Τα δάχτυλα ελαφρά πρησμένα. Στο λέω τόσο καιρό: “κάνε κάτι, το αίμα σου δεν κυκλοφορεί καλά, πήγαινε σε έναν γιατρό και ρώτα”. Δεν είναι τίποτα, ξέρω, μη μου ανησυχήσεις. Είναι απλά που όταν ξεφυλλίζεις τα βιβλία δίπλα μου, αντί να χαζεύω την ερωτοτροπία της αφής σου με τις τυπωμένες λέξεις, ξεχνιέμαι και βουτάω στην υπεραιμία των άκρων σου και πνίγομαι κόκκινα εσωτερικά, αχνά μπλε εξωτερικά.
Είναι που δε θα είμαι δίπλα σου αύριο-μεθαύριο και δεν ξέρω ποιος και πώς θα ανησυχεί για ‘σένα, ποιος και πότε θα επιμένει να προσέχεις, ποιος και πόσο θα αλλάζει την ιεραρχία των ημερήσιων αναγκών του για χάρη σου. Εν τέλει, είναι όλα αυτά τα μικρά που ορίζει η φιλοσοφία του έρωτα και προσπαθεί να καταλάβει, να ξεδιαλύνει πώς παίρνουν ψυχές ανέμελες και τις μετατρέπουν σε κορμιά αμετάκλητα εξαρτημένα.
“Όσο ανυπόφορο κι αν μου φαινόταν, το παραδεχόμουν ότι μερικά πράγματα ήταν αναγκαίο να παραμένουν ανείπωτα. Ελκυστικότεροι δεν είναι εκείνοι που μας επιτρέπουν να τους φιλήσουμε αμέσως [σύντομα νιώθουμε αγνώμονες] ή όσοι δε μας επιτρέπουν ποτέ να τους φιλήσουμε [σύντομα τους ξεχνάμε], αλλά αυτοί που μας οδηγούν συνεσταλμένα ανάμεσα στα δύο άκρα.”
Ανοηταίνουμε επικίνδυνα. “Μη με χαϊδέψεις απόψε, να με θες περισσότερο αύριο”, “μη με γδύσεις, μη γευτείς κάθε μου χυμό σήμερα που γνωριστήκαμε, γιατί δε θα ‘χεις άλλο να ποθήσεις μετά”. Τι είναι αυτά; Στην τρέλα με φτάνει το πολύ, το δίχως όρια δόσιμο, το σχίσιμο του καλτσόν για να μη καθυστερήσουμε μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να το βγάλουμε. Ελκυστική μου είσαι γιατί απ’ την πρώτη στιγμή με κοίταξες και μου ‘πες “απόψε θα κοιμηθούμε μαζί και για τούτη τη ζωή μην κανονίσεις κάτι, έχουμε δουλειές οι δυο μας”. Δεν υπάρχει συστολή στο ταξίδι μας στα άκρα. Χωρίς αιδώ ζητάμε τα πάντα ελπίζοντας στη διεύρυνσή τους. Στο αδύνατο “άλλα τόσα”.
“Αντικειμενικά, δεν ήταν ανήκουστο, αλλά για κάποιο λόγο την είχα ερωτευτεί, παραβλέποντας την πιθανότητα να είναι τα αισθήματά μας αμοιβαία. Και δεν ήταν οπωσδήποτε δυσάρεστο, απλώς δεν το είχα συνυπολογίσει∙ ως τότε το έβλεπα κυρίως από τη σκοπιά ότι την είχα ερωτευτεί εγώ κι όχι εκείνη εμένα. Το ότι, σε γενικές γραμμές, εστίαζα στο πρώτο οφειλόταν μάλλον στο ότι να σε ερωτεύονται είναι πάντα πιο σύνθετο: είναι ευκολότερο να προσπαθείς να εμπνεύσεις τον έρωτα παρά να ενδίδεις, ευκολότερα δίνεις παρά παίρνεις.”
Και τώρα από πού το πιάνω; Αντικειμενικά τι; Ποια αντικειμενικότητα ασκείς καλό μου υποκείμενο; Και τη χρησιμοποιείς ως αξίωμα για να αποδείξεις ποια σου ανεπάρκεια; Τον τρόμο σου να σε έχει ερωτευτεί κι αυτή; Πώς μπορείς να κοιτάς μονόπαντα; Δεν γέρνει το αισθηματικό σου πλοίο; Να ξέρεις: καράβι που γέρνει σύντομα βουλιάζει.
Στον έρωτα δεν είναι ευκολότερο να δίνεις και δεν είναι ευκολότερο να παίρνεις. Στον έρωτα είναι όλα δύσκολα. Βγάζεις το στομάχι σου, το κάνεις σόλα των παπουτσιών σου και περπατάς ουρλιάζοντας σε κάθε βήμα. Αλλά περπατάς. Γιατί εν τέλει γι’ αυτόν τον πόνο έχεις γεννηθεί. Γιατί εξ αρχής ήξερες ότι ο προσωπικός κόσμος του καθενός -κι ο συνολικός συνεπαγωγικά- πάει παρακάτω μόνο μέσα απ’ τα αίματα. Αν ο άλλος κάνει τα ανάλογα βήματα απ’ την απέναντι πλευρά, αν φέρνει τα αίματά του στα δέλτα των ποταμών των δικών σου αιμάτων, τότε η συμπαντική (σου) μεταρσίωση είναι βέβαιη. Νίκη το λέω εγώ αυτό.
“Το κακό με την ευτυχία είναι ότι, επειδή σπανίζει τόσο, καταλήγει να μας γεμίζει με τρόμο και άγχος όταν τη δούμε να έρχεται.”
Το καλό με την ερωτική ευτυχία είναι ότι μας αδειάζει από κάθε κοινοτοπία του τρόμου, του άγχους, της φθοράς, της ανίας, του τέλους. Το καλό μαζί της είναι ότι τη βλέπουμε από μίλια μακριά να φτάνει. Λάμπει στον ήλιο και έχει χρώματα που η παλέτα της Τοσκάνης μπρος της μοιάζει με λιβάδι στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Έρχεται με θόρυβο. Φοράει ξυλοπάπουτσα για να την ακούμε στο έδαφος που πατάει και στα χέρια της γυρνάει ροκάνες να ξεσηκώνει ακόμη και την πολυετή νάρκη των απελπισμένων στο πέρασμά της. Δε σπανίζει αυτή η ευτυχία. Σπανίζουν οι άνθρωποι που την αντέχουν. Σπανίζουν οι άνθρωποι που αντέχουν τα μεγέθη του έρωτα που μπορούν να φέρουν ετούτη την ευτυχία. Αυτή εκεί είναι, έτοιμη απλόχερα να δοθεί. Εμείς εδώ είμαστε;
“Δε θυμώνουμε μ’ ένα γαϊδούρι επειδή δεν μπορεί να τραγουδήσει, διότι εκ φύσεως είναι ικανό μόνο να γκαρίζει. Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν είναι δυνατόν να κατηγορούμε κάποιον επειδή είναι ή δεν είναι ερωτευμένος μαζί μας, διότι δεν το επιλέγει και άρα δεν ευθύνεται γι’ αυτό -με τη διαφορά ότι η ερωτική απόρριψη χωνεύεται πιο δύσκολα από την απογοήτευσή μας που το γαϊδούρι δεν μπορεί να τραγουδήσει, επειδή εκείνον που μας απορρίπτει τον είδαμε κάποτε ερωτευμένο μαζί μας. Έστω, λοιπόν, κι αν συγχωρούμε σχετικά εύκολα το γαϊδούρι που δεν μπορεί να τραγουδήσει, είμαστε βέβαιοι ότι το προσφιλές πρόσωπο ήταν ερωτευμένο μαζί μας, ίσως μάλιστα πριν από ελάχιστο διάστημα και, επομένως, ακόμη κι αν λέει αλήθεια, ο ισχυρισμός Δεν είμαι σε θέση πια να νιώθω έρωτα για ‘σένα δεν μπορεί παρά να μας κάθεται στο λαιμό.”
Όσο αδόκιμο κι αν είναι το παράδειγμα με το γαϊδούρι, εδώ δε θα πιαστούμε απ’ το γιακά. Ας είναι η μια συμφωνία που θα μας γλιτώσει απ’ τον καβγά. Δε χωνεύεται το τέλος του έρωτα. Δεν το χωράει καμιά λογική, καμιά εξίσωση. Του λείπει η σταθερά που θα το βοηθούσε στην επαλήθευση. Το τέλος του έρωτα παίρνει στον γκρεμό μαζί του κι όλες τις ως τότε σταθερές του. Είναι το τέλος της ευτυχίας, είναι η παράδοση του ακραίου, είναι το καλωσόρισμα στο αφηρημένο, το γλυκοκοίταγμα στην ανία, η αποθέωση του μάταιου. Πίνεις νερό, πίνεις κρασί, πίνεις φαρμάκι μα κάτω δεν πάει. Το τέλος του κόσμου, το τέλος της ζωής και το τέλος του έρωτα είναι δεμένα μεταξύ τους με κλωστή από μαλλιά ξωτικών απ’ την αρχή του κόσμου. Αξέμπλεχτα θα συνεχίσουν έτσι κι ως το τέλος των ημερών.
**************
*Τα πλάγια γράμματα είναι απ’ το βιβλίο του Αλαιν ντε Μποτόν “Μικρή Φιλοσοφία του έρωτα”, εκδ. Πατάκη.
Πηγή: Από το Πρόβατο όχι Αρνί – nostimonimar