Ο έρωτας είναι η μεγαλύτερη μαστούρα , λένε. Μεθάς, φίλε μου, από έρωτα. Καταστρέφεσαι από την ίδια του την ένταση. Μαθαίνεις τα όρια σου και τα ξεπερνάς. Κατάσταση μη κοντρολαρισμένη, θολό τοπίο και μη αναστρέψιμη πορεία.
Κυλάει μέσα στο αίμα σου σαν σκληρό ναρκωτικό. Σου σκάνε όλα στο πρώτο φιλί κι έπειτα εθίζεσαι και δε σου φτάνει. Θέλεις να κουμπωθείς με αγκαλιές και σαρκική επαφή. Θέλεις λίγα παραπάνω «g» σε χρόνο για να φτιαχτείς καλύτερα. Έχεις ανάγκη μια μυτιά από τη μυρωδιά του λαιμού του/της.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαστροφή από την καψούρα.
Από τα ουράνια, μπορεί με μία ματιά, με μία λέξη, να σε γειώσει. Όπως ένα καλό τσιγάρο. Οι καύτρες του, ή σε χαλαρώνουν και ζεις τη φάση σου ευτυχισμένος, είτε σου γαμάνε το είναι και σε ρίχνουν ψυχολογικά.
Σου ανατρέπει όλα τα δεδομένα και ζεις το χάος και την παράνοια της ύπαρξης του στο πετσί σου.
Μια απλή καθημερινή ήταν, που επέστρεφα σπίτι μετά από ξίδια. Καταραζόμουν τον μαλάκα που εξαιτίας του έφτυσα χολή κι ετούτο το βράδυ και δεν ήταν κι εκεί να με γυρίσει σπίτι. Ούτε γι αυτό στάθηκε άξιος. Να περπατώ μόνη στα σκοτάδια μέσα στ’ άγρια χαράματα με όλες μου τις αισθήσεις σ’ εγρήγορση.
Ένας περίεργος ήχος διέκοψε τον φόβο μου. Δεν κατάφερα ν’ αναγνωρίσω ούτε τι ήταν, ούτε από πού ακριβώς προερχόταν. Ω, να! τώρα ακούστηκε ξανά. Να κάνω λάθος;
Κοντοστάθηκα και πλησίασα το στενάκι. Μια γυναικεία φιγούρα σκυμμένη, να κάνει εμετό. Τη ρώτησα άμα είναι καλά, μα την τρόμαξα περισσότερο. Αν μπορώ να διακρίνω από τα κακοξεβαμμένα μάτια της , είναι όμορφη. Παραπατάει και προσπαθεί να στηριχτεί στον τοίχο. Είναι φανερό πως χρειάζεται τη βοήθειά μου. Της ανακοινώνω πως θα την μεταφέρω μέχρι το σπίτι μου μέχρι να συνέλθει. Δε φέρει κάποια αντίσταση. Ίσα-ίσα έχει γαντζωθεί επάνω μου.
Σ’ όλη τη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μόνο έβηχε κάθε λίγο. Της έπλυνα το πρόσωπο και την έβαλα να ξαπλώσει. Μου έγνεφε καταφατικά κάθε που τη ρωτούσα αν είναι εντάξει, δίχως να καταφέρνει ν’ ανοίξει εντελώς τα μάτια της.
Τ’ όνομα της, δεν έχει τόσο σημασία. Θα σας τη γνωρίσω ως Χιονάτη, για ευνόητους λόγους. Ήταν μόλις 25 ετών. Τους τελευταίους μήνες είχε συνάψει σχέση μ’ έναν τυπά που της έμοιαζε ιδανικός. Έδινε κάποιο νόημα στη μονόχνοτη, όπως την χαρακτήρισε, ζωή της. Ζήλευε την τρέλα του και την όρεξη του για τη ζωή και του άπλωνε το χέρι σε κάθε τι.
Είχε ξεφύγει για τα καλά από τα πλάνα της κι είχε ξεπεράσει κάθε όριο της. Μ’ έναν γλυκό φόβο, τον ακολουθούσε πιστά.
Μέχρι που εκείνος άρχισε να τη θεωρεί βαρετή και ξενέρωτη όταν αρνούνταν να παρευρεθεί στ’ αράγματα του με τις παρέες του. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει πως η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει ν’ αποκοπεί. Όταν προσπαθούσε να του μιλήσει για το πραγματικό νόημα της ζωής και ξεσπούσαν σε καβγάδες που θα τρόμαζε κάθε νηφάλιος.
Εκείνος πίστευε ότι δεν τον αποδέχεται και την έδιωξε.
Της κόστισε η φυγή του. Παράνοια και σύγχυση για ν’ αποφασίσει τελικά να κατρακυλήσει κι η ίδια. Άλλωστε, πότε η κρίση του ερωτευμένου συνοδεύτηκε από λογική;
Ζάλη και κοκκινισμένα μάτια σε καθημερινή βάση. Συζητήσεις χωρίς ουσία, χωρίς καν βάση. Κανένα πλάνο κανονικής ζωής και ξημέρωνε η επόμενη. Μαύροι κύκλοι και συσσωρευμένη κούραση στα φανερά αδυνατισμένα κορμιά.
Μέχρι που βρέθηκε σ’ εκείνη την άθλια κατάσταση στο δρομάκι. Μέχρι που έφαγε μια δυνατή σφαλιάρα από φόβο πως χάνει πολύτιμο χρόνο της ζωής. Μιας ζωής που δεν είχε επιλέξει να περάσει κατ’ αυτόν τον γελοίο τρόπο.
Πριν φύγει, μου έδωσε μία ευχή. Θα μεταφέρω ακριβώς τις λέξεις της.
«Μην αφήσεις κανέναν να σε κάνει να νιώσεις ένα τίποτα. Να πατάς στα δικά σου πόδια και να μάθεις να ξεχωρίζεις. Θα βρεθείς πολλές φορές αντιμέτωπη με πειρασμούς που θα νομίζεις πως εσύ κάνεις κάτι λάθος. Μη θολώσεις την κρίση σου.
Κανένας μαλάκας εκεί έξω δεν μπορεί να σε βοηθήσει, παρά να σε γαμάει δύο ώρες μαστουρωμένος. Δε θα είσαι ποτέ αρκετά καλή για κανένα τέτοιο ανθρωπάκι. Λόγια αγάπης και υποσχέσεις, αυστηρά βραδινές ώρες, μετά από κουμπιά και χιόνι.
Εθισμένοι σε μία χαλαρή πραγματικότητα και στον θάνατο κάθε ζωντανής στιγμής. Δε θέλεις μια τέτοια ζωή. Δε θέλεις να έρχεσαι σε δεύτερη μοίρα όταν, εν γνώση σου, προτεραιότητα έχουν τα ντρόγκια.
Ντρέπομαι γι αυτό που πήγα να μου κάνω. Μην νιώσεις ποτέ όπως εγώ, αυτό εύχομαι.»
Αναστασία Λούλατζη