Μόντρεαλ, Σάββατο
- Οι ΑΓΓΛΟΙ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ Η ΧΩΡΑ ΤΟΥΣ θα ήταν πολύ καλύτερη χωρίς τούς Γάλλους.
- Οι Γάλλοι τού Καναδά πιστεύουν ότι ή χώρα τους θα ήταν πολύ καλύτερη χωρίς τούς Άγγλους.
- Οι Εσκιμώοι τού Καναδά συμφωνούν καί μέ τούς δύο…
Οι ΕΣΚΙΜΩΟΙ του Καναδά ζουν, όπως και οι Εσκιμώοι της Γροιλανδίας, σέ στρογγυλές καλύβες από πάγο πού τις λένε ιγκλού. Ντύνονται μέ δέρματα αρκούδας, ψαρεύουν ανοίγοντας τρύπες μέσα στον πάγο και τρώνε κατεψυγμένα σκουλήκια. Οι γυναίκες τους αλείβονται με λίπος φάλαινας, πού μπορεί νά κρατήσει σέ απόσταση ενός χιλιομέτρου ακόμα κι έναν σάτυρο καριέρας.
Όλα αυτά τα έμαθα από μιά πολύ ωραία ταινία πού είδα φέτος τό καλοκαίρι στήν Αθήνα. Στήν ταινία έπαιζε ό ’Άντονι Κουήν. Αυτό ήταν τό λιγότερο ενδιαφέρον σημείο τής ταινίας.
Ο Κουήν έκανε έναν Εσκιμώο ψαρά πού σκοτώνει έναν Καναδό ιεραπόστολο, γιατί ενώ του προσφέρει τή γυναίκα του, όπως είναι τό έθιμο των Εσκιμώων, αυτός τήν αρνείται. Κατόπιν αυτού ό Κουήν του σπάει τό κεφάλι.
Ή διδακτική αυτή ταινία μέ έκανε νά αντιληφτώ ποιά είναι ή βασική διαφορά μεταξύ Ευρωπαίων καί Εσκιμώων. Οι Ευρωπαίοι σκοτώνουν όταν ή γυναίκα τους λέει ναι σέ έναν τρίτο. Οι Εσκιμώοι σκοτώνουν όταν ό τρίτος λέει όχι στή γυναίκα τους.
Τό αποτέλεσμα είναι ότι οι Εσκιμώοι σκοτώνουν πολύ σπανιότερα απ’ τούς Ευρωπαίους…
Έχοντας δει τήν ταινία αυτή, ήρθα στον Καναδά γεμάτος ζωηρή επιθυμία νά γνωρίσω τό ταχύτερο μιά οικογένεια Εσκιμώων.
‘Όταν όμως έκανα τήν πρώτη κρούση σέ ένα τουριστικό γραφείο τού Μόντρεαλ, ό αρμόδιος μέ ρώτησε έκθαμβος:
“Υπάρχουν Εσκιμώοι στον Καναδά;”
«Καί βέβαια υπάρχουν!» φώναξα αγανακτισμένος. «Τρώνε κατεψυγμένα σκουλήκια, αλείβονται μέ λίπος φάλαινας και σκοτώνουν όποιον ιεραπόστολο τολμήσει νά μην κοιμηθεί μέ τή γυναίκα τους».
«Που γίνονται όλα αυτά;»
Ό αρμόδιος μέ κοίταξε ψυχρά καί μου απάντησε:
«Μέ συγχωρείτε, αλλά εδώ είσαστε στον γαλλικό τομέα».
Την ΙΔΙΑ αποτυχία σημείωσαν καί οι άλλες προσπάθειες πού έκανα γιά νά ανακαλύψω μιά οικογένεια Εσκιμώων ή έναν Εσκιμώο ή έστω μία Εσκιμώα.
Το μόνο πού κατάφερα ήταν νά γνωρίσω έναν Καναδό δημοσιογράφο, 6 όποιος είχε πάρει κάποτε συνέντευξη απ’ τον Άντονι Κουήν.
Είχα απογοητευτεί εντελώς από όλη τήν ιστορία, όταν ξαφνικά, τήν περασμένη εβδομάδα, χτύπησε τό τηλέφωνό μου. Μιά φωνή μέ ρώτησε:
«’Εσείς είστε πού ψάχνετε νά βρείτε έναν Έσκιμώο;»
«Μάλιστα», είπα.
’Έγινε μιά παύση. “Υστέρα ή φωνή είπε:
«Μέ λένε Κίκο».
«Είστε Έσκιμώος;» ρώτησα.
«’Όχι, αλλά είναι ό αδελφός μου», είπε ή φωνή.
’Έγινε μιά δεύτερη παύση.
«Εσείς τί είστε;» ρώτησα τή φωνή.
’Έγινε μιά τρίτη παύση.
«Εγώ είμαι Εσκιμώα», μου απάντησε ή φωνή.
’Έτσι έμαθα ότι οι Έσκιμώες τού ’68 έχουν πολύ βαριά φωνή. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει αλλάξει εντελώς ή ζωή τους. ’Άλλοτε ζούσανε μέσα στους πάγους, κολυμπούσανε σέ παγωμένο νερό, ψήνανε αρκούδες στά κάρβουνα καί καπνίζανε σολομούς. Τώρα καπνίζουνε μόνο Κέντ, Σάλεμ ή Πώλ Μώλ.
Η ΚΙΚΟ είναι ξεναγός στον Καναδικό Τουρισμό. Είναι μιά πολύ νόστιμη κοπέλα, πού, αν εξαιρέσει κανείς τό όνομά της, δε θυμίζει μέ τίποτε ότι είναι Εσκιμώα.
‘Η Κίκο μου είπε ότι είχε πάρει εντολή από τον διευθυντή της νά μέ ξεναγήσει στή γη των πατέρων της. Εκεί θα μάς περίμενε ό Ένόκ.
Ό Ένόκ είναι άντρας τής Κίκο καί ζει στο βορρά.
«Κάθε πότε βλέπεστε μέ τον Ένόκ, Κίκο;» τή ρώτησα.
«Μία νύχτα τό χρόνο».
«Μία νύχτα τό χρόνο;»
Η Κίκο έσκυψε τό κεφάλι της ντροπαλά:
«Ξέχασα νά σάς πω ότι οι νύχτες στο βορρά κρατάνε έξι μήνες…»
Ο ΕΝΟΚ μάς περίμενε στο αεροδρόμιο. Ήταν ένα πολύ συμπαθητικό παιδί, φτυστός ό ’Άντονι Κουήν.
«’Έχεις έλκηθρο, Ένόκ;» τον ρώτησα.
«’Όχι, άλλα έχω ελικόπτερο», μου είπε.
Στριμωχτήκαμε όπως όπως στο ελικόπτερο του Eνόκ. Η Κίκο κάθισε ή μισή στά γόνατά μου κι ή άλλη μισή στά γόνατα του Ένόκ. Δέν ξέρω γιατί, αλλά είχα αρχίσει νά νιώθω λίγο σαν Καναδός ιεραπόστολος.
«Μίλησέ μου γιά τή ζωή σου, Ένόκ», είπα γεμάτος δίψα νά μάθω πώς ζουν στον μακρινό καί άγριο βορρά. «Είναι αλήθεια ότι γιά νά ψαρέψεις ανοίγεις τρύπες στον πάγο καί μετά καρφώνεις τα ψάρια μέ τό μαχαίρι σου;»
Ό Ένόκ ξερόβηξε:
«Κάπως έτσι».
«Κι όταν συναντάς μιά αρκούδα, τή χτυπάς πρώτα μέ τό κοντάρι σου καί μετά τήν παίρνεις από πίσω περιμένοντας νά ψοφήσει από αιμορραγία;»
Ό Ένόκ ξερόβηξε πάλι.
«Βέβαια», είπε.
«Κι είναι αλήθεια ότι πολλές φορές οι λύκοι ανοίγουν τρύπες μέσα στο ιγκλού σου καί τότε αναγκάζεσαι νά τούς ξεκοιλιάσεις μέ τό μαχαίρι σου;»
«Αμέ», είπε ό Ένόκ.
Εκείνη τήν ώρα ή Κίκο είπε:
«Αλήθεια, Ένόκ, ξέχασα νά σέ ρωτήσω. Που έκλεισες δωμάτια; Στο ιγκλού Κλαμπ , στο Οτελ Ιγκλού η στο “Καζινό Ιγκλού”;»
ΤΕΛΙΚΑ αποφασίσαμε νά μείνουμε στο «Ρόγιαλ Ιγκλού Ότέλ», πού έχει εξακόσια κρεβάτια, δύο κλειστές πισίνες, εξήντα μαγαζιά, έναν εσωτερικό σταθμό τηλεόρασης, μία μπουτίκ του Ντιόρ καί τρία νάιτ κλαμπ.
Ό Ένόκ είναι ψαράς, όπως όλοι οι Εσκιμώοι. Ή μόνη διαφορά του από τούς προγόνους του, πού ήταν κι αυτοί ψαράδες, είναι ότι δέν έχει ψαρέψει ποτέ του. ’Έχει όμως δικά του πενήντα μεγάλα αλιευτικά ανοικτής θαλάσσης, πού αλωνίζουν τον Ατλαντικό καί χτυπάνε ότι βρουν μπροστά τους – από νορβηγικούς σολομούς μέχρι ρωσικά υποβρύχια.
Ό Ένόκ καί ή Κίκο δέν έχουν φάει ποτέ τους κατεψυγμένα σκουλήκια. Τό μόνο κατεψυγμένο πού τρώνε είναι κατεψυγμένα ραβιόλια ή κατεψυγμένα σνίτσελ ή κατεψυγμένα βόλ ώ βάν.
Ό Ένόκ είδε μόνο μιά φορά στή ζωή του αρκούδα. Αυτό συνέβη στον ζωολογικό κήπο τού Τορόντο.
’Άλλη μιά φορά είδε αρκούδα ή Κίκο – στο μπαρ τού «Ότέλ Ιγκλού». Μετά όμως είδε ότι δέν ήταν αρκούδα. Ήταν ό Ντέμης Ρούσσος μέ τό γούνινο παλτό του…
Παρ ’ ΟΛΑ αυτά, τό ’ίδιο βράδυ έγινε κάτι πού μέ έκανε νά σκεφτώ ότι οι Εσκιμώοι του Καναδά δέν είχαν ξεχάσει τις καλιές καλές τους συνήθειες.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άκουσα ένα ελαφρό
χτύπημα στήν πόρτα. Φυσικά ήταν ή Κίκο. Ήταν μ’ ένα ροζ πενιουάρ, είχε τα μαλλιά της ξέπλεκα καί φορούσε ένα άρωμα πού έμοιαζε λιγότερο μέ λίπος φάλαινας καί περισσότερο μέ Σανέλ No 5.
«Τί τρέχει, Κίκο;» ρώτησα κάνοντας τον έκπληκτο.
Ή Κίκο έβγαλε απ’ τό σουτιέν της μιά βιντεοκασέτα καί μου τήν έδωσε:
«Πάρε αυτήν γιά νά περάσεις τό βράδυ σου. Σ’ τή στέλνει ό Ένόκ μέ τήν αγάπη του. Είναι ή Εμμανουέλλα στη χώρα των Εσκιμώων…»
Φρέντυ Γερμανός – Κατάστασις απελπιστική αλλά όχι σοβαρή
Ο Φρέντυ Γερμανός (5 Σεπτεμβρίου 1934 – 21 Μαΐου 1999), ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός για τις τηλεοπτικές παραγωγές του και τα ευθυμογραφήματά του.