«Το λεκιασμένο μαντήλι» - Point of view

Εν τάχει

«Το λεκιασμένο μαντήλι»




Μακρυά απ’ την ταραχή του κόσμου, και μέσα σ’ ένα ολόδροσο καταπράσινο γραφικό δασάκι, με άφθονα κρυσταλλένια νερά, είναι χτισμένο το σπίτι του Γερω Πνευματικού ολόλευκο και καθαρό, με το μικρό εκκλησάκι του.

Γύρω στις όμορφες πλαγιές, χιλιάδες μυριόχρωμα λουλουδάκια σπαρμένα απ’ το ευλογημένο χέρι του Θεού, χύνουν τη μυρωδιά των και τη σκορπίζουν στη γύρω φύσι με το σιγανό τ’ αγεράκι π’ ανάμεσά τους διαβαίνει, και τη μοσχομυρίζουν, ενώ κάτω στες λαγκαδιές, και μεσ’ τα φουντωμένα δένδρα, μύρια πουλάκια κελαϊδούν ολόγλυκα. Είναι ένας σωστός παράδεισος εδώ στον κάτω κόσμο!...




Εκεί πέρα σ' αυτό το όμορφο το μέρος, τρέχουν κάθε λίγο και λιγάκι σαν τα διψασμένα τα’ αλαφάκια στο γάργαρο νερό, ψυχές βασανισμένες, και φλογισμένες απ’ την αμαρτία για να δροσισθούν, και πληγωμένες καρδούλες, για να ζητήσουν παρηγοριά και βάλσαμο για τις πληγές τους, απ’ το γιατρό που ο Χριστός έχει βάλει εδώ κάτω, να γιατρεύη τα πάθη, να βαλσαμώνη τον πόνο, και έχει δώση στο χέρι του το κλειδί ν’ ανοιγοκλείνη τη πόρτα του παραδείσου. «Όσα αν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα αν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ».

Μέσα στην εκκλησούλα του σπητιού του που λάμπει ολοκάθαρη και μοσχοβολά και μπροστά στην εικόνα του Χριστού μας, που τα’ ασημένιο καντηλάκι της χύνει αδιάκοπα μέρα και νύχτα το λιγοστούτσικο πρασινωπό του φως, ο Γέρων πνευματικό έχει στήση το ιατρείο του και δέχεται καλόκαρδα τους αρρώστους του. Σκυμμένος εκεί μπροστά επάνω τους, εξετάζει τον καθένα χωριστά. Κυττάζει το σφυγμό του, ψυχολογεί την κλήσι του, θερμομετρεί την κράσι του, χτυπά τις χορδές του, ακούει το καρδιοχτύπι του, βρίσκει το πάθος, ανακαλύπτει το αίτιον. Ανοίγει κατόπιν με προσοχή την καρδιά του, πιάνει και ξεριζώνει τα πάθη, καθαρίζει τες πληγές, δίνει τα φάρμακα, δροσίζει την φλόγα, γλυκαίνει τον πόνο, παύει τον στεναγμό, σκουπίζει το δάκρυ, δίνει παρηγοριά, δίνει ελπίδα, χαρίζει γαλήνη, σκορπά τη χαρά. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που τρέχουν εκεί πέρα. Είναι πολλοί, είναι άπειροι.

...Απ’ τους πολλούς αυτούς μια μέρα του καλοκαιριού, να και φθάνει ένα παλληκάρι. Ξεκίνησε το δόλιο απ’ το μέρος που βρισκότανε και σέρνοντας αργά τα βήματά του, έφθασε στο σπητάκι του πνευματικού και χτύπησε την πόρτα του. Ήλθε κι αυτό σαν τους άλλους με τον ίδιο τον σκοπό. Ν’ ανοίξη την καρδούλα του, να δείξη την πληγή του, να πάρη τη γιατρειά του και να ξελαφρώση. Τ’ άνοιξε ο ίδιος ο Πνευματικός και το δέχθηκε με το χαμόγελο στο στόμα. Το πήρε μέσα, το έβαλε στ’ αρχονταρήκι για να καθήση και να ξεκουρασθή, το κέρασε γλυκό και καθαρό κρύο νεράκι, ετοίμασε και τούδωσε καφέ, του πρόσφερε δροσερά και μεστωμένα κεράσια απ’ τα δικά του δένδρα, και έπειτα το ωδήγησε στο εκκλησάκι. Ευλόγησε και φόρεσε το πετραχήλι του, και πήγε και στάθηκε στο στασίδι του και περίμενε. Το παιδί μπήκε κι αυτό μέσα έκαμε το σταυρό του, προσκύνησε τες εικόνες, γύρισε έβαλε μετάνοια του Πνευματικού, και πήγε και σταμάτησε, με κάποια μικρή ταραχή μέσα του, δίπλα στο στασίδι που τούδειξε ο Πνευματικός.

- Τώρα να σ’ ερωτήσω παιδί μου ένα πράγμα. Πήγες άλλη φορά σε πνευματικό, ή πρώτη φορά εξομολογείσαι; Μόνος ήλθες, ή άλλοι σε παρακίνησαν; Δηλαδή μονάχος σου το σκέφθηκες ότι πρέπει να εξομολογηθής, ή άλλοι σε συμβούλευσαν;
- Όχι Γέροντα. Στα 24 χρόνια μου πρώτη φορά πατώ το πόδι μου σε πνευματικό. Δεν με παρακίνησε κανείς, μόνος μου ήλθα, γιατί κατάλαβα ότι έχω ανάγκη να εξομολογηθώ και να ελαφρώσω. Θέλω να πω τον πόνο μου σ’ ένα μέρος που να με καταλάβουν καλά και να ξανασάνω. Είμαι νέος, μα έχω πολύ βασανισθή στη ζωή. Ανεμοδέρνοντας από μικρό παιδάκι (γιατί έμεινα πεντάρφανο τριών χρονών) μέσα στο φουρτουνιασμένο πέλαγος της ζωής, με χτύπησαν πολύ σκληρά τα κύματά του. Γιατί είναι μεγάλη η τρικυμία του Γέροντα, και αλοί και τρις αλοί, σε κείνο το φτωχό το καράβι που θα βρεθή στ’ ανοιχτά του, με καπετάνιο άπρακτο σαν και μένα∙ θα συντριβή το δύστυχο όπως συντρίφθηκα κι’ εγώ. Έρχομαι πρώτη φορά, βαρυφορτωμένος με ταραγμένη την ψυχή για να ξεφορτωθώ και ναύρω ησυχία. Όπου κι αν πήγα και γύρισα δεν βρήκα αλλού καταφυγή ούτε λιμάνι για να σταθώ.

Το κύτταζε μ’ αληθινή συμπόνια. Ήταν τόσο συμπαθητικό, φαινόταν τόσο κουρασμένο, και μιλούσε τόσο πονεμένα. Το χάϊδευσε μ’ ένα του βλέμμα στοργικό. Και έπειτα...
- Ναι καλά τα λες παιδάκι μου, κι έφερες και μόνος σου το παράδειγμα. Δεν βρίσκεις αλήθεια αλλού λιμάνι για να σταθής παρά το μέρος τούτο, γιατ’ είναι επίτηδες επί ταυτού χτισμένο να δέχεται στο κόρφο του όλα τα θαλασσοδαρμένα καράβια που τυραννίστηκαν στο πέλαγος της ζωής τους, σαν και σένα. Τα ξεφορτώνει και τα’ αναπαύει. Ας είναι σπασμένα τα ξάρτια τους, ας ξεσχισθήκαν τα πανιά τους στο πάλεμα με τον καιρό, ας έσπασε η άγκυρά τους∙ ας μη νοιαστούν διόλου, όταν φθάσουν εδώ μέσα θα βρουν απ’ όλα, και θα τα πάρουν ολοκαίνουργα. Πανιά, και άγκυρα και ξάρτια. Θ’ απλώσουν έπειτα χαρούμενα το πανάκι τους και με τα’ αγέρι της ελπίδας θα βγούνε ξελαφρωμένα με καινούργια δύναμι να μετρηθούνε με το κύμα. Μοιάζει πολύ ο άνθρωπος παιδάκι μου με το ταλαίπωρο καράβι. Έτσι κι αυτός σαν και κείνο. Παλεύει με τη φουρτούνα της ζωής του και τυραννιέται στο βίο του. Μια βυθίζεται, την άλλη σηκώνεται, τώρα πέφτει, σε λίγο αναστένεται∙ και αυτή η αγωνία βαστά ως το τέλος της ζωής του.

Δεν πρέπει όμως ποτέ να απελπίζεται μα να προχωρή με θάρρος και νάχη το τιμόνι του στραμμένο σε τούτο δω το λιμάνι πάντοτε. Όταν δω μέσα μπη, ας μη φοβήται τίποτε. Λοιπόν λέγε μου τώρα παιδάκι μου πως τα πέρασες στη ζωή σου. Πριν όμως ανοίξεις το στόμα σου για να μου πης, πρέπει να ξέρης ένα πράγμα. Ότι, ότι κι άν μου πης, μη λάβης υπ’ όψιν σου ότι ευρίσκομαι εγώ εδώ. Λάβε κατά νουν ότι είσαι μόνος με μόνο το Χριστό όπου στέκεται εδώ αυτή τη στιγμή και περιμένει να του πης τες αμαρτίες σου, για να σε συγχωρήση. Είναι ένα παράδοξο κριτήριο τούτο δω που δεν μοιάζει καθόλου με τα κριτήρια τα κοσμικά. Εκεί όσα περισσότερα κρύψεις, τόσο ελαφρύνεις τη θέσι σου. Εδώ απεναντίας, όσα περισσότερα ομολογήσης, όσο περισσότερο ταπεινωθής και κατηγορήσης τον εαυτό σου μόνον, τόσο ταχύτερα παίρνεις τη συγχώρησι. «Ότι την ανομίαν μου εγώ γιγνώσκω» έλεγε ο Δαυΐδ. Μη ντραπής εμένα. Είμαι κι’ εγώ άνθρωπος σαν και σένα, με τα ίδια τα πάθη με τες ίδιες αδυναμίες. Για να φθάσω σ’ αυτή την ηλικία, πέρασα πρώτα τα χρόνια τα δικά σου, και ξέρω πολύ καλά το τι θα πη άνθρωπος νέος να ζη στην κοινωνία. Το δε σπουδαιότερο που πρέπει να ξέρης είναι ότι, όσα κι αν μου πης, από το στόμα το δικό μου δεν θα βγη ποτέ, ούτε θα σε κατηγορήσω όσο μεγάλο, όσο τραγικό, όσο αισχρό κι αν είναι αυτό που θα μου εξομολογηθής. Μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι σου επαναλαμβάνω, γιατί δεν είσαι μόνος όπως είπαμε με αδυναμίες και πάθη. «Πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην». Το στόμα του πνευματικού παιδάκι μου είναι τάφος που σκεπάζει πάντα. Δεν βγάζει ποτέ λέξι αν πρόκειται να τον κρεμάσου.

Το παιδί πήρε θάρρος και σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να εξομολογείται τακτικά όλα του τα αμαρτήματα.
- Έκανα τούτο Γέροντα, έπραξα κείνο, είπα αυτό, πήγα εκεί, έχω κείνο, εκατηγόρησα, κατάκρινα, συκοφάντησα, εγέλασα, εμάλωσα κ.τ.λπ., τέλος του λέγει. Αυτά είναι όλα μου τα αμαρτήματα, Γέροντα, δεν έχω άλλο τίποτε.
Μα ο πνευματικός που παρακολουθούσε και άκουγε με προσοχή την εξομολόγησι του παιδιού, και ψάχνοντας την καρδιά του, είχε βρη από την πρώτη στιγμή το πάθος που φώλιαζε μέσα, και το ρώτησε.

- Μήπως παιδί μου έχεις τίποτε άλλο και ντρέπεσαι να μου το πής; Ή μήπως έχεις κανένα κρυφό πάθος που δεν το λογαριάζεις που αυτό και μόνο μπορεί να είναι η ρίζα, και η πηγή όλων των κακών που μου ανέφερες; Αυτού παιδάκι μου ας στρέψωμεν τη προσοχή μας. Για άκουσέ με. Μήπως θυμώνεις και υβρίζεις; Μήπως βλασφημά; Μήπως κρατείς μνησικακία και κάνεις εκδίκηση; Μήπως έχεις ξένα πράγματα και τα κρατείς;
- Όχι Γέροντα, εκείνα που σου είπα πρωτήτερα, δεν έχω τίποτε άλλο.
- Καλά παιδί μου ένα ακόμη θα σε ρωτήσω και θα τελειώνομε. Μήπως παιδάκι μου αισχρολογείς, ή δίδεις εις άλλους αιτία να αισχρολογούν;
Ξαφνιάστηκε!...

- Και είναι κακό η αισχρολογία Γέροντα; Έκαμε τρομαγμένο και κοκκινίζοντας. Μα εγώ δεν κάνω άλλη δουλειά, όχι μόνο εγώ να αισχρολογώ, αλλά να διηγούμαι και σ’ άλλους διάφορα ιστορικά αυτού του είδους για να γελούμε. Αλλά δεν το έχω και σε κακό, ούτε καν το σκέπτομαι ότι βλάπτει ποτέ, κι αν τώρα δεν μου το έλεγες, ούτε θα το πρόσεχα ποτέ.

Ο πνευματικός που ζητούσε αφορμή, άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να το συμβουλεύη να παύση την αισχρολογία, γιατί είναι κακό, και να του λέγη χίλια δυό πράγματα γι αυτήν ότι είναι αμαρτία, ότι καταστρέφει την ψυχήν όχι μόνον εκείνου που αισχρολογεί, αλλά και εκείνου που ακούει, ότι «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί ο άνθρωπος» κ.τ.λπ.
- Μα δεν μπορώ να το χωνεύσω Γέροντα αυτό που μου λες! Μου φαίνεται δε παράξενο πως ένα τέτοιο μικρό πράγμα σας έκανε τόσο πολύ εντύπωσι!
- Μικρό το λες πως είναι;
- Μα προς Θεού∙ το πώς θα πω ένα αστείο έστω και αισχρό χάλασ’ ο κόσμος; Είμαι νέος άνθρωπος, θα πάμε παρέα με συνομηλίκους μου, θ’ αστειευθούμε επάνω κει στ’ αστεία, θα αισχρολογήσωμε δεν γίνεται. Ο κόσμος ο σημερινός, η κοινωνία αυτό ζητεί. Ναι μεν θέλει και λίγη προσοχή και αναλόγως με το μέρος που βρίσκεται κανείς, αλλά δεν βλέπω τι κακό μπορεί να κάμη μια λέξι που όταν βγη από το στόμα σου χάνεται στο κενό και ξεχνιέται. Τέλος αφού το λέτε σεις, μπορεί νάναι και κακό.

Ο πνευματικός τραβώντας το μαύρο του κομβοσχοίνι, άλλαξε για μια στιγμή την κουβέντα, και σε λίγα λεπτά ρώτησε το νέο.
- Δεν μου λες αλήθεια παιδί μου, τι δουλειά κάνεις;
- Είμαι βαφέας Γέροντα. Δηλαδή μπογιατζής, βάφω ρούχα, υφάσματα, νήματα σε διάφορα χρώματα.
- Και τι παίρνεις;
- Αναλόγως το ύφασμα, το χρωματισμό και της εργασίας. Όχι όμως και μεγάλα πράγματα.
Ο πνευματικός σκέφτηκε λίγο και έπειτα...




- Έχω κ’ εγώ παιδάκι μου ένα άσπρο μανδήλι μεγάλο λινομέταξο και θέλω να το δώσω να μου το βάψουν γιατί το έχω να δένω τα ιερά μου όταν πηγαίνω να λειτουργήσω στα εξωκκλήσια, και επειδή είναι άσπρο, φοβούμαι ότι θα λερώνεται και θα θέλη κάθε μέρα πλύσιμο. Γι’ αυτό θα το χρωματίσω να σκουρίνη να μη φαίνεται η λέρα του. Τώρα δε με την ευκαιρία αυτή θα σου το δώσω εσένα να μου το βάψης. Μα θέλω όμως να βαφή μ’ ένα τρόπο δικό μου ιδιότροπο (βλέπεις όταν γεράση ο άνθρωπος αποκτά ιδιοτροπίες). Θα το πάρης, και αυτή την εβδομάδα όσα υφάσματα βάψης θα τα βουτάς ένα σφουγκάρι σε κάθε χρώμα, και θα τραβάς μια σφουγγαριά στο μανδήλι μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει το σχήμα που θα τυπωθή επάνω στο πανί, μ’ ενδιαφέρει να βαφή με τον τρόπο που θέλω εγώ. Να ιδώ δε και μ’ ένα κόπο τι χρωματισμούς κάνεις, είμαι περίεργος.

- Ω! πολύ ευχαρίστως Γέροντα! Όχι μόνο αυτό, αλλά αν έχης και κανένα ξεθωριασμένο ράσσο να μου το δώσης να σου το βάψω, θα γίνη ολοκαίνουργο γιατί κάνω καλή δουλειά∙ θα με υποχρεώσης δε πολύ…
- Όχι παιδάκι μου δεν έχω ανάγκη προς το παρόν, αργότερα βλέπουμε. Τώρα πηγαίνω να σου φέρω το μανδήλι μου.

Σηκώθηκε με σκυμμένο το κεφάλι του και πήγε στο δωμάτιό του άνοιξε το σεντούκι και πήρε το μανδήλι, και γύρισε στην εκκλησία.
- Να πάρτο παιδί μου είναι καινούργιο. Αλ’ όπως σου είπα παρακαλώ. Κάθε χρώμα και μια σφουγκαριά στο πανί μου, και την Κυριακή σε περιμένω νάλθης πάλι να τα πούμε, θα σε φιλέψω εδώ ότι θα βρεθή, και θα πληρώσω και τον κόπο σου.
Έβαλε μετάνοια κείνο στον πνευματικό, φίλησε το χέρι του πήρε το μανδήλι, βγήκε απ’ την εκκλησία, ξαναχαιρέτησε τον πνευματικό και έφυγε. Εκείνος το παρακολούθησε με το βλέμμα του πούφευγε και ψιθύρισε, «Κύριε Ιησού Χριστέ δόστου φώτησι».

Ο πνευματικός κάθεται τώρα στην αυλή του, κοντά στην πηγή, και μπροστά στο κηπάκι του σπητιού του. Δίπλα το παληκάρι κρατεί στα χέρια του το πανί τυλιγμένο ρόλο και το στριφογυρίζει μ’ απορία, και δεν μπορεί να το χωράση ο νους του γιατί ο πνευματικός θέλησε να καταστρέψη ένα τέτοιο ωραίο πράγμα έτσι για το γούστο του.
- Λοιπόν παιδί μου. Αφού το έβαψες όπως σου είπα, πάρτο τώρα κι έχω ζεστό νερό στη φωτιά, θα σου δώσω σαπούνι και ποτάσα, κι εκεί στην βρύσι την μαρμαρένια κοπάνα, κύτταξε να το πλύνης τρίψετο όσο μπορείς και προσπάθησε να βγάλης τα χρώματα που έβαλες.
Εκείνο γέλασε.

- Τα χρώματα είπες Γέροντα; Μα δεν βγαίνουν πιά. Είναι ανεξάλειπτα, γιατί έχουν μέσα δηλητήριο την «ανηλίνη» και είναι στημένα επάνω του, θα ξεσχισθή το πανί αλλά δεν βγαίνουν εκείνα.
- Εσύ προσπάθησε κι’ όσο να ετοιμάσω εγώ φαγητό άπλωσέ το στον ήλιο να στεγνώση.

Το πήρε το παιδί και όπως του είπε ο Γέρων άρχισε να το πλύνη και να το τρίβη μ’ όλη του τη δύναμι. Αλλά δεν βαρυέσαι. Όσο το έτριβε, τόσο και γυάλιζαν τα χρώματά του. Στο τέλος βαρέθηκε, το πέρασε ένα κρύο νερό και τα’ άπλωσε στον ήλιο. Ο πνευματικός ητοίμασε το φαγητό έφαγαν και μετά...
- Φέρτο τώρα παιδί μου το μανδήλι να ιδούμε τι έγινεν.
Όταν το είδε...
- Αχ κρίμα το μανδήλι μου, φώναξε με πόνο. Πόσο μετανοώ τώρα που σου είπα και μου τόβαψες έτσι. Φαίνεται όμως ότι δεν το έτριψες όπως έπρεπε.
- Όχι Γέροντα, απεναντίας το έτριψα μ’ όλη μου την δύναμι και προσπάθησα να βγάλω τα χρώματα, μα του κάκου. Κάθε χρωματισμένη κηλίδα είναι δηλητηριασμένη, δεν βγαίνει πιά. Εγώ αν και είξευρα τι χάλια θα γινόταν εξαρχής που μου τόδωσες να το βάψω με τον τρόπο που μούπες, όταν το είδα τελειωμένο το λυπήθηκεν αληθινά η ψυχή μου.
Τότε ο Γέρων γυρίζοντας και κυττάζοντάς τον κατάματα τον ρωτά.

- Ε! παιδί μου τι λες τώρα για την προχθεσινή μας ομιλία; Βλάπτει η αισχρολογία ή δεν βλάπτε; Σου το έδωσα να το καταλάβης μόνος σου με το παράδειγμα του μανδηλιού, γιατί δεν θα μπορούσα να σε πείσω με λόγια όσο κι αν προσπαθούσα. Κάθε σφουγκαριά κι’ ένας λεκές δηλητηριασμένος στο μανδήλι που δεν βγαίνει. Κάθε λέξι αισχρή και μια λεκιά φαρμακωμένη στην ψυχή που την ακούει. Η σφουγκαριά πετάχτηκε στο κενό, μα το στίγμα έμεινε στο μανδήλι. Τον αισχρό τον λόγο τον πήρε ο αέρας μα η κηλίδα τυπώθηκε στην ψυχή εκείνου που την άκουσε. Το μαντήλι μου λες πως το λυπήθηκεν η ψυχή σου που ήταν ένα άψυχο πράγμα, πόσες όμως ψυχές παιδάκι μου κατέστρεψες με τα λόγια σου σαν το λευκό μου το μανδήλι χωρίς να τις λυπηθής; Γνώρισα εγώ ψυχές αγνούλες να κυλιώνται στο βούρκο μόνο και μόνο γιατί άκουσαν αισχρά. Δεν είναι η ώρα και το μέρος παιδάκι μου να εκταθώ περισσότερο, σαν τι ρόλο παίζει η περιέργεια, έπειτα από μια παρατεταμένη αισχρολογία σε πρόσωπα άπρακτα και πρωτόβγαλτα στην ζωή. Τούτο μόνον σου λέγω ότι, η σφαίρα λέγει κάποιος ή το δηλητήριο, σκοτώνει μόνον το κορμί του ανθρώπου, μα η αισχρολογία του σκοτώνει την ψυχή. Η κοινωνία δεν ζητά την αισχρολογία, την ξετσιπωσιά, αλλά τη σεμνότητα. Καμμιά τιμημένη οικογένεια δεν δέχεται στο σπήτι της τον αισχρολόγο, κι’ αν ευρεθή εκεί δεν του επιτρέπει ποτέ να σαλιαρίζει μπροστά στα μέλη της. Οι πόρτες όλες γι αυτόν είναι κλειστές. Κανένας πατέρας δεν εμπιστεύεται στην συντροφιά του παιδιού του να είναι ο αισχρολόγος. Οι φίλοι του το αποστρέφονται στο τέλος, και το τέλος του θα είναι καταφρονημένο. Μη παιδάκι μου, μην αισχρολογήσης πιά. Αν για ένα αργό λόγο έχωμεν να δώσωμεν απολογίαν στον δίκαιον κριτήν την ώραν που θα κριθούμε, τι θα του πούμε για κείνες τις ψυχές που καταστρέψαμε με τα λόγια μας;

Δυό δάκρυα ολοστρόγγυλα κύλησαν απ’ τα δυό ματάκια του παιδιού κι’ ένας στεναγμός βγήκε απ’ την καρδιά του.
- Συγχώρησέ με Γέροντα ήμαρτον, αισθάνομαι το κακό που έκανα έως τώρα και μετανοώ αληθινά.
Έλαμψε το πρόσωπο του πνευματικού απ’ τη χαρά του∙ το είχε κερδίσει.
- Σκύψε παιδί μου, του λέγει τώρα, να σου διαβάσω την ευχή αφού κατάλαβες το σφάλμα σου και μετανοείς.
Έσκυψε κάτω το κεφαλάκι του, έβαλε ο πνευματικός το πετραχήλι του, σκέπασε με την άκρη το κεφάλι του παιδιού και βάζοντας το χέρι επάνω «Κύριε Ιησού Χριστέ (άρχισε να λέγει) Ποιμήν και Αμνέ ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» κλπ…

Αγαπητέ αναγνώστα, όποιος κι’ αν είσαι και σε ότι κλάδο κι αν ευρίσκεσαι, λέγω κι’ εγώ σε σένα κείνο που είπεν ο πνευματικός σ’ αυτό το παληκάρι. Μην ανοίξης ποτέ φίλε μου το στόμα σου να βγη αισχρή κουβέντα απ’ τα χείλη σου έστω και για αστείο. Είναι, αγαπητέ, ανυπολόγιστη η ζημία που προξενεί στην ψυχή και στην καρδιά εκείνου που την ακούει, και κυρίως σε νέους ανθρώπους μπροστά∙ τους καταστρέφεις. Ίσως και να μετανοήσης αργότερα πικρά, μα δεν θα μπορέσης ποτέ πειά να επανορθώσης το κακό που έκαμες σ’ αυτούς, «ομιλίαι γαρ κακαί φθείρουσιν ήθη χρηστά» λέγει το ρητό του Αποστόλου.

Αγιορείτικο διήγημα: «Το λεκιασμένο μαντήλι» - Ιερομόναχος Ονούφριος Μαρουδάς (†1957), Γέροντας του Ιερού Χιλιανδαρινού Κελλιού Γέννησης της Θεοτόκου (Μαρουδά) από το 1925 έως το 1957.


Εν τη Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος Ιερώνυμος Μοναχός
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος Ζ΄, Σεπτέμβριος 1942-Αύγουστος 1943, τεύχ. 73-84, σελ. 29-32.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος Στ΄, Νοέμβριος 1941-Αύγουστος 1942, τεύχ. 63-72, σελ. 109-111.

Pages