Ένα ακραιφνώς χιλιετιστικό
κείμενο-μύθος
που ανέθρεψε γενιές Ελληνορθοδόξων
με τρόμο
Εκδ. Παπαδημητρίου (2006), εδώ. |
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η επιστολή αύτη ευρέθη εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ, εις το χωρίον Γεθσημανή, επί του τάφου της υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Θεού θέα, θείον θαύμα.
Διήγησις του μεγάλου και φρικτού μυστηρίου, ό εγένετο εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ εις την εκκλησίαν Σιών. Λίθος έπεσεν από τον ουρανόν και αυτός ο λίθος ήτο μικρός, και κανείς δεν ηδύνατο να τον σαλεύση.
Ακούσατε δε, ευλογημένοι χριστιανοί, πώς εξήλθεν από τον ουρανόν αυτός ο λίθος.
Ήτο ημέρα Τετάρτη, και εντός αυτού είχεν ο λίθος αυτός γράμματα θεϊκά και ουδείς ηδύνατο να τον σαλεύση.
Τότε ο αγιώτατος Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Ιωαννίκιος εσύναξεν όλους τους αρχιερείς και ιερείς και άπαντας τους Χριστιανούς και έκαμαν δέησιν προς τον Θεόν επί τρία ημερόνυκτα γονυκλιτώς και με θερμά δάκρυα παρακαλούντες τον Παντοδύναμον Κύριον· και ηκούσθη φωνή εκ του ουρανού λέγουσα: Επάρατέ την αυτήν την πέτραν και ίδετε τα γεγραμμένα θεϊκά λόγια.» Τότε ο αγιώτατος Πατριάρχης ερράγισε την πέτραν, και εύρεν εντός αυτής αυτά τα γεγραμμένα άγια λόγια άτινα έλεγον ούτως.
Όσοι επίστευσαν τω αγίω ονόματί μου και έγειναν χριστιανοί, πέμπω αυτήν την αγίαν μου επιστολήν. Εις τον κόσμον αυτού άφησα το Ευαγγέλιόν μου και τα βιβλία της εκκλησίας μου, δια να σας διδάσκουν νύκτα και ημέραν δια να φυλάξετε τας εντολάς μου, και σείς ως ανόητοι τας καταπατείτε. Δια τούτο θέλω αποστρέψει το πρόσωπόν μου από σας και δεν θέλω σας λυπηθή πλέον.
Εγώ σας έστειλα βάρβαρα έθνη και σας εμαστίγωσαν και σας επήραν και τον βίον σας, και σείς δεν εμετανοήσατε δια να σας λυπηθώ και να σας λυτρώσω.
Ίδετε και στοχασθήτε άνθρωποι μικροί και μεγάλοι ότι, εάν δεν φυλάξητε την αγίαν μου Κυριακήν όπου εις αυτήν ανεστήθην, θέλω ανοίξη τους καταρράκτας του ουρανού και βρέξω αίμα με φωτίαν να σας κατακαύσω. Αφρόντιστοι! δεν στοχάζεσθε, ότι την αγίαν μου Κυριακήν, ανέστησα τον πρωτόπλαστον Αδάμ μαζή με την Εύαν και τους έβαλα εις τον Παράδεισον από τον κατηραμένον τόπον της Κολάσεως, όπου τόσους αιώνας ήτον κλεισμένοι και εχάρισα τον Παράδεισον εις αυτούς και εις εσάς, δια να ευφραίνεσθε αιωνίως μετ’ εμού εις την βασιλείαν μου. Και σεις, αφρονέστατοι και ανόητοι και φθονεροί, με τι καρδίαν αυτήν την αγίαν ημέραν την καταπατείτε με τα παμμίαρα έργα σας; Στοχασθήτε, αφρονέστατοι, ότι θέλω κλείση τον ουρανόν να μη βρέξη πλέον, και την γην να μην βλαστήση χορτάρι ούτε γεννήματα, ώστε να σπείρετε και να μη θερίζετε, διότι διάγετε προς με κακώς και διεστραμμένως. Και εγώ θέλω φερθή προς υμάς με οργήν, θυμόν και αγανάκτησιν. «Ο ουρανός και η γη παρελεύσεται, οι δε λόγοι μου ού μη παρέλθωσιν». Εγώ σας έστειλα σημεία, χειμώνας κακούς και χιόνας, ακρίδας, ανέμους και αστραπάς φοβεράς, θανατικά, λοιμούς, σεισμούς φοβερούς, και σεις ως λίθοι αναίσθητοι δεν μετανοήσατε, ίνα εις πίστην έλθη η φθονερά σας καρδία και ν' αφήσετε τα κακά σας θελήματα.
Την αγίαν Κυριακήν και τας μεγάλας μου εορτάς τας καταπατείτε με τα πονηρά έργα σας, υιοί διαβόλου και κληρονόμοι της αιωνίου κολάσεως και όχι της βασιλείας μου. Καταπατείτε τα θεία μου προστάγματα, το θείον μου Ευαγγέλιον, και την αγίαν μου εκκλησίαν· εγώ ηυλόγησα την γην να δώση σίτον, οίνον, έλαιον και παν αγαθόν, και εχορτάσατε, και επροκόψατε και σεις εστάθητε όλοι διάβολοι και αχάριστοι ωσάν τον Ιούδαν σιμά εις εμέ, από τα κακά σας έργα, και τας ανομίας σας τας παρανόμους. Εβουλήθην όμως να σας αφανίσω αλλά δια τας παρακλήσεις της αγίας και υπεραγίας Μητρός μου, και πάντων των αγίων μου σας ευσπλαχνίσθηκα, δια πρεσβειών της πανταχράντου Μητρός και των αγίων Αποστόλων και προφητών και μαρτύρων και οσίων, και δικαίων, δεν σας ετιμώρησα κατά τας βδελυράς πράξεις σας. Τι αγαθόν επράξατε δια να αρέσητε της βασιλείας μου; Πτωχούς, ορφανούς, χήρας και παιδιά ανήλικα όπου φωνάζουν οπίσω σας δεν εχορτάσατε ούτε εκυβερνήσατε δια να λυπηθώ εγώ και συγχωρήσω τας αμαρτίας σας.
Δεν βλέπετε τα αλλόφυλα έθνη, όπου νόμον δεν έχουν και νόμον πράττουν; Εγώ σας έδωκα αρχιερείς και ιερείς, δίδων αυτοίς εξουσίαν του δεσμείν και λύειν. Δεν βλέπετε, αναίσθητοι, τι μέγα μυστήριον είναι ο αφορισμός; όποιος σταθή αφωρισμένος δεν δύναται το σώμα του να λύση η γη, ούτε η ψυχή του έχει ανάπαυσιν εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως, έως ου να τον συγχωρήση ο ιερεύς όπου τον αφώρισεν. Αν ευρίσκεται αποθαμμένος, πρέπει να του δώση ο αρχιερεύς την συγχώρησιν· και ούτω δύναται να λυθή το σώμα του και ευρεθή συγχωρημένος εις τον αιώνα τον μέλλοντα. Ενώ σας έδωσα άγιον νόμον δια μέσου του προφήτου Μωϋσέως επάνω εις το όρος Σινά, και εις τους έσχατους καιρούς ήλθον και εσαρκώθην εις την γην εκ της αγίας μητρός μου και αειπαρθένου Μαρίας, και τον παλαιόν νόμον πληρώσας, άφησα προς υμάς το ιερόν Ευαγγέλιόν μου, το οποίον είναι η Καινή Διαθήκη μου. Τα όσα έκαμα δια σας το ανθρώπινον γένος, σεις όλα τα κατεπατήσατε με τας κατηραμένας βλασφημίας σας, βλασφημούντες και καταπατούντες τον σταυρόν μου και τα φρικτά πάθη, άτινα υπέφερα δια την ιδικήν σας αγάπην επάνω εις τον του Κρανίου τόπον, προσέτι υπέφερα εμπτυσμούς, και κολαφισμούς· δια σας ερραπίσθην, δια σας εφόρεσα την κόκκινην χλαμίδα την οποίαν μοι εφόρεσαν δι’ εμπαιγμόν και εβάσταξα τον κάλαμον εις τας χείρας, και με τόσους εμπτυσμούς και ονειδισμούς ωνομάσθην ψευδής βασιλεύς των Ιουδαίων, δια την ιδικήν σας σωτηρίαν.
Δια σας εβάσταξα τον σταυρόν εις τους ώμους μου και εσύρθην εις τον του Κρανίου τόπον, δια σας ετελείωσα την ζωήν επάνω εις τον σταυρόν με τόσας πληγάς, χύνων το πανάγιον αίμα μου δια να ξεπλύνω τας αμαρτίας σας, και δια να σας χαρίσω την ουράνιον βασιλείαν μου, όπου είσθε εξωρισμένοι δια την παράβασιν του πρωτοπλάστου Αδάμ. Δια σας εφόρεσα τον ακάνθινον στέφανον, κατατρυπών την αγίαν κορυφήν μου, δια να σας στεφανώσω και να κάμω διαδόχους της βασιλείας μου. Δια σας ηνοίχθη η αγία μου πλευρά υφ’ ενός των στρατιωτών, και εξήλθεν αίμα και νερόν, δια να δείξω ότι το νερόν είναι το βάπτισμα και το αίμα είναι η αγία μου κοινωνία, όπου χωρίς αυτά τα δύο μυστήρια δεν δύναται να ίδη τις την βασιλείαν του πατρός μου του επουρανίου.
Αλλά σεις δι’ ανταμοιβήν των θείων μου ευεργεσιών, υβρίζετε και καταπατείτε τον σταυρόν και τα πάθη μου.
Ίδετε άνθρωποι, και στοχασθήτε εκ των βιβλίων της Εκκλησίας μου, ότι την αγίαν μου Κυριακήν, την οποίαν καταπατείτε με τα άνομα έργα σας, εις αυτήν την αγίαν ημέραν μέλλω να τελειώσω την δευτέραν μου παρουσίαν και να τελειώσω τον κόσμον, ν’ αποδώσω του καθ’ ενός κατά τα έργα όπου έπραξε. Και όσοι εβάσταξαν τας εντολάς μου και εποίησαν τα προστάγματά μου θέλουν λάμψη ώσπερ τον ήλιον, και θ' ακούσουν την μακαρίαν εκείνην φωνήν, το, «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου·» και οι αμαρτωλοί θ’ ακούσουν την φρικτήν μου απόφασιν «Πορεύεσθε οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού· Πορεύεσθε εις το πυρ το αιώνιον, εις το σκότος το εξώτερον, εις την γέενναν του πυρός μαζή με τον πατέρα σας τον διάβολον. Δι’ αυτόν εδουλεύετε, δι’ αυτόν εκοπιάζατε εις την ζωήν σας, και αυτόν απολαύετε.»
Υπάγετε καταλαληταί, υπάγετε καταδόται, υπάγετε επίορκοι, όπου δι’ ολίγον χάρισμα, ή και από πάθος κινούμενοι ομνύετε παρανόμως το Ευαγγέλιόν μου και καταστρέφετε τον πλησίον σας με την ψευδή μαρτυρίαν σας, όπου πολλάκις επήρατε αθώους εις τον λαιμόν σας, και εξολοθρεύσατε παιδία και οικογενείας, και τους εχαλάσατε από τας όψεις της φύσεως δια το πείσμα σας, δια τα τέλη σας, και δια τον παράνομον φθόνον σας.
Υπάγετε τώρα να κατακαίεται ο λάρυγγάς σας από φωτίαν άσβεστον εις τον αιώνα τον άπαντα, μαζή με τον πατέρα σας τον διάβολον.
Υπάγετε αντίδικοι, οίτινες δεν εφροντίσατε δια να αρέσητε εις εμένα όπου σας έπλασα και σας έδωκα τα ομμάτια και τα επίγεια αγαθά μου να χαίρεσθε, αλλά εφροντίσατε του πατρός σας του διαβόλου, διο και τα έργα του εποιήσατε. Υπάγετε αχάριστοι και αχόρταστοι όπου δια Θεόν την κοιλίαν σας προσκυνάτε και λατρεύετε, μη βαστώντες τας τεσσαρακοστάς, αλλά καταλύετε κρέας και οψάριον, μη βαστώντες τας τετάρτας και τας παρασκευάς, αλλά καταλύετε και κρέας και οψάριον, και είτι άλλο σας εδίδασκεν ο διάβολος δια να τον αρέσητε. Δεν στοχάζεσθε, ότι την Τετάρτην παρεδόθην εις τας χείρας των Ιουδαίων δια την σωτηρίαν σας και την αγίαν ημέραν της Παρασκευής ετελείωσα την ζωήν μου επάνω εις το ξύλον του Σταυρού χύνων το αίμα μου δια να σας ξεπλύνω από τον βόρβορον της αμαρτίας, και να σας χαρίσω την βασιλείαν μου, όπου δια σας εσταυρώθηκα; Και σείς εις αυτήν την αγίαν ημέραν της Παρασκευής καταλύετε και κρέας και οψάριον, ωσάν χοίροι άγριοι, και όχι ωσάν άνθρωποι χριστιανοί. Ιδέτε και στοχασθήτε από τα βιβλία της Εκκλησίας μου ότι την ημέρα της Παρασκευής όπου εσταυρώθην, όλη η οικουμένη γνωρίζουσά με δια ποιητήν και πλάστην ετρόμαξεν, ο ήλιος εσκοτίσθη, η γη εσείσθη, το καταπέτασμα του ναού εις το μέσον εσχίσθη, τα μνημεία ηνεώχθησαν, οι νεκροί εσηκώθησαν από τα μνημεία, γνωρίζοντές με δια Θεόν και σωτήρα του κόσμου.
Και σεις εις αυτήν την αγίαν ημέραν πράττετε τα άνομα έργα σας. Κατηραμένος, και αφωρισμένος, και ασυγχώρητος ο λάρυγκας, όπου καταλύει την τετάρτην και την παρασκευήν κρέας και οψάριον χωρίς σωματικής ασθενείας. Στοχασθήτε ότι θέλω ανοίξη τους καταρράκτας του ουρανού, να βρέξω νερό κοχλάτο εις τας δέκα Φεβρουαρίου και κανείς δεν θα ηξεύρη, και θέλω βρέξη εις τας 8 Απριλίου αίμα και πυρ να σας κατακαύσω τας αμπέλους σας και τα χωράφια και τα χόρτα, και θέλω ρίψη θηρία πτερωτά και ανήμερα να σας καταφάγουν, και να φωνάζετε ο είς εις τον άλλον, «έβγατε σείς οι αποθαμμένοι να έμβωμεν ημείς οι ζωντανοί, διότι δεν ημπορούμεν πλέον να υποφέρωμεν την οργήν του παντοκράτορος Θεού και τον θυμόν του». Και πάλιν λέγω θα πέμψω σκότος, αστραπάς και βροντάς, να σας κατακαύσω και να μη λυπηθώ. Αλλοίμονον εις σας τι απολογίαν έχετε να με δώσετε την ημέραν της κρίσεως. Την ώραν εκείνην, θέλει τρέμει ο ουρανός και η γη· αλλοίμονον εις εκείνους όπου έπραξαν του διαβόλου τα έργα. Ίδετε άνθρωποι, να απέχητε από τας αμαρτίας, από την υπερηφάνειαν, τον φθόνον, την πονηρίαν, την μοιχείαν, την κλοπήν, που κλέπτετε ο ένας τον άλλον. Εάν αυτά δεν αφήσετε, θέλετε ιδεί τα φοβερά μου σημεία και θα τρομάξητε από την οργήν μου, όπου ο ουρανός θέλει τρέμει και η γη θα σείεται, ο ήλιος θα σβύση, η σελήνη και τα άστρα θα πέσουν, η θάλασσα θα βρωμήση, τα πηγάδια θα ξηραθούν, και σεις θα τρέμητε ως τα φύλλα του δένδρου, και ανάπαυσιν ποσώς θα μην έχητε. Αλλοίμονον εις εκείνους όπου βλασφημούν το όνομά μου με την βρωμεράν των γλώσσαν καταπατούντες τον Σταυρόν. Θέλουν ιδεί τον Σταυρόν την ημέραν της κρίσεως να έρχεται μετά των ουρανίων ταγμάτων επί των νεφελών του ουρανού μετά δόξης και να τρομάξουν από τον φόβον τους. Τότε θέλει τους σύρει ο ποταμός ο πύρινος, εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. Αλλοίμονον εις εκείνον τον ιερέα όπου δεν διδάσκει κάθε Κυριακήν τον λόγον του Ευαγγελίου, θέλει δώσει φρικτήν απολογίαν δια το ποίμνιόν του την ημέραν της κρίσεως του κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού. Και πάλιν λέγω δια την αγίαν επιστολήν, ότι δεν εγράφη από χέρι ανθρώπου, αλλ’ από τον πατέρα μου τον επουράνιον. Και όποιος άνθρωπος ευρεθή να φλυαρήση δια την αγίαν μου επιστολήν και να είπη ότι είναι από χέρι ανθρώπου να είναι επικατάρατος, και η ψυχή του να ήναι μετά του Ιούδα του προδότου, και κληρονομήση το ανάθεμα Σοδόμων και Γομόρων και βασανίζεται εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Και πάλιν λέγω, ότι όποιος δεν δεχθή την αγίαν μου επιστολήν με όλην του την καρδίαν, να κληρονομήση την γέεναν του πυρός την άσβεστον, επειδή δεν επίστευσεν εις την επιστολήν του ποιητού του ουρανού και της γης, αλλ’ είπεν ότι δεν είναι γεγραμμένη από τον πατέρα μου. Και πάλιν λέγω ότι όποιος υβρίζει τον ιερέα του Θεού του Υψίστου, και δεν τον αγαπά και δεν τον ευλαβείται ως πανάγιον του Θεού υπηρέτην, όπου το άγιον πνεύμα κατέβη εις την κεφαλήν του, θέλει δώσει μεγάλην απολογίαν του Θεού εις την ώραν της κρίσεως.
Ευλογημένος να ήναι εκείνος ο Χριστιανός και από τον Πατέρα μου όπου πάρη την αγίαν μου επιστολήν με όλην του την προθυμίαν, και την διαβάζη εις τον οίκον του. Και αν έχη αμαρτίας ωσάν τας τρίχας της κεφαλής του, και ωσάν τα φύλλα του δένδρου, όλαι συγχωρούνται και λυώνουν. Συγχωρεί δε και ευλογεί ο Θεός τον οίκον του και τα έργα του και όλα τα αγαθά του. Και πάλιν λέγω, ότι όποιος θρέψη πεινασμένον και ενδύση γυμνόν, και δεχθή ξένον εις το σπήτι του και του δώση ελεημοσύνην, θέλουν πληθύνη τα αγαθά του και θέλω τον ευλογήσει ωσάν τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Και πάλιν λέγω, αλλοίμονον εις εκείνους τους γονείς όπου δεν ερμηνεύουν τα τέκνα των και δεν τα παρακινούν να πηγαίνουν εις την αγίαν εκκλησίαν. Καλλίτερον να μη τα εγεννούσαν, διότι θέλουν δώσει φρικτήν απολογίαν εις τον φοβερόν κριτήν την ημέραν της κρίσεως.
Δια τούτο εγώ ο αμαρτωλός και ανάξιος του Χριστού Πατριάρχης ταπεινός Ιωαννίκιος σας παρακαλώ, αγαπητά τέκνα μου, χάρις υμίν και ειρήνη υπό Θεού Πατρός, Κυρίου δε ημών Ιησού Χριστού, και σας δίδω την ευλογίαν, παρακαλώ σας με όλους τους αρχιερείς όπου εξήγησαν την αγίαν ταύτην επιστολήν και την έστειλαν εις τον κόσμον όπως την δεχθήτε μετά πάσης προθυμίας. Και ευλογημένος ο άνθρωπος, όπου την έχει εις το σπήτι του· δεν θέλει του συμβεί ποτέ κανέν κακόν, ούτε θέλει του εγγίση ο διάβολος τα πράγματά του, και εις την αιώνιον βασιλείαν τού συγχωρεί ο Θεός τας αμαρτίας του, και τον δέχεται εις την βασιλείαν του. Εις δόξαν Πατρός Υιού και αγίου πνεύματος· νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Εις το όνομα του πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Αύτη η επιστολή ευρέθη επάνω εις τον Άγιον Τάφον της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Και να γνωρίζη κάθε άνθρωπος και να ειξεύρη ότι όστις διαβάζει την ευχήν αυτήν μίαν φοράν την ημέραν και την βαστά επάνω του δεν φοβάται κακόν θάνατον, ούτε από ποταμόν, ούτε από εχθρούς, αλλά διασκορπίζονται εν τω ονόματι Ιησού Χριστού. Αμήν.
Όποιος ομοίως την διαβάζει επάνω εις άνθρωπον, όπου να έχη τον πειρασμόν εις το κορμί του, παρευθύς υγιαίνει από πάσαν πράξιν του διαβόλου εν τω ονόματι Ιησού Χριστού. Αμήν.
Ακόμη έχει χάριν αυτή η ευχή, όποιος την διαβάζει μίαν φοράν την ημέραν, εκείνος όπου θέλει τού έλθει ο θάνατος ο διωρισμένος θέλει ιδεί την Κυρίαν του κόσμου τρεις ημέρας προτήτερα.
Ακόμη όποιος την διαβάση επάνω εις γυναίκα όπου μέλλει να γεννήση, ελευθερόνεται το γλιγωρότερον, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού. Αμήν.
* Επιστολή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
[Η Αγία Επιστολή],
εν Αθήναις: Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1897.
[Ελληνικά/Greek, PDF]
+ Ο μόνος φερόμενος ως πατριάρχης Ιεροσολύμων με το όνομα Ιωαννίκιος πατριάρχευσε μεταξύ των ετών 1020 έως 1084. (jerusalem-patriarchate.info)
Η Αγία Επιστολή
& ο Ν. Καζαντζάκης /
The Aghia Epistoli ("Sacred Epistle")
& N. Kazantzakis
& ο Ν. Καζαντζάκης /
The Aghia Epistoli ("Sacred Epistle")
& N. Kazantzakis
Τα θρησκευτικά ενδιαφέροντα, η ευσέβια, οι φόβοι και οι ασκητικές τάσεις και οι ιδιοσυγκρατικοί τρόποι του Καζαντζάκη μπορούν να ιχνηλατηθούν πίσω στην παιδική του ηλικία και στη νεότητά του. Ανέφερε πως όταν ήταν παιδί τούάρεσε να διαβάζει αποκαλυπτική γραμματεία όπως η Αγία Επιστολή και να τηρεί αυστηρά του κανόνες της Εκκλησίας περί νηστείας. Τις Τετάρτες και τις Παρασκευές (ημέρες νηστείας για τους Ορθόδοξους χριστιανούς) συνήθιζε να ελέγχει τις γειτόνισσες για να δει αν είχαν παραβιάσει τους εκκλησιαστικούς κανόνες ετοιμάζοντας γεύματα με κρέας ή ψάρι. Κάθε φορά που εντόπιζε μια παράβαση, απειλούσε τους γείτονες με αιώνια καταδίκη, σηκώνοντας ψηλά την Αγία Επιστολή και κραυγάζοντας: "Ουαί υμίν, ουαί υμίν!" και τότε οι τρομοκρατημένοι γείτονες τον καλοπιάνανε και τον ικέτευαν να σταματήσει.
[Νίκος Καζαντζάκης: Ορθόδοξος ή Ετερόδοξος; Μια Ελληνορθόδοξη Εκτίμηση]
[English/Αγγλικά, PDF]
in:
[Ο Αγωνιστής του Θεού: Η Θρησκεία στα Συγγράμματα του Νίκου Καζαντζάκη]
Mercer University Press 1996,
via