Δέκα από τα πιο τρομακτικά διηγήματα που συνέλαβε ποτέ ανθρώπινος νους -φρικιαστικά οράματα από τα βάθη της συνείδησης … αξέχαστες εξάρσεις, της φαντασίας- αυτή είναι η συνταρακτική ουσία με την οποία ο Ρόμπερτ Γ. Τσέιμπερς έπλασε τον «ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ»
«Στο έργου του αυτό ο Ρόμπερτ Γ. Τσέιμπερς παρουσιάζει τη φρίκη σε όλη της την ένταση. «Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ» μια σειρά διηγημάτων που συνδέονται αόριστα μεταξύ τους, με φόντο ένα αποτρόπαιο και απαγορευμένο βιβλίο που η ανάγνωσή του προκαλεί τρόμο, παραφροσύνη και απόκοσμες τραγωδίες, αγγίζει το αποκορύφωμα του κοσμικού φόβου». Χ.Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ
Ο Παράδεισος των Προφητών
«Αν στον Παράδεισο των Προφητών βρεθούν αυτοί που κρασί και έρωτα δεν απαρνούνται, αλίμονο, αμφιβάλλω αν ο Παράδεισος των Προφητών θα ήταν σαν μια χούφτα άδειος»
ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
Είπε χαμογελώντας: «Αναζήτησέ την σε όλο τον κόσμο».
Είπα, «Γιατί μου μιλάς για τον κόσμο; Ο κόσμος μου είναι εδώ, ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους και τα τζάμια της οροφής που μας σκεπάζει· εδώ, ανάμεσα σ’ επίχρυσες καράφες και άρματα θαμπά, στολισμένα με πετράδια, σε αμαυρωμένες κορνίζες και καμβάδες, σε μαύρα σεντούκια και καρέκλες με πλάτες ψηλές, παράξενα σκαλίσματα και χρυσογάλανους λεκέδες».
«Ποια περιμένεις;» είπε εκείνος κι εγώ του απάντησα, Όταν έρθει, θα την γνωρίσω».
Στο τζάκι μου μια πύρινη γλώσσα ψιθύριζε μυστικά στις λευκές στάχτες. Κάτω στο δρόμο άκουσα βήματα, μια φωνή κι ένα τραγούδι.
«Ποια περιμένεις λοιπόν;» μου είπε και του απάντησα, θα την γνωρίσω».
Βήματα, μια φωνή κι ένα τραγούδι κάτω στο δρόμο· γνώρισα το τραγούδι, όχι όμως τα βήματα ούτε τη φωνή.
«Ανόητε!» φώναξε, «το τραγούδι είναι το ίδιο, η φωνή όμως και τα βήματα απλώς έχουν αλλάξει με τα χρόνια!»
Στο τζάκι μια πύρινη γλώσσα ψιθύρισε πάνω από τις λευκές στάχτες: «Μη περιμένεις άλλο, πέρασαν τα βήματα και η φωνή κάτω στο δρόμο».
Αυτός είπε τότε χαμογελώντας: «Ποια περιμένεις; Αναζήτησέ την σε όλο τον κόσμο!»
Αποκρίθηκα, «Ο κόσμος μου είναι εδώ, ανάμεσα σ' αυτούς τους τοίχους και τα τζάμια της οροφής που μας σκάζει· εδώ, ανάμεσα σ’ επίχρυσες καράφες και άρματα θαμπά, στολισμένα με πετράδια, σε αμαυρωμένες κορνίζεςς και καμβάδες, σε μαύρα σεντούκια και καρέκλες με πλάτες ψηλές, παράξενα σκαλίσματα και χρυσογάλανους λεκέδες».
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Το Φάντασμα του Παρελθόντος αρνήθηκε να προχωρήσει άλλο.
«Αν είναι αλήθεια», είπε αναστενάζοντας, «ότι σ’ εμένα βρίσκεις μια φίλη, ας γυρίσουμε μαζί. Εδώ, θα ξεχάσεις κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό».
Την αγκάλιασα, την ικέτεψα, την χάιδεψα· την άρπαξα, κάτασπρος από θυμό, μα αντιστάθηκε.
«Αν είναι αλήθεια», είπε αναστενάζοντας, «ότι σ’ εμένα βρίσκεις μια φίλη, ας γυρίσουμε μαζί».
Το Φάντασμα του Παρελθόντος αρνήθηκε να προχώρησε, άλλο.
Η ΘΥΣΙΑ
Πήγα σ’ έναν αγρό με λουλούδια, που τα πέταλά του: είναι πιο λευκά απ’ το χιόνι και το εσωτερικό τους από ατόφιο χρυσάφι. Από μακριά μια γυναίκα φώναξε, «Σκότωσα αυτόν πού αγαπούσα!» κι από μια στάμνα έχυσε αίμα πάνω στα λουλούδια που τα πέταλά τους είναι πιο λευκά απ’ το χιόνι και το εσωτερικό τους από ατόφιο χρυσάφι. Την ακολούθησα από μακριά και στη στάμνα διάβασα χιλιάδες ονόματα, ενώ από μέσα το φρέσκο αίμα άφριζε ως το χείλος.
«Σκότωσα αυτόν που αγαπούσα!» φώναξε. «Ο κόσμος διψάει- ας πιει λοιπόν!» Πέρασε και από μακριά την είδα να χύνει αίμα πάνω στα λουλούδια που τα πέταλά τους είναι από λευκά απ’ το χιόνι και το εσωτερικό τους από ατόφιο χρυσάφι.
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Έφτασα στη γέφυρα που λίγοι την περνούν.
«Πέρνα!» φώναξε ο φύλακας, μα εγώ είπα γελώντας, «Έχω χρόνο»· κι αυτός χαμογέλασε και έκλεισε τις πύλες.
Στη γέφυρα που λίγοι την περνούν έφτασαν νέοι και γέροι. Όλοι απορρίφτηκαν. Εγώ στεκόμουν άσκοπα και τους μετρούσα, ώσπου, κουρασμένος από το θόρυβο και τους θρήνους τους, έφτασα πάλι στη γέφυρα που λίγοι την περνούν.
Το πλήθος γύρω από τις πύλες έσκουξε, «Άργησε πολύ να έρθει!» Μα εγώ είπα γελώντας, «Έχω χρόνο».
«Πέρνα!» φώναξε ο φύλακας καθώς έμπαινα- μετά χαμογέλασε και έκλεισε τις πύλες.
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ
Στο δρόμο, εκεί όπου το πλήθος συνωστιζόταν περισσότερο από κάθε άλλο σημείο, στεκόμουν με τον Πιερό. Όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω μου.
«Γιατί γελούν;» ρώτησα, αλλά αυτός χαμογέλασε και τίναξε τη σκόνη από το μαύρο μου μανδύα. «Δε βλέπω· θα είναι κάτι αστείο, ίσως ένας τίμιος κλέφτης!»
Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω μου.
«Σου έκλεψε το πορτοφόλι!» είπαν γελώντας.
«Το πορτοφόλι μου!» φώναξα. «Πιερό, βοήθεια! Κλέφτης!»
Είπαν γελώντας: «Σου έκλεψε το πορτοφόλι!»
Τότε ξεπρόβαλε η Αλήθεια κρατώντας έναν καθρέφτη. «Αν είναι τίμιος κλέφτης», φώναξε η Αλήθεια, «ο Πιερό θα τον βρει μ’ αυτόν τον καθρέφτη!» αυτός όμως χαμογέλασε μονάχα και τίναξε τη σκόνη από το μαύρο μου μανδύα.
«Βλέπεις», είπε, «η Αλήθεια είναι τίμιος κλέφτης, σου φέρνει πίσω τον καθρέφτη σου».
Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω μου.
«Συλλάβετε την Αλήθεια!» φώναξα, ξεχνώντας πως δεν ήταν καθρέφτης μα πορτοφόλι αυτό που έχασα, ενώ στεκόμουν με τον Πιερό στο δρόμο, εκεί όπου το πλήθος συνωστιζόταν περισσότερο από κάθε άλλο σημείο.
Ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
«Ήταν όμορφη;» ρώτησα, μα αυτός κάγχασε μονάχα κι άκουσε τα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
«Τον μαχαίρωσαν», είπε κρυφογελώντας. «Σκέψου το μακρύ ταξίδι, τους κινδύνους της ημέρας, τους τρόμους της νύχτας! Σκέψου πώς περιπλανήθηκε, για χάρη της, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο, σε χώρες εχθρικές, ενώ λαχταρούσε γνωστούς και συγγενείς, ενώ λαχταρούσε εκείνην!»
«Τον μαχαίρωσαν», είπε κρυφογελώντας κι άκουσε τα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
«Ήταν όμορφη;» ρώτησα, μα αυτός γρύλισε μονάχα, μουρμουρίζοντας στα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
«Στην πύλη αυτήν τον φίλησε», είπε κρυφογελώντας, «μα στη σάλα το καλώς ήρθες του αδερφού άγγιξε την καρδιά του».
«Ήταν όμορφη;» ρώτησα.
«Τον μαχαίρωσαν», κάγχασε. «Σκέψου το μακρύ ταξίδι, τους κινδύνους της ημέρας, τους τρόμους της νύχτας! Σκέψου πώς περιπλανήθηκε, για χάρη της, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο, σε χώρες εχθρικές, ενώ λαχταρούσε γνωστούς και συγγενείς, ενώ λαχταρούσε εκείνην!
»Στην πύλη αυτήν τον φίλησε, μα στη σάλα το καλώς ήρθες του αδερφού άγγιξε την καρδιά του».
«Ήταν όμορφη;» ρώτησα· μα αυτός γρύλισε μονάχα κι άκουσε τα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ
Ο Κλόουν έστρεψε το πουδραρισμένο του πρόσωπο στον καθρέφτη.
«Αν η χλομάδα είναι ομορφιά», είπε, «ποιος συγκρίνεται μ’ εμένα και τη λευκή μου μάσκα;»
«Ποιος συγκρίνεται μ’ εκείνον και τη λευκή του μάσκα;» ρώτησα τον Χάρο δίπλα μου.
«Ποιος συγκρίνεται μ’ εμένα;» είπε ο Χάρος, «επειδή εγώ είμαι ακόμη πιο χλομός».
«Είσαι πολύ όμορφος», αναστέναξε ο Κλόουν, στρέφοντας το πουδραρισμένο του πρόσωπο μακριά από τον καθρέφτη.
Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
«Αν είναι αλήθεια πως αγαπάς» είπε η Αγάπη, «τότε μη περιμένεις άλλο. Δώσ’ της αυτά τα κοσμήματα που θα την ατιμάσουν κι έτσι θα ατιμαστείς κι εσύ που αγαπάς μιαν ατιμασμένη. Αν είναι αλήθεια πως αγαπάς» είπε η Αγάπη, «τότε μη περιμένεις άλλο».
Πήρα τα κοσμήματα και πήγα να την βρω, μα εκείνη τα ποδοπάτησε και είπε με λυγμούς: «Μάθε με να περιμένω· σ’ αγαπώ!»
«Τότε περίμενε, αν είναι αλήθεια»
Η Οδός των Τεσσάρων Ανέμων
«Μισόκλεισε τα μάτια σου, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και από την κοιμισμένη σου καρδιά εξόρισε για πάντα τις σκέψεις τον θανάτου.
»Εξυμνώ τη φύση, τ’ αστέρια της νύχτας, τα δάκρυα της αυγής, τον ήλιο που δύει στο μακρινό ορίζοντα, τον ουρανό που μιλάει στην καρδιά σου για τη μεταθανάτια ζωή!»
Το ζώο κοντοστάθηκε στο κατώφλι, αβέβαιο, άγρυπνο, έτοιμο να τραπεί σε φυγή αν χρειαζόταν. Ο Σέβερν άφησε την παλέτα του και άπλωσε το χέρι του για να το καλωσορίσει. Η γάτα παρέμεινε ακίνητη, με τα κίτρινα μάτια της καρφωμένα πάνω του.
«Έλα μέσα, ψιψίνα», της είπε με τη χαμηλή, χαϊδευτική φωνή του.
Αυτή κούνησε αναποφάσιστα την άκρη της αδύνατης ουράς της.
«Έλα μέσα», της είπε ξανά.
Η φωνή του της φάνηκε προφανώς καθησυχαστική, διότι θρονιάστηκε αργά στα τέσσερα της πόδια, χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του, κι έχωσε την ουρά κάτω από τα κάτισχνα σκέλια της. Εκείνος σηκώθηκε από το καβαλέτο του χαμογελώντας.
Η γάτα τον περιεργάστηκε ήρεμα και όταν την πλησίασε τον κοίταξε, καθώς έσκυβε από πάνω της, χωρίς να ζαρώσει φοβισμένη· τα μάτια της ακολούθησαν το χέρι του ώσπου άγγιξε το κεφάλι της. Τότε έβγαλε ένα τραχύ νιαούρισμα.
Ο Σέβερν συνήθιζε εδώ και πολύ καιρό να κουβεντιάζει με ζώα, πιθανόν επειδή ζούσε ολομόναχος· και τώρα είπε, «Τι τρέχει, ψιψίνα;» Τα μάτια της αναζήτησαν συνεσταλμένα τα δικά του. «Κατάλαβα», της είπε τρυφερά, «θα το έχεις αμέσως».
Με ήρεμες κινήσεις ανέλαβε τα καθήκοντα του οικοδεσπότη, ξέπλυνε ένα πιατάκι, το γέμισε με το γάλα που είχε απομείνει στο μπουκάλι που ήταν πάνω στο περβάζι του παράθυρου και, αφού γονάτισε, θρυμμάτισε ένα ψωμάκι μες στην παλάμη του. Το ζώο σηκώθηκε και πλησίασε αργά προς το πιατάκι.
Ο Σέβερν ανακάτεψε τα ψίχουλα και το γάλα με τη λαβή μιας σπάτουλας και, όταν η γάτα έχωσε τη μύτη της στο φαΐ, έκανε ένα βήμα πίσω. Την κοίταξε σιωπηλός. Το πιατάκι αντηχούσε πού και πού στο πλακόστρωτο πάτωμα, καθώς εκείνη άγγιζε το χείλος του για να πιάσει κάποιο κομματάκι. Όταν έφαγε επιτέλους όλο το ψωμί, η πορφυρή γλώσσα της πλανήθηκε σε όλα τα σημεία που δεν είχε γλείψει, ώσπου το πιατάκι έλαμψε σαν γυαλισμένο μάρμαρο. Τότε ανακάθισε, του γύρισε αδιάφορα την πλάτη και άρχισε να νίβεται μι ιεροτελεστία.
«Συνέχισε», της είπε ο Σέβερν με ενδιαφέρον, «το έχεις ανάγκη».
Εκείνη τέντωσε το ένα της αυτί, μα δε γύρισε ούτε σταμάτησε την τουαλέτα της. Καθώς έφευγε σιγά σιγά η βρόμα, ο Σέβερν παρατήρησε ότι η φύση την είχε προορίσει για άσπρη γάτα. Η γούνα της είχε μαδήσει σε διάφορα σημεία, από κάποια αρρώστια ή από τις συγκυρίες του πολέμου, η ουρά της ήταν κοκκαλιάρικη και στη ράχη της ξεχώριζε η σπονδυλική της στήλη. Το ζωηρό γλείψιμο ωστόσο άρχισε να αναδεικνύει τα όποια θέλγητρά της κι αυτός την περίμενε να τελειώσει για να της ξαναπιάσει την κουβέντα. Όταν έκλεισε επιτέλους τα μάτια της και μάζεψε τα μπροστινά της πόδια κάτω από το στήθος της, άρχισε να της λέει πάλι πολύ τρυφερά: «Πες μου τα βάσανά σου, ψιψίνα».
Ακούγοντας τη φωνή του έβγαλε ένα τραχύ λαρυγγώδη ήχο κι εκείνος κατάλαβε ότι προσπαθούσε να γουργουρίσει. Έσκυψε για να της τρίψει το μάγουλο κι η γάτα νιαούρισε ξανά, ένα φιλικό, ερωτηματικό νιάου, στο οποίο εκείνος απάντησε: «Μα βέβαια, είσαι πολύ πιο όμορφη τώρα και όταν ξαναβγεί το φτέρωμά σου θα είσαι ένα ωραιότατο πουλί». Εκείνη σηκώθηκε ιδιαίτερα κολακευμένη κι άρχισε να βαδίζει γύρω απ’ τα πόδια του, έχωνε το κεφάλι της ανάμεσά τους, έκανε σχόλια που φανέρωναν την ευχαρίστησή της κι αυτός της απαντούσε με ευγενική σοβαρότητα.
«Λοιπόν, τι σ’ έστειλε εδώ», της είπε, «εδώ, στην Οδό των Τεσσάρων Ανέμων και πέντε ορόφους πάνω απ’ το δρόμο, στην πόρτα που θα ήσουν καλοδεχούμενη; Τι σε εμπόδισε να το βάλεις στα πόδια όπως συλλογιζόσουν, όταν στράφηκα από τον καμβά μου και αντίκρισα τα κίτρινα μάτια σου; Είσαι γάτα της Λατινικής Συνοικίας, όπως είμαι κι εγώ άνθρωπος της Λατινικής Συνοικίας; Και γιατί φοράς γύρω απ’ το λαιμό σου μια ροζ λουλουδάτη καλτσοδέτα;» Η γάτα είχε ανέβει στα γόνατά του και τώρα καθόταν εκεί γουργουρίζοντας, ενώ εκείνος χάιδευε το αραιό τρίχωμά της.
«Με συγχωρείς αν είμαι αδιάκριτος», συνέχισε με αργό, ήρεμο τόνο για να εναρμονιστεί με το γουργούρισμά της, «μα δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ γι’ αυτήν τη ροζ καλτσοδέτα με τα παράξενα σχέδια των λουλουδιών, που κλείνει με ασημένια πόρπη. Διότι η πόρπη είναι ασημένια- βλέπω την καινούργια σφραγίδα στην άκρη, όπως ορίζει ο νόμος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Λοιπόν, γιατί έχεις αυτήν την καλτσοδέτα από ροζ μετάξι, με το λεπτοδουλεμένο κέντημα, γιατί έχεις αυτήν τη μεταξωτή καλτσοδέτα με την ασημένια πόρπη γύρω από το λαιμό σου που είναι τόσο αδύνατος από την πείνα; Θα είμαι αδιάκριτος άμα ρωτήσω αν η ιδιοκτήτριά της είναι και δική σου;
Είναι κάποια ηλικιωμένη κυρία που ζει με τις αναμνήσεις της νεανικής ματαιοδοξίας της, που σε λατρεύει, που σου έχει υπερβολική αδυναμία και σε στολίζει με τα προσωπικά είδη της ενδυμασίας της; Αυτό υποδηλώνει η περιφέρεια της καλτσοδέτας, επειδή ο λαιμός σου είναι αδύνατος και σου ταιριάζει. Από την άλλη όμως προσέχω -λίγα είναι τα πράγματα που διαφεύγουν της προσοχής μου- ότι η καλτσοδέτα μπορεί να ανοίξει κι άλλο. Το αποδεικνύουν αυτά τα ασημένια καψούλια, που απ’ ό,τι βλέπω είναι πέντε. Και τώρα παρατηρώ ότι το πέμπτο καψούλι είναι φθαρμένο, λες και η γλωττίδα της πόρπης ήταν συνήθως περασμένη εκεί. Αυτό μάλλον δείχνει πως είναι παχουλή γυναίκα».
Η γάτα κουλούριασε τα δάχτυλα των ποδιών της με ικανοποίηση.
Έξω στο δρόμο επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Εκείνος συνέχισε να μουρμουρίζει: «Γιατί να σε στολίσει η κυρά σου με κάτι που της είναι απόλυτα απαραίτητο όλη την ώρα; Έστω, την περισσότερη ώρα. Πώς έτυχε να φορέσεις αυτό το στολίδι από μετάξι και ασήμι στο λαιμό σου; Ήταν καπρίτσιο της στιγμής, όταν, πριν χάσεις το πυκνό σου τρίχωμα, μπήκες τραγουδώντας στην κρεβατοκάμαρά της για να της ευχηθείς καλημέρα; Μα φυσικά, εκείνη ανακάθισε ανάμεσα στα μαξιλάρια, με τις μπούκλες να χύνονται στους ώμους της, κι εσύ πήδησες πάνω στο κρεβάτι γουργουρίζοντας: “Καλημέρα, κυρά μου”. Α, είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει κανείς», είπε μ’ ένα χασμουρητό κι ακούμπησε το κεφάλι του στην πλάτη της καρέκλας. Η γάτα συνέχισε να γουργουρίζει, ενώ έσφιγγε και χαλάρωνε τα μαλακά της πέλματα πάνω στο γόνατό του.
«Να σου μιλήσω γι’ αυτήν, γάτα; Είναι πολύ όμορφη, η κυρά σου», μουρμούρισε νυσταγμένα, «και τα μαλλιά της είναι βαριά σαν λαμπερό χρυσάφι. Θα μπορούσα να την ζωγραφίσω -όχι σε καμβά- αφού θα χρειαζόμουν σκιές, τόνους, αποχρώσεις και χρώματα πιο λαμπρά κι από το πιο λαμπρό ουράνιο τόξο. Μόνο με κλειστά μάτια θα μπορούσα να την ζωγραφίσω, επειδή μονάχα στα όνειρα μπορούν να βρεθούν χρώματα σαν αυτά που χρειάζομαι.
Για τα μάτια της, θα πρέπει να έχω το γαλανό των ουρανών που δεν τους σκιάζει ούτε ένα σύννεφο, των ουρανών μιας ονειροχώρας. Για τα χείλη της, ρόδα από τα παλάτια της χώρας του ύπνου και για το μέτωπό της χιονοθύελλες από βουνά που ορθώνονται σαν φανταστικές πυραμίδες ως τα φεγγάρια, α, πολύ ψηλότερα από το δικό μας φεγγάρι, τα κρυστάλλινα φεγγάρια της ονειροχώρας. Είναι … πολύ … όμορφη, η κυρά σου». Οι λέξεις έσβησαν στα χείλη του και τα βλέφαρά του έκλεισαν.
Η γάτα είχε επίσης αποκοιμηθεί, το μάγουλό της ακουμπούσε στο μαδημένο της λαγόνι, οι πατούσες της ήταν ακίνητες και χαλαρές.
«Ευτυχώς», είπε ο Σέβερν καθώς ανακαθόταν και τεντωνόταν, «που πέρασε η ώρα του δείπνου, διότι δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω για βραδινό, παρά μόνο ό,τι μπορώ να αγοράσω με ένα ασημένιο φράγκο». Η γάτα σηκώθηκε πάνω στο γόνατό του, καμπούριασε τη ράχη της, χασμουρήθηκε και τον κοίταξε.
«Τι θα ήθελες; Ψητό κοτόπουλο με σαλάτα; Όχι; Μήπως προτιμάς βοδινό; Μα φυσικά -θα προσπαθήσω να πάρω κι ένα αυγό και λίγο άσπρο ψωμί. Και τώρα τι θα πιούμε; Γάλα για σένα; Ωραία. Θα πάρω και λίγο νερό, είναι φρέσκο, από το δάσος» κι έδειξε τον κουβά στο νεροχύτη.