντανός πάνω στο σταυρό για μέρες. Η Χουλιάνα φούσκωσε τα χείλη. Τι απαίσιος θάνατος!…
Τα πόδια του αγίου ήταν εμφανώς σπασμένα στους αστραγάλους, για να τεντωθούν πάνω στους κορμούς, μια ακόμα φρίκη. Γύρω γύρω η εικόνα ήταν γεμάτη από σταυρωμένους, πιο μικρούς, καθώς βρίσκονταν σε δεύτερο πλάνο, που θαμποφαίνονταν κι όσο πήγαινες προς το βάθος γίνονταν και πιο μικροί, μέχρι που οι τελευταίοι είχαν μετατραπεί σε κουκίδες σε μακρινούς λόφους, καφεπράσινους. Υπήρχαν και γυναίκες και γέροι και μικρά παιδιά –Θεέ μου– σταυρωμένοι άλλοι όρθιοι, άλλοι με το κεφάλι κάτω, άλλοι σε κανονικό σταυρό, άλλοι σε Χ, άλλοι σε Τ, άλλοι σε όρθιο κορμό χωρίς καθόλου οριζόντιο δοκάρι, εκατόμβη! Στο βάθος φαινόταν ένα άλσος με μια αρχαία ελληνική πόλη, που η Χουλιάνα δεν ήξερε ότι ήταν η Πάτρα. Ο ουρανός ήταν μολυβένιος, αλλά από τα σύννεφα έβγαινε μια αμυδρή ανταύγεια κι αχνοφαίνονταν να αιωρούνται λουλουδένια στεφάνια, η έμφαση όμως δεν ήταν στα στεφάνια, αλλά στο μαρτύριο, αν δεν ήσουν πολύ προσεχτικός, δε θα τά ’βλεπες.
Εκείνο όμως που της έκανε εντύπωση ήταν το πρόσωπο του αγίου, που ήταν πιο φωτεινό από το υπόλοιπο έργο. Χωρίς να το αρπάζεις με την πρώτη ματιά, αν το κοιτούσες με προσοχή παρατηρούσες πως ήταν το πιο φωτεινό σημείο του πίνακα. Και η έκφρασή του ήταν τραγική, ο πόνος ήταν αποτυπωμένος σα σφραγίδα σε κάθε του ίνα, όμως τα χείλη του, γυρισμένα προς τα κάτω, χαμογελούσαν. Ο άγιος πονούσε, αλλά χαιρόταν.
Τα μάτια της Χουλιάνας μαγνητίστηκαν από τα στρογγυλά γαλάζια μάτια του αγίου. Ξαφνικά άρχισε να συλλογιέται τη ζωή της, τα παιδικά της χρόνια, γεμάτα βουρδουλιές και σεξουαλική κακοποίηση, μιαν εφηβεία ιδρυματική, με δυο απόπειρες αυτοκτονίας, μια ωριμότητα κλειδωμένη σαν το καρύδι, γεμάτη τραύματα, κρατημένη σφιχτά μέσα στο φόβο της αγάπης και την ελευθερία της μοναξιάς. Ένιωσε σταυρωμένη ανάποδα μαζί με τον άγιο τούτο, το γενναίο. Από τα μάτια της ανάβλυσαν δάκρυα και ξεχύθηκαν στα μάγουλά της, σιωπηλά, χωρίς τραντάγματα, άρχισε να κλαίει.