«Ποῦ νά τά πῶ τά ἑλληνικά τῆς πίκρας»(Ἐλύτης) τώρα πιά πού διδάσκουμε τήν ἑλληνική ὅπως διδάσκουν στά φροντιστήρια ξένων γλωσσῶν τίς ξένες γλῶσσες; Προκρούστεια λογική- ἀλφάβητο, λεξιλόγιο, γραμματική- σάν νά ταυτίζεται ὁ λόγος μέ τόν «ὑλικό τρόπο γραφῆς τῆς γλώσσας»
(Σεφέρης).
«Δυστυχῶς ἀπό τήν πολλή τέχνη ( γιά τήν τέχνη) ...χάσαμε τή θαυματουργική ἱκανότητα νά παίρνουμε τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων στά σοβαρά...
Καί τούτη εἶναι ἡ μεγαλύτερη διαστροφή πού μπορούσαμε νά πάθουμε: τά λόγια νά τά θεωροῦμε μόνο λόγια.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο, μόνο τυχαῖα μποροῦμε τώρα νά ὑπακούσουμε ἤ νά σωθοῦμε. Ἡ καταδίκη μας... τό μήνυμα χάθηκε ἤ καταργήθηκε.
Ἔτσι, μιά μέρα...ἡ ποίηση ἔπαψε νά εἶναι ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἔπαψε νά εἶναι ποίηση».(Λορεντζάτος) Καί προσδιορίσαμε τίς λέξεις μας καί τήν ὁμιλία μας ὡς λόγια καί ὄχι ὡς λόγο, ὄχι δηλαδή ὡς συνειδητό τόπο τῆς ὕπαρξης.
Ὅμως παραδίδοντας τήν ἑλληνική στούς ἀπογόνους μας δέν παραδίδουμε λέξεις ἀλλά ποιότητες τῆς πραγματικότητας, εὔρος συνειδητότητας, ὕψος πνευματικό καί μάλιστα μέ ἀναγωγικό χαρακτήρα.
Ὄχι λέξεις μούμιες πού περισφίγγουν μέ ἕναν τρόπο νεκρό τίς ἔννοιες, ἀλλά λέξεις πού ἀγγέλουν, λέξεις κήρυκες, λέξεις μαντατοφόρους, λέξεις καμπάνες, φαροστάτες μυστηρίου πού διαχρονικά ἐκπέμπουν στήν ὠκεάνια ἄβυσσο τοῦ βίου ἀχτίδες ἀπό τήν ἔλλαμψη τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας.
Πρίν ἀπό τόν «ὑλικό τρόπο τῆς γραφῆς» ὑπάρχει ὁ πνευματικός τόπος τῆς γλώσσας. Καί ἀποτελεῖ τραγική ἀμέλεια τό ὅτι δέν καθορίστηκε τό θεωρητικό ὑπόβαθρο τοῦ πνευματικοῦ τόπου τῆς γλώσσας παράλληλα μέ τόν ὑλικό της τρόπο.
Δέν ἀρκεῖ τό ἀλφάβητο χρειάζεται καί τό φῶς γιά νά γράψεις. Χρειάζεται νά ᾿χεις ἐπίγνωση τοῦ πνευματικοῦ τόπου τῆς γλώσσας σου, ἔτσι ὅπως αὐτός διαχρονικά σμιλεύτηκε μέσα ἀπό τή φιλοσοφία, τή θεολογία , τό δοκιμιακό στοχασμό, τήν ποίηση ,τήν τέχνη.
Ἄν ἡ ἐλευθερία ὁρίζεται ἀπό τά ὑπαρξιακά καί τά γεωγραφικά σύνορα ἑνός λαοῦ, ἡ γλῶσσα ὁρίζεται ἀπό τά πνευματικά σύνορα καί ὅρια μας. Διότι γιά νά ὀνομάσεις κάτι πρέπει πρῶτα βιωματικά νά τό φτάσεις. Κενό ἤ ἀπώλεια λέξης σημαίνει μειωμένο ἐννοιολόγιο δηλαδή μειωμένη ἀντίληψη γιά τόν κόσμο.
Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας ζωντανός ὀργανισμός πού ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἱστορική μας πορεία. Ἄν γιά κάποιο λόγο γίνουμε ἀνόητοι, στή γλῶσσα θά καταγραφεῖ αὐτό, καθώς οἱ λέξεις θά κουφώσουν, ἀφοῦ τό βίωμα δέν θά ὑποστηρίζει καί δέν θά ἀνατροφοδοτεῖ πιά τό νόημα.
Θά ἔπρεπε νά παραδίδουμε στούς ἀπογόνους μας μαζί μέ τή λειτουργική ἀξία τῆς γλώσσας καί τή δυναμική τῆς ψυχῆς, δηλαδή τόν συνειδησιακό τόπο τοῦ λόγου, πού βαπτίζει καί ὀνομάζει ἀναγωγικά τά πράγματα, ἀνασημασιολογώντας, μετα-σημασιολογώντας τίς λέξεις, δημιουργώντας νέους ὅρους, ἀξιοποιώντας τούς ὑπάρχοντες, παραλαμβάνοντας φράσεις ἀπό τήν τρέχουσα χρήση χωρίς νά ὑποδουλώνεται στό πρόσλημμα, ἐξουσιάζοντας τίς λέξεις καί καταδεικνύοντας δίχως τέλος τά βαθύτερα νοήματα καί μηνύματα πού μποροῦν νά προσεγγιστοῦν καί νά μεταγγιστοῦν ὡς ἀτέρμονη πορεία ζωῆς ἐν ἀληθεία.
Ἡ ἑλληνική δέν εἶναι ἡ γλῶσσα ἡ «μένουσα» ἀλλά ἡ γλῶσσα ἡ «μέλλουσα» διότι ἔχει πλαστεῖ ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ ὄχι μόνο νά καταγράψει τή διαχρονική μας πορεία ἀλλά καί νά σηκώσει τήν μελλοντική ἀναγωγή τῆς ἀνθρώπινης συνειδητότητας.
Ἡ διδασκαλία ἐπίσης τοῦ γραμματικοῦ τύπου εἶναι ἐλλιπής ὅταν ἔχει χαθεῖ ἡ διδαχή του, δηλαδή ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνάγκης πού ἐξυπηρετεῖ ὁ συγκεκριμένος γραμματικός τύπος.
Γιά παράδειγμα τί δηλώνει μιά μετοχή καί γιατί ἀπουσιάζουν πιά οἱ μετοχές ἀπό τόν καθημερινό μας λόγο;
Ἄν ἀναλογιστοῦμε, μέσα ἀπό τό παράδειγμα τῶν μετοχῶν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τή μετοχή ὡς ποιότητα τῆς ὕπαρξης στήν ἐνέργεια πού τό ρῆμα δηλώνει, καί γεφυρώσουμε τή συνειδησιακή ἀπόσταση ἀνάμεσα στό λειτουργικό: «ἡ φωτίζουσα»(ἐπειδή μετέχει στό φῶς) καί στό σύνηθες τοῦ καθημερινοῦ λόγου: «αὐτή πού φωτίζει»(ἐπειδή βρῆκε κάποιο φῶς), ἴσως ἐπιδρούσαμε θεραπευτικά σέ μύρια καταθλιπτικά φαινόμενα τῆς ἐποχῆς μας, ἐκτοπίζοντας τήν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς μέσα ἀπό τή μεθεκτική πρόσληψη τοῦ κόσμου.
Ἀπώλεια γραμματικῶν τύπων σηματοδοτεῖ ἀπώλεια ὑλικοῦ τρόπου, μειωμένη εὐελιξία στό νά κατακτηθοῦν καί νά ἀποδοθοῦν οἱ λεπτές ἀλλά κρίσιμες ποιότητες τῆς ἀντίληψης.
«Μέσα στήν ἰσοπέδωση καί στήν ὁμοιομορφία...ἡ ἔγνοια τοῦ Σεφέρη σταματοῦσε προπάντων στή γλῶσσα μας, τελευταῖο σανίδι, ἀπό τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά πιαστῆ, μέσα στόν καταποντισμό ἤ στό γενικό ναυάγιο ἕνας ποιητής.
..Εἶχε ταξιδέψει χρόνια καί εἶχε ζήσει στά μέρη ὅπου ταξίδεψε...
ὥστε νά γνωρίζη ἀρκετά τήν εὐπάθεια πού παρουσιάζουνε οἱ γλῶσσες στήν τυποποίηση καί στή μονοτονία τῆς σύγχρονης τεχνοκρατούμενης ζωῆς.
..Τά ἀφτιά τοῦ Σεφέρη πονέσανε στά μεγάλα κέντρα-ἰδίως στό Λονδίνο...
νά ἀκοῦνε καθημερινά ἐκεῖνες τίς ὁμοιόμορφες ἐκφράσεις, τίς πατηκωμένες, τίς κουτσομυτιασμένες, τίς ἀπέραντα θλιβερές, τίς πανομοιότηπες, τίς πλανιαρισμένες, τίς περασμένες ἀλύπητα ἀπό τή ράσπα τῆς συμβατικότητας καί τῆς ταχύτητας ἤ τῆς εὐκολίας.
Ὁ Σεφέρης γνώριζε ἀπό τόν Ὅμηρο πώς ἡ γλῶσσα δείχνει εὐστροφία, στρεπτή δέ γλῶσσ’ ἐστί βροτῶν, καί πώς τά λόγια ἔχουνε μεγάλο πεδίο δράσης, ἐπέων δε πολύς νομός ἔνθα καί ἔνθα...ἀπό τό πρῶτο ἔνθα-τό μέσα...μέχρι τό δεύτερο ἔνθα-τό ἔξω ἤ τό σημερινό κακό. Καί αὐτό φοβόντανε.
Ἡ ἔγνοια σκυθρώπιαζε τό πρόσωπό του. Μοῦ μιλοῦσε ἐντελῶς σοβαρά: «Φοβᾶμαι», εἶπε, σά νά ἔβαζε κάπου τελεσίδικα τήν ὑπογραφή του, μήπως εἴμαστε οἱ τελευταῖοι πού μιλᾶμε ἑλληνικά».
Τό ἐπικοινωνιακό μοντέλο τῆς γλῶσσας δέν ἐπαρκεῖ γιά νά διασώσουμε καί νά σώσουμε τήν ὀντολογική μας ποιότητα. Ἡ ἑλληνική μέ ἀνοιχτές φτερούγες, σάν φύλακας ἄγγελος, σημαίνει και ἐπισημαίνει ἀληθοτόπια πού ὁ σύγχρονος πολιτισμός ἀπεκδύθηκε. Σέ τελική ἀνάλυση ἡ γλῶσσα εἶναι ἦθος.
YΓ. Ὁ ζωγραφικός πίνακας πού πλαισιώνει τή σελιδα εἶναι ἔργο τοῦ Χρήστου Μποκόρου